ΣτΕ/2436/2012
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΠΑ-ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ-ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ (...)Εξάλλου, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν περιείχε σαφή προσδιορισμό του επιδοθέντος εγγράφου, με το σκεπτικό ότι ανέφερε τον αριθμό του, την εκδούσα αρχή, το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά, δεν ασκεί δε επιρροή το ότι δεν ανέφερε την ημερομηνία έκδοσής του, αφού από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης προέκυπτε ποιο ήταν το επιδοθέν έγγραφο. Όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη περιεχόμενο του αποδεικτικού, αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης πράξης, η αρχή που την εξέδωσε και το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Με τα δεδομένα αυτά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το έγγραφο που επιδόθηκε και, συνεπώς, η έκθεση επίδοσης περιέχει σαφή προσδιορισμό της, όπως ορίζει το άρθρο 67 παρ. 1 του Κ.Φ.Δ. και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα σχετικά με τη μη αναγραφή χρονολογίας έκδοσης και τη μη απάντηση του ισχυρισμού περί μη αναγραφής του είδους του επιδοθέντος εγγράφου ... Τέλος, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν ανέφερε και τα «επιστρεφόμενα δικαιολογητικά», με το σκεπτικό ότι η επιστροφή τους δεν ήταν στοιχείο του κύρους της επίδοσης (συμπλήρωσε δε ότι αυτά είχαν πράγματι επιστραφεί στην αναιρεσείουσα, η οποία είχε λάβει γνώση και της ένδικης πράξης από τις 29-4-1999, ημερομηνία σύνταξης του κατ’ αυτής εγγράφου της που παρελήφθη από το Υπ. Οικονομικών στις 21-5-1999). Για την εγκυρότητα της επίδοσης της ένδικης πράξης δεν απαιτούνταν και η κοινοποίηση των επιστρεφόμενων δικαιολογητικών. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/2437/2012
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΠΑ-ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ-ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ (...)Εξάλλου, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν περιείχε σαφή προσδιορισμό του επιδοθέντος εγγράφου, με το σκεπτικό ότι ανέφερε τον αριθμό του, την εκδούσα αρχή, το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά, δεν ασκεί δε επιρροή το ότι δεν ανέφερε την ημερομηνία έκδοσής του, αφού από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης προέκυπτε ποιο ήταν το επιδοθέν έγγραφο. Όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη περιεχόμενο του αποδεικτικού, αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης πράξης, η αρχή που την εξέδωσε και το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Με τα δεδομένα αυτά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το έγγραφο που επιδόθηκε και, συνεπώς, η έκθεση επίδοσης περιέχει σαφή προσδιορισμό της, όπως ορίζει το άρθρο 67 παρ. 1 του Κ.Φ.Δ. και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα σχετικά με τη μη αναγραφή χρονολογίας έκδοσης και τη μη απάντηση του ισχυρισμού περί μη αναγραφής του είδους του επιδοθέντος εγγράφου .... Τέλος, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν ανέφερε και τα «επιστρεφόμενα δικαιολογητικά», με το σκεπτικό ότι η επιστροφή τους δεν ήταν στοιχείο του κύρους της επίδοσης (συμπλήρωσε δε ότι αυτά είχαν πράγματι επιστραφεί στην αναιρεσείουσα, η οποία είχε λάβει γνώση και της ένδικης πράξης από τις 29-4-1999, ημερομηνία σύνταξης του κατ’ αυτής εγγράφου της που παρελήφθη από το Υπ. Οικονομικών στις 21-5-1999). Για την εγκυρότητα της επίδοσης της ένδικης πράξης δεν απαιτούνταν και η κοινοποίηση των επιστρεφόμενων δικαιολογητικών. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.
ΕλΣυν/Τμ.4/201/2011
Από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974) συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης είναι το κατασχετήριο έγγραφο, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, να κοινοποιείται σωρευτικώς ως εξής: α) στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ο.Τ., ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο του Ε.Ο.Τ., όντας κύριος διατάκτης και αποφασίζον όργανο για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Ο.Τ. (βλ. άρθρο 6 ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού», Φ.Ε.Κ. Α΄ 161 και άρθρο 12 ν.δ/τος 496/1974), β) στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. αρμόδια υπηρεσία αυτού για την πληρωμή και για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης (βλ. άρθρο 12 π.δ/τος 343/2001 «Οργανισμός Διάρθρωσης Υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)» - Φ.Ε.Κ. Α΄ 231) και γ) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) που υπάγεται φορολογικά ο καθ’ ου η κατάσχεση (πρβλ. Πράξη IV Τμήματος 76/2008, Εφετείο Λαμίας 10, 56/2010, 212/2009, Εφετείο Αθηνών 5494/2008 και Α.Π. 480/2006). Β. Το π.δ. 503/85 «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός του Νόμος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 983 ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. (…)» και στο άρθρο 118 ότι: «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1) το δικαστήριο ή το δικαστή (…) και 5) τη χρονολογία (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να φέρει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 983 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενο. Η χρονολόγηση, όμως, του κατασχετηρίου εγγράφου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Τούτο δε διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου, αλλά εκείνος της επίδοσής του. Ως εκ τούτου, η έλλειψη χρονολογίας σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου μπορεί να αναπληρωθεί από την χρονολογία της έκθεσης επίδοσης του αχρονολόγητου κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ακυρότητα ούτε οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα της επιβληθείσας κατάσχεσης (πρβλ. ΑΠ 198/1994).
ΣΤΕ/920/2011
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.
ΣτΕ/839/2012
Διαδοχικές συμβάσεις σίτισης φοιτητών Πανεπιστημίου-Ένδικο βοήθημα (...)Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και ως προς το ζήτημα της έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης αξίωσης, ότι έχει ασκηθεί κατά το χρόνο τυχόν άσκησης προηγουμένου που απορρίφθηκε τελεσιδίκως λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο αυτό ένδικο βοήθημα ασκείται από τον ενδιαφερόμενο εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση σε αυτόν της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης. Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η απορριπτική για έλλειψη δικαιοδοσίας δικαστική απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, αλλά και όταν το ένδικο βοήθημα ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου ασκείται πριν από την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, αφού με τον τρόπο αυτό εκπληρώνεται ο σκοπός της παραπάνω διατάξεως που συνίσταται στην επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων σε σύντομο διάστημα και στην προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας κινδυνεύουν να απολέσουν τόκους. Εξάλλου, στο από 23.1.2003 υπόμνημα – έκθεση απόψεών του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ... το αναιρεσείον αναφέρει ότι κατά της 4913/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 13.9.2001 έφεσή, η οποία στις 23.1.2003 εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου .... Επομένως και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση
ΝΣΚ/381/2002
Δεν αποκλείεται από το νόμο η αναφερόμενη σ' αυτό πρακτική των δημοσίων υπηρεσιών, όπως επί του διακρατούμενου υπ' αυτών αντιγράφου του προσαγομένου και απαιτουμένου κατά νόμον εγγράφου αλλοδαπής αρχής βεβαιώνουν ότι είναι όμοιο προς το πρωτότυπο,
ΝΣΚ/186/2019
Αυτοδίκαιη ή μη έκπτωση από την Υπηρεσία του αμετακλήτως καταδικασθέντος εκπαιδευτικού για ένα από τα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου, της ηθικής αυτουργίας στη διάπραξη νόθευσης εγγράφου ή της χρήσης νοθευμένου εγγράφου.(...) Η αμετάκλητη καταδίκη για τα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου και της ηθικής αυτουργίας στη διάπραξή της, συνεπάγονται αυτοδίκαιη έκπτωση του καταδικασθέντος από την Υπηρεσία. Δεν συνεπάγεται το ανωτέρω αποτέλεσμα η καταδίκη για το αδίκημα της χρήσης νοθευμένου εγγράφου (ομόφ.).
ΣΤΕ/1960/2009
Επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4575/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.Επειδή, περαιτέρω, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθόσον το Εφετείο δεν προέβη σε διαπίστωση για το πρόγραμμα που είχε υλοποιήσει η εταιρεία μέχρι την ημέρα του ελέγχου, ούτε ότι δεν συνέχισε την υλοποίηση του, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να μη της καταβληθεί μόνο η δαπάνη του μαθήματος που δεν εκτελέσθηκε λόγω της αναβολής του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην τρίτη σκέψη, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων αυτών, κατά την εκτέλεση του προγράμματος επιμόρφωσης, προβλέπεται ως συνέπεια μόνο η διακοπή της χρηματοδότησης του συνολική (πρ. βλ. Σ.τ.Ε. 1028/2004). Ακόμη, η αναιρεσείουσα προβάλει ότι καθ΄ ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω Υπουργικής απόφασης και των άρθρων 380, 382 και 386 του Αστικού Κώδικα, η διακοπή της χρηματοδότησης δεν ενεργεί αναδρομικώς αλλά μόνο για το μέλλον, διότι αποτελεί καταγγελία και όχι υπαναχώρηση από τη σύμβαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για συμβατική σχέση, αλλά για σχέση δημοσίου δικαίου της μονομερούς δηλαδή έγκρισης του προγράμματος επιμόρφωσης του προσωπικού της αναιρεσείουσας. Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι το Εφετείο παρανόμως δεν απάντησε στον επικουρικό λόγο της αγωγής της για απόδοση του αιτούμενου ποσού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ορθώς απερρίφθη σιγή από το Εφετείο ως μη ουσιώδης, αφού δεν νοείται αδικαιολόγητος πλουτισμός από νόμιμη αιτία, δηλαδή με βάση νόμιμη διοικητική πράξη, όπως κρίθηκε ανωτέρω.
ΣΤΕ 482/2016
Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:..το δικάσαν διοικητικό εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα χρησιμοποιηθέντα κριτήρια βάσει των οποίων δέχθηκε ότι οι επίμαχες συμβάσεις μισθώσεως έργου υπέκρυπταν σχέσεις με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξαρτημένης εργασίας, καθόσον αν και στήριξε την κρίση του στην από 4.2.2000 έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων του Ι.Κ.Α., εντούτοις δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση του τα στοιχεία που πιστοποιούσαν ότι πράγματι τα ανωτέρω πρόσωπα παρείχαν την εργασία τους υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των οργάνων του Δημοσίου, δηλαδή, ποια ήταν τα όργανα αυτά και ποιες συγκεκριμένες πράξεις τους καταδείκνυαν την εν λόγω εποπτεία, ούτε αναφέρεται ποια συγκεκριμένα από τα ανωτέρω πρόσωπα μονιμοποιήθηκαν. Η προπαρατεθείσα, όμως, κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου (μεταξύ των οποίων μνημονεύονται ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση οι οικείες συμβάσεις, η σχετική έκθεση ελέγχου κ.λ.π.), δεν απαιτείτο δε για την πληρότητα της αιτιολογίας η παράθεση των ονοματεπωνύμων των προσώπων που ασκούσαν εποπτεία και των συγκεκριμένων ενεργειών με τις οποίες εκδηλωνόταν η εποπτεία αυτή. Εξάλλου, ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το βεβαιούμενο στην έκθεση ελέγχου γεγονός της μονιμοποίησης πολλών εκ των ανωτέρω απασχοληθέντων, παραλείποντας για το νόμιμο της κρίσης του να αναφέρει έστω και ενδεικτικώς τα ονοματεπώνυμα ορισμένων εξ αυτών είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, καθόσον στην έκθεση ελέγχου, όπως το περιεχόμενο αυτής περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, καμία σχετική αναφορά δεν γίνεται σε μονιμοποίηση ορισμένων εκ των προσώπων αυτών. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ως άνω περί πλημμελούς αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το μέρος που με τον λόγο αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και η εκτίμηση από αυτό των αποδείξεων, ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
ΣΤΕ 2560/2015
Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας απέρριψε τον λόγο της προσφυγής ότι, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων, η αναιρεσείουσα δεν είχε κληθεί εγγράφως να εκθέσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση της προσβληθείσης με την προσφυγή πράξεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι η αναιρεσείουσα δεν ανέφερε με το δικόγραφο της προσφυγής τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα είχε προβάλει ενώπιον του αναιρεσιβλήτου Δήμου αν είχε κληθεί και οι οποίοι θα κλόνιζαν τις διαπιστώσεις του αναιρεσιβλήτου Δήμου ως προς την εκ μέρους της παράβαση των όρων της συμβάσεως και θα μπορούσαν, ενδεχομένως, εάν ετίθεντο υπόψη του Δήμου, να επηρεάσουν την απόφαση του αρμοδίου οργάνου του ως προς την λύση της επίδικης συμβάσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4447/2012 Ολομ.). Συνεπώς, ορθώς απερρίφθη από το Διοικητικό Εφετείο, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ο σχετικός με την παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως λόγος της προσφυγής ....εν όψει των ανωτέρω, καθώς και εν όψει του ότι όλοι οι λοιποί προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση λόγοι έχουν ήδη απορριφθεί με την υπ’ αριθ. 2381/2009 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΕΣ/ΤΜ.Μ.Ε.Σ/2698/2014
Κατασκευή πινάκων....Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση ασκηθείσα μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο δεκαπενθήμερης προθεσμίας είναι εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να ασκούν επιρροή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, οι ισχυρισμοί, τους οποίους ο αιτών Δήμος προβάλλει με το από 4.6.2014 συμπληρωματικό υπόμνημά του, ότι ο παραλαβών την έκθεση επίδοσης δήμαρχος έπασχε από εμπύρετο λοίμωξη του ουροποιητικού (βλ. την από 12.5.2014 βεβαίωση του ιδιώτη ιατρού ...). Τούτο διότι από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι ο δήμαρχος τελούσε σε «απόλυτη» αδυναμία να ειδοποιήσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δήμου προκειμένου ο τελευταίος να λάβει γνώση της κοινοποιηθείσας απόφασης του VI Τμήματος, ενώ περαιτέρω δεν αποδεικνύεται ότι εξαιτίας του ως άνω εκτάκτου περιστατικού, δεν ήταν εφικτή η ενημέρωση κάποιου υπάλληλου του αιτούντος Δήμου, ώστε να φροντίσει αυτός να ειδοποιήσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο περί της συντελεσθείσας κοινοποίησης. Άλλωστε, -ανεξαρτήτως του ότι σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 1 περ. ιγ’ του Ν. 3852/2010 η Οικονομική Επιτροπή, και όχι ο Δήμαρχος, είναι αρμόδια να αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων μέσων- ακόμη κι αν ο Δήμαρχος ήταν ασθενής για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αυτό δεν μπορεί να διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της δημοτικής αρχής, ενώ σύμφωνα με την αρχή της συνεχείας της Διοικήσεως ο δήμος εξακολουθεί, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, να λειτουργεί και να διοικείται (βλ. και ΣτΕ 2322/2009).Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση του Δήμου ... Νομού .... για αναθεώρηση της 2032/2014 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.