ΝΣΚ/381/2002
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Δεν αποκλείεται από το νόμο η αναφερόμενη σ' αυτό πρακτική των δημοσίων υπηρεσιών, όπως επί του διακρατούμενου υπ' αυτών αντιγράφου του προσαγομένου και απαιτουμένου κατά νόμον εγγράφου αλλοδαπής αρχής βεβαιώνουν ότι είναι όμοιο προς το πρωτότυπο,
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/122/2008
Προμήθεια "αντιδραστηρίων ανοσολογικών εξετάσεων".(...)Επειδή, εξάλλου, το ν.δ. 3026/1954 ("Περί του Κώδικος των Δικηγόρων", Α΄ 235), ορίζει στο άρθρο 52 ότι "1. Ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδη επικυρωμένα υπ'αυτού αντίγραφα των παρ' αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ως υπεύθυνος περί της ακριβείας αυτών. 2. Τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου. 3. Δημόσιος υπάλληλος... αρνούμενος να δεχθή και σεβασθή τοιούτον αντίγραφον τιμωρείται α) επί παραβάσει καθήκοντος αυτεπαγγέλτως ή τη εγκλήσει του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και β) πειθαρχικώς τουλάχιστον δια προσωρινής παύσεως". Περαιτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔ, Α΄ 45) όριζε στο άρθρο 11 ότι "1...2. Την επικύρωση αντιγράφου από το πρωτότυπο, ή από το ακριβές αντίγραφο της αρχής που εξέδωσε το πρωτότυπο, μπορεί να ζητήσει ο ενδιαφερόμενος από οποιαδήποτε διοικητική αρχή, δικηγόρο ή συμβολαιογράφο...3. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν να δέχονται επικυρωμένα αντίγραφα πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων δικαιολογητικών στοιχείων...", σύμφωνα δε με το άρθρο 33 αυτού "1. Από την έναρξη ισχύος του Κώδικα, αν σε αυτόν ορίζεται διαφορετικά, καταργείται κάθε γενική διάταξη, η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2...". Οι ως άνω, όμως, διατάξεις του άρθρου 11 του ΚΔΔ τροποποιήθηκαν με το άρθρο 16 του ν. 3345/2005 (Α΄ 138), που διέπει, ως εκ του χρόνου ισχύος του, τον επίδικο διαγωνισμό ως εξής: "1...2. Την επικύρωση αντιγράφου από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής που το εξέδωσε μπορεί να ζητήσει κάθε ενδιαφερόμενος από όλες τις διοικητικές αρχές και τα ΚΕΠ. Αντίγραφα των ανωτέρω επικυρώνονται και από δικηγόρους...σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση των λειτουργημάτων τους...3. Τα επικυρωμένα κατά τα ανωτέρω αντίγραφα εγγράφων που εξέδωσε διοικητική αρχή... γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τη Διοίκηση, όπως τα πρωτότυπα". Επομένως, η ανωτέρω γενική διάταξη του άρθρου 52 του Κώδικα περί Δικηγόρων, η οποία αναφέρεται σε δυνατότητα επικυρώσεως από δικηγόρο αντιγράφου εγγράφου "παντός είδους" και συνέχισε να ισχύει υπό την αρχική μορφή του ΚΔΔ, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργήθηκε, ειδικώς ως προς τα μη προερχόμενα από "διοικητική αρχή" έγγραφα, από τη μεταγενέστερη και ειδικότερη από την εξεταζομένη άποψη, διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3345/2005, με συνέπεια το ανεπίτρεπτο, υπό το καθεστώς της τελευταίας αυτής διατάξεως, της επικυρώσεως από δικηγόρο αντιγράφων εγγράφων μη προερχομένων από διοικητική αρχή.7. Επειδή, η προσφορά της αιτούσας, με την οποία αυτή προσκόμισε επικυρωμένα από δικηγόρο αντίγραφα των απαιτουμένων από τη διακήρυξη βεβαιώσεων του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη πτωχεύσεως, εκκαθαρίσεως ή συνδρομής άλλης ανάλογης καταστάσεως, ήτοι εγγράφων μη προερχομένων από "διοικητική αρχή" κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως του ν. 3345/2005, ήταν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, απαράδεκτη. Επομένως, η εν λόγω προσφορά ορθώς απερρίφθη με την ως άνω αιτιολογία, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμοι.
ΣΤΕ/1644/2022
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 8 και 9 του άρθρου 53 του, κυρωθέντος με τον ν.3669/2008 Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων που προπαρατέθηκαν (σκέψη 8), προκύπτει ότι η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά, με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, ότι η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρωμών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις, ότι μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλόμενων σε αυτόν ποσών από εργασίες που εκτελέσθηκαν, ότι οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται προς έγκριση στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους, ότι οι εγκρινόμενοι (ρητώς ή σιωπηρώς) από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί και ότι αν η πληρωμή τους καθυστερήσει πέρα από ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από τον χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας. Κατά συνέπεια, οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση του αναδόχου και, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα (βλ. ανωτ. ΣτΕ 251/2017, 1081-3/2020), ανακύπτει αντίστοιχη υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, χωρίς να μπορεί να εξετασθεί η νομιμότητά τους, το πρώτον, βάσει των απόψεων της Διοικήσεως επί της σχετικής αγωγήςֹ ο δε ανάδοχος δικαιούται τόκων υπερημερίας εάν ο κύριος του έργου καθυστερήσει, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, να ενεργήσει την πληρωμή με βάση πιστοποίηση που υποβλήθηκε προς έγκριση. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992, καθώς και του άρθρου 26 ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), που υπηρετούν σοβαρό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο (βλ. και ΣτΕ 1311/2017), για την πληρωμή όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων κατά του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., δήμων και κοινοτήτων, απαιτούνται βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, επί υπάρξεως δε σχετικών οφειλών, προβλέπεται η διάθεση («παρακράτηση και απόδοση») προς τούτο των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, ναι μεν σε περίπτωση έγκρισης των λογαριασμών για εκτελεσθείσες εργασίες δημοσίου έργου, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται, ο ανάδοχος δικαιούται τα αναφερόμενα σ’ αυτούς ποσά και δημιουργείται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, η πληρωμή, όμως, αυτή τελεί υπό την αίρεση της προηγούμενης προσκόμισης βεβαιώσεων φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, ενώ δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων ποσών για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τις κατά τα ανωτέρω βεβαιώσεις. (ανωτ. ΣτΕ 1505/2015).Επομένως, εν προκειμένω, εφόσον δεν είχαν συνυποβληθεί με τους επίμαχους λογαριασμούς βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας που να βεβαιώνουν την ανυπαρξία κατά νόμον οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, το γεγονός αυτό δεν αναιρούσε μεν την κατ’ αρχήν υποχρέωση του αναιρεσείοντος Δήμου για την πληρωμή των εν λόγω λογαριασμών, εξαρτούσε, όμως, την εξόφλησή τους από την υποβολή των ανωτέρω βεβαιώσεων. Συνεπώς, έσφαλε το διοικητικό εφετείο που έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ήταν νομικά αδιάφορη η προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών προκειμένου να εξοφληθούν οι ένδικοι λογαριασμοί, για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το μέρος τούτο, να αναιρεθεί.