Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/1644/2022

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 8 και 9 του άρθρου 53 του, κυρωθέντος με τον ν.3669/2008 Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων που προπαρατέθηκαν (σκέψη 8), προκύπτει ότι η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά, με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, ότι η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρωμών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις, ότι μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλόμενων σε αυτόν ποσών από εργασίες που εκτελέσθηκαν, ότι οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται προς έγκριση στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους, ότι οι εγκρινόμενοι (ρητώς ή σιωπηρώς) από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί και ότι αν η πληρωμή τους καθυστερήσει πέρα από ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από τον χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας. Κατά συνέπεια, οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση του αναδόχου και, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα (βλ. ανωτ. ΣτΕ 251/2017, 1081-3/2020), ανακύπτει αντίστοιχη υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, χωρίς να μπορεί να εξετασθεί η νομιμότητά τους, το πρώτον, βάσει των απόψεων της Διοικήσεως επί της σχετικής αγωγήςֹ ο δε ανάδοχος δικαιούται τόκων υπερημερίας εάν ο κύριος του έργου καθυστερήσει, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, να ενεργήσει την πληρωμή με βάση πιστοποίηση που υποβλήθηκε προς έγκριση. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992, καθώς και του άρθρου 26 ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), που υπηρετούν σοβαρό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο (βλ. και ΣτΕ 1311/2017), για την πληρωμή όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων κατά του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., δήμων και κοινοτήτων, απαιτούνται βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, επί υπάρξεως δε σχετικών οφειλών, προβλέπεται η διάθεση («παρακράτηση και απόδοση») προς τούτο των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, ναι μεν σε περίπτωση έγκρισης των λογαριασμών για εκτελεσθείσες εργασίες δημοσίου έργου, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται, ο ανάδοχος δικαιούται τα αναφερόμενα σ’ αυτούς ποσά και δημιουργείται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, η πληρωμή, όμως, αυτή τελεί υπό την αίρεση της προηγούμενης προσκόμισης βεβαιώσεων φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, ενώ δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων ποσών για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τις κατά τα ανωτέρω βεβαιώσεις. (ανωτ. ΣτΕ   1505/2015).Επομένως, εν προκειμένω, εφόσον δεν είχαν συνυποβληθεί με τους επίμαχους λογαριασμούς βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας που να βεβαιώνουν την ανυπαρξία κατά νόμον οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, το γεγονός αυτό δεν αναιρούσε μεν την κατ’ αρχήν υποχρέωση του αναιρεσείοντος Δήμου για την πληρωμή των εν λόγω λογαριασμών, εξαρτούσε, όμως, την εξόφλησή τους από την υποβολή των ανωτέρω βεβαιώσεων. Συνεπώς, έσφαλε το διοικητικό εφετείο που έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ήταν νομικά αδιάφορη η προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών προκειμένου να εξοφληθούν οι ένδικοι λογαριασμοί, για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το μέρος τούτο, να αναιρεθεί.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕφΑθ /1684/2012

Δημόσια έργα. Μετά την έγκριση των λογαριασμών από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία ανακύπτει υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την υποβολή έγγραφης όχλησης με το επιτόκιο που ορίζεται στο π.δ. 166/2003. Προληπτικός έλεγχος των δαπανών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των νπδδ από το Ε.Σ. Δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως και η νομιμότητα των ατομικών διοικητικών πράξεων ανάθεσης της εκτέλεσης του έργου στον ανάδοχο. Υπαρξη περισσοτέρων χρεών του οφειλέτη και καταλογισμός των καταβολών κατά τα άρθρα 422-423 ΑΚ.


ΕλΣυν/Τμ.7/402/2010

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΕΡΓΑ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εφόσον η πληρωμή της αναδόχου καθυστέρησε πέραν του διμήνου από την υποβολή του ως άνω λογαριασμού προς έγκριση από τη διευθύνουσα υπηρεσία, χωρίς υπαιτιότητά της, οφείλεται τόκος υπερημερίας, αφού η ανάδοχος υπέβαλε έγγραφη όχληση και από το χρόνο υποβολής αυτής. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι νόμιμη και αυτό πρέπει να θεωρηθεί.


ΣτΕ/1081/2020

Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 7ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση 



ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011

Ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.


ΣτΕ/1082/2020

Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 19ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση 


ΣτΕ/2213/2020

ΜΕΛΕΤΕΣ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ: Μελέτη και κατασκευή κτιριακού συγκροτήματος Περιφερειακού Υποκαταστήματος και Νομαρχιακής Μονάδας Υγείας Ι.Κ.Α.(...)Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Διοικητικό Εφετείο εσφαλμένως υπέλαβε ότι οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί τόκων δεν ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε αυτή να παραθέσει στην ένδικη αγωγή της και άλλα πρόσθετα στοιχεία (χρόνο υποβολής των 27ου και 28ου λογαριασμών, χρόνο της τυχόν έγκρισή τους, χρόνο μερικής ή ολικής εξόφλησής τους, έλλειψη υπαιτιότητας αναδόχου για την καθυστερημένη εξόφληση), ώστε να είναι η αγωγική της αξίωση ορισμένη. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το νομικό ζήτημα που τίθεται με τον ως άνω λόγο, αν, δηλαδή, η έγκριση από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία λογαριασμών, όταν δεν αφορά εργολαβικό αντάλλαγμα για εκτελεσθείσες εργασίες, δεσμεύει το διοικητικό εφετείο που δικάζει αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η υλοποίηση των εγκεκριμένων αυτών λογαριασμών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, περαιτέρω δεν είναι και βάσιμος εν όψει των εκτεθέντων ανωτέρω στην σκέψη 7. Πράγματι, αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος που απορρίφθηκε από το δικάσαν δικαστήριο με την προπαρατεθείσα αιτιολογία, δεν ήταν η νομιμότητα ή πληρωμή των 26ου, 27ου και 28ου λογαριασμών, οπότε το εν λόγω δικαστήριο θα μπορούσε, επί ευδοκιμήσεως της αγωγής, εκφέροντας πρωτογενώς κρίση περί του εντόκου ή μη καθυστερημένης εξόφλησης των λογαριασμών αυτών, να επιδικάσει, κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας, εκτός από τα ποσά των λογαριασμών, και τόκους υπερημερίας (βλ. το πρώτο μέρος της προσβαλλομένης), αλλά η εξόφληση των πέντε εγκεκριμένων από την Διευθύνουσα Υπηρεσία λογαριασμών τόκων υπερημερίας (λόγω καθυστερημένης εξόφλησης των ανωτέρω 26ου, 27ου και 28ου λογαριασμών του έργου), οι οποίοι εγκεκριμένοι λογαριασμοί τόκων ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση προς πληρωμή. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων/ λογαριασμών ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους. Δια ταύτα Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.... Αναιρεί εν μέρει, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, την 182/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα νόμιμη κρίση.



ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/227/2015

ΕΡΓΑ.(..)Συνεπώς, λογαριασμοί που συντάσσονται κατά τη διάρκεια της παράτασης  της προθεσμίας εκτέλεσης έργου και δεν περιλαμβάνουν δαπάνη άνω του  ποσού των 5.000,00, που καταβάλλεται λόγω της χορηγηθείσας παράτασης, εκφεύγουν του ασκούμενου από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών..(..) Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα προηγουμένως έγιναν δεκτά, το ως άνω χρηματικό ένταλμα πληρωμής, το οποίο αφορά στην πληρωμή του 2ου λογαριασμού της άνω σύμβασης, ανεξαρτήτως του ότι συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της παράτασης της προθεσμίας περαίωσης των εργασιών της προαναφερθείσας σύμβασης, δοθέντος ότι δεν περιλαμβάνει δαπάνη άνω του ποσού των 5.000 ευρώ, αυτοτελώς προερχόμενη από την παράταση, δεν υπόκειται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΣΤΕ/1505/2015

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με την από 4.8.2005 σύμβαση, η οποία συνήφθη κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, η αναιρεσείουσα τεχνική εταιρεία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Οδοσήμανση Οδικού Επαρχιακού Δικτύου», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και του π.δ/τος 609/1985. Στις 30.6.2006 υπεγράφη η 1η συμπληρωματική σύμβαση, λόγω υπερβάσεως του συμβατικού αντικειμένου του έργου. Στα πλαίσια των ανωτέρω συμβάσεων, στις 29.9.2006 υποβλήθηκε ο 4ος λογαριασμός του έργου, ποσού 204.049,91 ευρώ. Στις 6.10.2006 εγκρίθηκε από τη διευθύνουσα υπηρεσία το ένα μόνον αντίγραφο του εν λόγω λογαριασμού, προς διευκόλυνση της αναιρεσειούσης, ώστε να προβεί σε ενεχυρίαση – εκχώρηση της απαιτήσεώς της από τον ως άνω λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.». Για την εν λόγω εκχώρηση συνήφθη η από 19.10.2006 σύμβαση μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ως άνω Τραπέζης προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Κατά τον ίδιο τρόπο, στις 17.1.2007 υποβλήθηκε ο 5ος λογαριασμός του έργου, ποσού 142.704,92 ευρώ, εγκρίθηκε στις 19.1.2007 το ένα μόνον αντίγραφο αυτού από τη διευθύνουσα υπηρεσία και με την από 2.2.2007 σύμβαση εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου, μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ίδιας Τραπέζης, ενεχυριάσθηκε η ως άνω απαίτηση του 5ου λογαριασμού, προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό προς την αναιρεσείουσα. Με την αγωγή της η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναγνώριση της καταβολής των ως άνω ποσών, προσαυξημένων με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η απαίτησή της για την εξόφληση των δύο ανωτέρω λογαριασμών, συνολικού ποσού 346.754,83 ευρώ, είναι, μετά τη θεώρηση – έγκριση αυτών από τη διευθύνουσα υπηρεσία, βεβαία και εκκαθαρισμένη και, επομένως, έπρεπε οι εν λόγω λογαριασμοί να εξοφληθούν εντός διμήνου από την υποβολή τους ή εντός μηνός από την έγκριση και θεώρησή τους, ήτοι από τις 7.11.2006 και 20.2.2007, αντιστοίχως. Με τα ως άνω δεδομένα, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: «Επειδή σε περίπτωση ενεχυριάσεως απαιτήσεως (προς εξασφάλιση απαιτήσεως ανωνύμου εταιρίας με αιτία αλληλόχρεο λογαριασμό), μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως της απαιτήσεως στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου με τον εκχωρητή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 5η σκέψη. Όταν όμως υφίστανται οφειλές του εκχωρητή προς το ΙΚΑ, εκχώρηση της απαιτήσεως που συναρτάται με τις οφειλές αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39 του ν. 2065/1992. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, εκχώρησε τις απαιτήσεις της από τον 4ο και 5ο λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.», χωρίς να καταβάλει τις οφειλές της προς το ΙΚΑ, ή τουλάχιστον χωρίς να αποδεικνύει ότι δεν έχει σχετικές οφειλές, αφού δεν προσκομίζει αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας. Περαιτέρω, η καταβολή του ανωτέρω ποσού και πριν από την ενεχυρίαση της σχετικής απαιτήσεως και μετά, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας. Επομένως, εφόσον δεν καθίσταται γνωστό στο δικαστήριο, εάν εχώρησε νόμιμη ή όχι εκχώρηση των ανωτέρω απαιτήσεων για καταβολή των ανωτέρω ποσών των δύο λογαριασμών (4ου και 5ου) και μόνο υπό την εκδοχή ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση αγωγής, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί και ως προς την κύρια απαίτησή της, για καταβολή των ποσών των δύο πιο πάνω λογαριασμών, αφού πληρωμή λογαριασμών δεν χωρεί, χωρίς την εξόφληση των αντιστοιχουσών εισφορών και επιβαρύνσεων προς το Ίδρυμα, η δε ενάγουσα δεν απέδειξε ότι δεν υφίστανται οι παραπάνω οφειλές αυτής προς το Ίδρυμα. Τέλος, εφόσον η τελευταία δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν υφίσταται υπαιτιότητα του κυρίου του έργου –Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ροδόπης– για τη μη πληρωμή του 4ου και 5ου λογαριασμού του παραπάνω έργου και κατά συνέπεια, δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς καταβολή τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη της ενάγουσας αναδόχου να υποβάλλει την κατά τα ανωτέρω απόδειξη για καταβολή των υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών». Επειδή, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ειδικότερα, ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αναιρετέα, διότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η μη υποβολή εξαρχής από την ανάδοχο της ασφαλιστικής και φορολογικής της ενημερότητας δεν δύναται να θεμελιώσει υπαιτιότητά της για τη μη πληρωμή, αφού δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η ανάδοχος είναι υποχρεωμένη να συνυποβάλει τις ως άνω ενημερότητες με τις σχετικές πιστοποιήσεις προς πληρωμή, αλλά τουναντίον η ανάδοχος έχει την ευχέρεια να τις υποβάλει μεταγενεστέρως και μάλιστα μετά την οριστικοποίηση των πληρωτέων ποσών, οπότε και θα γνωρίζει το ύψος των σχετικών ποσών που πρέπει να αποδοθούν στους τρίτους. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά στην όγδοη σκέψη, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι επίδικοι λογαριασμοί δεν συνοδεύονταν από τις, απαραίτητες κατά το νόμο για την πληρωμή τους, βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, δεν γεννήθηκε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς πληρωμή τους. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο ως άνω λόγος ως αβάσιμος.


ΔΕφΠ/226/2005

Ακόμη από τις τελευταίες αυτές διατάξεις συνάγεται ότι αν και η σύνταξη και έγκριση του συγκριτικού πίνακα και του πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών προηγείται, κανονικά, από την εκτέλεση των νέων εργασιών (πρβλ. ΣτΕ 1859/99, 3484/96), όμως δεν αποκλείεται η εκ των υστέρων νομιμοποίηση, από την αρμόδια αρχή ή από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο στην περίπτωση άσκησης προσφυγής, των εργασιών αυτών, όταν αυτές θεωρηθούν αναγκαίες για το έργο (πρβλ ΣτΕ 3807/2001, 3306/97 7μ.). Από αυτά παρέπεται ότι δεν αποκλείεται, κατ` εξαίρεση σε επείγουσες περιπτώσεις, η αναγνώριση αξιώσεων του αναδόχου για εργασίες, που πραγματοποιήθηκαν προτού συνταχθεί ο οικείος συγκριτικός πίνακας (πρβλ. ΣτΕ 1938/1998). Ειδικότερα σε περίπτωση που ο ανάδοχος αδυνατεί να συντάξει και να υποβάλει λογαριασμό για την πληρωμή νέων εργασιών, τις οποίες έχει εκτελέσει προσηκόντως εξαιτίας του ότι η αρμόδια Υπηρεσία, παρόλο που έχει παράλάβει το σχετικό έργο, δεν προβαίνει στη σύνταξη συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος και ακολούθως στην έγκριση τους για οποιοδήποτε λόγο διαφωνίας, ο οποίος στη συνέχεια, ύστερα από δικαστική αμφισβήτηση, κρίνεται μη νόμιμος, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μη υποβολή τέτοιου λογαριασμού, αφού αν, παρόλα αυτά, τον συνέτασσε και τον υπέβαλε για έγκριση, είναι απολύτως βέβαιο ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία θα τον επέστρεφε χωρίς να τον εγκρίνει. Η καθυστέρηση πληρωμής του αναδόχου για νέες εργασίες, που έχει εκτελέσει και νομιμοποιήθηκαν εκ των υστέρων και για λόγους που κρίθηκαν μη νόμιμοι, από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο στην περίπτωση άσκησης προσφυγής, σχεδόν εξομοιώνεται, ως προς τις έννομες συνέπειες, με την καθυστέρηση πληρωμής εγκεκριμένων λογαριασμών και συγκεκριμένα η αναγνώριση του δικαιώματος του αναδόχου ανατρέχει στο χρόνο εκείνο, κατά τον οποίο η αρμόδια Υπηρεσία θα έπρεπε να προβεί στις οφειλόμενες, από το νόμο, ενέργειες αν δεν είχε μεσολαβήσει η διαφωνία της. Έτσι από το χρόνο εκείνο θεωρείται ότι συντάχτηκε, από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, και υποβλήθηκε προς έγκριση ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το πρωτόκολλο κανονισμού νέων τιμών μονάδος νέων εργασιών, με επακόλουθο μετά τη συμπλήρωση του, κατά τα πιο πάνω, τριμήνου από την υποβολή τους να θεωρείται αφενός μεν ότι εγκρίθηκαν και αφετέρου ότι υποβλήθηκαν, ταυτόχρονα, προς έγκριση οι σχετικοί λογαριασμοί-πιστοποιήσεις, οπότε μετά από την πάροδο διμήνου να γεννιέται η αξίωση του αναδόχου για καταβολή τόκων υπερημερίας, εφόσον βεβαίως αυτός έχει προβεί σε σχετική όχληση, προς την οποία ταυτίζεται η δικαστική επιδίωξη πληρωμής της απαίτησης του.


ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011

Επιτόκιο υπερημερίας.Το προαναφερόμενο π.διάταγμα 166/2003 εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στόχευε στην καταπολέμηση σε κοινοτικό επίπεδο και με ενιαίο τρόπο των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, των συνθηκών ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Επομένως, οι διατάξεις του εν λόγω π.δ/τος, που αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της ως άνω Οδηγίας, κατισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.