Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/2213/2020

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 18/1989/Α.53

ΜΕΛΕΤΕΣ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ: Μελέτη και κατασκευή κτιριακού συγκροτήματος Περιφερειακού Υποκαταστήματος και Νομαρχιακής Μονάδας Υγείας Ι.Κ.Α.(...)Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Διοικητικό Εφετείο εσφαλμένως υπέλαβε ότι οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί τόκων δεν ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε αυτή να παραθέσει στην ένδικη αγωγή της και άλλα πρόσθετα στοιχεία (χρόνο υποβολής των 27ου και 28ου λογαριασμών, χρόνο της τυχόν έγκρισή τους, χρόνο μερικής ή ολικής εξόφλησής τους, έλλειψη υπαιτιότητας αναδόχου για την καθυστερημένη εξόφληση), ώστε να είναι η αγωγική της αξίωση ορισμένη. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το νομικό ζήτημα που τίθεται με τον ως άνω λόγο, αν, δηλαδή, η έγκριση από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία λογαριασμών, όταν δεν αφορά εργολαβικό αντάλλαγμα για εκτελεσθείσες εργασίες, δεσμεύει το διοικητικό εφετείο που δικάζει αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η υλοποίηση των εγκεκριμένων αυτών λογαριασμών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς, περαιτέρω δεν είναι και βάσιμος εν όψει των εκτεθέντων ανωτέρω στην σκέψη 7. Πράγματι, αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος που απορρίφθηκε από το δικάσαν δικαστήριο με την προπαρατεθείσα αιτιολογία, δεν ήταν η νομιμότητα ή πληρωμή των 26ου, 27ου και 28ου λογαριασμών, οπότε το εν λόγω δικαστήριο θα μπορούσε, επί ευδοκιμήσεως της αγωγής, εκφέροντας πρωτογενώς κρίση περί του εντόκου ή μη καθυστερημένης εξόφλησης των λογαριασμών αυτών, να επιδικάσει, κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας, εκτός από τα ποσά των λογαριασμών, και τόκους υπερημερίας (βλ. το πρώτο μέρος της προσβαλλομένης), αλλά η εξόφληση των πέντε εγκεκριμένων από την Διευθύνουσα Υπηρεσία λογαριασμών τόκων υπερημερίας (λόγω καθυστερημένης εξόφλησης των ανωτέρω 26ου, 27ου και 28ου λογαριασμών του έργου), οι οποίοι εγκεκριμένοι λογαριασμοί τόκων ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση προς πληρωμή. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων/ λογαριασμών ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους. Δια ταύτα Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.... Αναιρεί εν μέρει, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, την 182/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα νόμιμη κρίση.



ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/1082/2020

Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 19ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση 


ΣτΕ/1081/2020

Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 7ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση 



ΣΤΕ/1644/2022

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 8 και 9 του άρθρου 53 του, κυρωθέντος με τον ν.3669/2008 Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων που προπαρατέθηκαν (σκέψη 8), προκύπτει ότι η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά, με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, ότι η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρωμών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις, ότι μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλόμενων σε αυτόν ποσών από εργασίες που εκτελέσθηκαν, ότι οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται προς έγκριση στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους, ότι οι εγκρινόμενοι (ρητώς ή σιωπηρώς) από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί και ότι αν η πληρωμή τους καθυστερήσει πέρα από ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από τον χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας. Κατά συνέπεια, οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση του αναδόχου και, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα (βλ. ανωτ. ΣτΕ 251/2017, 1081-3/2020), ανακύπτει αντίστοιχη υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, χωρίς να μπορεί να εξετασθεί η νομιμότητά τους, το πρώτον, βάσει των απόψεων της Διοικήσεως επί της σχετικής αγωγήςֹ ο δε ανάδοχος δικαιούται τόκων υπερημερίας εάν ο κύριος του έργου καθυστερήσει, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, να ενεργήσει την πληρωμή με βάση πιστοποίηση που υποβλήθηκε προς έγκριση. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992, καθώς και του άρθρου 26 ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), που υπηρετούν σοβαρό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο (βλ. και ΣτΕ 1311/2017), για την πληρωμή όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων κατά του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., δήμων και κοινοτήτων, απαιτούνται βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, επί υπάρξεως δε σχετικών οφειλών, προβλέπεται η διάθεση («παρακράτηση και απόδοση») προς τούτο των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, ναι μεν σε περίπτωση έγκρισης των λογαριασμών για εκτελεσθείσες εργασίες δημοσίου έργου, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται, ο ανάδοχος δικαιούται τα αναφερόμενα σ’ αυτούς ποσά και δημιουργείται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, η πληρωμή, όμως, αυτή τελεί υπό την αίρεση της προηγούμενης προσκόμισης βεβαιώσεων φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, ενώ δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων ποσών για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τις κατά τα ανωτέρω βεβαιώσεις. (ανωτ. ΣτΕ   1505/2015).Επομένως, εν προκειμένω, εφόσον δεν είχαν συνυποβληθεί με τους επίμαχους λογαριασμούς βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας που να βεβαιώνουν την ανυπαρξία κατά νόμον οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, το γεγονός αυτό δεν αναιρούσε μεν την κατ’ αρχήν υποχρέωση του αναιρεσείοντος Δήμου για την πληρωμή των εν λόγω λογαριασμών, εξαρτούσε, όμως, την εξόφλησή τους από την υποβολή των ανωτέρω βεβαιώσεων. Συνεπώς, έσφαλε το διοικητικό εφετείο που έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ήταν νομικά αδιάφορη η προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών προκειμένου να εξοφληθούν οι ένδικοι λογαριασμοί, για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το μέρος τούτο, να αναιρεθεί.


ΣτΕ/1083/2020

ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ: Εργασίες επιθεώρησης για τη συντήρηση και παρακολούθηση της δομοστατικής υγείας των στεγάστρων του ... και του ... στο ... Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (...) Επειδή, σύμφωνα με τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Διοίκηση διατηρεί την εξουσία, ακόμη και μετά τη ρητή έγκριση λογαριασμού, να προβεί σε νέο έλεγχο αυτού και στη συνέχεια, να αρνηθεί, ρητά ή σιωπηρά, να καταβάλει πιστοποιηθέντα ποσά ή να αναζητήσει, ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντα, ποσά λογαριασμού, αν, μετά από επανέλεγχο αυτού, διαπιστωθεί ότι τα ποσά αυτά δεν οφείλονται για οποιονδήποτε λόγο στον ανάδοχο. Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 13ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση 



ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011

Ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.


ΕΣ/Τ4/5/2001

Νόμιμοι τόκοι υπερημερίας, πέραν του 6% ετησίως.Οι τυχόν οφειλόμενοι τόκοι υπολογίζονται με βάση το ποσοστό του τόκου υπερημερίας που ίσχυε, κατά το χρόνο γενέσεως της αξίωσης καταβολής τους, έναντι του ΝΠΙΔ (ΣΚΟΠ).Το ποσοστό των τόκων υπολογίζεται με το ισχύον έναντι της ΣΚΟΠ νομοθετικό καθεστώς


ΣτΕ/2369/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ: «Αποπεράτωση νέας Κεντρικής Λαχαναγοράς Πατρών» (...)Η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε το ανωτέρω αίτημα ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι εν προκειμένω ο καθορισμός των δικαιουμένων από την αναιρεσείουσα τόκων υπερημερίας κρίθηκε αμετακλήτως με την υπ’ αριθ. 416/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, κατόπιν τηρήσεως εκ μέρους της αναιρεσείουσας της ενδικοφανούς διαδικασίας, ήτοι ασκήσεως ενστάσεως και αιτήσεως θεραπείας, κατά την οποία, όπως και με την από 31.3.1995 προσφυγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, αξίωσε, όπως συνομολογεί και η ίδια με την ένδικη προσφυγή της (βλ. σελίδα 26), την καταβολή σ’ αυτήν τόκων υπερημερίας επί του κεφαλαίου της πιστοποιήσεως βάσει των διατάξεων του άρθρου 18 του Ν. 1947/1991·η δε υπ’ αριθ. 417/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα, δεν αναφέρεται στον προσδιορισμό τόκων υπερημερίας, αλλά στην έγκριση του από 17.12.1993 πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής των εργασιών, ενώ, κατά τα άρθρα 14 του ν.δ/τος 1266/1972 και 53 και 55 του π.δ/τος 475/1976, η Επιτροπή Παραλαβής ελέγχει ποσοτικώς και ποιοτικώς τους εκτελεσθείσες εργασίες και δεν αναγνωρίζει δικαιούμενους τόκους υπερημερίας. Η ανωτέρω κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, ο δε λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της εκτιμήσεως από το δικάσαν δικαστήριο του περιεχομένου της υπ’ αριθ. 417/1998 προγενέστερης αποφάσεώς του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Δια ταύτα Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.



ΝΣΚ/445/2004

Υπολογισμός τόκων υπερημερίας αμοιβής μελέτης .Επί καθυστερήσεως καταβολής της αμοιβής αναδόχου για μελέτη δημοσίου έργου άνευ υπαιτιότητάς του, αν η σύμβαση υπεγράφη πριν την 31-12-1985 (και μετά την 17-4-1979), οφείλεται τόκος υπερημερίας υπολογιζόμενος με το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, όπως αυτό έχει καθορισθεί με τις Π.Υ.Σ. που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση της παρ.5 του άρθρου 15 του Ν 876/79. Εφαρμογή των ανωτέρω στην περίπτωση της αμοιβής για τη μελέτη επεκτάσεως του Αχιλλοπουλείου Γενικού Νοσοκομείου Βόλου, για την οποία έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 443/1999 απόφαση του Δ.Ε. Λάρισας.


ΣτΕ/546/2004

όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 49 παρ. 8, 9 και 50 παρ. 5 του Π.Δ. 475/76 (Α΄172), κονδύλια που περιελήφθησαν σε εγκριθείσες τμηματικές πιστοποιήσεις δε μπορούν να μεταβληθούν από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία κατά τον πραγματοποιούμενο μεταγενεστέρως τελικό έλεγχο, όταν η ενέργεια αυτή οφείλεται αποκλειστικώς σε μεταβολή των απόψεων της υπηρεσίας αυτής ως προς τη νομιμότητα των κονδυλίων αυτών, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή, λόγω της ειδικής από το νομοθέτη ρυθμίσεως, των περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων γενικών αρχών. Και ναι μεν, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, οι λογαριασμοί συντάσσονται πάντοτε ανακεφαλαιωτικοί, από αυτούς δε αφαιρούνται μόνο τα χρηματικά ποσά, τα οποία ήδη πληρώθηκαν επί τη βάσει προγενέστερων λογαριασμών, πλην από αυτό δεν προκύπτει ότι οι λογαριασμοί χάνουν την αυτοτέλειά τους, διότι ο εν λόγω ανακεφαλαιωτικός χαρακτήρας των λογαριασμών αποσκοπεί στη λογιστική εμφάνιση των οφειλόμενων και καταβαλλόμενων έναντι του εργολαβικού ανταλλάγματος ποσών και, ως εκ τούτου, δεν αίρει την αυτοτέλεια των λογαριασμών αυτών (ΣΕ 1472/00, 3232/98, 4079/96).


ΕΣ/Τ7/27/2006

Η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί χρηματικών οφειλών του Δημοσίου,σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης,αρχίζει από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής,ως διαδικαδτικής πράξης και ως πράξης όχλησης του οφειλέτη Δημοσίου ή ΟΤΑ(αρθρ.340 και 345 ΑΚ)