ΝΣΚ/445/2004
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Υπολογισμός τόκων υπερημερίας αμοιβής μελέτης .Επί καθυστερήσεως καταβολής της αμοιβής αναδόχου για μελέτη δημοσίου έργου άνευ υπαιτιότητάς του, αν η σύμβαση υπεγράφη πριν την 31-12-1985 (και μετά την 17-4-1979), οφείλεται τόκος υπερημερίας υπολογιζόμενος με το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, όπως αυτό έχει καθορισθεί με τις Π.Υ.Σ. που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση της παρ.5 του άρθρου 15 του Ν 876/79. Εφαρμογή των ανωτέρω στην περίπτωση της αμοιβής για τη μελέτη επεκτάσεως του Αχιλλοπουλείου Γενικού Νοσοκομείου Βόλου, για την οποία έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 443/1999 απόφαση του Δ.Ε. Λάρισας.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/484/2000
Δημόσια έργα. Καταβολή τόκου υπερημερίας για καθυστέρηση πληρωμής αμοιβής. Υπολογισμός. Για τον υπολογισμό του καταβλητέου τόκου επί του οφειλομένου ποσού για διαφορά αμοιβής μελέτης δημοσίου έργου από το Ελληνικό Δημόσιο στον ανάδοχο μελετητή (τεχνικό γραφείο), ενόψει των αιτιολογιών της υπ αρ. 440/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και της υπ αρ. 780/1999 Γνωμοδοτήσεως του Γ Τμήματος Ν.Σ.Κ., εφαρμοστέα τυγχάνουν τα επιτόκια του τόκου υπερημερίας από της επιδόσεως της προσφυγής μέχρις εξοφλήσεως κλιμακωτά, όπως προκύπτουν από την Κατάσταση Εξωτραπεζικών Επιτοκίων της Τραπέζης Ελλάδος.
ΝΣΚ/780/1999
Καθυστέρηση πληρωμής εγκεκριμένων πιστοποιήσεων σε ανάδοχο, χωρίς υπαιτιότητά του. Καταβολή τόκου υπερημερίας. Υπολογισμός αυτού. Επί καθυστερήσεως πληρωμής στον ανάδοχο δημοσίου έργου, άνευ υπαιτιότητος αυτού, των εγκεκριμένων πιστοποιήσεων εκτελεσθεισών εργασιών οφείλεται τόκος υπερημερίας. Ο τόκος αυτός καθορίζεται: α) Με το άρθρο 7 του ΝΔ 1266/72 σε ποσοστό 6% ετησίως, β) Με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.889/1979, (το οποίο ετροποποίησε το άρθρο 7 ΝΔ 1266/1972, ήτοι από 17.4.1979 στο ποσοστό του εκάστοτε ισχύοντος τόκου υπερημερίας, όπως αυτός καθορίζεται με Π.Υ.Σ. ή με Π.Δ./Τ.Ε. ή με Π.Σ.Ν.Π., γ) Με το άρθρο 5 παρ.8 του Ν.1418/1984 στο ποσοστό του ισχύοντος για τις οφειλές γενικά του δημοσίου τόκου υπερημερίας (δηλ.6%), δ) Με το άρθρο 18 του Ν.1947/1991, το οποίο ετροποποίησε το άρθρο 5 παρ.8 του Ν.1418/1984, ήτοι από 14.5.1991, σε ποσοστό 85% των εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου ή, σε περίπτωση παύσεως της εκδόσεως τέτοιων εντόκων γραμματίων, όπως καθορίζεται με Π.Υ.Σ. Το άρθρο 5 παρ.8 του Ν.1418/1984, όμως, όπως ορίζεται στο άρθρο 27 παρ.2 του ιδίου νόμου, σε συνδυασμό προς το άρθρο 15 παρ.4 και 5 του Ν.1561/1985, εφαρμόζεται επί συμβάσεων, οι οποίες καταρτίσθηκαν με βάση προσφορές υποβληθείσες μετά την 31.12.1985, ενώ επί των προγενεστέρων συμβάσεων εξακολουθούν να ισχύουν οι προϊσχύσασες διατάξεις μέχρι την αποπεράτωση και εκκαθάρισή τους. Και το άρθρο 18 του Ν.1947/1991, αφού αντικατέστησε εν μέρει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.8 του Ν.1418/1984, διέπεται από την ίδια ειδική μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 27 παρ.2 του Ν.1418/1984, ήτοι εφαρμόζεται μόνο επί συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν με βάση προσφορές υποβληθείσες μετά την 31.12.1985. Για το συγκεκριμένο έργο: "Αποπεράτωση Νέας Κεντρικής Λαχαναγοράς Πατρών", η περί του οποίου σύμβαση καταρτίσθηκε τον Δεκέμβριο του 1982, με βάση προσφορά υποβληθείσα τον Οκτώβριο του 1982, (ήτοι προ της 31.12.1985), ο υπολογισμός θα γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ.1 του Ν.889/1979. Για τον υπολογισμό θα ληφθούν υπόψη τα επιτόκια, όπως αναφέρονται στην Κατάσταση Εξωτραπεζικών Επιτοκίων της Τραπέζης Ελλάδος.
ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011
Ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.
ΔΕΦΑθ/83/2012
ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ:Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ.696/1974, η προκαταρκτική μελέτη κτιριακών έργων περιλαμβάνει τη σύλληψη της ιδέας, τη σκοπιμότητα του έργου, την πρώτη διερεύνηση της επιθυμητής έκτασης και των συνθηκών πραγματοποιήσεως αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση η εκπονηθείσα από το … Πανεπιστήμιο … Τεχνική Έκθεση «Έρευνα Κατάρτισης Γενικού Σχεδίου Ανάπτυξης (MASTER PLAN) Κρατικού Αερολιμένα …», αποτελεί θεώρηση της μελλοντικής ανάπτυξης του αεροδρομίου … και περιλαμβάνει τη σκοπιμότητα ανάπτυξης αυτού, τη θέση των εγκαταστάσεων, το μέγεθος τους σε σχέση με τις προβλέψεις της επιβατικής και εμπορευματικής κίνησης σύμφωνα, με τους διεθνείς και εθνικούς κανονισμούς ICAO, ANNEX 14, DOC 9184, με βάση δε αυτή, ως προκαταρκτική μελέτη, η Υπηρεσία … προχώρησε στην εκπόνηση της απαιτούμενης μελέτης για την υλοποίηση της κατασκευής του έργου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, αντικείμενο της προμελέτης είναι, οι βασικές ιδέες και λύσεις για τη λειτουργία, τη μορφή και τη δαπάνη του έργου. Περιλαμβάνει δε, μεταξύ άλλων, την εκπόνηση προσχεδίων αρχιτεκτονικής λύσεως, ενδεχομένως με τις απαιτούμενες παραλλαγές και εναλλακτικές λύσεις, προκειμένου να εξευρεθεί η καλύτερη και αποτελεσματικότερη λύση για την τελική κατασκευή του έργου. Στη προκείμενη δε περίπτωση αντικείμενο της ανατεθείσας μελέτης, είναι μεταξύ άλλων η μελέτη της επέκτασης του κτιρίου του Αεροσταθμού, της αναδιαρρύθμισης ή ανακατασκευής του υπάρχοντος αερο-σταθμού και τα στάδια της εκπόνησης της αρχιτεκτονικής αυτής μελέτης είναι η προμελέτη, η οριστική μελέτη και η μελέτη εφαρμογής (άρθρο 2ο Ε.Σ.Υ. σκέψη 4 της παρούσας). Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι δόθηκε εντολή στους μελετητές-αναδόχους να εκπονήσουν προ-καταρκτική μελέτη, η οποία προϋπήρχε και με βάση αυτή ξεκίνησε η εκπόνηση της μελέτης του έργου, εξάλλου, η σύνταξη του κτιριολογικού προγράμματος ανήκε στις συμβατικές υποχρεώσεις αυτών (άρθρο 7ο Ε.Σ.Υ, σκέψη 4 της παρούσας), για τις οποίες είχε καθορισθεί η συμβατική αμοιβή. Ως εκ τούτου, η υιοθέτηση ως καλύτερης και αποτελεσματικότερης, της εναλλακτικής λύσης της κατεδάφισης του υπάρχοντος κτιρίου του Αεροσταθμού αντί της επέκτασης αυτού, έγινε στα πλαίσια σύνταξης της προμελέτης, για την οποία ενδεχομένως οι μελετητές να δικαιούνταν πρόσθετης αμοιβής (άρθρο 10ο Ε.Σ.Υ. σκέψη 4). Συνεπώς, εφόσον η παραπάνω μελέτη την οποία εκπόνησαν οι προσφεύγοντες δεν αποτελεί προκαταρκτική μελέτη, για το λόγο αυτό το δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιούνται τη σχετική νόμιμη αμοιβή, απορριπτόμενων ως αβασίμων των ισχυρισμών τους.
Δ.ΕΦ.ΑΘ/2706/2020
Παροχή υπηρεσιών φύλαξης.... Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του ότι: 1) η άρνηση θεώρησης του σχετικώς εκδοθέντος χρηματικού εντάλματος πληρωμής από το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν συνιστά νόμιμο λόγο μη εξόφλησης της ένδικης οφειλής, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά στην τρίτη και τέταρτη σκέψη της παρούσας, ο εν λόγω προληπτικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν υποκαθιστά τον προκείμενο δικαστικό έλεγχο, 2) ο εναγόμενος Οργανισμός δεν προβάλλει ένσταση ακυρότητας της επίμαχης σύμβασης παρά μόνο παράβαση των συγκεκριμένων συμβατικών όρων, χωρίς όμως να προβάλλει ότι επηρεάστηκε εξαιτίας αυτών και η καταλληλότητα των παρασχεθεισών υπηρεσιών φύλαξης, για τις παραβάσεις δε αυτές δεν προβλέπεται η μη εξόφληση της αναδόχου παρά μόνο η καταγγελία της σύμβασης και η κήρυξη αυτής ως έκπτωτης καθώς και η επιβολή των προβλεπομένων εκ των διατάξεων του άρθρου 203 ν.4412/2016 κυρώσεων, κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης και όχι μετά την υλοποίηση της και την παραλαβή ήδη των σχετικών υπηρεσιών, γεγονός άλλωστε που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω, και 3) ότι ο εναγόμενος Οργανισμός ουδέποτε αμφισβήτησε την οικονομική προσφορά της ενάγουσας, σε προγενέστερο της υπογραφής της ένδικης σύμβασης στάδιο όπως δικαιούτο, ούτε άλλωστε κάλεσε την ενάγουσα, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 88 του ν. 4412/2016, για την παροχή διευκρινήσεων ως προς το ύψος αυτής και τα δηλωθέντα περί χαμηλού κόστους ακόμη και κατά το χρονικό διάστημα που επακολούθησε της απόρριψης θεώρησης του σχετικού εντάλματος από το Ε.Σ έως τη λήξη του συμβατικού χρόνου αποδεχόμενος τη νομιμότητα αυτής στο σύνολό της και 4) ότι η ενάγουσα εκτέλεσε έστω και κατά παράβαση, όπως προεκτέθηκε, των συμβατικών της υποχρεώσεων, καθόλη τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης τις παρασχεθείσες υπηρεσίες φύλαξης, τις οποίες και παρέλαβε ο εναγόμενος Οργανισμός, κρίνει ότι, μη νομίμως αυτός (εναγόμενος) και κατά παράβαση των σχετικών συμβατικών υποχρεώσεών του αρνείται να καταβάλει στην ενάγουσα την αξία των εν λόγω υπηρεσιών, συνολικού ποσού 122.254,56 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου φ.π.α, το ύψος εξάλλου των οποίων δεν αμφισβητείται ειδικώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή. Το ποσό δε αυτό πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλει να το καταβάλλει ο εναγόμενος Οργανισμός νομιμοτόκως, ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας ή μη αυτού, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου Ζ΄ του ν.4152/2013 (φεκ Α 107), που ισχύουν εν προκειμένω, λόγω του χρόνου κατάρτισης της σύμβασης, ήτοι διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζεται το ζήτημα της έντοκης καταβολής στις περιπτώσεις καθυστερήσεων πληρωμών στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και ν.π.δ.δ, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ανωτέρω σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, χωρίς να απαιτείται ρητή σχετική πρόβλεψη στη σύμβαση αυτή, στην οποία, εξάλλου (όπως και στα σχετικά με την κατάρτιση αυτής έγγραφα που προσκομίστηκαν), δεν έχουν περιληφθεί συναφείς με το ζήτημα αυτό όροι ούτε, άλλωστε, ο εναγόμενος Οργανισμός επικαλείται την ύπαρξη τέτοιων όρων (ΣτΕ 3446/2013, 5112/2012, A.Π. 766/2014 κ.ά.). Όμως, το αίτημα έναρξης της τοκογονίας σε προγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής χρόνο και κατά τα ειδικότερα, οριζόμενα στην 1η σκέψη της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Και τούτο διότι, από την προαναφερόμενη σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και του ως άνω ν.π.δ.δ δεν προκύπτει ότι συμφωνήθηκε συγκεκριμένη ημερομηνία πληρωμής της αμοιβής της ώστε να οφείλεται τόκος υπερημερίας από την ημερομηνία που ακολουθεί αυτή (ημερομηνία πληρωμής) παρά μόνο η πληρωμή με την έκδοση χρηματικού εντάλματος, μετά την ποιοτική παραλαβή της υπηρεσίας τμηματικά ανά μήνα, βάσει νομίμων δικαιολογητικών, ήτοι στοιχεία που δεν προκύπτουν εν προκειμένω ώστε να χωρήσει η έντοκη καταβολή της αμοιβής της από την πάροδο 30 ημερών από την 5η ημέρα που ακολουθεί το μήνα της έκδοσης του σχετικού τιμολογίου, όπως αβασίμως προβάλλεται με την ένδικη αγωγή .
ΕΣ/ΤΜ.7/194/2011
Δαπάνες επί αλλότριου ακινήτου(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι, εφόσον το οικόπεδο επί του οποίου πρόκειται να ανεγερθεί το Καινοτομικό Κέντρο Ψηφιακής Εκπαίδευσης ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στην Ο.Σ.Κ.-Α.Ε., γεγονός άλλωστε που συνομολογεί και ο Δήμος ..... (βλ. τις 356, 372/19.12.2007, 79/2008 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και την υπ’ αριθμ. 4550/15.3.2010 επιστολή του Δημάρχου ..... προς την Υπουργό Παιδείας) και δεν προκύπτει η καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση της κυριότητας αυτού στον οικείο Δήμο, η ανάθεση εκπόνησης μελέτης ανέγερσης και λειτουργίας του ως άνω Κέντρου, με δαπάνες του Δήμου, επί αλλότριου ακινήτου, δεν προβλέπεται ούτε από το άρθρο 75 του ν. 3463/2006 ούτε από άλλη διάταξη νόμου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τη λειτουργική δραστηριότητα ή την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των σκοπών του Δήμου. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Δήμου περί προσδοκίας κτήσης του ακινήτου προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι και αληθής υποτιθέμενος, δεν συνιστά νομιμοποιητικό λόγο της δαπάνης, δοθέντος, μάλιστα, ότι η εκταμίευση του δημοσίου χρήματος δεν δύναται να εξαρτάται από μέλλον και αβέβαιο πραγματικό γεγονός. Πέραν δε τούτου, από την ίδια τη μελέτη προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες σε αυτήν χρήσεις του κτηρίου, η θέση του και εν γένει η ανάπτυξή του έχουν ως βάση τις συγκεκριμένες τεχνικές και δομικές ιδιαιτερότητας του οικοπέδου της Ο.Σ.Κ.-Α.Ε. και ως εκ τούτου, η μελέτη αυτή αποτελεί πρόταση κτηριακής παρέμβασης σε ξένο ακίνητο και δεν δύναται να εφαρμοσθεί σε οποιοδήποτε άλλο ακίνητο, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την Επίτροπο. Τα δε περαιτέρω υποστηριζόμενα από το Δήμο, ότι λόγω της δικαστικής διεκδίκησης του ποσού από το Πάντειο Πανεπιστήμιο θα υποχρεωθεί να καταβάλει τόκους υπερημερίας και δικαστικά έξοδα, δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, στην εξέταση της οποίας και μόνον περιορίζεται το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. Πράξεις VII Τμ. 273/2010, 215, 283/2008, 139/2009 κ.ά.). Πλην όμως, το Τμήμα, εκτιμώντας το γεγονός της θεώρησης από την αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου του 909/2009 χρηματικού εντάλματος, που αφορούσε στην καταβολή της πρώτης δόσης, ύψους 20.000,00 ευρώ, της συμφωνηθείσας για την ίδια αιτία αμοιβής του αναδόχου, κρίνει, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αρμόδια όργανα του Δήμου ..... δεν ενήργησαν με πρόθεση καταστρατήγησης των εφαρμοστέων διατάξεων, αλλά διότι συγγνωστώς υπέλαβαν ότι ενόψει του ήδη διενεργηθέντος πριν από τη θεώρηση του ως άνω πρώτου εντάλματος ελέγχου, συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις νομιμότητας της δαπάνης. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Βασιλική Ανδρεοπούλου, η οποία διατύπωσε τη γνώμη ότι η θεώρηση από την αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου του προαναφερόμενου εντάλματος δεν δύναται να δικαιολογήσει εν προκειμένω συγγνωστή πλάνη των οργάνων του Δήμου. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν ίσχυσε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης. Λόγω λήξης, όμως, του οικονομικού έτους, σε βάρος του προϋπολογισμού του οποίου εκδόθηκε, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δεν μπορεί να θεωρηθεί.