Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/1505/2015

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3900/2010, 609/1985, 1418/1985

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με την από 4.8.2005 σύμβαση, η οποία συνήφθη κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, η αναιρεσείουσα τεχνική εταιρεία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Οδοσήμανση Οδικού Επαρχιακού Δικτύου», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και του π.δ/τος 609/1985. Στις 30.6.2006 υπεγράφη η 1η συμπληρωματική σύμβαση, λόγω υπερβάσεως του συμβατικού αντικειμένου του έργου. Στα πλαίσια των ανωτέρω συμβάσεων, στις 29.9.2006 υποβλήθηκε ο 4ος λογαριασμός του έργου, ποσού 204.049,91 ευρώ. Στις 6.10.2006 εγκρίθηκε από τη διευθύνουσα υπηρεσία το ένα μόνον αντίγραφο του εν λόγω λογαριασμού, προς διευκόλυνση της αναιρεσειούσης, ώστε να προβεί σε ενεχυρίαση – εκχώρηση της απαιτήσεώς της από τον ως άνω λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.». Για την εν λόγω εκχώρηση συνήφθη η από 19.10.2006 σύμβαση μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ως άνω Τραπέζης προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Κατά τον ίδιο τρόπο, στις 17.1.2007 υποβλήθηκε ο 5ος λογαριασμός του έργου, ποσού 142.704,92 ευρώ, εγκρίθηκε στις 19.1.2007 το ένα μόνον αντίγραφο αυτού από τη διευθύνουσα υπηρεσία και με την από 2.2.2007 σύμβαση εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου, μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ίδιας Τραπέζης, ενεχυριάσθηκε η ως άνω απαίτηση του 5ου λογαριασμού, προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό προς την αναιρεσείουσα. Με την αγωγή της η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναγνώριση της καταβολής των ως άνω ποσών, προσαυξημένων με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η απαίτησή της για την εξόφληση των δύο ανωτέρω λογαριασμών, συνολικού ποσού 346.754,83 ευρώ, είναι, μετά τη θεώρηση – έγκριση αυτών από τη διευθύνουσα υπηρεσία, βεβαία και εκκαθαρισμένη και, επομένως, έπρεπε οι εν λόγω λογαριασμοί να εξοφληθούν εντός διμήνου από την υποβολή τους ή εντός μηνός από την έγκριση και θεώρησή τους, ήτοι από τις 7.11.2006 και 20.2.2007, αντιστοίχως. Με τα ως άνω δεδομένα, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: «Επειδή σε περίπτωση ενεχυριάσεως απαιτήσεως (προς εξασφάλιση απαιτήσεως ανωνύμου εταιρίας με αιτία αλληλόχρεο λογαριασμό), μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως της απαιτήσεως στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου με τον εκχωρητή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 5η σκέψη. Όταν όμως υφίστανται οφειλές του εκχωρητή προς το ΙΚΑ, εκχώρηση της απαιτήσεως που συναρτάται με τις οφειλές αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39 του ν. 2065/1992. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, εκχώρησε τις απαιτήσεις της από τον 4ο και 5ο λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.», χωρίς να καταβάλει τις οφειλές της προς το ΙΚΑ, ή τουλάχιστον χωρίς να αποδεικνύει ότι δεν έχει σχετικές οφειλές, αφού δεν προσκομίζει αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας. Περαιτέρω, η καταβολή του ανωτέρω ποσού και πριν από την ενεχυρίαση της σχετικής απαιτήσεως και μετά, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας. Επομένως, εφόσον δεν καθίσταται γνωστό στο δικαστήριο, εάν εχώρησε νόμιμη ή όχι εκχώρηση των ανωτέρω απαιτήσεων για καταβολή των ανωτέρω ποσών των δύο λογαριασμών (4ου και 5ου) και μόνο υπό την εκδοχή ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση αγωγής, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί και ως προς την κύρια απαίτησή της, για καταβολή των ποσών των δύο πιο πάνω λογαριασμών, αφού πληρωμή λογαριασμών δεν χωρεί, χωρίς την εξόφληση των αντιστοιχουσών εισφορών και επιβαρύνσεων προς το Ίδρυμα, η δε ενάγουσα δεν απέδειξε ότι δεν υφίστανται οι παραπάνω οφειλές αυτής προς το Ίδρυμα. Τέλος, εφόσον η τελευταία δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν υφίσταται υπαιτιότητα του κυρίου του έργου –Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ροδόπης– για τη μη πληρωμή του 4ου και 5ου λογαριασμού του παραπάνω έργου και κατά συνέπεια, δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς καταβολή τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη της ενάγουσας αναδόχου να υποβάλλει την κατά τα ανωτέρω απόδειξη για καταβολή των υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών». Επειδή, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ειδικότερα, ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αναιρετέα, διότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η μη υποβολή εξαρχής από την ανάδοχο της ασφαλιστικής και φορολογικής της ενημερότητας δεν δύναται να θεμελιώσει υπαιτιότητά της για τη μη πληρωμή, αφού δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η ανάδοχος είναι υποχρεωμένη να συνυποβάλει τις ως άνω ενημερότητες με τις σχετικές πιστοποιήσεις προς πληρωμή, αλλά τουναντίον η ανάδοχος έχει την ευχέρεια να τις υποβάλει μεταγενεστέρως και μάλιστα μετά την οριστικοποίηση των πληρωτέων ποσών, οπότε και θα γνωρίζει το ύψος των σχετικών ποσών που πρέπει να αποδοθούν στους τρίτους. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά στην όγδοη σκέψη, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι επίδικοι λογαριασμοί δεν συνοδεύονταν από τις, απαραίτητες κατά το νόμο για την πληρωμή τους, βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, δεν γεννήθηκε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς πληρωμή τους. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο ως άνω λόγος ως αβάσιμος.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/1311/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναίρεση της 2915/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία: α) απορρίφθηκε η αγωγή της δεύτερης αναιρεσίβλητης («... ΑΕ»), αναδόχου εκτέλεσης του δημοσίου έργου Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 και 2 του ν. 1882/1990, των διατάξεων του άρθρου 1 και 2 της, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας, 2048300/6844-11/0016/9.8.1990 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του ν.δ/τος 17.7.-13.8.1923 και του Αστικού Κώδικα περί εκχώρησης απαίτησης, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εκχωρηθείσας απαίτησης κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο θα πρέπει να υφίσταται η φορολογική ενημερότητα του εκχωρητή, αποδεικνυόμενη από το πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης της εκχώρησης ή έστω της γέννησης της εκχωρούμενης έννομης σχέσης ή έστω ο χρόνος που κατέστη ληξιπρόθεσμος η εκχωρηθείσα απαίτηση, αδυναμία δε προσκόμισης του αποδεικτικού ενημερότητας μετά τα ως άνω χρονικά διαστήματα δεν αντιτάσσεται στον εκδοχέα, η δε απαίτηση μετά την εκχώρηση περιέρχεται στον εκδοχέα, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να αντιταχθούν απαγορεύσεις ή περιορισμοί που αφορούν τον εκχωρητή. Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει επί του ζητήματος αυτού σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η ερμηνεία των διατάξεων που επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς, ως προς το ως άνω τιθέμενο νομικό ζήτημα. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε η παρ. 9 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, η οποία προστέθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3943/2011, στην οποία ορίζεται ρητά ότι, για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων, κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή, όσο και από τον εκδοχέα, και όχι οι διατάξεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 2048300/6844-11/0016/1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία, άλλωστε, είχε ήδη καταργηθεί με την 1109793/ 6134-11/0016/24.11.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.Απορρίπτει την αίτηση.


ΣτΕ/251/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναίρεση της 2421/2013 Eπειδή, με τα δεδομένα που έχουν εκτεθεί, η παραπάνω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν παρίσταται ορθή, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη 7), η Διοίκηση διατηρεί την εξουσία ακόμη και μετά την ρητή έγκριση λογαριασμού, να προβεί σε νέο έλεγχο αυτού και εν συνεχεία να αρνηθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, να καταβάλει πιστοποιηθέντα ποσά ή να αναζητήσει ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως, ήδη καταβληθέντα ποσά του λογαριασμού, αν μετά από επανέλεγχο αυτού διαπιστωθεί ότι τα ποσά αυτά δεν οφείλονται για οποιονδήποτε λόγο, στον ανάδοχο (πρβλ. και ΣτΕ 582/2010, 450/2012). Νομίμως δε η Διοίκηση αφαιρεί από επόμενο λογαριασμό ποσά, τα οποία είχαν ήδη καταβληθεί αχρεωστήτως ή μη νομίμως βάσει προηγουμένων λογαριασμών, εφόσον, βεβαίως, όσον αφορά την αφαίρεση αυτή, δεν έχει συμπληρωθεί ο προβλεπόμενος από τις κείμενες διατάξεις χρόνος παραγραφής της αξίωσης του κυρίου του έργου προς αναζήτηση τέτοιων ποσών, ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως ήδη καταβληθέντων (βλ. και τη νεότερη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 3 του ν. 4070/2012 -Α΄ 82-, με την οποία ρητώς πλέον προβλέπεται η αφαίρεση από νεότερο λογαριασμό ποσών που δεν αντιστοιχούν σε εγκεκριμένες επιμετρήσεις ή αφορούν σε λάθη εγκεκριμένων λογαριασμών). Κατόπιν αυτών, νομίμως προέβη, εν προκειμένω, η Διοίκηση στα πλαίσια ελέγχου του επιδίκου έργου δια της Διαχειριστικής Αρχής ΠΕΠ Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ,σε επανέλεγχο των λογαριασμών, και περαιτέρω, αφού διαπίστωσε, με βάση την από 5.5.2008 έκθεση Διαχειριστικού ελέγχου ότι είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως ποσά που αφορούσαν ποσότητες και δαπάνη εργασιών που είχαν πιστοποιηθεί με τους εγκριθέντες 4ο, 5ο και 6ο λογαριασμούς, νομίμως κατ' αρχήν, αποφάσισε, για λόγους άλλωστε και οικονομίας ενεργειών, την αφαίρεση των εν λόγω ποσών από τους επίδικους ρητώς μεν εγκριθέντες, αλλά μη εισέτι, εξοφληθέντες 7ο και 8ο λογαριασμούς έστω και αν δεν απέδωσε εκ των υστέρων ειδικώς πλημμέλειες σ' αυτούς. Σύμφωνα όμως με τη γνώμη που υποστήριξε η Σύμβουλος Β. Πλαπούτα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του αρθρ. 5 παρ. 8 (ήδη 10) του ν. 1418/84 και 40 του π.δ. 609/1985, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, κάθε πιστοποίηση-λογαριασμός είναι αυτοτελής ως προς τα ποσά που περιλαμβάνει και συνεπώς αν δεν αμφισβητηθεί με τα προβλεπόμενα από το νόμο διοικητικά μέσα και ακολούθως με προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, καθίσταται οριστική και οι εξ αυτής απορρέουσες αξιώσεις δεν μπορούν να προβληθούν εξ αφορμής μεταγενέστερης πιστοποίησης, (βλ. ΣτΕ 101/2014, 1455/2013, 615/2013, 4179/2011, 3232/1998 πρβλ. ΣτΕ 15/2012, 74/1992 επταμ.). Εξάλλου, οι λογαριασμοί συντάσσονται ανακεφαλαιωτικά, τούτο δε αποσκοπεί στη λογιστική απεικόνιση των οφειλομένων και καταβαλλομένων έναντι του εργολαβικού ανταλλάγματος ποσών και δεν αίρει την αυτοτέλεια τους. Ειδικότερα, από κάθε νεότερο λογαριασμό αφαιρούνται τα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί στον ανάδοχο (ΣτΕ 615/2013, 3232/1998), ενώ τα ποσά που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις του κυρίου του έργου, αφαιρούνται μόνον εφόσον οι απαιτήσεις αυτές είναι εκκαθαρισμένες (ΣτΕ 615/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 8 και 9 του εν λόγω π.δ.609/1985 συνάγεται ότι όλες οι πληρωμές προς τον ανάδοχο κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου αποτελούν καταβολές έναντι του εργολαβικού ανταλλάγματος, του οποίου η εκκαθάριση, όπως και όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εκτέλεση της σύμβασης, διενεργείται μετά την οριστική παραλαβή του έργου, με τον τελικό λογαριασμό αυτού (ΑΠ 1026/2015). Συνεπώς κατά τη γνώμη αυτή, ορθά έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ότι η Υπηρεσία δεν μπορούσε να αρνηθεί την εξόφληση των επίδικων (με αριθμ. 7 και 8) πιστοποιήσεων επικαλούμενη πλημμέλειες όχι αυτών των ίδιων αλλά προγενεστέρων πιστοποιήσεων του έργου, ως προς τις οποίες μέχρι τότε δεν είχε εγερθεί αμφισβήτηση ενώπιον της Διοικήσεως ή αρμοδίου δικαστηρίου, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως.


ΕΣ/ΤΜ.7/312/2010

Καταβολή της αμοιβής της για την πραγματοποίηση ασφαλτοστρώσεων:.. Με τα δεδομένα αυτά όσον αφορά την έκδοση τιμολογίου για την προμήθεια της ασφάλτου, βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο ότι η έλλειψη αυτή καθιστά πλημμελή τη δαπάνη για την πληρωμή της αναδόχου, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη ΙΙα της παρούσας,για την πληρωμή του αναδόχου έργου που εκτελείται για λογαριασμό των Ο.Τ.Α. απαιτείται να προσκομίζονται τα πρωτότυπα δικαιολογητικά δαπανών(τιμολόγια αγοράς πρώτης ύλης). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμα και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της αναδόχου ότι το προϊόν που παρείχε στο Δήμο (ασφαλτόδεμα) κατασκευάστηκε από άλλη εταιρεία και όχι από την ίδια, ήταν απαραίτητο να προσκομιστούν τα τιμολόγια ή και δελτία αποστολής που εκδόθηκαν μεταξύ των δύο εταιρειών, προκειμένου να αποδειχθεί η αξία του προϊόντος, η δαπάνη του οποίου καταβάλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα. Περαιτέρω και ο  δεύτερος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου  είναι βάσιμος, διότι, αν και δεν πρόκειται  για την προμήθεια της ασφάλτου  που πραγματοποιήθηκε  απολογιστικά, αλλά για την δαπάνη της ασφάλτου, που χαρακτηρίζεται ως απολογιστική  εργασία, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου της τιμολόγησής της, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα παρατίθενται στη σκέψη ΙΙβ της παρούσας, η έκδοση ειδικής έγγραφης άδειας από τη διευθύνουσα το έργο υπηρεσία, καθώς η αξία της κυμαίνεται και η τελική  τιμή της είναι αυτή που προσδιορίζεται από το εκάστοτε ημερήσιο δελτίο ενδεικτικών τιμών αγοράς ασφάλτου από τα ..., που εκδίδει η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, κατά την ημέρα ενσωμάτωσης της ασφάλτου στο έργο. Η εγκύκλιος (21/2008), της οποίας γίνεται επίκληση για την υποστήριξη της νομιμότητας της δαπάνης, αναφέρεται στον νέο  τρόπο υπολογισμού της αξίας της ασφάλτου, λόγω της ιδιάζουσας τιμολόγησης των εργασιών ασφαλτόστωσης, ωστόσο δεν μεταβλήθηκε με τον τρόπο αυτό η διαδικασία που απαιτείται για την πραγματοποίηση της προμήθειας, η οποία περιλαμβάνει εκτός από την έκδοση ειδικής έγγραφης εντολής από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και την προσκόμιση  των νόμιμων αποδεικτικών πληρωμής της (τιμολόγια και δελτία αποστολής) ως δικαιολογητικά της δαπάνης αυτής. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου που περιέχει δαπάνη ασφάλτου και  εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση όσον αφορά τα δικαιολογητικά και τον τρόπο πληρωμής της, απαιτείται να προσκομίζονται ως δικαιολογητικά  τα νόμιμα  αποδεικτικά προμήθειας της ασφάλτου. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Κατόπιν των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/312/2010

Καταβολή αμοιβής για την πραγματοποίηση ασφαλτοστρώσεων:..Με τα δεδομένα αυτά όσον αφορά την έκδοση τιμολογίου για την προμήθεια της ασφάλτου, βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο ότι η έλλειψη αυτή καθιστά πλημμελή τη δαπάνη για την πληρωμή της αναδόχου, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη ΙΙα της παρούσας, για την πληρωμή του αναδόχου έργου που εκτελείται για λογαριασμό των Ο.Τ.Α. απαιτείται να προσκομίζονται τα πρωτότυπα δικαιολογητικά δαπανών(τιμολόγια αγοράς πρώτης ύλης). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμα και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της αναδόχου ότι το προϊόν που παρείχε στο Δήμο (ασφαλτόδεμα) κατασκευάστηκε από άλλη εταιρεία και όχι από την ίδια, ήταν απαραίτητο να προσκομιστούν τα τιμολόγια ή και δελτία αποστολής που εκδόθηκαν μεταξύ των δύο εταιρειών, προκειμένου να αποδειχθεί η αξία του προϊόντος, η δαπάνη του οποίου καταβάλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα. Περαιτέρω και ο  δεύτερος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου  είναι βάσιμος, διότι, αν και δεν πρόκειται  για την προμήθεια της ασφάλτου  που πραγματοποιήθηκε  απολογιστικά, αλλά για την δαπάνη της ασφάλτου, που χαρακτηρίζεται ως απολογιστική  εργασία, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου της τιμολόγησής της, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα παρατίθενται στη σκέψη ΙΙβ της παρούσας, η έκδοση ειδικής έγγραφης άδειας από τη διευθύνουσα το έργο υπηρεσία, καθώς η αξία της κυμαίνεται και η τελική  τιμή της είναι αυτή που προσδιορίζεται από το εκάστοτε ημερήσιο δελτίο ενδεικτικών τιμών αγοράς ασφάλτου από τα Ελληνικά Πετρέλαια, που εκδίδει η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, κατά την ημέρα ενσωμάτωσης της ασφάλτου στο έργο. Η εγκύκλιος (21/2008), της οποίας γίνεται επίκληση για την υποστήριξη της νομιμότητας της δαπάνης, αναφέρεται στον νέο  τρόπο υπολογισμού της αξίας της ασφάλτου, λόγω της ιδιάζουσας τιμολόγησης των εργασιών ασφαλτόστωσης, ωστόσο δεν μεταβλήθηκε με τον τρόπο αυτό η διαδικασία που απαιτείται για την πραγματοποίηση της προμήθειας, η οποία περιλαμβάνει εκτός από την έκδοση ειδικής έγγραφης εντολής από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και την προσκόμιση  των νόμιμων αποδεικτικών πληρωμής της (τιμολόγια και δελτία αποστολής) ως δικαιολογητικά της δαπάνης αυτής. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου που περιέχει δαπάνη ασφάλτου και  εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση όσον αφορά τα δικαιολογητικά και τον τρόπο πληρωμής της, απαιτείται να προσκομίζονται ως δικαιολογητικά  τα νόμιμα  αποδεικτικά προμήθειας της ασφάλτου. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Κατόπιν των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/493/2012

ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Ακολούθως, το Κλιμάκιο ομοφώνως κρίνει ότι μη νομίμως στην 53/2012 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κεφαλονιάς περί εγκρίσεως των όρων του δανείου δεν αναφέρεται το ύψος της ετήσιας τοκοχρεωλυτικής δόσεως αυτού, ... ενώ ούτε στη σχετική ... απόφαση του Δ.Σ του Τ.Π.Δ, με την οποία καθορίσθηκαν οι ειδικές προϋποθέσεις δανειοδοτήσεως και στην οποία παραπέμπει η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου γίνεται σχετική αναφορά.(...)Η συμβατική αναγνώριση, όμως, από το Δήμο απαιτήσεως, όπως αυτή έχει προσδιορισθεί από τον δανειστή του, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αντικρύζει πραγματικές οφειλές του προς αυτόν, καθώς και η ανάληψη ανελαστικών δανειακών υποχρεώσεων για την εξόφληση μιας τέτοιας απαιτήσεως, ... αποκλείει κάθε δυνατότητα επ’ έλαττον αναπροσαρμογής του ποσού του δανείου σε περίπτωση διαπιστώσεως μικρότερου του κατ’ αρχήν συμφωνημένου χρεωστικού ανοίγματος, όπως προβλέπεται στην παρ. 9 του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου συμβάσεως, δημιουργώντας ασάφεια ως προς τις πραγματικές προβλέψεις της συμβάσεως επί του συγκεκριμένου ζητήματος.Κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου δανειακής συμβάσεως μεταξύ του Δήμου Κεφαλονιάς και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για την κάλυψη χρεωστικού ανοίγματος του Δήμου


ΣΤΕ/1644/2022

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 8 και 9 του άρθρου 53 του, κυρωθέντος με τον ν.3669/2008 Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων που προπαρατέθηκαν (σκέψη 8), προκύπτει ότι η πληρωμή στον ανάδοχο του εργολαβικού ανταλλάγματος γίνεται τμηματικά, με βάση τις πιστοποιήσεις των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί, ότι η πραγματοποίηση τόσο των τμηματικών πληρωμών όσο και της οριστικής πληρωμής του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και η εκκαθάριση όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εργολαβική σύμβαση, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τις πιστοποιήσεις, ότι μετά τη λήξη κάθε μήνα ή άλλης χρονικής περιόδου που τυχόν ορίζει η σύμβαση για τις τμηματικές πληρωμές, ο ανάδοχος συντάσσει λογαριασμό των οφειλόμενων σε αυτόν ποσών από εργασίες που εκτελέσθηκαν, ότι οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται προς έγκριση στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους, ότι οι εγκρινόμενοι (ρητώς ή σιωπηρώς) από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί και ότι αν η πληρωμή τους καθυστερήσει πέρα από ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από τον χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας. Κατά συνέπεια, οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί ενσωματώνουν αναγνωρισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση του αναδόχου και, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα (βλ. ανωτ. ΣτΕ 251/2017, 1081-3/2020), ανακύπτει αντίστοιχη υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, χωρίς να μπορεί να εξετασθεί η νομιμότητά τους, το πρώτον, βάσει των απόψεων της Διοικήσεως επί της σχετικής αγωγήςֹ ο δε ανάδοχος δικαιούται τόκων υπερημερίας εάν ο κύριος του έργου καθυστερήσει, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, να ενεργήσει την πληρωμή με βάση πιστοποίηση που υποβλήθηκε προς έγκριση. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992, καθώς και του άρθρου 26 ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66), που υπηρετούν σοβαρό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο (βλ. και ΣτΕ 1311/2017), για την πληρωμή όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων κατά του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., δήμων και κοινοτήτων, απαιτούνται βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, επί υπάρξεως δε σχετικών οφειλών, προβλέπεται η διάθεση («παρακράτηση και απόδοση») προς τούτο των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, ναι μεν σε περίπτωση έγκρισης των λογαριασμών για εκτελεσθείσες εργασίες δημοσίου έργου, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται, ο ανάδοχος δικαιούται τα αναφερόμενα σ’ αυτούς ποσά και δημιουργείται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση του κυρίου του έργου προς πληρωμή τους, η πληρωμή, όμως, αυτή τελεί υπό την αίρεση της προηγούμενης προσκόμισης βεβαιώσεων φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, ενώ δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων ποσών για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τις κατά τα ανωτέρω βεβαιώσεις. (ανωτ. ΣτΕ   1505/2015).Επομένως, εν προκειμένω, εφόσον δεν είχαν συνυποβληθεί με τους επίμαχους λογαριασμούς βεβαιώσεις φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας που να βεβαιώνουν την ανυπαρξία κατά νόμον οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, το γεγονός αυτό δεν αναιρούσε μεν την κατ’ αρχήν υποχρέωση του αναιρεσείοντος Δήμου για την πληρωμή των εν λόγω λογαριασμών, εξαρτούσε, όμως, την εξόφλησή τους από την υποβολή των ανωτέρω βεβαιώσεων. Συνεπώς, έσφαλε το διοικητικό εφετείο που έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ήταν νομικά αδιάφορη η προσκόμιση των ως άνω δικαιολογητικών προκειμένου να εξοφληθούν οι ένδικοι λογαριασμοί, για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά το μέρος τούτο, να αναιρεθεί.


ΕΣ/ΤΜ.6/302/2018

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ εκμετάλλευσης των τακτικών αεροπορικών γραμμών..ζητείται η ανάκληση της 326/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το μέρος που με αυτή κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Υπουργείου ...και της αεροπορικής εταιρείας «...»Κατόπιν των ανωτέρω, και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις  που  προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι : Η παρεμβαίνουσα εταιρεία  κατά την ημερομηνία υποβολής των προσφορών, υπέβαλε την από 29.5.2017 υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της, με την οποία δεσμεύτηκε εγγράφως, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της Συγγραφής Υποχρεώσεων, ότι θα προσκομίσει εντός της προβλεπόμενης από αυτό προθεσμίας, μεταξύ άλλων, «πιστοποιητικό που αφορά στις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας». Κατόπιν αυτού, νομίμως με την από 1.6.2017 «αίτηση προσκόμισης ελλειπόντων δικαιολογητικών συμμετοχής» προσκόμισε το 63388691/31.5.2017 αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας. Η νομιμότητα της υποβολής του ανωτέρω δικαιολογητικού αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η Επιτροπή Διαγωνισμού μετά την υποβολή του αντί να την αποκλείσει  ζήτησε διευκρινήσεις σχετικά με το αν την 30.5.2017  η εταιρεία «...» είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο(βλ. το ΔΙ/Β/59001/1278/15.3.2017 έγγραφό της)  και σε απάντηση  η τελευταία, υπέβαλε το 34689/23.6.2017 έγγραφο της Α.Α.Δ.Ε. με θέμα «Βεβαίωση Οφειλών», σύμφωνα με το οποίο η εταιρεία «...» στις 30.5.2017 δεν είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές (..)Επομένως, η υποχρεωτική υποβολή μέσω του διαδικτύου αίτησης της εταιρείας «...» μετά την ημερομηνία υποβολής των προσφορών (30.5.2017) και πάντως εντός της προβλεπόμενης κατά τα ανωτέρω πενθήμερης προθεσμίας για τη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 της Συγγραφής Υποχρεώσεων, δεν θα μπορούσε αφενός σε καμία περίπτωση να οδηγήσει στη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, με το οποίο να βεβαιώνεται ότι η εταιρεία ήταν φορολογικά ενήμερη στις 30.5.2017, δηλαδή σε προγενέστερο, από την ημερομηνία ηλεκτρονικής υποβολής της αίτησης για τη χορήγησή του, χρονικό σημείο, αφετέρου  δε όπως αποδεικνύεται από το ανωτέρω έγγραφο της Α.Α.Δ.Ε, η εταιρεία ... κατά την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού δεν είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και συνακόλουθα ορθά κρίθηκε με την προσβαλλομένη ότι παρανόμα απεκλείσθη η προσφορά της από τη συνέχεια του διαγωνισμού. (..)Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις, και η ασκηθείσα παρέμβαση και να κριθεί ότι κωλύεται η υπογραφή  του υποβληθέντος για έλεγχο νομιμότητας σχεδίου σύμβασης  μεταξύ της ... και της εταιρείας ...,

Αναθεωρήθηκε με την ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/805/2018(..)(..)Συνεπώς, το ως άνω δικαιολογητικό, εφόσον δεν μπορεί να φέρει, λόγω της μεταγενέστερης έκδοσής του και του γεγονότος ότι από άλλες νομοθετικές διατάξεις δεν επιτρέπεται να έχει αναδρομική ισχύ, αλλά βεβαιώνει την κατάσταση φορολογικής ενημερότητας του υποψηφίου κατά τη μέρα έκδοσής του, δεν ανήκει σε εκείνα τα δικαιολογητικά που μπορούν να προσκομισθούν μεταγενέστερα.(..)Ανακαλεί την 326/2017 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου. Αποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο νομιμότητας σχεδίου σύμβασης  μεταξύ της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας και της εταιρείας «...»


ΠΟΛ.1029/2016

Κοινοποίηση της με αριθμό 121/2015 Γνωμοδότησης του Α΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αναφορικά με τον συμψηφισμό ποσών από επιστροφή Ε.Φ.Κ. με ασφαλιστικές οφειλές και με οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση. (ΑΔΑ:Ψ73ΚΗ-2Σ0 )


ΔιοικΕφΘεσ 632/2023

Επειδή, με τα ως άνω νομικά και πραγματικά δεδομένα, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι η ένδικη αξίωση στηρίζεται σε απευθείας αναθέσεις διεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 4412/2016, για την πληρωμή των οποίων δεν ήταν υποχρεωτικός ο προληπτικός έλεγχος δαπανών από το Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 31 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 4270/2014, όπως τροποποιήθηκε εν τέλει με το άρθρο 125 του ν. 4611/2019), β) ότι οι συναλλαγές που αφορούν οι απευθείας αναθέσεις συνιστούν εμπορικές συναλλαγές κατά την έννοια της υποπαρ. Ζ3 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, καθόσον οι εν λόγω προμήθειες συμφωνήθηκε να παρασχεθούν από ιδιωτική επιχείρηση σε δημόσια αρχή έναντι αμοιβής, γ) ότι έγινε η παραλαβή των προϊόντων, όπως βεβαιώνεται επί των εκδοθέντων τιμολογίων, δ) ότι η καθής Περιφέρεια συνομολογεί ότι πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω προμήθειες από τον αιτούντα και ε) ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο η καταβολή των αιτούμενων ποσών στον αιτούντα, κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκδόσεως της αιτούμενης διαταγής πληρωμής για το προαναφερθέν συνολικό ποσό των 4.379,06 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., για την ικανοποίηση των παραπάνω αξιώσεων του αιτούντος. Ωστόσο, το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι ο αιτών δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η υποβολή των προαναφερθέντων τιμολογίων με τα συναπαιτούμενα δικαιολογητικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας (άρθρα 12 ν. 4174/2013 – Α΄ 170, 39 ν. 2065/1992 – Α΄ 113, ΠΟΛ.1274 – Β΄ 3398/2013, όπως ισχύουν) στην αρμόδια προς πληρωμή Υπηρεσία και, συνεπώς, δεν προκύπτει ο χρόνος, κατά τον οποίο η καθής η αίτηση Περιφέρεια κατέστη υπερήμερη ως προς την πληρωμή τους (πρβλ. ΣτΕ 1505/2015, 1198/2020, 1644/2022).


ΣΤΕ/1439/2020

Περικοπές συντάξεων...Ενόψει δε των ανωτέρω απαντήσεων, πρέπει να απορριφθούν οι ασκηθείσες παρεμβάσεις των φυσικών και νομικών προσώπων, κατά το μέρος που με αυτές υποστηρίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/2016 αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. και ότι ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά μόνον τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 και δεν καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., και να γίνουν δεκτές, κατά το μέρος που με αυτές υποστηρίζεται ότι η ίδια ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/2016 δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το διάστημα από 1.1.2013 έως την 11.5.2016 και ότι δεν είναι δυνατό να κριθούν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. οι παραπάνω μειώσεις των συντάξεων βάσει των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 για το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς τους έως 11.5.2016 ενόψει των διαπιστώσεων που περιέχονται σε μελέτες, μεταγενέστερες των αποφάσεων 2287-2288/2015 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αντιστοίχως δε, πρέπει να γίνει δεκτή η παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το μέρος που με αυτήν υποστηρίζεται ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. και ότι ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αφορά μόνον τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 αλλά καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, και να απορριφθεί κατά το μέρος που με αυτήν υποστηρίζεται ότι η ίδια ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α του ν. 4387/2016 καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το διάστημα από 1.1.2013 έως την 11.5.2016 και ότι οι παραπάνω μειώσεις των συντάξεων βάσει των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. για το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς των έως 11.5.2016 εφόσον από εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη, μεταγενέστερη των αποφάσεων 2287-2288/2015 της Ολομελείας, προκύπτει ή θα προκύψει ότι οι μειώσεις των συντάξεων από την έναρξη επιβολής τους ήταν κατ’ ουσίαν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.Επειδή, μετά την επίλυση των ζητημάτων για τα οποία εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η κρινόμενη αγωγή πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ως προς όλους τους ενάγοντες, πλην των με αριθμό δικογράφου 15 και 33, ως προς τους οποίους πρέπει να απορριφθεί (σκέψη 6) και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να μην επιβληθεί δικαστική δαπάνη.