ΣΤΕ/4364/2014
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Εκτέλεση έργου:..Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, διότι ο ισχυρισμός που προέβαλε το αναιρεσείον με το από 19.6.2006 υπόμνημά του ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, κατά τον οποίο ο υποβληθείς από την αναιρεσίβλητη 6ος λογαριασμός του έργου δεν συνοδευόταν από τις απαραίτητες, κατά το νόμο, για την πληρωμή του βεβαιώσεις περί ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας αυτής, δεν ήταν αλυσιτελής, όπως βασίμως προβάλλεται. Τούτο δε διότι σε περίπτωση που η αναιρεσίβλητη δεν είχε υποβάλει μαζί με τον 6ο λογαριασμό και τις ανωτέρω βεβαιώσεις, δεν θα υφίστατο υπαιτιότητα του Δημοσίου ως κυρίου του έργου για τη μη πληρωμή του και συνεπώς, δεν θα ήταν νόμιμη η από 21.6.2004 δήλωση της αναιρεσίβλητης περί διακοπής των εργασιών του έργου, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4.Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/1150/2006
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η δαπάνη για διατήρηση σε ετοιμότητα των πλωτών μέσων της αναιρεσίβλητης, (ενός πλωτού γερανού – εκσκαφέα, ενός ρυμουλκού και δύο φορτηγίδων), κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.6 έως 3.7.1994 και από 10.8 έως 31.8.1994 και για αμοιβές των μηχανικών της ..., κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα και . ... κατά το χρονικό διάστημα από 8.6 έως 31.8.1994, δεν αποτελούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών που προσκομίσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο της παραγωγής ή προμήθειας ή αναπόσβεστου μέρους εγκαταστάσεων, η οποία και μόνο αποζημιώνεται επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 3 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985 και συνεπώς, είναι εσφαλμένη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος διότι οι παραπάνω δαπάνες προφανώς δεν συνιστούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών ή εγκαταστάσεων και συνεπώς, δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπεται αποζημίωση του αναδόχου δημοσίου έργου επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, διάφορο δε είναι το ζήτημα αν η αναιρεσίβλητη θα εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές με βάση τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, δεδομένου ότι δεν εξετάσθηκε από το δικάσαν δικαστήριο η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης αυτής. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
ΣΤΕ/1553/2017
Εκτέλεση δημοσίου έργου- τόκος υπερημερίας:..Επειδή, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι για τον υπολογισμό του οφειλόμενου στην αναιρεσίβλητη τόκου εφαρμόζεται το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 8 και 10, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, με την επιφύλαξη, πάντως, της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του εν λόγω διατάγματος, δηλαδή με την επιφύλαξη ότι οι κοινές διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση των συμβάσεων δημοσίων έργων δεν προβλέπουν ευνοϊκότερο για τον ανάδοχο επιτόκιο, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκο με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος που με αυτήν ορίσθηκε ότι ο καταβλητέος στην αναιρεσίβλητη τόκος για τα οφειλόμενα σε αυτήν ποσά πρέπει να υπολογισθεί με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, η υπόθεση δε, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος στο εκδόν την εν λόγω απόφαση δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει, ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του π.δ. 166/2003, ποιά διάταξη προβλέπει το ευνοϊκότερο για την αναιρεσίβλητη επιτόκιο.
ΣΤΕ 2885/2013
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση,κατόπιν διενεργηθείσας στις 10.11.1997 δημοπρασίας, υπεγράφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου και εν συνεχεία, στις 8.10.2003, η 1η συμπληρωματική σύμβαση, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων Δήμος ανέθεσε στην αναιρεσίβλητη την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών έναντι πρόσθετης αμοιβής, πλέον Φ.Π.Α. Κ... Εξάλλου, στις 8.9.2005 εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της προαναφερθείσας Υπηρεσίας ο τελικός λογαριασμός της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Τέλος, στις 15.12.2004 η αναιρεσίβλητη υπέβαλε τον 1ο λογαριασμό – πιστοποίηση της συμπληρωματικής σύμβασης που εγκρίθηκε από τον ανωτέρω Προϊστάμενο στις 19.5.2006. Οι λογαριασμοί, όμως αυτοί δεν εξοφλήθηκαν, Τελικώς, το έργο περαιώθηκε εμπροθέσμως στις 31.12.2003 και οι μεν εργασίες της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικά από τον αναιρεσείοντα Δήμο στις 19.9.2005, οι δε εργασίες της συμπληρωματικής στις 23.2.2006, χωρίς όμως να εξοφληθούν τα οφειλόμενα ποσά στην αναιρεσείουσα παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων Δήμος παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο. Κατόπιν τούτου η αναιρεσίβλητη άσκησε αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 286.136,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα Δήμο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 286.136,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ανωτέρω μη εξοφληθέντες λογαριασμούς. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε προσκομίσει τιμολόγιο, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση χρηματικού εντάλματος, με την αιτιολογία ότι, πέραν του ότι για τον πρώτο λογαριασμό που παρέμεινε ανεξόφλητος, είχε εκδοθεί από την αναιρεσίβλητη σχετικό τιμολόγιο, η προηγούμενη έκδοση τιμολογίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εξόφληση των εγκριθέντων λογαριασμών μετά την πάροδο μηνός από την έγκριση αυτών. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό, δεν προέκυψε, ούτε ο Δήμος προέβαλε σχετικό ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη αρνήθηκε να εκδώσει τιμολόγια ενόψει της καταβολής των εγκριθέντων λογαριασμών. Περαιτέρω, απερρίφθη ως αόριστος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου σχετικά με την παραγραφή των απαιτήσεων που αφορούσαν στον 6ο και 7ο λογαριασμό, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της.. Απορρίπτει την αίτηση
ΣτΕ/1153/2006
Κατόπιν τούτου το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο επίμαχος 6ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί με την πάροδο άπρακτης της κατά το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/1984 μηνιαίας προθεσμίας, ως εκ τούτου δε αναγνώρισε το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να λάβει το ποσό των 7.845.184 δρχ. (ή 23.023 ευρώ), που περιείχετο μεν στον υποβληθέντα 6ο λογαριασμό, αλλά είχε περικοπεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με την διόρθωση του εν λόγω λογαριασμό μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας. Περαιτέρω, όμως, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσίβλητης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να της καταβάλει ποσό πέραν του ανωτέρω ως αντάλλαγμα για εργασίες που, κατ’ αυτήν, είχαν εκτελεσθεί και είχαν περιληφθεί σε επιμετρήσεις αυτοδικαίως εγκεκριμένες, με την αιτιολογία ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση του αναδόχου που αφορά το εργολαβικό αντάλλαγμα μπορεί να προβληθεί μόνον κατά του σχετικού λογαριασμού – πιστοποιήσεως, με την κρινόμενη δε προσφυγή προσβάλλεται μόνον ο συγκεκριμένος 6ος λογαριασμός, με τον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε ζητήσει την πληρωμή μόνον του ανωτέρω ποσού των 14.297.355 δρχ..
ΣτΕ/4676/2012
Αποζημίωση ζημιών από ανωτέρα βία(..) ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 85/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία, έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αναδόχου του έργου «Αξιοποίηση Κάμπου Ρίζιανης-Κορύτιανης Ν. ...», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου αυτού, και ειδικότερα, από την απόρριψη ενστάσεως κι αιτήσεως θεραπείας κατά του πρωτοκόλλου διαπίστωσης ζημιών από ανωτέρα βία(..) Το Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, έκανε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 11 του ν. 1418/1984, ανεξαρτήτως του αν καταλαμβάνει και την περίπτωση της ασφάλειας του έργου λόγω βλαβών αυτού από ανωτέρα βία, πάντως, δεν έχει καταστεί ακόμα ενεργή, εξ αυτού δε συνάγεται ότι, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 1418/1984 και του π.δ. 609/1985, σε περίπτωση κατά την οποία προκληθούν στο έργο ή τις εγκαταστάσεις αυτού βλάβες από ανωτέρα βία, υπόχρεος για την αποζημίωση είναι ο κύριος του έργου και συνεπώς, όρος της εργολαβικής συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίο, ο ανάδοχος υποχρεούται να προβεί σε κατάρτιση συμβάσεως με ασφαλιστική εταιρία για την κάλυψη του ως άνω κινδύνου καθώς και η κατάρτιση τέτοιας συμβάσεως, κατ’ αποδοχή του όρου αυτού, δεν μπορούν ν΄αντιταχθούν και να κατισχύσουν έναντι της ως άνω θεσπιζόμενης από τις διατάξεις του νόμου υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς αποζημίωση του αναδόχου σε περίπτωση επελεύσεως ζημιών στο έργο ή τις εγκαταστάσεις αυτού από την ως άνω αιτία. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, έκανε δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
5. Επειδή, κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ορθή, διότι ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 11 του Ν. 1418/89 δεν έχει εισέτι ενεργοποιηθεί λόγω της μη εκδόσεως του προβλεπομένου προεδρικού διατάγματος, η συμβατικώς αναληφθείσα υποχρέωση του αναδόχου να καταρτίσει ασφαλιστική σύμβαση για να καλυφθεί η περίπτωση ζημιών του έργου λόγω ανωτέρας βίας, είναι ισχυρή με αποτέλεσμα να δύναται να του αντιταχθεί σε περίπτωση ζημίας του έργου που προήλθε από γεγονός συνιστών ανωτέρα βία (ΣτΕ 3287/2003, 1368/2007), δεδομένου ότι δεν είναι πάντως επιτρεπτή η, εκ μέρους του, αμφισβήτηση της νομιμότητας όρου της συναφθείσης συμβάσεως (ΣτΕ 1667/2011 Ολομ.). Συνεπώς, πρέπει, για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο εκδόν αυτήν δικαστήριο προς περαιτέρω κρίση.(..)Διά ταύτα..(..) Δέχεται την υπό κρίση αίτηση..(..)Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 85/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων στο οποίο και αναπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό
ΣΤΕ/1009/2005
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:..η αναιρεσίβλητη εταιρία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Αποπεράτωση Χημικού και Φαρμακευτικού Τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής στην ..». ... υπέβαλε προς έγκριση τον 73ο λογαριασμό, πλην, η Διευθύνουσα Υπηρεσία περιέκοψε, μεταξύ άλλων, ποσό 36.752.980 δραχμών, το οποίο είχε ζητήσει η αναιρεσίβλητη να της καταβληθεί λόγω καθυστερημένης εξοφλήσεως των, προηγουμένων του ενδίκου, 70ου και 71ου λογαριασμών.Μετά την τήρηση από την αναιρεσίβλητη της ενδικοφανούς διαδικασίας ... το Διοικητικό Εφετείο .., με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας, δεχθέν, κατ αρχήν, ότι αυτή δεν ήταν υπαίτια για την καθυστέρηση πληρωμής της από τον κύριο του έργου. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Πανεπιστημίου ότι η καθυστέρηση εξοφλήσεως των 70ου και 71ου λογαριασμών οφειλόταν στη μη έγκαιρη προσκόμιση από την αναιρεσίβλητη εταιρία των απαιτουμένων για την πληρωμή δικαιολογητικών, ως αβάσιμο, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνυόταν ότι αυτή ειδοποιήθηκε να προσκομίσει συγκεκριμένα δικαιολογητικά και, παρ όλα αυτά, παρέλειψε να συμμορφωθεί με τη σχετική ειδοποίηση της αρμόδιας υπηρεσίας. Η αιτιολογία αυτή είναι νόμιμη και επαρκής..
ΣΤΕ/1198/2020
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του Δημοσίου προς εξόφληση του ένδικου λογαριασμού, μολονότι δέχθηκε ότι δεν προκύπτει η εκ μέρους της αναιρεσίβλητης υποβολή βεβαιώσεων φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 1418/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2229/1994 και 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992, κατά την έννοια των οποίων δεν πρέπει να αναγνωρίζεται υποχρέωση του κυρίου προς πληρωμή εγκριθέντος λογαριασμού, εφόσον αυτός δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, δεδομένου ότι δεν γεννάται η εν λόγω υποχρέωση, όταν ο λογαριασμός δεν συνοδεύεται από βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, προβάλλεται ότι με αυτόν τίθεται το νομικό ζήτημα «της ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων… και δη κατά πόσο στην περίπτωση μη συνυποβολής με λογαριασμό δημοσίου έργου βεβαιώσεως φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας αυτού, γεννάται υποχρέωση του κυρίου του έργου προς καταβολή ποσού λογαριασμού», και ότι επί του νομικού αυτού ζητήματος έχει διαμορφωθεί αντίθετη νομολογία με την 1505/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και την 381/2017 ανέκκλητη (λόγω ποσού) απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Εξάλλου, με την 1505/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 1418/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2229/1994 και 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992 «συνάγεται ότι δεν γεννάται υποχρέωση του κυρίου του έργου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς πληρωμή υποβληθέντος λογαριασμού, όταν ο λογαριασμός αυτός δεν συνοδεύεται από βεβαίωση περί καταβολής των οφειλομένων από τον ανάδοχο ασφαλιστικών εισφορών…, καθώς και από βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας του αναδόχου…. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται υπαιτιότητα του νομικού προσώπου εκ της μη πληρωμής του εν λόγω λογαριασμού …και δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τις κατά τα ανωτέρω βεβαιώσεις …». Με τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτει αντίθεση της απόφασης αυτής, την οποία επικαλείται το αναιρεσείον, προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιλαμβάνει στη μείζονα σκέψη της, κατά λέξη, την ιδία ερμηνεία των αυτών ως άνω διατάξεων (άρθρο 5 παρ. 10 ν. 1418/1984 και άρθρο 39 παρ. 7 ν. 2065/1992), παραπέμποντας μάλιστα ρητώς στην εν λόγω απόφαση (ΣτΕ1505/2015). Δεν μπορεί δε να προκύψει αντίθεση, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 12 του ν.3900/2010, από το γεγονός ότι η προαναφερόμενη απόφαση (ΣτΕ1505/2015) δεν ανέτρεψε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία είχε απορριφθεί η εκεί κριθείσα αντίστοιχων απαιτήσεων αγωγή, ενώ με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή, με την προπαρατεθείσα (σκέψη 5) αιτιολογία, η απορριφθείσα αγωγή της αναιρεσίβλητης, διότι τα παραπάνω αφορούν σε ζητήματα αιτιολογίας και υπαγωγής και, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (σκέψη 3), δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς την απόφαση που επικαλείται το αναιρεσείον από ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της συγκεκριμένης υπόθεσης ή απλώς από την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (βλ. ΣτΕ 1407/2016, 1050/2016, 50/2016, 3530/2015, 3033/2014, 3012/2013 κ.α.). Εξάλλου, το αναιρεσείον δεν προσκόμισε κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου την ως άνω 381/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Κατά συνέπεια, ο ως άνω προβαλλόμενος ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
ΣΤΕ/351/2014
Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΔΕΦ 2412/2000
Διοικητική σύμβαση - Δημόσια έργα -. Προθεσμία εκτέλεσης του έργου. Τμηματικές και συνολική προθεσμίες. Περιστατικά. Επειδή, η υπέρβαση της συμβατικής προθεσμίας περάτωσης του έργου έχει μεν ως συνέπεια την κατάπτωση σε βάρος του αναδόχου και υπέρ του κυρίου του έργου της προβλεπόμενης, από τις παραπάνω διατάξεις ποινικής ρήτρας, υπό την τασσόμενη όμως από τις διατάξεις αυτές αναγκαία προϋπόθεση της συνδρομής αποκλειστικής για την υπέρβαση υπαιτιότητας του αναδόχου του έργου. Επομένως, εφόσον με την προαναφερόμενη πράξη του εγκρίθηκε η παράταση της προθεσμίας περάτωσης του έργου .., για την έγκριση της οποίας απαιτείται από τις εφαρμοστέες στην κρινόμενη περίπτωση διατάξεις η έλλειψη αποκλειστικής υπαιτιότητας του αναδόχου, έπεται, ότι δεν θεμελιώνεται υπαιτιότητα αυτού (αναδόχου) για το ανεκτέλεστο κατά τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας τμήμα των συμβατικών υποχρεώσεών του σχετικά με το επίμαχο έργο, ..και, κατά συνέπεια, μη νόμιμα επιβλήθηκε σε βάρος του η αμφισβητούμενη ποινική ρήτρα. Για το λόγο δε αυτό, βάσιμα προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή..
ΣτΕ/920/2010
Ακύρωση απόφασης με την οποία ανακλήθηκε κατακυρωτική απόφαση επειδή η προσφερόμενη έκπτωση κρίθηκε ως μη ικανοποιητική..ζητείται η ακύρωση της …. αποφάσεως της Ανωτάτης Στρατιωτικής ...(....), με την οποία ανακαλείται προηγούμενη απόφασή της (….) αυτής υπηρεσίας περί κατακυρώσεως του αποτελέσματος διαγωνισμού στην αιτούσα και εντέλλεται η … να επαναδημοπρατήσει το έργο.(..)Επειδή, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρ. 2 παρ. 2β του ν. 3263/04, που ορίζει ότι το αποτέλεσμα της δημοπρασίας μπορεί να ακυρωθεί όταν η οικονομική προσφορά του τελικού μειοδότη κρίνεται μη ικανοποιητική για τον κύριο του έργου. Ούτε, όμως, από την ίδια την προσβαλλομένη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας εξετέθη σε προηγούμενη σκέψη, ούτε από την προηγηθείσα αυτής γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Έργων (πρακτικό του … της 31.1.06), ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτουν συγκεκριμένα και πρόσφορα στοιχεία (όπως π.χ. τα αποτελέσματα άλλων, συγκρίσιμων με τον επίμαχο, διαγωνισμών, κατά τους οποίους, υπό παρόμοιες συνθήκες και υπό την ισχύ του ν. 3263/04 επετεύχθησαν υψηλότερες εκπτώσεις), στα οποία θα έπρεπε κατά νόμον να βασίζεται η κρίση του αρμοδίου οργάνου περί του ότι η προσφορά της αιτούσης εταιρείας, .., δεν είναι ικανοποιητική και συμφέρουσα για τον κύριο του έργο