Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/1153/2006

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Κατόπιν τούτου το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο επίμαχος 6ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί με την πάροδο άπρακτης της κατά το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/1984 μηνιαίας προθεσμίας, ως εκ τούτου δε αναγνώρισε το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να λάβει το ποσό των 7.845.184 δρχ. (ή 23.023 ευρώ), που περιείχετο μεν στον υποβληθέντα 6ο λογαριασμό, αλλά είχε περικοπεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με την διόρθωση του εν λόγω λογαριασμό μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας. Περαιτέρω, όμως, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσίβλητης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να της καταβάλει ποσό πέραν του ανωτέρω ως αντάλλαγμα για εργασίες που, κατ’ αυτήν, είχαν εκτελεσθεί και είχαν περιληφθεί σε επιμετρήσεις αυτοδικαίως εγκεκριμένες, με την αιτιολογία ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση του αναδόχου που αφορά το εργολαβικό αντάλλαγμα μπορεί να προβληθεί μόνον κατά του σχετικού λογαριασμού – πιστοποιήσεως, με την κρινόμενη δε προσφυγή προσβάλλεται μόνον ο συγκεκριμένος 6ος λογαριασμός, με τον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε ζητήσει την πληρωμή μόνον του ανωτέρω ποσού των 14.297.355 δρχ..


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/4364/2014

Εκτέλεση έργου:..Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, διότι ο ισχυρισμός που προέβαλε το αναιρεσείον με το από 19.6.2006 υπόμνημά του ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, κατά τον οποίο ο υποβληθείς από την αναιρεσίβλητη 6ος λογαριασμός του έργου δεν συνοδευόταν από τις απαραίτητες, κατά το νόμο, για την πληρωμή του βεβαιώσεις περί ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας αυτής, δεν ήταν αλυσιτελής, όπως βασίμως προβάλλεται. Τούτο δε διότι σε περίπτωση που η αναιρεσίβλητη δεν είχε υποβάλει μαζί με τον 6ο λογαριασμό και τις ανωτέρω βεβαιώσεις, δεν θα υφίστατο υπαιτιότητα του Δημοσίου ως κυρίου του έργου για τη μη πληρωμή του και συνεπώς, δεν θα ήταν νόμιμη η από 21.6.2004 δήλωση της αναιρεσίβλητης περί διακοπής των εργασιών του έργου, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4.Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.


ΣΤΕ/920/2011

Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.


ΣτΕ/1208/2012

Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τον γενικό κανόνα του άρθρου 63 παρ. 1, 2 και 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και ενόψει της παρατιθέμενης στη σκέψη 10 πάγιας συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, αν η τασσόμενη στη Διευθύνουσα Υπηρεσία μηνιαία από την υποβολή του λογαριασμού προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο λογαριασμός δεν θεωρείται ότι έγινε αποδεκτός, δηλαδή ότι έχει αυτοδικαίως εγκριθεί, αλλά ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία έχει σιωπηρώς αρνηθεί την έγκρισή του. Και τούτο διότι στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 104 του π.δ. 696/1974 ορίζεται μεν προθεσμία ενός μηνός για τον έλεγχο και την έγκριση του λογαριασμού, δεν προβλέπεται όμως ότι, με την άπρακτη πάροδο αυτής, ο λογαριασμός θεωρείται αυτοδικαίως εγκεκριμένος. Ούτε βεβαίως θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, μολονότι δεν ορίζεται τούτο ρητώς, η βούληση του νομοθέτη ήταν μόνη η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας, οφειλόμενη σε αδράνεια, για οποιονδήποτε λόγο, των αρμόδιων υπαλλήλων, να έχει ως συνέπεια την αμετάκλητη αυτοδίκαιη έγκριση του λογαριασμού και ακολούθως την υποχρέωση του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. να καταβάλλουν δημόσιο χρήμα, ανεξάρτητα από τις τυχόν πλημμέλειες που αυτός έχει, δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν το ποσό του λογαριασμού διεκδικείται παρανόμως ή αχρεωστήτως. Και μάλιστα χωρίς να παρέχεται καμία δυνατότητα πλέον στη Διοίκηση να προβεί, μετά την άπρακτη πάροδο της μηνιαίας προθεσμίας, στην έκδοση πράξης με την οποία ρητώς θα αρνείται την έγκριση του λογαριασμού ή θα τροποποιεί αυτόν για λόγους νομιμότητας, είτε διότι ο λογαριασμός είναι αντίθετος προς διατάξεις νόμου ή τη σύμβαση είτε διότι στηρίζεται σε στοιχεία ανύπαρκτα ή ανακριβή [πρβλ. και την Α.Π. 1127/2006, με την οποία ο Άρειος Πάγος, ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 8 (ήδη παρ. 10) του ν. 1418/1984 και του άρθρου 40 παρ. 7 του π.δ. 609/1985 (223Α’), έκρινε ότι η, λόγω της άπρακτης παρόδου της μηνιαίας προθεσμίας, σιωπηρή έγκριση του λογαριασμού ισχύει «μόνον επί λογαριασμών που, άσχετα από την ουσιαστική βασιμότητα των καθέκαστα στοιχείων τους, πληρούν τους όρους νομιμότητάς τους», ενώ δεν αφορά λογαριασμούς που δεν έχουν όλα τα απαιτούμενα για τη νομιμότητά τους στοιχεία]. Όπου άλλωστε ο νομοθέτης θέλησε η άπρακτη πάροδος της τασσόμενης με τη νομοθεσία για την εκπόνηση των μελετών στα διοικητικά όργανα προθεσμίας προς ενέργεια, να μην συνιστά σιωπηρή απόρριψη, αλλά να ισοδυναμεί με πράξη θετικού περιεχομένου για το μελετητή, δηλαδή με αποδοχή υποβαλλομένου αιτήματος, όρισε τούτο ρητώς. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το άρθρο 22 παρ. 1 και 2 του ν. 716/1977, όπου ρητώς ορίζεται ότι η παραλαβή της μελέτης, η οποία πραγματοποιείται με την έκδοση αφενός βεβαίωσης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας για συμμόρφωση του μελετητή προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις και αφετέρου της εγκριτικής της μελέτης απόφασης του εργοδότη, συντελείται εντός προθεσμίας (που καθορίστηκε στη συνέχεια με το άρθρο 19 παρ. 1 του εκτελεστικού του νόμου αυτού π.δ. 194/1979) (παρ. 1), και ότι, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, «η παραλαβή της μελέτης θεωρείται ως αυτοδικαίως συντελεσθείσα» μετά την πάροδο διμήνου από την υποβολή, μετά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας, ειδικής αίτησης του μελετητή για τη διενέργεια της παραλαβής (παρ. 2).(...) Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω γενομένων δεκτών στις σκέψεις 12 έως 14, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθό μέρος έκρινε ότι ο υποβληθείς λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί και ότι ανακύπτει υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να καταβάλει στην ανάδοχο το ποσό αυτού των 228.401,81 ευρώ. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, εάν δηλαδή, κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του άρθρου 104 παρ. 1 του π.δ. 696/1974 και του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας από την υποβολή του λογαριασμού του μελετητή συνεπάγεται τη σιωπηρή έγκριση αυτού και η Διοίκηση υποχρεούται να καταβάλει τα αναφερόμενα στον λογαριασμό χρηματικά ποσά, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα επανόδου, ως αναρμόδια πλέον κατά χρόνον, ανεξαρτήτως των νομικών πλημμελειών του λογαριασμού, δηλαδή έστω και αν τα ανωτέρω ποσά ζητούνται παρανόμως ή αχρεωστήτως ή εάν, αντιθέτως, σύμφωνα με τα ομοφώνως γενόμενα δεκτά στις σκέψεις 12 έως 14, η άπρακτη πάροδος της μηνιαίας προθεσμίας συνεπάγεται την άρνηση έγκρισης του λογαριασμού και μάλιστα όταν ο λογαριασμός είναι μη νόμιμος, πρέπει το ζήτημα αυτό να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α’ του π.δ. 18/1989.


ΣΤΕ 2885/2013

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση,κατόπιν διενεργηθείσας στις 10.11.1997 δημοπρασίας, υπεγράφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου και εν συνεχεία, στις 8.10.2003, η 1η συμπληρωματική σύμβαση, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων Δήμος ανέθεσε στην αναιρεσίβλητη την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών έναντι πρόσθετης αμοιβής, πλέον Φ.Π.Α. Κ... Εξάλλου, στις 8.9.2005 εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της προαναφερθείσας Υπηρεσίας ο τελικός λογαριασμός της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Τέλος, στις 15.12.2004 η αναιρεσίβλητη υπέβαλε τον 1ο λογαριασμό – πιστοποίηση της συμπληρωματικής σύμβασης που εγκρίθηκε από τον ανωτέρω Προϊστάμενο στις 19.5.2006. Οι λογαριασμοί, όμως αυτοί δεν εξοφλήθηκαν, Τελικώς, το έργο περαιώθηκε εμπροθέσμως στις 31.12.2003 και οι μεν εργασίες της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικά από τον αναιρεσείοντα Δήμο στις 19.9.2005, οι δε εργασίες της συμπληρωματικής στις 23.2.2006, χωρίς όμως να εξοφληθούν τα οφειλόμενα ποσά στην αναιρεσείουσα παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων Δήμος παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο. Κατόπιν τούτου η αναιρεσίβλητη άσκησε αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 286.136,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα Δήμο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 286.136,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ανωτέρω μη εξοφληθέντες λογαριασμούς. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε προσκομίσει τιμολόγιο, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση χρηματικού εντάλματος, με την αιτιολογία ότι, πέραν του ότι για τον πρώτο λογαριασμό που παρέμεινε ανεξόφλητος, είχε εκδοθεί από την αναιρεσίβλητη σχετικό τιμολόγιο, η προηγούμενη έκδοση τιμολογίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εξόφληση των εγκριθέντων λογαριασμών μετά την πάροδο μηνός από την έγκριση αυτών. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό, δεν προέκυψε, ούτε ο Δήμος προέβαλε σχετικό ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη αρνήθηκε να εκδώσει τιμολόγια ενόψει της καταβολής των εγκριθέντων λογαριασμών. Περαιτέρω, απερρίφθη ως αόριστος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου σχετικά με την παραγραφή των απαιτήσεων που αφορούσαν στον 6ο και 7ο λογαριασμό, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της.. Απορρίπτει την αίτηση


ΣΤΕ/1009/2005

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:..η αναιρεσίβλητη εταιρία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Αποπεράτωση Χημικού και Φαρμακευτικού Τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής στην ..». ... υπέβαλε προς έγκριση τον 73ο λογαριασμό, πλην, η Διευθύνουσα Υπηρεσία περιέκοψε, μεταξύ άλλων, ποσό 36.752.980 δραχμών, το οποίο είχε ζητήσει η αναιρεσίβλητη να της καταβληθεί λόγω καθυστερημένης εξοφλήσεως των, προηγουμένων του ενδίκου, 70ου και 71ου λογαριασμών.Μετά την τήρηση από την αναιρεσίβλητη της ενδικοφανούς διαδικασίας ... το Διοικητικό Εφετείο .., με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας, δεχθέν, κατ’ αρχήν, ότι αυτή δεν ήταν υπαίτια για την καθυστέρηση πληρωμής της από τον κύριο του έργου. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Πανεπιστημίου ότι η καθυστέρηση εξοφλήσεως των 70ου και 71ου λογαριασμών οφειλόταν στη μη έγκαιρη προσκόμιση από την αναιρεσίβλητη εταιρία των απαιτουμένων για την πληρωμή δικαιολογητικών, ως αβάσιμο, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνυόταν ότι αυτή ειδοποιήθηκε να προσκομίσει συγκεκριμένα δικαιολογητικά και, παρ’ όλα αυτά, παρέλειψε να συμμορφωθεί με τη σχετική ειδοποίηση της αρμόδιας υπηρεσίας. Η αιτιολογία αυτή είναι νόμιμη και επαρκής..


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/136/2018

Προμήθεια ελαιολάδου:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας είναι νόμω και ουσία αβάσιμος. Ειδικότερα, η τυχόν μη υποβολή της δαπάνης του πρώτου λογαριασμού συμβάσεως που υπάγεται κατ’ αρχήν στον προληπτικό έλεγχο δαπανών που διενεργεί το Ελεγκτικό Συνέδριο για τη διενέργεια του ελέγχου αυτού, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα ή τη μη νομιμότητα της εν λόγω συμβάσεως και κατ’ επέκταση τη μη νομιμότητα της οικείας παρατάσεως, η οποία αποτελεί παρακολούθημά της, αλλά συνεπάγεται μόνον τη μη νομιμότητα της δαπάνης που απορρέει από την αρχική σύμβαση, ενώ ο τίτλος πληρωμής που αντιστοιχεί στον πρώτο λογαριασμό της παρατάσεως υπόκειται αυτοτελώς σε προληπτικό έλεγχο σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του άρθρου 1 του π.δ/τος 136/2011. Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας είναι και ουσία αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το χρηματικό ένταλμα που αντιστοιχεί στον πρώτο λογαριασμό της Σ/52/16 συμβάσεως υπεβλήθη στην αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου, χωρίς τούτο να αναιρείται από το γεγονός ότι το εν λόγω χρηματικό ένταλμα θεωρήθηκε τελικώς από την Επίτροπο, λόγω της εκδόσεως της 2273/2017 διαταγής πληρωμής από το Διοικητικό Εφετείο ....... Περαιτέρω, όσον αφορά το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής, η Επίτροπος δεν προβάλλει κάποιο άλλο λόγο μη νομιμότητας της ελεγχόμενης δαπάνης, ούτε επαναλαμβάνει τον λόγο διαφωνίας που είχε προβάλει με την 20/2017 πράξη επιστροφής, πλήττοντας αυτοτελώς τη νομιμότητα της ελεγχόμενης παρατάσεως. Κατόπιν τούτων, παραδεκτώς υπεβλήθη για τη διενέργεια προληπτικού ελέγχου ο πρώτος λογαριασμός της παρατάσεως της Σ/52/16 συμβάσεως, ενώ, μη προβαλλομένου άλλου λόγου διαφωνίας από την Επίτροπο, δεν συντρέχει λόγος μη νομιμότητας της πληρωμής του λογαριασμού αυτού.


ΣΤΕ 2284/2002

Καταλογισμός και παρακράτηση αποδοχών:Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στοιχεία του φακέλου, η θέση που κατείχε ο εφεσίβλητος στο Κρατικό Ωδείο … ήταν χρονικά πρώτη, ενώ η θέση που κατέλαβε στις 30.3.1993 ως υπάλληλος του Ε.Δ.Τ.Π. του .. Πανεπιστημίου ήταν δεύτερη, πράγμα που και το εκκαλούν συνομολογεί με την έφεσή του. Επομένως, σύμφωνα με την εκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 5 του Ν. 1256/1982, μπορούσαν να καταλογισθούν στον εφεσίβλητο, ως καταβληθείσες αχρεωστήτως, μόνον οι αποδοχές που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα 30.3.1993-31.12.1993 από τη δεύτερη θέση του στο εκκαλούν Πανεπιστήμιο, εφόσον κατά το διάστημα αυτό ελάμβανε και τις αμοιβές από τη θέση του στο Κρατικό Ωδείο. Από την προηγηθείσα όμως αλληλογραφία του εν λόγω Ωδείου με το Πανεπιστήμιο σαφώς προκύπτει ότι το πρώτο ζήτησε από το δεύτερο να παρακρατήσει από τις αποδοχές του εφεσιβλήτου το ποσό των αμοιβών, ύψους δρχ. 1.264.667 που του κατέβαλε βάσει της μεταξύ τους συμβάσεως έργου, και να του τις αποδόσει. Προς το σκοπό δε αυτό εκδόθηκε η επίδικη καταλογιστική απόφαση 727/30.10.1996 του Πρυτανικού Συμβουλίου του εκκαλούντος και διατάχθηκε η παρακράτηση του ανωτέρω ποσού από τις αποδοχές του εφεσιβλήτου, η οποία συνεχίστηκε, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. Δ.Υ. 2.11.2000 έγγραφο της Δ/νσης Οικονομικής Διαχείρισης του ιδίου Πανεπιστημίου προς το δικαστήριο, μέχρι την 1.8.1998, οπότε διεκόπη λόγω αναστολής εκτελέσεως της πράξεως που χορήγησε το δικάσαν Εφετείο. Ορθώς, κατά συνέπεια, το τελευταίο ακύρωσε με την εκκαλούμενη απόφαση την προσβληθείσα 727/30.10.1996 καταλογιστική απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου του εκκαλούντος, αφού αυτό ενήργησε ως "εισπράκτωρ" του Κρατικού Ωδείου .., χωρίς να υπάρχει διάταξη που να του δίδει τέτοια αρμοδιότητα. Ο προβαλλόμενος δε με την έφεση του εκκαλούντος, όπως αναπτύσσεται με το από 27.11.2000 υπόμνημα, ισχυρισμός ότι το ανωτέρω καταλογισθέν ποσόν των δρχ. 1.264.667 αντιστοιχούσε στις αποδοχές του εφεσιβλήτου από τη δεύτερη θέση του, δηλαδή εκείνη του Ε.Δ.Τ.Π., συνιστά ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της αιτιολογίας της αποφάσεως του Πρυτανικού Συμβουλίου, που εδέχθη την υπ' αριθμ. Γ.2747/23.10.1996 πρόταση της Δ/ντριας της Οικονομικής Υπηρεσίας του Πανεπιστημίου αυτού, να παρακρατηθεί το ανωτέρω ποσό για λογαριασμό του Κρατικού Ωδείου .., διότι το τελευταίο δεν είχε τη δυνατότητα τέτοιας παρακράτησης.


ΣΤΕ/808/2004

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως, η προσβαλλομένη απόφαση κοινοποιήθηκε στις 11.4.2001 στον Επιθεωρητή Τελωνείων ..., τον οποίο, εκπρόσωπο άλλωστε του Δημοσίου στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και μόνον καταθέσαντα υπόμνημα επί της εφέσεως της αναιρεσίβλητης εταιρείας ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, το τελευταίο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, δέχθηκε ως τον εκπρόσωπο του Δημοσίου στην ενώπιόν του δίκη. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατετέθη στη γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 25.6.2001, μετά δηλαδή την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς το Δημόσιο, ασκήθηκε εκπροθέσμως. Και ναι μεν η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στις 25.4.2001 και στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος επίσης φέρεται ότι είχε παραστεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πλην για την έναρξη της προθεσμίας της αιτήσεως αναιρέσεως από το Δημόσιο αρκούσε, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, η κοινοποίηση στον Επιθεωρητή Τελωνείων ... Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Λόγω της σπουδαιότητας όμως των ζητημάτων αυτών, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), να ορισθεί δε ως εισηγητής η Πάρεδρος Κ. Λαζαράκη.


ΣτΕ/619/2003

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο χρόνος εγκρίσεως από την προϊσταμένη αρχή του πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών και του οικείου συγκριτικού πίνακα, έχει, κατά το νόμο, ιδιαίτερη σημασία, διότι η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας προς πληρωμή του αναδόχου που γίνεται βάσει της πιστοποιήσεως των εργασιών που εκτελέσθηκαν επιφέρει υπέρ του αναδόχου τις συνέπειες του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 1418/84. Και είναι μεν αληθές ότι από τις προπαρατεθείσες διατάξεις δεν τάσσεται στην προϊσταμένη αρχή προθεσμία προς έγκριση του πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών και του οικείου συγκριτικού πίνακα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η έγκριση ή η άρνηση εγκρίσεως είναι απρόθεσμη, αλλά αντιθέτως, η έγκριση των πράξεων που προαναφέρθηκαν (ΠΚΤΜΝΕ και ΣΠ) πρέπει να ενεργείται μέσα σε εύλογο χρόνο, τέτοιος δε χρόνος θεωρείται το τρίμηνο από της υποβολής τους στην προϊσταμένη αρχή. Κατά συνέπεια, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από της υποβολής τους, το ΠΚΤΜΝΕ και ο ΣΠ θεωρούνται αυτοδικαίως εγκεκριμένα, τυχόν δε μεταγενέστερη έγκρισή τους είναι τυπική και επιβεβαιώνει απλώς την έγκριση που έγινε με την πάροδο του τριμήνου, δεν μπορεί δε πλέον η προϊσταμένη αρχή να τροποποιήσει τα ήδη αυτοδικαίως με την πάροδο του τριμήνου εγκριθέντα εν λόγω στοιχεία (ΠΚΤΜΝΕ και ΣΠ) (πρβλ. ΣΕ 1674/97, 1921/93, 472/92).


Α.Π.1359/2015

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποζημίωση του άρθρου 19 του ν. 993/1979 δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων ούτε "απολαβή", υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης του. Επομένως, η αξίωση καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως δεν υπόκειται στη διετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ ΑΠ 4/2001, ΑΠ 1726/05, 556/11, 1065/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, την οποία εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή της από το εναγόμενο - αναιρεσείον ΝΠΔΔ, στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, υπάγεται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή και συνεπώς, δεν παραγράφηκε η αξίωσή της. Και τούτο γιατί δέχθηκε ότι από την ημερομηνία αποχώρησής της από την υπηρεσία (30-4-2010) έως την άσκηση της αγωγής της (41-2013) δεν παρήλθε πενταετία.