ΣΤΕ/920/2011
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/1153/2006
Κατόπιν τούτου το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο επίμαχος 6ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί με την πάροδο άπρακτης της κατά το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/1984 μηνιαίας προθεσμίας, ως εκ τούτου δε αναγνώρισε το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να λάβει το ποσό των 7.845.184 δρχ. (ή 23.023 ευρώ), που περιείχετο μεν στον υποβληθέντα 6ο λογαριασμό, αλλά είχε περικοπεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με την διόρθωση του εν λόγω λογαριασμό μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας. Περαιτέρω, όμως, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσίβλητης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να της καταβάλει ποσό πέραν του ανωτέρω ως αντάλλαγμα για εργασίες που, κατ’ αυτήν, είχαν εκτελεσθεί και είχαν περιληφθεί σε επιμετρήσεις αυτοδικαίως εγκεκριμένες, με την αιτιολογία ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση του αναδόχου που αφορά το εργολαβικό αντάλλαγμα μπορεί να προβληθεί μόνον κατά του σχετικού λογαριασμού – πιστοποιήσεως, με την κρινόμενη δε προσφυγή προσβάλλεται μόνον ο συγκεκριμένος 6ος λογαριασμός, με τον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε ζητήσει την πληρωμή μόνον του ανωτέρω ποσού των 14.297.355 δρχ..
ΣτΕ/3558/2006
Το Διοικητικό Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την απέρριψε, γιατί έκρινε τους ισχυρισμούς αυτούς ως αβάσιμους, αλλά και γιατί η αναιρεσείουσα δεν είχε υποβάλει όλα τα αιτήματά της, που αφορούσαν εκτελεσμένες εργασίες και όχι οψιγενείς αιτίες, με την τελική επιμέτρηση (11.10.1994), απώτερο κατά νόμο χρονικό σημείο υποβολής τέτοιων αιτημάτων, παρά αργότερα, με την αίτησή της 16183/7.12.1994. Με τα δεδομένα αυτά, τα δύο επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα της προσβαλλομένης, το περί απαραδέκτου ως εκ του χρόνου υποβολής των αιτημάτων της αναιρεσειούσης και το περί εν πάση περιπτώσει αβασίμου των ισχυρισμών της, δεν έχουν καμία αντίφαση, όπως αβάσιμα αυτή υποστηρίζει με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων. Εξ άλλου, ο λόγος του κυρίου δικογράφου με τον οποίο προβάλλεται, χωρίς καμία συγκεκριμένη αναφορά σε δικόγραφο, ότι το Διοικητικό Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό της αναιρεσειούσης περί του ότι είχε υποβάλει τα αιτήματά της πριν από την τελική επιμέτρηση, πρέπει ν’ απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος. 5. Επειδή κατά της επάλληλης αυτής αιτιολογίας περί απαραδέκτου των αιτημάτων της αναιρεσειούσης ως εκ του χρόνου υποβολής των που, και μόνη, αρκεί να στηρίξει την προσβαλλομένη, δεν προβάλλεται άλλος λόγος. Συνεπώς, όλοι οι λοιποί λόγοι πρέπει ν’ απορριφθούν ως αλυσιτελείς, καθώς και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.
ΣτΕ/3098/2015
Αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη από βαρύτατο τραυματισμό εξαιτίας πτώσεως δένδρου στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, όπου εργαζόταν ως νοσηλεύτρια, οφειλόμενης σε παραλείψεις οργάνων του αναιρεσείοντος ιδρύματος.(....)Ειδικότερα, ο προβαλλόμενος λόγος ότι η βλάβη της υγείας της αναιρεσίβλητης οφειλόταν σε απρόβλεπτο γεγονός και ότι ακόμη και με τη λήψη κατάλληλων μέτρων δεν θα μπορούσε να αποτραπεί, δεν υπάρχει δε για την ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επελθούσης ζημίας της αναιρεσίβλητης και των προαναφερομένων παραλείψεων οργάνων του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, όπως με νόμιμη κατ’ αρχήν και επαρκή αιτιολογία έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, η απόσπαση κλώνων των δένδρων ιδίως σε περίπτωση κακοκαιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο και αναπόφευκτο γεγονός αλλά πιθανό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και δυνάμενο να αποφευχθεί με την καταβολή της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου (αποκοπή των κλάδων) και συνεπώς η πτώση του κλάδου στον προαύλιο χώρο του αναιρεσείοντος και ο τραυματισμός της αναιρεσίβλητης συνδέετει αιτωδώς με υπαίτια συμπεριφορά των μελών της διοικήσεως του αναιρεσείοντος (παράλειψη να προβούν εγκαίρως στην αποκοπή των κλάδων).(....)Απορρίπτει την αίτηση.
ΣΤΕ/3322/2005
Δημοσίευση κανονιστικής απόφασης:...Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, ο αναιρεσείων, μόνιμος ιατρός του Ε.Σ.Υ. που υπηρετεί στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, άσκησε την από 30.12.1996 αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει ποσό 2.653.800 δραχμών ως διαφορά μεταξύ της υπερωριακής αποζημιώσεως που του καταβλήθηκε για τις εφημερίες που πραγματοποίησε κατά το από 1.1.1994 έως 30.6.1995 χρονικό διάστημα και η οποία υπολογίσθηκε με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/100 του μηνιαίου βασικού μισθού του και εκείνης που προκύπτει με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/65 αυτού που ορίσθηκε για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους με την 2039921/3479/0022/14.6.1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., με την οποία επιδικάσθηκε στον αναιρεσείοντα, ύστερα από ορθό υπολογισμό, ποσό 2.651.610 δραχμών για την ανωτέρω αιτία. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε έφεση το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ειδικότερα ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ούτε τηρήθηκε γι’ αυτήν η τυπική διαδικασία του ειδικού τρόπου δημοσιότητας του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 301/1976, δεδομένου ότι κοινοποιήθηκε μεν στο σύνολο των ενδιαφερομένων υπηρεσιών, χωρίς όμως να γίνει και τοιχοκόλλησή της σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών αυτών. Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγο που αφορά στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ότι η 2039921/3479/ 0022/14.6.1991 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος του αναιρεσείοντος, και με την αιτιολογία αυτή έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .... και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος. Η κρίση αυτή είναι ορθή και νόμιμη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (ΣτΕ 307/2003 7μ., 1485/2003), και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο η ως άνω κανονιστική απόφαση έχει τεθεί σε ισχύ de facto και εφαρμόζεται, παράγοντας όλες τις έννομες συνέπειές της, ανεξάρτητα από τη θεωρητική ταξινόμησή της στις ανυπόστατες πράξεις. Εξάλλου, εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη βεβαιώνει ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε νομίμως, η κρίση αυτή δεν χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία, ενόψει μάλιστα του ότι ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κάποιον ειδικότερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος δεν απαντήθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει δε να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως.Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση στο σύνολό της. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη.
ΣΤΕ/2817/2006
Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, από τα άρθρα 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει η βασική αρχή, που ερείδεται και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, ότι για την τελείωση των τυπικών νόμων και των προεδρικών διαταγμάτων, αλλά και των λοιπών κανονιστικού χαρακτήρα διοικητικών πράξεων, απαιτείται, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους, η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με τη δημοσίευση η κανονιστική ρύθμιση καθίσταται προσιτή στους πολίτες, δημιουργείται τεκμήριο γνώσης της και καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητας των κανονιστικών διοικητικών πράξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα λοιπά δικαστήρια. Ειδικά, όμως, για τις λοιπές, πέραν των προεδρικών διαταγμάτων, κανονιστικού περιεχομένου διοικητικές πράξεις, ο νομοθέτης μπορεί να καθορίσει γενικό ή ειδικούς, κατά περίπτωση, τρόπους δημοσιεύσεως με άλλο πρόσφορο μέσο, που προσιδιάζει στο αντικείμενο και το χαρακτήρα της επιχειρούμενης ρυθμίσεως (ΣτΕ 4108, 4109/1999 Ολ., 3322/2005)Επειδή, όπως συνάγεται από το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση περιεχόμενό της (καθορισμός αποδοχών Γενικού Διευθυντή της …), η 20286/Ζ2/2361/21-9-1989 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 1730/1987, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και για να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις. Τέτοια δημοσίευση όμως δεν έγινε, όπως προκύπτει από το 3461/22-9-2006 έγγραφο του αναιρεσείοντος Ταμείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας σε συνδυασμό με το Γ162534/20-9-2006 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το εν λόγω Ταμείο, τα οποία περιήλθαν στο Δικαστήριο μετά την 1423/2006 αναβλητική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εφάρμοσε την πιο πάνω ανυπόστατη υπουργική απόφαση. Για το λόγο αυτό, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΔΕΚ/C‑54/2018
«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασίες προσφυγής – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρα 1 και 2γ – Προσφυγές κατά των αποφάσεων περί αποδοχής της συμμετοχής των προσφερόντων ή περί αποκλεισμού τους – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Αποκλειστική προθεσμία 30 ημερών – Εθνική νομοθεσία που αποκλείει τη δυνατότητα να προβληθεί έλλειψη νομιμότητας αποφάσεως περί αποδοχής της συμμετοχής προσφέροντος στο πλαίσιο προσφυγής κατά των μεταγενέστερων πράξεων – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»(...)
ΣτΕ/3106/2013
Αποζημίωση βλαβών από ανωτέρα βία. (..) ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 70/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, αναδόχου του έργου «Αρδευτικά έργα πεδιάδας ...», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου τούτου(..)Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση αμφισβητείται η νομιμότητα της ανωτέρω κρίσεως του δικάσαντος δικαστηρίου. Και τούτο διότι, κατά την αναιρεσείουσα, είχε προβληθεί από αυτήν ισχυρισμός ότι στον μεν όρο 38.4.1.3 της Ε.Σ.Υ. προβλέπεται ότι ο ανάδοχος εκχωρεί στην αρμόδια Υπηρεσία του Δημοσίου τις απαιτήσεις της από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στη δε παρ. 5 του ιδίου όρου της Ε.Σ.Υ., προβλέπεται ότι το Δημόσιο είναι συνασφαλιζόμενος και, άρα, υποχρεούται να αποζημιώσει τον ανάδοχο κατά το νόμο σε περίπτωση βλάβης από ανωτέρα βία και, στη συνέχεια να στραφεί κατά της ασφαλιστικής εταιρείας είτε ως συνασφαλιζόμενος είτε ως εκδοχέας της σχετικής απαίτησης, ο ισχυρισμός δε αυτός κατελείφθη αναπάντητος. Ο λόγος προβάλλεται βασίμως και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, κατά τούτο, αναιτιολόγητη, δεδομένου ότι το δικάσαν Εφετείο δεν εξέτασε, όπως όφειλε, εν όψει του ως άνω σχετικού ισχυρισμού της προσφυγής, αν κατά τους σχετικούς όρους της σύμβασης μεταξύ της αναδόχου και της ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία υποχρεούτο να καταβάλει την αποζημίωση αναγωγικώς στο Δημόσιο ή ευθέως στην εργολήπτρια εταιρεία.(..)Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 70/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση σύμφωνα με το αιτιολογικό.
ΣΤΕ/351/2014
Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΣΤΕ/4109/1999
Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη υπ' αριθμ. 2065240/6951/0022/19-10-1990 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, η Διοίκηση βεβαιώνει μεν ότι η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες με την υπ' αριθμ. 2069864/6391/0022/6-11-1990 εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών, δεν βεβαιώνει όμως ότι έγινε και τοιχοκόλληση της αποφάσεως αυτής και δη στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. το υπ' αριθμ. 2079441/11649/0022/27-11-1996 έγγραφο του προέδρου της Επιτροπής Παρακολούθησης του Λογαριασμού "..." προς το Συμβούλιο της Επικρατείας). Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η κανονιστική αυτή υπουργική απόφαση δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση και επομένως δεν μπορούσε να αποτελέσει τη νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των εκκαλουσών να τύχουν αποζημιώσεως εκ του λογαριασμού "...".10.Επειδή, μετά την επίλυση κατά τ' ανωτέρω του παραπεμφθέντος ζητήματος που προαναφέρθηκε και δεδομένου ότι η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη κατά τα λοιπά, πρέπει, διακρατουμένης της υποθέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, εφόσον ορθώς, έστω και με άλλη αιτιολογία, κρίθηκε από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το πιο πάνω αίτημα των ήδη εκκαλουσών.11. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι εκκαλούσες πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη.
ΝΣΚ/50/2020
Αρμοδιότητα ή μη της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006) προς κατ’ ουσία εξέταση της, ενώπιον του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, όταν με απόφασή της, κατ’ αποδοχή ως βάσιμης της ειδικής διοικητικής προσφυγής του άρθρου 151 του πιο πάνω Κώδικα, ακυρώνει την επί της προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 απόφαση του Συντονιστή για το λόγο ότι, εσφαλμένα απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή για τυπικούς λόγους και οι έννομες συνέπειες της αποφάσεως αυτής της Ειδικής Επιτροπής επί της πράξης που είχε προσβληθεί με την προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, όταν η Επιτροπή, παρότι ακυρώνει την απόφαση του Συντονιστή για τον πιο πάνω λόγο, δεν αποφαίνεται κατ’ ουσία επί της προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010.(..)Η Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006), όταν, κατ’ αποδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου σχετικού λόγου της ενώπιόν της ασκηθείσας ειδικής προσφυγής του άρθρου 151 του ιδίου Κώδικα, ακυρώνει απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης που είχε απορρίψει διοικητική προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 ως απαράδεκτη για τυπικούς λόγους, καθίσταται αρμόδια προς έλεγχο της νομιμότητας της με την προσφυγή του άρθρου 227 προσβληθείσας πράξεως, ως προς τους λόγους ακυρότητας της τελευταίας αυτής προσφυγής που υποβλήθηκαν εκ νέου ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής και επί των οποίων δεν αποφάνθηκε σε πρώτο στάδιο ο Συντονιστής, λόγω της μη νόμιμης κρίσης του περί του απαραδέκτου της προσφυγής. Η απόφαση της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ΚΔΚ που παραλείπει να αποφανθεί και κατ’ ουσία επί των λόγων της προσφυγής του άρθρου 227 του ν. 3852/2010, παρότι ακυρώνει την απόφαση του Συντονιστή για τον πιο πάνω λόγο (εσφαλμένη κρίση περί απαραδέκτου της προσφυγής), δεν θίγει την ισχύ και εκτελεστότητα της προσβληθείσης με την προσφυγή του άρθρου 227 του ν. 3852/2010 πράξεως που διέφυγε τον έλεγχο νομιμότητας, αλλά ούτε ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης δύναται να επιληφθεί εκ νέου της προσφυγής, εξετάζοντας αυτήν κατ’ ουσία, οι δε τυχόν πλημμέλειες των πιο πάνω αποφάσεων ελέγχονται μόνον δικαστικά με την άσκηση κατ’ αυτών του εκ του νόμου προβλεπομένου ενδίκου βοηθήματος (ομόφωνα).