ΔΕΚ/C‑54/2018
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασίες προσφυγής – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρα 1 και 2γ – Προσφυγές κατά των αποφάσεων περί αποδοχής της συμμετοχής των προσφερόντων ή περί αποκλεισμού τους – Προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής – Αποκλειστική προθεσμία 30 ημερών – Εθνική νομοθεσία που αποκλείει τη δυνατότητα να προβληθεί έλλειψη νομιμότητας αποφάσεως περί αποδοχής της συμμετοχής προσφέροντος στο πλαίσιο προσφυγής κατά των μεταγενέστερων πράξεων – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»(...)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΕ/C‑274 ΚΑΙ C‑275/2021
«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Μη εφαρμογή σε διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων και προσφυγής του άρθρου 2 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ ελλείψει στοιχείου αλλοδαπότητας – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 33 – Εξομοίωση συμφωνίας‑πλαισίου με σύμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665 – Έλλειψη δυνατότητας ανάθεσης νέας δημόσιας σύμβασης όταν η καθοριζόμενη στη συμφωνία‑πλαίσιο μέγιστη ποσότητα ή/και αξία των οικείων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών έχει καλυφθεί – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την καταβολή τελών πρόσβασης στη διοικητική δικαιοσύνη στις υποθέσεις δημοσίων συμβάσεων – Υποχρέωση προσδιορισμού και καταβολής τελών πρόσβασης στη δικαιοσύνη πριν αποφανθεί το δικαστήριο επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ή της προσφυγής – Αδιαφανής διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας – Πρακτική αποτελεσματικότητα – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – Οδηγία 89/665 – Άρθρα 1, 2 και 2α – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την απόρριψη προσφυγής σε περίπτωση μη καταβολής των τελών πρόσβασης στη δικαιοσύνη – Προσδιορισμός της εκτιμώμενης αξίας δημόσιας σύμβασης»
Υπόθεση C-76/2016
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2017 [αίτηση του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Σλοβακία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — INGSTEEL spol. sro, Metrostav as κατά Úrad pre verejné obstarávanie (Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρο 47, παράγραφοι 1, 4 και 5 — Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια του διαγωνιζομένου — Οδηγίες 89/665/ΕΟΚ και 2007/66/ΕΚ — Ένδικη προσφυγή κατά αποφάσεως αποκλεισμού διαγωνιζομένου από διαγωνισμό — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 47 — Δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή)
ΔΕΚ/C-50/2000
Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας - Καθιέρωση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών Ευρωπαϊκές Κοινότητες - Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων - πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα - Ανάγκη τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ακολουθήσουν τη νομική οδό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ή της προδικαστικής παραπομπής περί εκτιμήσεως του κύρους - Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα - Άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή σε περίπτωση που οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δημιουργούν ανυπέρβλητο εμπόδιο - Δεν επιτρέπεται
ΔΕΚ/C-314/2001
«Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Διαδικασίες εκδικάσεως προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Συνέπειες αποφάσεως του αρμόδιου να επιλαμβάνεται των διαδικασιών προσφυγής οργάνου περί ακυρώσεως της αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής να μην προβεί σε ανάκληση της προκηρύξεως διαγωνισμού – Περιορισμός προσφυγής σε υπεργολαβίες»
ΕΑΔΗΣΥ/503/2022
Με την υπό εξέταση Προδικαστική Προσφυγή, ο προσφεύγων αιτείται να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. … απόφαση … περί προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης σύμφωνα με την παρ. 2γ του άρθρου 32 και του άρθρου 32Α του ν. 4412/2016, λόγω μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων.
ΣΤΕ/920/2011
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.
ΔΕΚ/C-570/2008
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν διαδικασία προσφυγής – Δικαίωμα κινήσεως της διαδικασίας προσφυγής (Οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 8) Το άρθρο 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 92/50, πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν και στις αναθέτουσες αρχές δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεων των κατά βάση αρμοδίων, μη δικαστικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στα κράτη μέλη να παρέχουν τέτοια δυνατότητα, στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, και στις αναθέτουσες αρχές. Καταρχάς, με την τέταρτη και την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, αναγνωρίζεται ρητώς η νομιμοποίηση των «κοινοτικών επιχειρήσεων» να ασκούν προσφυγές στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Δεύτερον, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, κατά το οποίο η διαδικασία προσφυγής μπορεί να κινηθεί «τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση», καθορίζει σε ποια πρόσωπα πρέπει υποχρεωτικά να παρέχεται, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής. Τρίτον, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε υπόψη του το ενδεχόμενο η επανόρθωση ορισμένων παρατυπιών να μην είναι δυνατή σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν ασκήσουν προσφυγή κατά παράνομων ή εσφαλμένων αποφάσεων, δεδομένου ότι τέτοιες αποφάσεις ενδέχεται να εκδοθούν και από υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή, η οποία δεν είναι δικαστική. Πάντως, προς αντιμετώπιση του ενδεχομένου αυτού, το άρθρο 3 της οδηγίας 89/665 παρέχει στην Επιτροπή εξουσία παρεμβάσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη δύνανται να συμπεριλάβουν τις αναθέτουσες αρχές στον κύκλο των προσώπων που έχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών ακυρώνονται από κατά βάση αρμόδιες αρχές, οι οποίες δεν είναι δικαστικές. (βλ. σκέψεις 24-26, 36, 38 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-450/2006
Περίληψη της αποφάσεως.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Συγκερασμός με την αρχή της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων – Αρμόδια για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 93/36, άρθρο 15 § 2) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αρμόδια για τις προσφυγές του εν λόγω άρθρου αρχή οφείλει να εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και το δικαίωμα για σεβασμό των επιχειρηματικών απορρήτων όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους τους οποίους της διαβιβάζουν οι διάδικοι και, ιδίως, η αναθέτουσα αρχή, χωρίς η ίδια να εμποδίζεται να λαμβάνει γνώση αυτών των πληροφοριών και να τις συνεκτιμά. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται κατά αποφάσεως ληφθείσας από αναθέτουσα αρχή σχετικά με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν σημαίνει ότι οι διάδικοι έχουν απόλυτο και απεριόριστο δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο των σχετικών με την εν λόγω διαδικασία συνάψεως στοιχείων που κατατέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας για την προσφυγή αρχής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα άλλων επιχειρηματιών για προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων τους. Εναπόκειται στην εν λόγω αρχή να αποφασίσει κατά πόσον και με ποιο τρόπο πρέπει να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας και το απόρρητο των στοιχείων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και, σε περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να μη θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. (βλ. σκέψεις 51, 55 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-129/2004
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής σε θέματα συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 — Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν διαδικασία ασκήσεως προσφυγής — Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής — Εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα στα μέλη υποβαλούσας προσφορά κοινοπραξίας χωρίς νομική προσωπικότητα να ασκήσoυν ατομικώς προσφυγή — Επιτρέπεται (Οδηγία του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1) Το άρθρο 1 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική νομοθεσία κατά την οποία μόνον το σύνολο των μελών κοινοπραξίας χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία μετέσχε ως τέτοια σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως και δεν της ανατέθηκε το αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως περί συνάψεως της συμβάσεως και όχι μόνον ένα από τα μέλη της ατομικώς. Το ίδιο ισχύει αν όλα τα μέλη τέτοιας κοινοπραξίας ασκήσουν μεν από κοινού προσφυγή αλλά η προσφυγή ενός από τα μέλη της είναι απαράδεκτη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πράγματι, η εθνική νομοθεσία απαιτεί απλώς από τους προσφεύγοντες να πληρούν τις σχετικές με την ενεργητική νομιμοποίηση προϋποθέσεις αναλόγως της νομικής μορφής που έχουν επιλέξει τα ίδια τα μέλη. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις είναι γενικής ισχύος και δεν περιορίζουν κατά τρόπο αντίθετο προς την οδηγία 89/665 την αποτελεσματικότητα των προσφυγών και τη δυνατότητα των υποβαλόντων προσφορά να ασκήσουν προσφυγές. (βλ. σκέψεις 28-29 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-81/1998
1) Οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1, στοιχεία αα και ββ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, όσον αφορά την απόφαση της αναθέτουσας αρχής που προηγείται της συνάψεως της συμβάσεως, με την οποία η αρχή αυτή επιλέγει τον προσφέροντα που συμμετέσχε στη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως με τον οποίο θα συνάψει τη σύμβαση, να προβλέψουν σε όλες τις περιπτώσεις διαδικασία προσφυγής παρέχουσα στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προκαλέσει την ακύρωση της αποφάσεως, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως της δυνατότητας να λάβει αποζημίωση μετά τη σύναψη της συμβάσεως. 2) Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αα και ββ, της οδηγίας 89/665 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, παρά την έλλειψη αποφάσεως περί αναθέσεως η οποία θα μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, οι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής αρχές των κρατών μελών στον τομέα των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων του Δημοσίου μπορούν να επιληφθούν προσφυγών υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή.