ΣΤΕ/4109/1999
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη υπ' αριθμ. 2065240/6951/0022/19-10-1990 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, η Διοίκηση βεβαιώνει μεν ότι η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες με την υπ' αριθμ. 2069864/6391/0022/6-11-1990 εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών, δεν βεβαιώνει όμως ότι έγινε και τοιχοκόλληση της αποφάσεως αυτής και δη στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. το υπ' αριθμ. 2079441/11649/0022/27-11-1996 έγγραφο του προέδρου της Επιτροπής Παρακολούθησης του Λογαριασμού "..." προς το Συμβούλιο της Επικρατείας). Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η κανονιστική αυτή υπουργική απόφαση δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση και επομένως δεν μπορούσε να αποτελέσει τη νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των εκκαλουσών να τύχουν αποζημιώσεως εκ του λογαριασμού "...".10.Επειδή, μετά την επίλυση κατά τ' ανωτέρω του παραπεμφθέντος ζητήματος που προαναφέρθηκε και δεδομένου ότι η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη κατά τα λοιπά, πρέπει, διακρατουμένης της υποθέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, εφόσον ορθώς, έστω και με άλλη αιτιολογία, κρίθηκε από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το πιο πάνω αίτημα των ήδη εκκαλουσών.11. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι εκκαλούσες πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/3322/2005
Δημοσίευση κανονιστικής απόφασης:...Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, ο αναιρεσείων, μόνιμος ιατρός του Ε.Σ.Υ. που υπηρετεί στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, άσκησε την από 30.12.1996 αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει ποσό 2.653.800 δραχμών ως διαφορά μεταξύ της υπερωριακής αποζημιώσεως που του καταβλήθηκε για τις εφημερίες που πραγματοποίησε κατά το από 1.1.1994 έως 30.6.1995 χρονικό διάστημα και η οποία υπολογίσθηκε με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/100 του μηνιαίου βασικού μισθού του και εκείνης που προκύπτει με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/65 αυτού που ορίσθηκε για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους με την 2039921/3479/0022/14.6.1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., με την οποία επιδικάσθηκε στον αναιρεσείοντα, ύστερα από ορθό υπολογισμό, ποσό 2.651.610 δραχμών για την ανωτέρω αιτία. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε έφεση το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ειδικότερα ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ούτε τηρήθηκε γι’ αυτήν η τυπική διαδικασία του ειδικού τρόπου δημοσιότητας του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 301/1976, δεδομένου ότι κοινοποιήθηκε μεν στο σύνολο των ενδιαφερομένων υπηρεσιών, χωρίς όμως να γίνει και τοιχοκόλλησή της σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών αυτών. Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγο που αφορά στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ότι η 2039921/3479/ 0022/14.6.1991 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος του αναιρεσείοντος, και με την αιτιολογία αυτή έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .... και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος. Η κρίση αυτή είναι ορθή και νόμιμη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (ΣτΕ 307/2003 7μ., 1485/2003), και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο η ως άνω κανονιστική απόφαση έχει τεθεί σε ισχύ de facto και εφαρμόζεται, παράγοντας όλες τις έννομες συνέπειές της, ανεξάρτητα από τη θεωρητική ταξινόμησή της στις ανυπόστατες πράξεις. Εξάλλου, εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη βεβαιώνει ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε νομίμως, η κρίση αυτή δεν χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία, ενόψει μάλιστα του ότι ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κάποιον ειδικότερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος δεν απαντήθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει δε να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως.Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση στο σύνολό της. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη.
ΣΤΕ/4108/1999
Διοικητική κανονιστική πράξη:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμ. 2008204/763/0022/7-2-1994 και 2025343/4017/0022/ /26-4-1996 έγγραφα του Υπουργείου Οικονομικών (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Δ/νση 22η), η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση κοινοποιήθηκε μεν στο σύνολο των ενδιαφερομένων υπηρεσιών (Υπουργεία, Υπηρεσίες Ελεγκτικού Συνεδρίου κ.λπ.), δεν βεβαιώνεται όμως ότι έγινε και τοιχοκόλλησή της σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών αυτών. Με τα δεδομένα όμως αυτά και ενόψει της δοθείσης κατά τ' ανωτέρω λύσεως στο παραπεμφθέν ζήτημα του τρόπου κατά τον οποίο αποκτούν νόμιμη υπόσταση οι περί καθιερώσεως υπερωριακής επ' αμοιβή εργασίας διοικητικές πράξεις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και είναι ως εκ τούτου ακυρωτέα, εφόσον, παρά το ανυπόστατο αυτής, η κοινοποίησή της στους αποδέκτες της προς συμμόρφωση των ενδιαφερομένων επέχει θέση εφαρμογής της.Επειδή, συνεπώς πρέπει, διακρατουμένης της υποθέσεως, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τον πιο πάνω λόγο, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, παρελκούσης της έρευνας των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.
ΣΤΕ/33/2009
Δημοσίευση κανονιστικής πράξης:..Επειδή, όσον αφορά τη νομιμότητα της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, η αόριστη αναφορά στο δελτίο «...» σε συνοδική απόφαση με βάση την οποία «ανακαλείται» ο Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής, χωρίς να αναφέρεται η χρονολογία της, δεν συνιστά νομότυπο τρόπο δημοσίευσής της και, επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, ενώ εξάλλου λόγω της πλημμελούς αυτής δημοσίευσης δεν κινήθηκε η προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής, η οποία επί κανονιστικών πράξεων αρχίζει από τη δημοσίευσή τους (βλ. Σ.τ.Ε. 4/2000). Συνεπώς, η προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση είναι ανυπόστατη και, κατ’ αρχήν, προσβάλλεται απαραδέκτως. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο Μητροπολίτης ... εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 183Β/30.5.2004 απόφασή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, διόρισε προσωρινή διοίκηση της Ιεράς Μονής «μέχρι δημοσιεύσεως του Κανονισμού Λειτουργίας της Ιεράς Μονής» (παρ. 2 της αποφάσεως). Η ανωτέρω απόφαση του Μητροπολίτη ... ο οποίος την εξέδωσε θεωρώντας ότι δεν υφίσταται Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής λόγω της «ανακλήσεως» του κατά τ’ ανωτέρω δημοσιευθέντος Εσωτερικού Κανονισμού, συνιστά εφαρμογή της προσβαλλόμενης ανυπόστατης κανονιστικής απόφασης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Επιπλέον, η κατάργηση του Εσωτερικού Κανονισμού της αιτούσας Ιεράς Μονής με τον τύπο της «διόρθωσης ημαρτημένων» δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι τούτο έγινε με αυθαίρετη ενέργεια της Διεύθυνσης του δελτίου «...», χωρίς να συντρέχει περίπτωση διόρθωσης σφάλματος που ενεφιλοχώρησε κατά τη δημοσίευση του εν λόγω Κανονισμού. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται ακυρωτέα και για το λόγο αυτό.
ΣΤΕ/517/2013
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως βεβαιώνεται στο από 24-12-2003 αποδεικτικό του κλητήρα του Δήμου ..., το οποίο συνυπογράφουν δύο μάρτυρες, ο κλητήρας αυτός δημοσίευσε με τοιχοκόλληση κατά την πιο πάνω ημερομηνία στον πίνακα ανακοινώσεων του Δήμου τα θέματα του 20957/18-12-2003 πίνακα θεμάτων-αποφάσεων της 17ης συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου της 22-12-2003 και τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατ’ αυτήν. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η προσβαλλόμενη απόφαση απέκτησε νόμιμη υπόσταση με την πιο πάνω δημοσίευσή της στις 24-12-2003, από την επομένη δε της δημοσίευσης αυτής, δηλαδή από 25-12-2003 άρχισε η προβλεπόμενη στο άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 19-5-2004, δηλαδή μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, ασκήθηκε εκπροθέσμως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. ΣΕ 3273/2004 7μ., 3514/2006, 375/2007, 1869/2008 κ.α.).
ΣΤΕ ΕΑ/463/2012
Δημοσίευση πράξης κανονιστικού χαρακτήρα:..Επειδή, όπως προκύπτει και από το ανωτέρω έγγραφο της Λιμενάρχη ..., η προσβαλλόμενη πράξη, κανονιστικού χαρακτήρα, δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 3469/2006, και, ως εκ τούτου, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, είναι δε νομικά αδιάφορο, από την άποψη αυτή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην έβδομη σκέψη, το γεγονός ότι, όπως βεβαιώνει και η Διοίκηση στο ανωτέρω έγγραφό της, η προσβαλλόμενη πράξη αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στα πλαίσια του προγράμματος «Διαύγεια», δυνάμει της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 4 περ. 4 του ν. 3861/2010. Συνεπώς, ως ανυπόστατη, η προσβαλλόμενη πράξη είναι, εφόσον προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, ακυρωτέα, και, ως εκ τούτου, η αίτηση ακυρώσεως που άσκησαν οι αιτούντες κατά της πράξης αυτής είναι προδήλως βάσιμη. Για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται και ανεξαρτήτως του εάν η βλάβη που επικαλούνται είναι ή όχι δυσχερώς επανορθώσιμη, θα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που αφορά στα πλοία των αιτούντων .. και ... (βλ. σχετ. Ε.Α. 672/2002, 214/2005, 6/2006, πρβλ. Ε.Α. 394/2006).
ΣΤΕ/87/2011
Δημοσίευση κανονιστικής πράξης-ανυπόστατο:..Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως).Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως)...10. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει το παρατεθέν σε προηγούμενη σκέψη κανονιστικό περιεχόμενο, όπως βεβαιώνεται στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. 3017/17-2-2009 έγγραφο της Περιφέρειας ..., καθώς και στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. Γ25258/17-2-2009 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ, εξάλλου, δεν προβλέπεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημοσίευσή της με άλλο νόμιμο τρόπο. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό ακυρώσεως που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, πρέπει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη πράξη να ακυρωθεί.
ΣΤΕ/2817/2006
Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, από τα άρθρα 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει η βασική αρχή, που ερείδεται και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, ότι για την τελείωση των τυπικών νόμων και των προεδρικών διαταγμάτων, αλλά και των λοιπών κανονιστικού χαρακτήρα διοικητικών πράξεων, απαιτείται, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους, η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με τη δημοσίευση η κανονιστική ρύθμιση καθίσταται προσιτή στους πολίτες, δημιουργείται τεκμήριο γνώσης της και καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητας των κανονιστικών διοικητικών πράξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα λοιπά δικαστήρια. Ειδικά, όμως, για τις λοιπές, πέραν των προεδρικών διαταγμάτων, κανονιστικού περιεχομένου διοικητικές πράξεις, ο νομοθέτης μπορεί να καθορίσει γενικό ή ειδικούς, κατά περίπτωση, τρόπους δημοσιεύσεως με άλλο πρόσφορο μέσο, που προσιδιάζει στο αντικείμενο και το χαρακτήρα της επιχειρούμενης ρυθμίσεως (ΣτΕ 4108, 4109/1999 Ολ., 3322/2005)Επειδή, όπως συνάγεται από το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση περιεχόμενό της (καθορισμός αποδοχών Γενικού Διευθυντή της …), η 20286/Ζ2/2361/21-9-1989 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 20 ν. 1730/1987, έχει κανονιστικό χαρακτήρα και για να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις. Τέτοια δημοσίευση όμως δεν έγινε, όπως προκύπτει από το 3461/22-9-2006 έγγραφο του αναιρεσείοντος Ταμείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας σε συνδυασμό με το Γ162534/20-9-2006 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το εν λόγω Ταμείο, τα οποία περιήλθαν στο Δικαστήριο μετά την 1423/2006 αναβλητική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εφάρμοσε την πιο πάνω ανυπόστατη υπουργική απόφαση. Για το λόγο αυτό, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣτΕ ΕΑ 491/2006
ΣΤΕ –αίτηση ασφαλιστικών μέτρων – δημόσια έργα –διακήρυξη –διαγωνισμός –ανάθεση –προσφυγή –προσφορές – ένσταση –κοινοτικό δίκαιο.
Επειδή, παρά τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς που είχαν προβάλει οι αιτούσες με τις διοικητικές προσφυγές τους, δεν διευκρινίζονται επαρκώς τα οικονομοτεχνικά δεδομένα, βάσει των οποίων η Διοίκηση προέβη στον υπολογισμό του κόστους των επιμάχων εργασιών, εν σχέσει προς τις ανάγκες του καθ’ου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου, προκαλείται ασάφεια των προπαρατεθέντων όρων της διακηρύξεως, δεδομένου ότι δεν προκύπτουν σαφώς οι απαιτήσεις της υπηρεσίας, βάσει των οποίων υπολογίσθηκε το κόστος του αντικειμένου του διαγωνισμού....Επειδή, στο άρθρο 7 της διακηρύξεως.. ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η χρηματοπιστωτική και οικονομική γενικότερα κατάσταση του προσφέροντος, λαμβάνεται υπ’όψιν η οικονομική επιφάνεια της επιχειρήσεως..Επειδή, τέλος, οι αιτιάσεις σχετικά με το άρθρο 21 της διακηρύξεως, το οποίο καθορίζει τα δικαιολογητικά που θα πρέπει να προσκομίζει ο ανάδοχος για την πληρωμή του κατά την εκτέλεση της συμβάσεως, απαραδέκτως προβάλλονται, γιατί αμφισβητούν τη νομιμότητα όρου της διακηρύξεως που δεν συνδέεται με την διαδικασία διεξαγωγής του διαγωνισμού και αναθέσεως της εκτελέσεως των επιμάχων εργασιών, αλλά αφορούν το μεταγενέστερο στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως..Διατάσσεται η αναστολή της προόδου της διαδικασίας του διαγωνισμού.
ΣΤΕ/3195/2000
Δημοσίευση κανονιστικής απόφασης:..Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, τα επίδικα τέλη καθαριότητος και φωτισμού εις βάρος της αναιρεσειούσης, για το έτος 1987, ποσού 1.784.000 δρχ., επεβλήθησαν κατ' εφαρμογή της υπ' αριθμ. 26/1985 κανονιστικής αποφάσεως του κοινοτικού συμβουλίου της Κοινότητας ... (νυν Δήμου ...). Όπως προκύπτει, εξ άλλου, από τον πίνακα των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της κρισίμου συνεδριάσεως του κοινοτικού συμβουλίου, κατά την οποίαν ελήφθη η ήδη αναφερθείσα υπ' αριθμ. 26/1985 κανονιστική απόφαση, αυτή αναρτήθηκε εν περιλήψει στο κοινοτικό κατάστημα, τούτο δε επιβεβαιώνεται και από το υπ' αριθμ. 449/28.4.1998 έγγραφο της αναιρεσιβλήτου προς το Συμβούλιον της Επικρατείας. Υπό τα δεδομένα όμως αυτά, η κρίσιμος κανονιστική απόφασις δεν έλαβε νόμιμον υπόστασιν και για τον λόγον αυτόν-ο οποίος, ως αναγόμενος στο συνταγματικό κύρος του εφαρμοσθέντος από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κανόνος δικαίου, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και το πρώτον κατ' αναίρεση, όπως ήδη ελέχθη-η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατέστη αναιρετέα, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η δε υπόθεση μη χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικόν, κρατείται προς εκδίκαση από το Δικαστήριο, το οποίο δικάζον την έφεση της ήδη αναιρεσειούσης, δέχεται αυτήν εξαφανίζον την υπ' αριθμ. 337/1989 απόφαση του Διοικητ. Πρωτοδικείου .... Ακολούθως, το Δικαστήριο δικάζον την προσφυγή της αναιρεσειούσης κατά της πράξεως εγγραφής της στον βεβαιωτικό κατάλογο τελών καθαριότητος και φωτισμού έτους 1987, δέχεται αυτήν, εξαφανίζον την ως άνω εγγραφήν.
ΣΤΕ ΕΑ 466/2002
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-δικαιολογητικά διαγωνισμού: Επειδή, η διακήρυξη στην παράγρ. 3 του άρθρου Β3 ορίζει ότι «Η Επιτροπή, μέσα στα πλαίσια της εκπλήρωσης του έργου της, μπορεί να καλέσει τους διαγωνιζόμενους να συμπληρώσουν ή να διευκρινίσουν έγγραφα ή πιστοποιητικά που υπέβαλαν με την αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, όχι όμως να προσκομίσουν και τυχόν ελλείποντα». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην Επιτροπή προεπιλογής παρέχεται ευχέρεια να καλέσει τις μετέχουσες στον διαγωνισμό κοινοπραξίες με σκοπό μόνο την συμπλήρωση ή διευκρίνιση νομίμως προσκομισθέντων με την αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος εγγράφων ή πιστοποιητικών και όχι την υποβολή, το πρώτον, δικαιολογητικών που απαιτούνται για την απόδειξη κριτηρίων. ... Συνεπώς, η προβαλλόμενη αιτίαση ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες διότι, κατά παράβαση της αρχής προστασίας της διαφάνειας και αξιοπιστίας του διαγωνισμού, η Επιτροπή προεπιλογής δεν ζήτησε από την αιτούσα, δυνάμει του άρθρου Β3 παραγρ. 3 της διακήρυξης, «διευκρινήσεις» επί των στοιχείων που υπέβαλε, είναι απορριπτέα, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παροχή διευκρινήσεων αναφορικά με προσκομισθέντα στοιχεία, αλλά για την υποβολή το πρώτον στοιχείων, με τα οποία η αιτούσα όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα προκειμένου να εκτιμηθεί η συνδρομή των κριτηρίων της χρηματοδοτικής και οικονομικής της ικανότητας να αποδείξει, ότι πράγματι θα τεθούν στη διάθεσή της τα αναγκαία για την εκτέλεση του έργου χρηματοοικονομικά μέσα των εταιρειών που αυτή επικαλείται.Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά, το γεγονός ότι δεν πληρούται και ένα μόνο κριτήριο από την πλευρά μιας από τις κοινοπρακτούσες εταιρείες, αρκεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της κοινοπραξίας από τη δεύτερη φάση του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, παρέλκει, ως αλυσιτελής η εξέταση της αιτίασης, κατά την οποία εσφαλμένα κρίθηκε ότι και το μέλος της αιτούσης κοινοπραξίας …. δεν πληροί το κριτήριο του μέσου ετήσιου κύκλου εργασιών.