Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/920/2010

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 609/1985, 1418/1984

Ακύρωση απόφασης με την οποία ανακλήθηκε κατακυρωτική απόφαση επειδή η προσφερόμενη έκπτωση κρίθηκε ως μη ικανοποιητική..ζητείται η ακύρωση της …. αποφάσεως της Ανωτάτης Στρατιωτικής ...(....), με την οποία ανακαλείται προηγούμενη απόφασή της (….) αυτής υπηρεσίας περί κατακυρώσεως του αποτελέσματος διαγωνισμού στην αιτούσα και εντέλλεται η … να επαναδημοπρατήσει το έργο.(..)Επειδή, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρ. 2 παρ. 2β του ν. 3263/04, που ορίζει ότι το αποτέλεσμα της δημοπρασίας μπορεί να ακυρωθεί όταν η οικονομική προσφορά του τελικού μειοδότη κρίνεται μη ικανοποιητική για τον κύριο του έργου. Ούτε, όμως, από την ίδια την προσβαλλομένη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας εξετέθη σε προηγούμενη σκέψη, ούτε από την προηγηθείσα αυτής γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Έργων (πρακτικό του … της 31.1.06), ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτουν συγκεκριμένα και πρόσφορα στοιχεία (όπως π.χ. τα αποτελέσματα άλλων, συγκρίσιμων με τον επίμαχο, διαγωνισμών, κατά τους οποίους, υπό παρόμοιες συνθήκες και υπό την ισχύ του ν. 3263/04 επετεύχθησαν υψηλότερες εκπτώσεις), στα οποία θα έπρεπε κατά νόμον να βασίζεται η κρίση του αρμοδίου οργάνου περί του ότι η προσφορά της αιτούσης εταιρείας, .., δεν είναι ικανοποιητική και συμφέρουσα για τον κύριο του έργο

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/651/2010

Επιλογή αναδόχου για ανέγερση κολυμβητηρίου..:η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση προβάλλει ότι οι υπόλοιποι διαγωνιζόμενοι, πλην της εταιρείας «….», προσέφεραν έκπτωση 1,1%, δηλαδή σχεδόν μηδενική, ότι σε διαγωνισμούς για την κατασκευή αντιστοίχων έργων σε γειτονικούς δήμους οι προσφερθείσες εκπτώσεις ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες του εν λόγω ποσοστού και κυμαίνονταν από 10 – 15%, ότι με τις εκπτώσεις αυτές συμβάδιζε η προσφερθείσα από την ανωτέρω εταιρεία έκπτωση 11% και ότι για τον λόγο αυτόν κρίθηκε από την Διοίκηση ασύμφορη και μη ικανοποιητική η προσφορά του δεύτερου μειοδότη (δηλαδή της αιτούσης) και αποφασίσθηκε η ακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού και η επανάληψή του, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 3263/2004. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Και τούτο διότι με αυτόν επιδιώκεται η μεταβολή της νομικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δοθέντος ότι η απόφαση αυτή – με την οποία, άλλωστε, δεν επαναπροκηρύχθηκε ο διαγωνισμός, όπως ανακριβώς αναφέρεται στο ανωτέρω υπόμνημα – εκδόθηκε, όπως έχει ήδη εκτεθεί, κατά ρητή επίκληση της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3263/2004, η οποία προβλέπει την ανάκληση της διακηρύξεως διαγωνισμού, και όχι της διατάξεως της παρ. 2 περ. β΄ του ίδιου άρθρου 2, η οποία επιτρέπει την ακύρωση της διαδικασίας ή του αποτελέσματος της δημοπρασίας ή την ανάκληση της αποφάσεως περί κατακυρώσεως και την επανάληψη του διαγωνισμού σε περίπτωση που η οικονομική προσφορά του τελικού μειοδότη κρίνεται μη ικανοποιητική για τον κύριο του έργου.(..)Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. … απόφαση της 6ης Νομαρχιακής Επιτροπής της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως ... πρέπει να ακυρωθεί για τον ανωτέρω λόγο, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση.


ΣΤΕ 2551/2013

Δημόσια έργα. Διακήρυξη . Διαγωνισμός. Ανάθεση . Παράνομη παράλειψη ανάθεσης του δημοσίου έργου .Αίτηση αναιρέσεως..Επειδή, η διακήρυξη του διαγωνισμού αποτελεί το κανονιστικό πλαίσιο που δεσμεύει τόσο την Αρχή που διενεργεί το διαγωνισμό όσο και τους διαγωνιζομένους ....η εργοληπτική επιχείρηση που συμμετέχει ανεπιφυλάκτως σ’ ένα διαγωνισμό αποδέχεται πλήρως τη νομιμότητα της διακηρύξεως, με βάση την οποία διενεργείται η δημοπρασία για την ανάθεση της κατασκευής του έργου και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η εκ μέρους της παρεμπίπτουσα, εκ των υστέρων αμφισβήτηση του κύρους των όρων της διακηρύξεως, με την ευκαιρία της προσβολής, ανάλογα με την έκβαση του διαγωνισμού για την εργοληπτική επιχείρηση, πράξεων που ανάγονται στη διεξαγωγή και τα αποτελέσματά του ..Ειδικώτερα, ως εκ της γενικότητος της διατυπώσεως του όρου 12 της διακηρύξεως του επιδίκου διαγωνισμού, όπως αυτός περιγράφεται από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.., ο όρος αυτός της διακηρύξεως,οι ειδικές ρήτρες της οποίας υπερισχύουν των γενικών διατάξεων, έχει την έννοια ότι επί ακυρώσεως ή μη εγκρίσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού δεν γεννάται αξίωση αποζημιώσεως των συμμετασχόντων σε αυτόν, τούτο δε ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο χωρεί η ακύρωση ή η μη έγκριση του αποτελέσματος του διαγωνισμού. ... ο όρος αυτός της διακηρύξεως δεν είχε αμφισβητηθή επικαίρως από την αναιρεσείουσα, η οποία συμμετέσχε στον διαγωνισμό ανεπιφυλάκτως. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν εγεννήθη εν προκειμένω αξίωση της αναιρεσειούσης προς αποζημίωση λόγω της μη εγκρίσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού αυτού. Είναι, συνεπώς, απορριπτέα όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινομένη αίτηση,


ΣΤΕ/351/2014

Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα  του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.


ΕΣ/ΤΜ.7/312/2010

Καταβολή της αμοιβής της για την πραγματοποίηση ασφαλτοστρώσεων:.. Με τα δεδομένα αυτά όσον αφορά την έκδοση τιμολογίου για την προμήθεια της ασφάλτου, βασίμως προβάλλεται από τον Επίτροπο ότι η έλλειψη αυτή καθιστά πλημμελή τη δαπάνη για την πληρωμή της αναδόχου, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη ΙΙα της παρούσας,για την πληρωμή του αναδόχου έργου που εκτελείται για λογαριασμό των Ο.Τ.Α. απαιτείται να προσκομίζονται τα πρωτότυπα δικαιολογητικά δαπανών(τιμολόγια αγοράς πρώτης ύλης). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ακόμα και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της αναδόχου ότι το προϊόν που παρείχε στο Δήμο (ασφαλτόδεμα) κατασκευάστηκε από άλλη εταιρεία και όχι από την ίδια, ήταν απαραίτητο να προσκομιστούν τα τιμολόγια ή και δελτία αποστολής που εκδόθηκαν μεταξύ των δύο εταιρειών, προκειμένου να αποδειχθεί η αξία του προϊόντος, η δαπάνη του οποίου καταβάλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα. Περαιτέρω και ο  δεύτερος λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου  είναι βάσιμος, διότι, αν και δεν πρόκειται  για την προμήθεια της ασφάλτου  που πραγματοποιήθηκε  απολογιστικά, αλλά για την δαπάνη της ασφάλτου, που χαρακτηρίζεται ως απολογιστική  εργασία, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου της τιμολόγησής της, απαιτείται σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα παρατίθενται στη σκέψη ΙΙβ της παρούσας, η έκδοση ειδικής έγγραφης άδειας από τη διευθύνουσα το έργο υπηρεσία, καθώς η αξία της κυμαίνεται και η τελική  τιμή της είναι αυτή που προσδιορίζεται από το εκάστοτε ημερήσιο δελτίο ενδεικτικών τιμών αγοράς ασφάλτου από τα ..., που εκδίδει η Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, κατά την ημέρα ενσωμάτωσης της ασφάλτου στο έργο. Η εγκύκλιος (21/2008), της οποίας γίνεται επίκληση για την υποστήριξη της νομιμότητας της δαπάνης, αναφέρεται στον νέο  τρόπο υπολογισμού της αξίας της ασφάλτου, λόγω της ιδιάζουσας τιμολόγησης των εργασιών ασφαλτόστωσης, ωστόσο δεν μεταβλήθηκε με τον τρόπο αυτό η διαδικασία που απαιτείται για την πραγματοποίηση της προμήθειας, η οποία περιλαμβάνει εκτός από την έκδοση ειδικής έγγραφης εντολής από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και την προσκόμιση  των νόμιμων αποδεικτικών πληρωμής της (τιμολόγια και δελτία αποστολής) ως δικαιολογητικά της δαπάνης αυτής. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου που περιέχει δαπάνη ασφάλτου και  εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση όσον αφορά τα δικαιολογητικά και τον τρόπο πληρωμής της, απαιτείται να προσκομίζονται ως δικαιολογητικά  τα νόμιμα  αποδεικτικά προμήθειας της ασφάλτου. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Κατόπιν των ανωτέρω, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΣΤΕ 3797/1996

Επειδή κατ' άρθ. 4 παρ. 4 Π.Δ. 609/1985 η διακήρυξη (η οποία κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου διέπει την ανάθεση κατασκευής του έργου) περιέχει τα εξής τουλάχιστον στοιχεία ". . . ε. τις εργοληπτικές επιχειρήσεις που γίνονται δεκτές για υποβολή προσφοράς . . . και τα τυχόν πρόσθετα απαιτούμενα προσόντα και προϋποθέσεις . . . ζ. τα τυχόν απαιτούμενα πρόσθετα δικαιολογητικά, όπως δηλώσεις, αναλύσεις, παρατηρήσεις και άλλα". Κατ' άρθρον δε 4 παρ. 4 Π.Δ. 923/1978 (Α 224) "Εκαστον Γραφείον Μελετών δεν δύναται να συμμετέχη εις πλείονας της μιας συμπράξεις κατά την εκδήλωσιν ενδιαφέροντος διά την ανάληψιν της αυτής μελέτης"...Δεδομένης λοιπόν της αλληλεξαρτήσεως των επί μέρους κατηγοριών μελετών από  τεχνικής και οικονομικής απόψεως είναι προφανές ότι η εις το αυτό μελετητικό γραφείο ανάθεση και μόνο μιας κατηγορίας μελέτης (στατικής ως εν προκειμένω) επηρεάζει το απόρρητο και της τεχνικής προσφοράς και της οικονομικής και ως εκ τούτου εμπίπτει εις την απαγόρευση του μνησθέντος όρου, η του οποίου και εν τούτω παράβαση συνεπάγεται του μνησθέντος αποκλεισμόν της διαγωνιζομένης εταιρείας. Συνεπώς είναι απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.


ΣΤΕ/743/2000

Εκτέλεση εργασιών κατασκευής αυτοκινητόδρομου...Επειδή η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 7 και 20 του Π. Δ/τος 609/1985 δυνατότητα συμπληρώσεως των επουσιωδών τυπικών προϋποθέσεων που ελλείπουν διά των ασκουμένων αντιρρήσεων, με την υποβολή των απαιτουμένων συμπληρωματικών στοιχείων, δεν αναφέρεται και σε στοιχεία υποχρεωτικώς υποβλητέα, η έλλειψη των οποίων ορίζεται ως λόγος αποκλεισμού από τον διαγωνισμό, όπως συμβαίνει με το υποχρεωτικώς υποβλητέο τεύχος παρατηρήσεων, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 4.2.3 και 4.2.4 της διακηρύξεως, διότι η υποβολή αυτού του αξιουμένου στοιχείου δεν συνιστά επουσιώδη τυπική προϋπόθεση (βλ. ΣΕ 3407/92, καθώς και ΣΕ 3364/97, 1874/93). Εξ άλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 28 του Π. Δ/τος 23/1993 είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνηση νομίμως κατ' αρχήν υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (ΣΕ 2854/97). Οι δε επί αντιθέτου εκδοχής ερειδόμενοι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.


ΣτΕ/4940/1995

ΕΡΓΑ.Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες εταιρείες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθ. 640/Κ.Ε.710/16-4-1992 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως...Μετά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, στον οποίο συμμετέσχε και η πρώτη των αιτουσών Κοινοπραξία της οποίας μέλος αποτελεί η δευτέρα των αιτουσών εταιρεία, εκδόθηκε η απόφαση 640/Κ.Ε.710/ /16-4-1992 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων. Δι' αυτής, 1) εγκρίθηκε το από 10-4-1992 πρακτικό της Επιτροπής Εισηγήσεως για την ανάθεση και απερρίφθη το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, ειδικώτερα δε απορρίφθηκαν α) η προσφορά της Κοινοπραξίας …. που πρόσφερε μεν τη μικρότερη οικονομική προσφορά, όμως η προσφορά αυτή κρίθηκε ότι έχει απόκλιση σε μια τιμή από το όριο ομαλότητας, κατά το άρθρο 8 του Π.Δ. 609/85. β) Ολες οι άλλες προσφορές, λόγω ασυμφόρου για το Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2β του Π.Δ. 609/85. 2) Εγκρίθηκε η απ' ευθείας ανάθεση κατασκευής του έργου στην Κοινοπραξία …., που πρόσφερε τη μικρότερη οικονομική προφορά, βάσει των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφος 2γ του Ν. 1418/1984 και του άρθρου 3 παράγραφος 20ε του Ν. 1797/1988, υπό τους διαλαμβανόμενους ειδικώτερους όρους και προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η ομαλοποίηση της τιμής του κονδυλίου Α.Τ.Φ. 19. Της τελευταίας αυτής αποφάσεως ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση διά της κρινομένης αιτήσεως.(..)Ενόψει αυτού του περιεχομένου της σχετικά με τη συνδρομή λόγων κατεπείγοντος που οφείλονται σε γεγονότα που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν από την αναθέτουσα αρχή και που καθιστούσαν αδύνατη την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται από τις διαδικασίες για ανοικτές και κλειστές δημοπρασίες (πρβλ. Σ.Ε. 1070/93), η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, αφού εκθέτει ότι εξαιτίας της παρατεινόμενης κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής λειψυδρίας, που οφειλόταν στη συνεχιζόμενη ανομβρία, δημιουργείτο εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση για την κάλυψη των οξύτατων αναγκών υδρεύσεως της Πρωτεύουσας, σε περίπτωση "απωλείας και του ελαχίστου χρόνου στην εκτέλεση και ολοκλήρωση του έργου", μετά την πάροδο δεκατεσσάρων μηνών για τη διενέργεια του διαγωνισμού, του οποίου το αποτέλεσμα ματαιώθηκε ως ασύμφορο...Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.


ΣτΕ/3106/2013

Αποζημίωση βλαβών από ανωτέρα βία. (..) ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 70/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, αναδόχου του έργου «Αρδευτικά έργα πεδιάδας ...», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου τούτου(..)Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση αμφισβητείται η νομιμότητα της ανωτέρω κρίσεως του δικάσαντος δικαστηρίου. Και τούτο διότι, κατά την αναιρεσείουσα, είχε προβληθεί από αυτήν ισχυρισμός ότι στον μεν όρο 38.4.1.3 της Ε.Σ.Υ. προβλέπεται ότι ο ανάδοχος εκχωρεί στην αρμόδια Υπηρεσία του Δημοσίου τις απαιτήσεις της από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στη δε παρ. 5 του ιδίου όρου της Ε.Σ.Υ., προβλέπεται ότι το Δημόσιο είναι συνασφαλιζόμενος και, άρα, υποχρεούται να αποζημιώσει τον ανάδοχο κατά το νόμο σε περίπτωση βλάβης από ανωτέρα βία και, στη συνέχεια να στραφεί κατά της ασφαλιστικής εταιρείας είτε ως συνασφαλιζόμενος είτε ως εκδοχέας της σχετικής απαίτησης, ο ισχυρισμός δε αυτός κατελείφθη αναπάντητος. Ο λόγος προβάλλεται βασίμως και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, κατά τούτο, αναιτιολόγητη, δεδομένου ότι το δικάσαν Εφετείο δεν εξέτασε, όπως όφειλε, εν όψει του ως άνω σχετικού ισχυρισμού της προσφυγής, αν κατά τους σχετικούς όρους της σύμβασης μεταξύ της αναδόχου και της ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία υποχρεούτο να καταβάλει την αποζημίωση αναγωγικώς στο Δημόσιο ή ευθέως στην εργολήπτρια εταιρεία.(..)Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 70/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση σύμφωνα με το αιτιολογικό.


ΕΣ/ΚΛ.Ε/148/2006

Ανάδειξη αναδόχου έργου:..Στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι:i) Το έργο, που αφορά τον οίκο ευγηρίας του .. ...του Δήμου ..., διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, τη φάση Α' και τη φάση Β'. Αντικείμενο της Β' φάσης του έργου είναι η ολοκλήρωση της κατασκευής του κτηρίου του οίκου ευγηρίας του .... με όλες τις απαιτούμενες οικοδομικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες, τις εργασίες του περιβάλλοντα χώρου και της εσωτερικής οδοποιίας, τις γενικές εργασίες και τις εργασίες κυκλοφοριακής σύνδεσης με τις οδούς της πόλης με τον απαραίτητο ηλεκτροφωτισμό τους, τις πεζοδρομήσεις, τις σημάνσεις και τη διευθέτηση της απορροής των όμβριων υδάτων. Ο προϋπολογισμός μελέτης των δύο φάσεων του έργου ανέρχεται στο ποσό των 2.050.000,00 και 4.920.000,00 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.) αντίστοιχα, το δε άθροισμα της αξίας των δύο τμημάτων ανέρχεται στο ποσό των 7.070.000,00 ευρώ. Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, τα δύο αυτά τμήματα αποτελούν ενιαίο έργο. Με τις υπ’ αρ. 332/πρ.15/13-9-2005 και 333/πρ.15/13-9-2005 αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου .... εγκρίθηκαν οι όροι δημοπράτησης του έργου και ορίστηκαν τα μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού αντίστοιχα για τη Β' φάση του ως άνω έργου. Το έργο χρηματοδοτείται από πιστώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Σ.Α.Ε. 093, κωδ. έργου: 2005ΣΕ09300004) και από πιστώσεις του ....ii) Με τη διακήρυξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύτηκε στο Τεύχος Διακηρύξεων Δημοσίων Συμβάσεων της Εφημερίδας της Κυβέρνησης και στον ελληνικό τύπο, ορίστηκε ότι η δημοπράτηση του έργου θα γίνει με τη διαδικασία του ανοικτού διαγωνισμού και με σύστημα υποβολής προσφορών εκείνο της προσφοράς επιμέρους ποσοστών έκπτωσης κατά ομάδες τιμών, σε συμπληρωμένο τιμολόγιο ομαδοποιημένων τιμών της Υπηρεσίας με έλεγχο ομαλότητας των επιμέρους ποσοστών έκπτωσης (άρ. 4 παρ. 4 περ. β’ ν. 1418/84 και άρ. 7 π.δ. 609/85). Με δεδομένα αυτά και ενώ κατά τα ανωτέρω ο συνολικός προϋπολογισμός του όλου έργου, τμήμα του οποίου αποτελούν οι ελεγχόμενες εργασίες, ανέρχεται στο ποσό των 7.070.000,00 ευρώ, η αναθέτουσα αρχή δεν απέστειλε περίληψη της διακήρυξης αυτών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως όφειλε βάσει των άρ. 3 περ. γ' και 11 παρ. 1, 4 και 5 του π.δ. 334/00. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Κλιμάκιο αποφαίνεται ότι κωλύεται η υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης.


ΣΤΕ/1150/2006

Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η δαπάνη για διατήρηση σε ετοιμότητα των πλωτών μέσων της αναιρεσίβλητης, (ενός πλωτού γερανού – εκσκαφέα, ενός ρυμουλκού και δύο φορτηγίδων), κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.6 έως 3.7.1994 και από 10.8 έως 31.8.1994 και για αμοιβές των μηχανικών της ..., κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα και . ... κατά το χρονικό διάστημα από 8.6 έως 31.8.1994, δεν αποτελούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών που προσκομίσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο της παραγωγής ή προμήθειας ή αναπόσβεστου μέρους εγκαταστάσεων, η οποία και μόνο αποζημιώνεται επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 3 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985 και συνεπώς, είναι εσφαλμένη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος διότι οι παραπάνω δαπάνες προφανώς δεν συνιστούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών ή εγκαταστάσεων και συνεπώς, δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπεται αποζημίωση του αναδόχου δημοσίου έργου επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, διάφορο δε είναι το ζήτημα αν η αναιρεσίβλητη θα εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές με βάση τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, δεδομένου ότι δεν εξετάσθηκε από το δικάσαν δικαστήριο η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης αυτής. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.