Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/295/2011

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ-ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (...) Ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλομένη απόφαση φαίνεται ότι το Διοικητικό Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του συνεξετίμησε όλο το πραγματικό υλικό, το οποίο ετέθη υπ’ όψιν του, μεταξύ των οποίων είναι και η σχετική αλληλογραφία, την οποία και το ίδιο το Ι.Κ.Α. είχε με την γαλλική εταιρεία, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος του κάθε ηλεκτροδίου ανήλθε στο ποσό των 2.500 γαλλικών φράγκων, καθώς και σχετικά τιμολόγια, τα οποία η αναιρεσίβλητος είχε προσκομίσει, από τα οποία προκύπτει τόσον η τιμή του υπό προμήθεια υλικού, όσον και η επιβάρυνση της αναιρεσιβλήτου, το γεγονός δε ότι δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, στα οποία εστήριξε το διοικητικό δικαστήριο την κρίση του, δεν αποτελεί πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου, άλλωστε, ότι το αναιρεσείον Ταμείο δεν ισχυρίζεται ότι αμφισβήτησε ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου την ακρίβεια των μέσων αυτών. Διά ταύτα Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση.



ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ν.4510/2017

Κύρωση του Μνημονίου Συνεργασίας σχετικά με την Εθνική Γαλλόφωνη Πρωτοβουλία (2015-2018), στο πλαίσιο του προγράμματος «Η γαλλική γλώσσα στις διεθνείς σχέσεις».


ΣΤΕ 3439/2014

Παροχή υπηρεσιών φύλαξης:Η Επιτροπή του Διαγωνισμού, με το υπ’ αριθμ. 9/23.7.2013 πρακτικό, αφού έλαβε υπόψη το ανωτέρω υπόμνημα και το γεγονός ότι ούτε από τον νόμο ούτε από την διακήρυξη προσδιορίζεται επακριβώς το διοικητικό κόστος που θεωρείται «εύλογο», δέχθηκε ότι το αναφερόμενο στην οικονομική προσφορά της αιτούσας διοικητικό κόστος ύψους 0,02 ευρώ ετησίως είναι εύλογο και ότι θα καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της συμβάσεως. Την εισήγηση δε αυτήν της Επιτροπής υιοθέτησε το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας με την υπ’ αριθ. 1717/συν. 600/1.8.2013 απόφασή του. Η κρίση, όμως, αυτή της αναθέτουσας Αρχής, ότι δηλαδή το αναφερόμενο στην οικονομική προσφορά της παρεμβαίνουσας διοικητικό κόστος (0,02 ευρώ ετησίως) είναι εύλογο, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Και τούτο, διότι από τα στοιχεία που επικαλέσθηκε η παρεμβαίνουσα με το ανωτέρω υπόμνημα, προκύπτει ότι αυτή διαθέτει μέρος μόνον του εξοπλισμού (αλεξίσφαιρα γιλέκα και πομποδέκτες), που απαιτείται από την διακήρυξη, δεν επικαλέσθηκε, όμως, ούτε υπέβαλε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι δεν πρόκειται να επιβαρυνθεί με το κόστος αποκτήσεως και του λοιπού εξοπλισμού (όπως π. χ. στολών εργασίας, φακών, κινητών τηλεφώνων) ούτε με το κόστος χρήσεως όλου εν γένει του εξοπλισμού. Και προέβαλε μεν με το ανωτέρω υπόμνημα η παρεμβαίνουσα ειδικώς ως προς την χρήση των τηλεφώνων ότι αυτή θα έχει μηδενικό κόστος, αλλά δεν επικαλείται στοιχεία προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της. Εξ άλλου, ενώ από τα εκτεθέντα στην σκέψη 12 προκύπτει ότι ο ανάδοχος θα πρέπει να εκτελεί εποχουμένη περίπολο με ένα περιπολικό όχημα, η παρεμβαίνουσα δεν υπέβαλε στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι το κόστος για την κίνηση αυτού του οχήματος θα είναι μηδενικό. Εν όψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με αυτήν, και ν’ ακυρωθεί η υπό στοιχεία 1842/συν. 630/1.4.2014 πράξη του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ ης η αίτηση εταιρείας, στην οποίαν έχουν ενσωματωθεί οι υπό στοιχεία 1792/συν. 619/19.12.2013 και 1717/συν. 600/1.8.2013 πράξεις του ιδίου Διοικητικού Συμβουλίου. Κατόπιν τούτου παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.


ΣΤΕ/206/2010

Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:ότι οι ανωτέρω απασχολούμενοι δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο υπό συνθήκες που απαντώνται στις σχέσεις μισθώσεως εξαρτημένης εργασίας, με την αιτιολογία ότι έλειπε το στοιχείο της νομικής ή υπηρεσιακής ή προσωπικής εξαρτήσεως αυτών από τον εργοδότη τους, στηριζόμενο για την κρίση του αυτή αποκλειστικώς στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων που οι ανωτέρω εργαζόμενοι είχαν υπογράψει. Στις συμβάσεις δε αυτές, όπως αυτές περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου, ότι δεν είχαν προκαθορισμένο ωράριο και ότι αμείβονταν κατ’ αποκοπή και όχι με μηνιαίο σταθερό μισθό. Το δικάσαν όμως δικαστήριο δεν περιγράφει τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες οι ανωτέρω απασχολούμενοι παρείχαν «εν τοις πράγμασι» την εργασία τους? δεν περιγράφει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι ανωτέρω εργαζόμενοι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της κρίσεώς του ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω το στοιχείο της υπηρεσιακής εξαρτήσεως των ανωτέρω εργαζομένων από τον εργοδότη τους. Με τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, ενώ το δικάσαν δικαστήριο δέχεται ότι από τις οικείες συμβάσεις που είχαν υπογράψει οι ανωτέρω εργαζόμενοι προέκυπτε ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου – γεγονός το οποίο εδικαιολογείτο, κατά το διοικητικό εφετείο, λόγω της φύσεως και του αντικειμένου της εργασίας που αυτοί είχαν αναλάβει, η οποία, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προϋπέθετε κάποιου είδους καθοδήγηση και επιτήρηση από τα αρμόδια δημόσια όργανα – καταλήγει στην αντιφατική κρίση ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι δεν τελούσαν σε υπηρεσιακή ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη τους. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, της πλημμελούς δηλαδή και αντιφατικής αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΣΤΕ 4402/2015

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ..Εσφαλμέμνη δασμολογική κατάταξη..:Επειδή, εφ’ όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η εταιρεία «Σ. ... Α.Β.Ε.Ν.Ε» είχε ασκήσει προσφυγή κατά της 53/20.6.1996 αποφάσεως της Ανώτατης Επιτροπής Τελωνειακών Αμφισβητήσεων (Α.Ε.Τ.Α.), παραπονούμενη για την εσφαλμένη δασμολογική κατάταξη των προς εξαγωγή τυροκομικών προϊόντων της, νομίμως, σύμφωνα με την σκέψη 4, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η άσκηση της προσφυγής αυτής διέκοψε την παραγραφή της αξιώσεώς της προς ανόρθωση της ζημίας την οποία η εταιρεία υπέστη από την εσφαλμένη αυτή δασμολογική κατάταξη και ότι, περαιτέρω, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής (28.8.2003), η εν λόγω αξίωση δεν είχε παραγραφεί, διότι δεν είχαν παρέλθει πέντε έτη από την δημοσίευση της 69/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου … επί της ως άνω προσφυγής με την οποία ξεκίνησε ο χρόνος της νέας παραγραφής της αξιώσεως. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος με την αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου λόγος αναιρέσεως ότι η αξίωση της εταιρείας, γεννηθείσα και καταστάσα δικαστικώς επιδιώξιμη το έτος 1996, κατά το οποίο έλαβε χώρα η ζημιογόνα εσφαλμένη δασμολογική κατάταξη, είχε υποπέσει, εξ αυτού του λόγου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής στην πενταετή παραγραφή που προβλέπει ο νόμος.Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, νομίμως το διοικητικό εφετείο όρισε την έναρξη της έντοκης καταβολής του επιδικασθέντος υπέρ της εταιρείας χρηματικού ποσού στον χρόνο επιδόσεως της αγωγής και όχι σε προγενέστερους χρόνους κατά τους οποίους υποβλήθηκαν η διασάφηση εξαγωγής ή η εξώδικη δήλωση της εταιρείας προς το Δημόσιο και, συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον μόνο λόγο αναιρέσεως της αιτήσεως της εταιρείας είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η αίτηση αυτή στο σύνολό της.Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην σκέψη 6 και κατά τον βασίμως προβαλλόμενο με την αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου λόγο αναιρέσεως, δεν είναι νόμιμη η κρίση του διοικητικού εφετείου ότι οι επιδικασθέντες υπέρ της αναιρεσείουσας τόκοι πρέπει να υπολογισθούν βάσει του εκάστοτε ισχύοντος για τους ιδιώτες επιτοκίου υπερημερίας και όχι με το προβλεπόμενο από το άρθρο 21 του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, επιτόκιο σε ποσοστό 6%. Συνεπώς, πρέπει η αίτηση αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί κατά το μέρος που αφορά το ύψος του επιτοκίου βάσει του οποίου πρέπει να υπολογισθούν οι οφειλόμενοι στην εταιρεία τόκοι επί του ποσού της καταβαλλόμενης από το Δημόσιο αποζημιώσεως. ...Αναιρεί εν μέρει την 222/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου …σύμφωνα με το αιτιολογικό.


Υπόθεση C-482/1999

Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002. Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.  Κρατικές ενισχύσεις - .ρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ - Ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στην επιχείρηση Stardust Marine - Απόφαση 2000/513/ΕΚ - Κρατικοί πόροι - Δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο - Συνετός επενδυτής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. 


ΣΤΕ/1920/2009

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ-ΙΣΟΨΗΦΙΑ-ΚΛΗΡΩΣΗ:Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, εφ’ όσον σύμφωνα με τα εκτεθέντα το Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης, δικάσαν μετ’ αναίρεσιν, έκρινε με την πρώτη αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθμ. 115/2008 απόφασή του εκ νέου ότι είναι άκυρα τα προσβληθέντα με την ένσταση του αναιρεσείοντος δύο ψηφοδέλτια (υπ’ αριθμ. 280 και 281 του ... Εκλογικού Τμήματος) υπέρ του πρώτου αναιρεσιβλήτου και του συνδυασμού «...» και διεμόρφωσε, βάσει της κρίσεώς του αυτής, εκ νέου το αποτέλεσμα της επαναληπτικής ψηφοφορίας της 22.10.2006 ως ισοψηφία μεταξύ των συνδυασμών «...» και «...», οι οποίοι κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου έλαβαν 1359 έγκυρα ψηφοδέλτια έκαστος, διετήρησε το νόμιμο έρεισμά της η υπ’ αριθμ. 394/2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει η ανακήρυξη του επιτυχόντος και των επιλαχόντων συνδυασμών, του δημάρχου και των λοιπών επιτυχόντων κατόπιν της από 1.12.2006 κληρώσεως και η οποία δεν αναιρέθηκε με την υπ’ αριθμ. 679/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η δε κρίση της αναιρεσιβαλλομένης υπ’ αριθμ. 115/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης, σύμφωνα με την οποία α) η ως άνω υπ’ αριθμ. 394/2006 απόφαση κατέστη ανίσχυρη, ως στερουμένη νομίμου ερείσματος, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 679/2008 αναιρετικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας και β) συνέτρεξε νόμιμος λόγος διενεργείας νέας κληρώσεως για την ανάδειξη του επιτυχόντος συνδυασμού και του δημάρχου, είναι αναιρετέα, ως μη νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως.(...)Δέχεται την κρινόμενη αίτηση. Αναιρεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, εν μέρει την υπ’ αριθμ. 115/2008 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης και στο σύνολό της την υπ’ αριθμ. 116/2008 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου.


ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)39/2016

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ:Μη νόμιμη η καταβολή ποσού από τέως Νομαρχία σε ιατρό Γενικού Νοσοκομείου, σε εκτέλεση αποφάσεων Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου και Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, καθόσον η αξίωση της ανωτέρω ιατρού, έχει υποπέσει σε παραγραφή, μετά την πάροδο πενταετίας από την έκδοση της απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία κατέστη τελεσίδικη η  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 48 παρ. του ν.δ./τος 496/1974, ΦΕΚ Α΄ 204/1974).


ΣΤΕ/3104/2009

Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:..οι ανωτέρω απασχολούμενοι δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο υπό συνθήκες που απαντώνται στις σχέσεις μισθώσεις εξαρτημένης εργασίας, με την αιτιολογία ότι έλειπε το στοιχείο της νομικής ή υπηρεσιακής ή προσωπικής εξαρτήσεως αυτών από τον εργοδότη τους, στηριζόμενο για την κρίση του αυτή αποκλειστικώς στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων που οι ανωτέρω εργαζόμενοι είχαν υπογράψει. Στις συμβάσεις δε αυτές, όπως αυτές περιγράφονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου, ότι δεν είχαν προκαθορισμένο ωράριο και ότι αμείβονταν κατ’ αποκοπή και όχι με μηνιαίο σταθερό μισθό. Το δικάσαν όμως δικαστήριο δεν περιγράφει τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες οι ανωτέρω απασχολούμενοι παρείχαν «εν τοις πράγμασι» την εργασία τους δεν περιγράφει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι ανωτέρω εργαζόμενοι εκτελούσαν τα καθήκοντά τους, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της κρίσεώς του ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω το στοιχείο της υπηρεσιακής εξαρτήσεως των ανωτέρω εργαζομένων από τον εργοδότη τους. Η περιγραφή των πιο πάνω συνθηκών ήταν απαραίτητη ενόψει των ειδικών ισχυρισμών των αναιρεσειόντων Ταμείων ότι οι συγκεκριμένες εργασίες που εκτελούσαν οι ως άνω εργαζόμενοι παρέχονταν «εν τοις πράγμασι», ως εκ της φύσεώς τους, με τις οδηγίες και τις εντολές του εργοδότη (Δημοσίου), στον τόπο όπου στεγάζονταν οι αντίστοιχες υπηρεσίες του Δημοσίου και σε προκαθορισμένο ωράριο, δηλαδή υποχρεωτικώς στο ωράριο λειτουργίας των ανωτέρω υπηρεσιών. Έτσι, η ανωτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, ενώ το δικάσαν δικαστήριο δέχεται ότι από τις οικείες συμβάσεις που είχαν υπογράψει οι ανωτέρω εργαζόμενοι προέκυπτε ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους στο χώρο στεγάσεως της οικείας υπηρεσίας του Δημοσίου – γεγονός το οποίο εδικαιολογείτο, κατά το διοικητικό εφετείο, λόγω της φύσεως και του αντικειμένου της εργασίας που αυτοί είχαν αναλάβει, η οποία, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προϋπέθετε κάποιου είδους καθοδήγηση και επιτήρηση από τα αρμόδια δημόσια όργανα – καταλήγει στην αντιφατική κρίση ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι δεν τελούσαν σε υπηρεσιακή ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη τους. Για το λόγο, συνεπώς, αυτόν, της πλημμελούς δηλαδή και αντιφατικής αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νεά κρίση.


ΣΤΕ 1077/2014

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ..Παράλειψη διορισμού σε μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου:Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι το «δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να δεχθεί το σχετικό λόγο έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και να απορρίψει ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του χρονικού διαστήματος από 1.1.1997 έως και 31.12.1999, δοθέντος ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28.12.2001 και από τότε επήλθε, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 του ν. 2717/1999, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η διακοπή της». Ο λόγος, όμως, αυτός, καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων του έτους 1999, πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Διοικητικό Εφετείο δεν έκρινε επί του ζητήματος της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων ούτε, άλλωστε, όφειλε να διαλάβει σχετική κρίση, εφόσον επί του ζητήματος της εν γένει παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων είχε επιληφθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως αναφερόταν μόνον στα έτη 1997 και 1998 (ΣτΕ 2758/2012, 2152/2010, 1514/2007, 3064/2005). Κατά τα λοιπά, ήτοι καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων των ετών 1997 και 1998, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα κρίση του Διοικητικού Εφετείου περί πενταετούς παραγραφής των ως άνω αξιώσεων δεν παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, οι εν λόγω μισθολογικές αξιώσεις δημοσίων υπαλλήλων υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από της γενέσεως αυτών (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2504/2013).


ΣτΕ/2436/2012

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΠΑ-ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ-ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ (...)Εξάλλου, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν περιείχε σαφή προσδιορισμό του επιδοθέντος εγγράφου, με το σκεπτικό ότι ανέφερε τον αριθμό του, την εκδούσα αρχή, το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά, δεν ασκεί δε επιρροή το ότι δεν ανέφερε την ημερομηνία έκδοσής του, αφού από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης προέκυπτε ποιο ήταν το επιδοθέν έγγραφο. Όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη περιεχόμενο του αποδεικτικού, αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης πράξης, η αρχή που την εξέδωσε και το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Με τα δεδομένα αυτά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το έγγραφο που επιδόθηκε και, συνεπώς, η έκθεση επίδοσης περιέχει σαφή προσδιορισμό της, όπως ορίζει το άρθρο 67 παρ. 1 του Κ.Φ.Δ. και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα σχετικά με τη μη αναγραφή χρονολογίας έκδοσης και τη μη απάντηση του ισχυρισμού περί μη αναγραφής του είδους του επιδοθέντος εγγράφου ... Τέλος, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν ανέφερε και τα «επιστρεφόμενα δικαιολογητικά», με το σκεπτικό ότι η επιστροφή τους δεν ήταν στοιχείο του κύρους της επίδοσης (συμπλήρωσε δε ότι αυτά είχαν πράγματι επιστραφεί στην αναιρεσείουσα, η οποία είχε λάβει γνώση και της ένδικης πράξης από τις 29-4-1999, ημερομηνία σύνταξης του κατ’ αυτής εγγράφου της που παρελήφθη από το Υπ. Οικονομικών στις 21-5-1999). Για την εγκυρότητα της επίδοσης της ένδικης πράξης δεν απαιτούνταν και η κοινοποίηση των επιστρεφόμενων δικαιολογητικών. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.