ΣΤΕ/1960/2009
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4575/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.Επειδή, περαιτέρω, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθόσον το Εφετείο δεν προέβη σε διαπίστωση για το πρόγραμμα που είχε υλοποιήσει η εταιρεία μέχρι την ημέρα του ελέγχου, ούτε ότι δεν συνέχισε την υλοποίηση του, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να μη της καταβληθεί μόνο η δαπάνη του μαθήματος που δεν εκτελέσθηκε λόγω της αναβολής του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην τρίτη σκέψη, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων αυτών, κατά την εκτέλεση του προγράμματος επιμόρφωσης, προβλέπεται ως συνέπεια μόνο η διακοπή της χρηματοδότησης του συνολική (πρ. βλ. Σ.τ.Ε. 1028/2004). Ακόμη, η αναιρεσείουσα προβάλει ότι καθ΄ ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω Υπουργικής απόφασης και των άρθρων 380, 382 και 386 του Αστικού Κώδικα, η διακοπή της χρηματοδότησης δεν ενεργεί αναδρομικώς αλλά μόνο για το μέλλον, διότι αποτελεί καταγγελία και όχι υπαναχώρηση από τη σύμβαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για συμβατική σχέση, αλλά για σχέση δημοσίου δικαίου της μονομερούς δηλαδή έγκρισης του προγράμματος επιμόρφωσης του προσωπικού της αναιρεσείουσας. Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι το Εφετείο παρανόμως δεν απάντησε στον επικουρικό λόγο της αγωγής της για απόδοση του αιτούμενου ποσού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ορθώς απερρίφθη σιγή από το Εφετείο ως μη ουσιώδης, αφού δεν νοείται αδικαιολόγητος πλουτισμός από νόμιμη αιτία, δηλαδή με βάση νόμιμη διοικητική πράξη, όπως κρίθηκε ανωτέρω.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/776/2006
Η κρίση, όμως, της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, τόκοι υπερημερίας οφείλονται μόνον από την υποβολή πιστοποιήσεως, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, και η υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου τούτο να εξετάσει αν και πότε η αναιρεσείουσα εταιρία όχλησε τον κύριο του έργου να προβεί σε σύνταξη και έγκριση του απαιτουμένου για την πληρωμή των προαναφερθεισών υπερσυμβατικών εργασιών συγκριτικού πίνακα. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος, του Συμβούλου Θ. Παπαευαγγέλου και των δύο Παρέδρων, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ/Β2/722/2019
ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:Εν προκειμένω, οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως "..." οι αφορώντες τον Π. Μ. έχουν κατά τα ανωτέρω απορριφθεί, επομένως η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν, όπως επίσης πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναιρέσεως του ιδίου, της οποίας ο μόνος λόγος απερρίφθη ως απαράδεκτος. Ως προς τους Θ. Α., Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ. η αίτηση αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως "...", εν όψει των κατά τα ανωτέρω δεκτών γενομένων λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί καθ' ολοκληρίαν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση, ενώ παρέλκει κατά τα προαναφερθέντα η εξέταση των έκτου και εβδόμου λόγων της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίοι αφορώντες την Α. Α. και τον Α. Τ. αντιστοίχως περιέχουν αιτιάσεις ως προς επί μέρους διατάξεις, ως προς τις οποίες η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει κατά τα ανωτέρω αναιρεθεί δυνάμει των δεκτών γενομένων λόγων. Eπειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθούν η δημοτική επιχείρηση "..." ως αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του Π. Μ. και ο Π. Μ. ως αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δημοτικής επιχειρήσεως "..." επίσης οι Θ. Α.ς, Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δημοτικής επιχειρήσεως "...", ως ορίζεται στο διατακτικό.
ΣΤΕ 2560/2015
Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας απέρριψε τον λόγο της προσφυγής ότι, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων, η αναιρεσείουσα δεν είχε κληθεί εγγράφως να εκθέσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση της προσβληθείσης με την προσφυγή πράξεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι η αναιρεσείουσα δεν ανέφερε με το δικόγραφο της προσφυγής τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα είχε προβάλει ενώπιον του αναιρεσιβλήτου Δήμου αν είχε κληθεί και οι οποίοι θα κλόνιζαν τις διαπιστώσεις του αναιρεσιβλήτου Δήμου ως προς την εκ μέρους της παράβαση των όρων της συμβάσεως και θα μπορούσαν, ενδεχομένως, εάν ετίθεντο υπόψη του Δήμου, να επηρεάσουν την απόφαση του αρμοδίου οργάνου του ως προς την λύση της επίδικης συμβάσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4447/2012 Ολομ.). Συνεπώς, ορθώς απερρίφθη από το Διοικητικό Εφετείο, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ο σχετικός με την παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως λόγος της προσφυγής ....εν όψει των ανωτέρω, καθώς και εν όψει του ότι όλοι οι λοιποί προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση λόγοι έχουν ήδη απορριφθεί με την υπ’ αριθ. 2381/2009 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΣτΕ/3819/2000
Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η αναιρεσείουσα εταιρία προβάλλει ότι, ενώ με την προσφυγή της είχε ισχυρισθεί ότι όλες οι ως άνω ένδικες εργασίες εκτελέσθηκαν, εγκρίθηκαν και πληρώθηκαν, κατά τη νόμιμη διαδικασία (άρθρ. 38 παρ. 1 και 2 Π.Δ. 609/85), με τις 12η και 13η πιστοποιήσεις-λογαριασμούς και η περικοπή τους από την Υπηρεσία, κατά το στάδιο της ανακεφαλαιώσεως των εκτελεσθεισών εργασιών και των καταβληθέντων ποσών, έγινε δίχως αιτιολογία, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν απάντησε στους ισχυρισμούς αυτούς. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι, καίτοι ο προβληθείς, κατά τα ανωτέρω, με την προσφυγή, ισχυρισμός ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η πληρωμή στην αναιρεσείουσα εταιρία των ένδικων εργασιών, με τις ως άνω πιστοποιήσεις, προϋποθέτει καταμέτρηση των εκτελεσθεισών εργασιών, έλεγχο και έγκριση των υποβληθεισών επιμετρήσεων, ώστε να μη είναι, πλέον, επιτρεπτή, επ' ευκαιρία μεταγενέστερων επιμετρήσεων, ακόμη και τελικών, με τις οποίες απλώς ανακεφαλαιώνονται οι ποσότητες των τμηματικών επιμετρήσεων, αμφισβήτηση αυτών (πρβλ ΣΕ 1334/00), εν τούτοις το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σ' αυτόν ή απάντησε ελλιπώς, όπως, ειδικά για τις εργασίες των κολλάρων γειώσεως, ότι οι ποσότητες αυτών, όπως τις περιέκοψε η Υπηρεσία, ταυτίζονται απόλυτα με τις μετ' έλεγχο παραληφθείσες τελικά ποσότητες εργασιών από την Επιτροπή παραλαβής του έργου, οι οποίες περιλαμβάνονται στο από 3.4.95 πρωτόκολλο προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνηση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο προς περαιτέρω κρίση.
ΣΤΕ 715/2013
Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες- ελεύθερος ανταγωνισμός: Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί α) κατά το μέρος της με το οποίο δέχεται ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία παραβίασε το άρθρο 2 του ν. 703/1977 και για τον λόγο ότι προέβη σε ολοκλήρωση της κατάργησης της προεπιλογής φορέα συνδρομητών, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει και να απαντήσει ειδικώς στον ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι στις περιπτώσεις κατάργησης της προεπιλογής ενεργούσε κατόπιν αιτημάτων των καταναλωτών, και β) ως προς το αμέσως συνεχόμενο προς την ανωτέρω κρίση ζήτημα της επιμέτρησης του προστίμου (600.000 ευρώ) για παράβαση της ανωτέρω διάταξης του ν. 703/1977 και για τον προεκτεθέντα λόγο (της κατάργησης της προεπιλογής φορέα). Δεδομένου δε ότι η υπόθεση χρήζει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκρίνισης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του ανωτέρω ουσιώδους ισχυρισμού της αναιρεσείουσας και περαιτέρω ως προς την προσήκουσα επιμέτρηση του επιβλητέου προστίμου για την παράβαση του άρθρου 2 του ν. 703/1977, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο για νόμιμη κατά τα ανωτέρω κρίση. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.
ΣτΕ/3558/2006
Το Διοικητικό Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την απέρριψε, γιατί έκρινε τους ισχυρισμούς αυτούς ως αβάσιμους, αλλά και γιατί η αναιρεσείουσα δεν είχε υποβάλει όλα τα αιτήματά της, που αφορούσαν εκτελεσμένες εργασίες και όχι οψιγενείς αιτίες, με την τελική επιμέτρηση (11.10.1994), απώτερο κατά νόμο χρονικό σημείο υποβολής τέτοιων αιτημάτων, παρά αργότερα, με την αίτησή της 16183/7.12.1994. Με τα δεδομένα αυτά, τα δύο επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα της προσβαλλομένης, το περί απαραδέκτου ως εκ του χρόνου υποβολής των αιτημάτων της αναιρεσειούσης και το περί εν πάση περιπτώσει αβασίμου των ισχυρισμών της, δεν έχουν καμία αντίφαση, όπως αβάσιμα αυτή υποστηρίζει με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων. Εξ άλλου, ο λόγος του κυρίου δικογράφου με τον οποίο προβάλλεται, χωρίς καμία συγκεκριμένη αναφορά σε δικόγραφο, ότι το Διοικητικό Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό της αναιρεσειούσης περί του ότι είχε υποβάλει τα αιτήματά της πριν από την τελική επιμέτρηση, πρέπει ν’ απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος. 5. Επειδή κατά της επάλληλης αυτής αιτιολογίας περί απαραδέκτου των αιτημάτων της αναιρεσειούσης ως εκ του χρόνου υποβολής των που, και μόνη, αρκεί να στηρίξει την προσβαλλομένη, δεν προβάλλεται άλλος λόγος. Συνεπώς, όλοι οι λοιποί λόγοι πρέπει ν’ απορριφθούν ως αλυσιτελείς, καθώς και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.
ΣΤΕ/1877/2004
Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η 955/379/12.6.1991 πράξη της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου Ταμείου αποτελεί πράξη εκτελέσεως της 21/3/4.6.1991 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και συνεπώς δεν προσβάλλεται με προσφυγή αλλά με ανακοπή κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., δέχθηκε δε περαιτέρω ότι η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου αποτελεί την πράξη καταλογισμού των ενδίκων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού του αναιρεσιβλήτου Ταμείου (Α.Υ.Ε. 34333/1935, ΦΕΚ 145, τ. Παράρτημα), η οποία είναι εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται με προσφυγή. Εξάλλου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βεβαιώνει ότι η ως άνω καταλογιστική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα εταιρία. Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έπρεπε να θεωρήσει ότι η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρίας στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του π.δ. 341/1978, δεδομένου ότι με την ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ κατά της πράξεως της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ενόψει του ότι προβλέπεται προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν ήταν δυνατή η προβολή λόγων που αναφέρονται στο κατ' ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 186/1998, 2282/2000 Ολ., 1776/2002). Για το λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Περαιτέρω, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
ΣΤΕ/2555/2004
Παροχή υπηρεσιών..:Επειδή, ως προς την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα παρέσχε και υπηρεσίες προς την ... άλλες από τις υπαγόμενες στο άρθρο 15 παρ. 8 του Ν.Δ. 3843/1958, η πλησσόμενη με την κρινόμενη αίτηση κρίση του διοικητικού εφετείου αιτιολογείται επαρκώς και χωρίς αντιστροφή βάρους αποδείξεως δι' αναφοράς στους όρους της μεταξύ των συναφθείσας συμβάσεως, όπως στον όρο της υποχρεώσεως για την εφαρμογή της αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου, και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η περαιτέρω, όμως, κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία το ήμισυ της ληφθείσας από την αναιρεσείουσα αμοιβής υπόκειται στον κατά την διάταξη αυτή τρόπο φορολογήσεως, ενώ το υπόλοιπο υπόκειται σε φόρο εισοδήματος κατά τις διατάξεις περί φορολογήσεως του εκ μονίμου εγκαταστάσεως στην Ελλάδα εισοδήματος αλλοδαπών εταιρειών, δεν είναι νόμιμη διότι, εφ’ όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, στην προκειμένη περίπτωση συμφωνήθηκε αμοιβή ενιαία, τόσο για την κατάρτιση μελετών οικονομικής φύσεως, όσο και για την εφαρμογή τους, το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4, ώφειλε να αποβλέψει στον κύριο σκοπό στον οποίο απέβλεψαν τα συμβληθέντα μέρη και να κρίνει αν, κατά τον προέχοντα χαρακτήρα της, η σύμβαση αυτή αφορά την κατάρτιση μελετών ή την εφαρμογή τους και, επίσης, αν το κύριο τμήμα της αμοιβής κατεβλήθη για την κατάρτιση ή για την εφαρμογή της μελέτης, εν συνεχεία, δε, να υπαγάγει το σύνολο της αμοιβής της αναιρεσείουσας στον φόρο κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο φορολογήσεως. Για τον λόγο αυτό, του οποίου η εξέταση καθίσταται αναγκαία ως εκ του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον κύριο φόρο, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΑΠ/2126/2007
ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ:..Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, σχετικά με τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί συμφωνίας αυτής με τον αναιρεσίβλητο, όπως συμψηφίζονται οι προσαυξήσεις για την εργασία του τις Κυριακές και τη νύχτα στις καταβαλλόμενες σ' αυτόν υπέρτερες αποδοχές, τα εξής : Δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων, κατά την πρόσληψη του ενάγοντος, συμφωνήθηκε ότι οι τυχόν καταβαλλόμενες σ' αυτόν μεγαλύτερες αποδοχές των όσων δικαιούταν με βάση τις οικείες συλλογικές συμβάσεις θα κάλυπταν τις αμοιβές του για τα επιδόματα και τις προσαυξήσεις που δικαιούταν αυτός. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει κατάρτιση τέτοιας συμφωνίας, ενόψει και του ότι το μεγαλύτερο συνολικό ποσό που κατέβαλε η εναγομένη στον ενάγοντα στην αρχή της εργασιακής τους σχέσης, δηλαδή το ποσό των 1.326,44 €, ήταν ασήμαντο και δεν μπορούσε να καλύψει τα υπέρμετρα μεγαλύτερο ποσό (13.432,63 Ευρώ), που δικαιούνταν αυτός με βάση το χρόνο και το είδος της εργασίας του που προσέφερε στην εναγομένη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, διότι δεν έχει καθόλου αιτιολογίες και περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω ζήτημα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει πλήρεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την απορριπτική κρίση του ανωτέρω ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, ως και του ισχυρισμού της περί εξοφλήσεως της αμοιβής του αναιρεσιβλήτου για την εργασία του τις ημέρες του Σαββάτου, των Κυριακών και τη νυχτερινή του εργασία, με βάση την ανωτέρω συμφωνία του συμψηφισμού. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το προαναφερόμενο μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο με άλλη σύνθεση (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΣΤΕ/1287/2013
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, περαιτέρω, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 4, το δικάσαν Εφετείο έσφαλε κατά την κρίση του ότι το κέρδος που αποκόμισε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην κλινική «…», έπρεπε να συνυπολογισθεί στη ζημία που αυτός υπέστη. Τούτο δε, διότι η ωφέλεια από τους μισθούς που έλαβε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην ως άνω κλινική, δεν προήλθε από το ζημιογόνο αποκλεισμό του από το διαγωνισμό, εξαιτίας του οποίου δεν διορίσθηκε από 1.1.1998, αλλά οφείλεται στη δική του αυτόνομη δραστηριότητα, η οποία πηγάζει από την ελευθερία δράσης του, υπερβαίνοντας την κατ΄ άρθρο 300 του ΑΚ υποχρέωσή του για περιορισμό της έκτασης της ζημίας (πρβλ. ΑΠ 1278/2005), και, ως εκ τούτου, συνιστά αυτοτελή λόγο κτήσης και διατήρησης του κέρδους από αυτόν, εκτός του δικαίου της αποζημίωσης. Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο καταλογισμός του προκύψαντος οφέλους στη ζημία αντίκειται στην καλή πίστη, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτό, η Διοίκηση θα επωφελείτο από την επιμέλεια εκείνου, κατά του οποίου είχε εκδοθεί η κριθείσα ως παράνομη πράξη της, με αποτέλεσμα να περιορίζονται, από ενέργειες του ζημιωθέντος, οι συνέπειες της παρανομίας της. Επομένως, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να αναιρεθεί και κατά το κεφάλαιό της αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 3606/2012).Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί, στο σύνολό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου δε ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει κατ΄ ουσίαν. Δικάζοντας δε την υπόθεση, κρίνει ότι η έφεση του αναιρεσιβλήτου/εκκαλούντος Δημοσίου πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, να απορριφθεί.Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ότι το αναιρεσίβλητο Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της κατ’ έφεση δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97).