ΣΤΕ/2555/2004
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Παροχή υπηρεσιών..:Επειδή, ως προς την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα παρέσχε και υπηρεσίες προς την ... άλλες από τις υπαγόμενες στο άρθρο 15 παρ. 8 του Ν.Δ. 3843/1958, η πλησσόμενη με την κρινόμενη αίτηση κρίση του διοικητικού εφετείου αιτιολογείται επαρκώς και χωρίς αντιστροφή βάρους αποδείξεως δι' αναφοράς στους όρους της μεταξύ των συναφθείσας συμβάσεως, όπως στον όρο της υποχρεώσεως για την εφαρμογή της αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου, και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η περαιτέρω, όμως, κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία το ήμισυ της ληφθείσας από την αναιρεσείουσα αμοιβής υπόκειται στον κατά την διάταξη αυτή τρόπο φορολογήσεως, ενώ το υπόλοιπο υπόκειται σε φόρο εισοδήματος κατά τις διατάξεις περί φορολογήσεως του εκ μονίμου εγκαταστάσεως στην Ελλάδα εισοδήματος αλλοδαπών εταιρειών, δεν είναι νόμιμη διότι, εφ’ όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, στην προκειμένη περίπτωση συμφωνήθηκε αμοιβή ενιαία, τόσο για την κατάρτιση μελετών οικονομικής φύσεως, όσο και για την εφαρμογή τους, το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4, ώφειλε να αποβλέψει στον κύριο σκοπό στον οποίο απέβλεψαν τα συμβληθέντα μέρη και να κρίνει αν, κατά τον προέχοντα χαρακτήρα της, η σύμβαση αυτή αφορά την κατάρτιση μελετών ή την εφαρμογή τους και, επίσης, αν το κύριο τμήμα της αμοιβής κατεβλήθη για την κατάρτιση ή για την εφαρμογή της μελέτης, εν συνεχεία, δε, να υπαγάγει το σύνολο της αμοιβής της αναιρεσείουσας στον φόρο κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο φορολογήσεως. Για τον λόγο αυτό, του οποίου η εξέταση καθίσταται αναγκαία ως εκ του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον κύριο φόρο, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ 496/2000
Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ 2591/1999
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ: Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το εν λόγω ποσό, που καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη με βάση δικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτήν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου, μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.
ΣτΕ/776/2006
Η κρίση, όμως, της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, τόκοι υπερημερίας οφείλονται μόνον από την υποβολή πιστοποιήσεως, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, και η υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου τούτο να εξετάσει αν και πότε η αναιρεσείουσα εταιρία όχλησε τον κύριο του έργου να προβεί σε σύνταξη και έγκριση του απαιτουμένου για την πληρωμή των προαναφερθεισών υπερσυμβατικών εργασιών συγκριτικού πίνακα. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος, του Συμβούλου Θ. Παπαευαγγέλου και των δύο Παρέδρων, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη.
ΣΤΕ/2037/2007
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα είχε προβάλει τον επικουρικό ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω ψηφοδέλτιο θα έπρεπε να κριθεί άκυρο από το διοικητικό πρωτοδικείο, διότι έφερε «εμφανή ένδειξη πατημασιάς», στοιχείο που απεδείκνυε, κατά την αναιρεσείουσα, την πρόθεση του εκλογέα να αποδοκιμάσει το συνδυασμό. Το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής : «Ο ισχυρισμός της ενισταμένης ότι το με αριθμό 263 ψηφοδέλτιο του συνδυασμού του καθ ου η ένσταση του . . . [386ου] εκλογικού τμήματος πρέπει να κριθεί ως άκυρο διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, φέρει εμφανή ένδειξη πατημασιάς που αποδεικνύει την πρόθεση του εκλογέως να αποδοκιμάσει το συνδυασμό, απορριπτέος κρίνεται ως αβάσιμος ενόψει του ότι ο ρύπος που αχνά και όχι εμφανώς εμφαίνεται στο εν λόγω ψηφοδέλτιο προφανώς οφείλεται σε αδεξιότητα του ψηφοφόρου, από τα χέρια του οποίου τυχόν κατέπεσε». Η κρίση όμως αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού τούτο παρέλειψε να εξετάσει τον ως άνω κύριο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ο οποίος ήταν ουσιώδης, αφού, σε περίπτωση που ήταν αληθής, το ανωτέρω ψηφοδέλτιο δεν θα συνυπολογιζόταν στα έγκυρα, λόγω της ακυρώσεώς του από την εφορευτική επιτροπή, δεν θα ηδύνατο δε το δικαστήριο της ουσίας να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την ορθότητα της κρίσεως της εφορευτικής επιτροπής περί ακυρότητας του ψηφοδελτίου.(...)Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση. Αναιρεί εν μέρει την 363/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου …, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναιρούμενα μέρη, για νέα, νόμιμη, κρίση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
ΑΕΔ/33/1999
Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες:..αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος, και το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως σε μισθωτό ή συνταξιούχο, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις αποδοχές τις οποίες, αν είχε προαχθεί, θα δικαιούτο και θα εισέπραττε, πλέον των όσων εισέπραξε. Διότι η παροχή αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως αποζημιώσεως από αδικοπραξία (άρθρο 914, 71 ΑΚ ή 105, 106 Εισ. Ν.Α.Κ.) πάντως δεν παύει να αποτελεί, στην πραγματικότητα, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες με την έννοια που δίδεται από την προπαρατεθείσα φορολογικού δικαίου διάταξη, εφόσον οφείλεται εξαιτίας της παροχής μισθωτών υπηρεσιών και επιδικάστηκε στο μισθωτό (ή συνταξιούχο) ως ζημία ένεκα της απώλειας εισοδημάτων από την προσφορά των μισθωτών υπηρεσιών του, τα οποία φορολογούνται με βάση την εν λόγω διάταξη, ενώ, εκ τρίτου, δεν προβλέπεται από την διάταξη αυτήν ή άλλη διάταξη νόμου απαλλαγή της αποζημίωσης που λαμβάνει τη θέση των οφειλόμενων αποδοχών (ή σύνταξης) που παρανόμως δεν καταβλήθηκαν. Επομένως η αμφισβήτηση που προέκυψε μεταξύ της υπ’αριθμ. 2236/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ’αριθμ. 96/1990 αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 πρέπει να αρθεί υπέρ της γνώμης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΣΤΕ/171/2020
Εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία...Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβολλαμένη απόφαση, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς την στοιχειοθέτηση εκ μέρους της αναιρεσείουσας της παραβάσεως της λήψεως και καταχωρίσεως 108 εικονικών ως προς την ανυπαρξία συναλλαγής στοιχείων, χωρίς να διατυπώσει ερμηνευτική κρίση σχετικά με την επίρριψη στην αναιρεσείουσα του βάρους αποδείξεως ως προς το ως άνω ζήτημα, αλλά ούτε να προβεί, συναφώς, σε κατανομή του βάρους αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων. Επιπροσθέτως, όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως πλήττουν κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξενεχθείσες κατ’ εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης, κατά την υπαγωγή του πραγματικού αυτής στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, όπως δε αναπτύσσονται, αναφέρονται μόνον σε ζητήματα εκτιμήσεως των αποδείξεων και αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εξ άλλου, όλες οι αποφάσεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα, “προς ενίσχυση” των λόγων της, αφορούν είτε σε διαφορετικά νομικά ζητήματα (όπως στις ΣτΕ 1773/2010 που αφορά ειδικό φόρο κατανάλωσης σε μπανάνες, 2091/2008 που αφορά σε φόρο μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών α.ε. μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, 3518/2006, 2842/2007 που αφορούν σε έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και 496/2009 που αφορά σε συμπληρωματική πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ), είτε σε ζητήματα νομιμότητος της αιτιολογίας των αναιρεσιβαλλομένων στις ως άνω υποθέσεις αποφάσεων, σε σχέση με την εικονικότητα ή μη των ενδίκων σε κάθε περίπτωση τιμολογίων και των σχετικών με αυτά συναλλαγών. Κατόπιν των ανωτέρω, οι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.
ΣΤΕ 715/2013
Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες- ελεύθερος ανταγωνισμός: Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί α) κατά το μέρος της με το οποίο δέχεται ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία παραβίασε το άρθρο 2 του ν. 703/1977 και για τον λόγο ότι προέβη σε ολοκλήρωση της κατάργησης της προεπιλογής φορέα συνδρομητών, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει και να απαντήσει ειδικώς στον ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι στις περιπτώσεις κατάργησης της προεπιλογής ενεργούσε κατόπιν αιτημάτων των καταναλωτών, και β) ως προς το αμέσως συνεχόμενο προς την ανωτέρω κρίση ζήτημα της επιμέτρησης του προστίμου (600.000 ευρώ) για παράβαση της ανωτέρω διάταξης του ν. 703/1977 και για τον προεκτεθέντα λόγο (της κατάργησης της προεπιλογής φορέα). Δεδομένου δε ότι η υπόθεση χρήζει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκρίνισης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του ανωτέρω ουσιώδους ισχυρισμού της αναιρεσείουσας και περαιτέρω ως προς την προσήκουσα επιμέτρηση του επιβλητέου προστίμου για την παράβαση του άρθρου 2 του ν. 703/1977, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο για νόμιμη κατά τα ανωτέρω κρίση. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1497/2024
Mε την ένδικη αίτηση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν στις 13.12.2022 υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της 1960/2021 απόφασης του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε η παραπεμφθείσα με την 28/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω δικαιοδοσίας, από 5.12.2012 έφεση της αναιρεσείσουσας κατά της 972/2011.2012 εγγραφής εις βάρος της στον με αριθμό γραμμής 7 χρηματικό κατάλογο του Δήμου Αθηναίων συνολικού ποσού 537.232,13 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε δημοτικά τέλη και Τέλη Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), τα οποία η αναιρεσείουσα, που δραστηριοποιείτο στον τομέα της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, κατά την κρίση του Τμήματος, εισέπραξε από τους πελάτες της από την ημερομηνία ενσωμάτωσης των τελών αυτών στους εκδοθέντες λογαριασμούς της (1.8.2011) έως την ημερομηνία επιστροφής των πελατών της στη ΔΕΗ (25.1.2012), χωρίς να τα αποδώσει στον Δήμο Αθηναίων, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ν. 3979/2011 (Α΄ 138). (...)Ενόψει των ανωτέρω, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 1 του ν. 3979/2011 και της 3234/3093/2012 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι νομίμως το Τμήμα Ανταποδοτικών Τελών και ΤΑΠ της Διεύθυνσης Δημοτικών Προσόδων προέβη στη βεβαίωση του ένδικου ποσού και προσδιόρισε αυτό στο ύψος των 537.232,13 ευρώ με κάθε πρόσφορο μέσο, δοθέντος ότι, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, η αναιρεσείουσα δεν διαβίβασε στον Δήμο τις σχετικές εκκαθαριστικές καταστάσεις, ούτε γνωστοποίησε σε αυτόν στοιχεία των ανείσπρακτων ποσών, ως όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ν. 3979/2011
ΣτΕ/769/2011
Κατά συνέπειαν, εν όψει των προεκτεθέντων, τα ανωτέρω από 1.6.1992 και 25.6.1992 έγγραφα, τα οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα εταιρεία, πληρούν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως «οχλήσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, από την επίδοση της οποίας στον κύριο του έργου θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημιώσεως μόνον για την θετική ζημία, η οποία προκαλείται μετά από αυτήν (την επίδοση), λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου περί την εκπλήρωση των συμβατικών ή νομίμων υποχρεώσεών του (βλ. ΣτΕ 1009/2009). Επομένως, τα ως άνω έγγραφα ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, άρα μη νομίμως δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν και δεν εξετιμήθησαν από το δικάσαν Εφετείο, η απόφαση του οποίου παρίσταται, κατά τούτο, πλημμελώς ητιολογημένη, κατ’ αποδοχήν ως βασίμου του σχετικού μόνου λόγου αναιρέσεως (πρβλ. ΣτΕ 1375/2007).
ΕΑ/ΣΤΕ/199/2008
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ: (...) Από τις διατάξεις αυτές, που απαιτούν ειδικώς για την ανάθεση του έργου διαπίστωση της τεχνικής επάρκειας των ενδιαφερομένων για την ανάληψη του συγκεκριμένου έργου, συνάγεται ότι η προϋπόθεση αυτή θα πρέπει να συντρέχει και να ελέγχεται κατά κύριο λόγο στο πρόσωπο του διαγωνιζομένου στον οποίο ανήκει και το κύριο μέρος του έργου, όχι δε στο πρόσωπο των τυχόν υπεργολάβων στους οποίους μέρος μόνο, και δη μη ουσιώδες, του όλου έργου μπορεί να ανατίθεται. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει, η αιτούσα απεκλείσθη για το λόγο ότι δεν διαθέτει την απαραίτητη εργαστηριακή υποδομή και εμπειρία για την εκτέλεση του έργου και ότι προτίθεται να αναθέσει το κύριο μέρος του συμβατικού τούτου, υπεργολαβικώς, στην εταιρεία «……………..» που εδρεύει στη Β. και είναι αυτοτελές νομικό πρόσωπο. Η αιτιολογία αυτή του αποκλεισμού παρίσταται νόμιμη, σύμφωνα με όσα εξετέθησαν ανωτέρω διότι, πράγματι, όπως προκύπτει, το ουσιώδες μέρος του έργου επρόκειτο να εκτελεσθεί από την τρίτη εταιρεία.