ΣΤΕ 2591/1999
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ: Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το εν λόγω ποσό, που καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη με βάση δικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτήν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου, μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/1121/1994
Φορολογία εισοδήματος...Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε, κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, ότι το ενλόγω ποσό που καταβλήθηκε εφάπαξ και εκτάκτως με βάση δικαστικές αποφάσεις και τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργού Οικονομικών, είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ήτοι χαρακτήρα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος κατά τα έτη 1985 και 1986, συνεπεία παράνομης συμπεριφοράς οργάνων του δημοσίου, δηλαδή λόγω σφάλματος περί την εκκαθάριση των αποδοχών του. Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το ενλόγω ποσό, που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο με βάση δικαστικές αποφάσεις ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτόν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.
ΑΕΔ/33/1999
Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες:..αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος, και το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως σε μισθωτό ή συνταξιούχο, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις αποδοχές τις οποίες, αν είχε προαχθεί, θα δικαιούτο και θα εισέπραττε, πλέον των όσων εισέπραξε. Διότι η παροχή αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως αποζημιώσεως από αδικοπραξία (άρθρο 914, 71 ΑΚ ή 105, 106 Εισ. Ν.Α.Κ.) πάντως δεν παύει να αποτελεί, στην πραγματικότητα, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες με την έννοια που δίδεται από την προπαρατεθείσα φορολογικού δικαίου διάταξη, εφόσον οφείλεται εξαιτίας της παροχής μισθωτών υπηρεσιών και επιδικάστηκε στο μισθωτό (ή συνταξιούχο) ως ζημία ένεκα της απώλειας εισοδημάτων από την προσφορά των μισθωτών υπηρεσιών του, τα οποία φορολογούνται με βάση την εν λόγω διάταξη, ενώ, εκ τρίτου, δεν προβλέπεται από την διάταξη αυτήν ή άλλη διάταξη νόμου απαλλαγή της αποζημίωσης που λαμβάνει τη θέση των οφειλόμενων αποδοχών (ή σύνταξης) που παρανόμως δεν καταβλήθηκαν. Επομένως η αμφισβήτηση που προέκυψε μεταξύ της υπ’αριθμ. 2236/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ’αριθμ. 96/1990 αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 πρέπει να αρθεί υπέρ της γνώμης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΣΤΕ 496/2000
Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ/1792/2007
Αποζημίωση για αποδοχές υπαλλήλου νοσοκομειακού κλάδου:..Ενόψει των ανωτέρω, η αναιρεσίβλητη με αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. 12.433.800 δρχ. ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές που στερήθηκε από 1.1.97 έως 28.8.00 πλέον δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδομάτων αδείας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά μερική αποδοχή του αγωγικού αιτήματος, υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη 10.095.560 δρχ. ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές του από 15.4.97 έως 28.8.00 χρονικού διαστήματος, δηλαδή από την επομένη της λήξεως, στις 14.4.97 της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών, ενόψει της δημοσιεύσεως του διορισμού των υπολοίπων συνυποψηφίων στις 14.3.97 στο υπ’ αριθμ. 15 Φ.Ε.Κ. τ. Πρ. ΑΣΕΠ. Κατά της αποφάσεως αυτής, το αναιρεσείον άσκησε έφεση και προέβαλε μεταξύ άλλων ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της ως τέτοιας, αποτελεί στην πραγματικότητα εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες που επιδικάσθηκε σε μισθωτό, το οποίο όμως υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις, μεταξύ των οποίων και σε φόρο εισοδήματος, όπως έχει άλλωστε κριθεί και με την 33/99 απόφαση του Α.Ε.Δ., κι ως εκ τούτου, η απόρριψη του πρωτοδίκως προβληθέντος ισχυρισμού του περί υπαγωγής της αποζημιώσεως σε φόρο εισοδήματος και κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη, με την αιτιολογία ότι η ζημία πηγάζει από παράνομη πράξη και όχι από υπαλληλική σχέση είναι μη νόμιμη. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον λόγο αυτό ως αβάσιμο με την αιτιολογία ότι η αναιρεσίβλητη σε εκτέλεση των προαναφερθεισών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατέθηκε προς διορισμό από τις 16.5.00, κατ’ εφαρμογή της οποίας ανέλαβε υπηρεσία στις 28.8.00, οπότε μέχρι το χρόνο αναλήψεως υπηρεσίας, ελλείψει δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, δεν είναι δυνατός κατά νόμο ο χαρακτηρισμός της επιδικασθείσης αποζημιώσεως ως «αποδοχές» κι η υπαγωγή της σε φόρο εισοδήματος και λοιπές κρατήσεις, όπως γίνεται δεκτό με την αναφερόμενη απόφαση του Α.Ε.Δ. Η αιτιολογία αυτή του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη διότι ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η σχέση της αναιρεσίβλητης με το αναιρεσείον ήταν δημοσιοϋπαλληλική ή όχι, πάντως οι αποδοχές αυτές υπέκειντο στις νόμιμες κρατήσεις ... Επομένως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθίσταται αναιρετέα, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το αναιρεσείον.
ΣΤΕ/2555/2004
Παροχή υπηρεσιών..:Επειδή, ως προς την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα παρέσχε και υπηρεσίες προς την ... άλλες από τις υπαγόμενες στο άρθρο 15 παρ. 8 του Ν.Δ. 3843/1958, η πλησσόμενη με την κρινόμενη αίτηση κρίση του διοικητικού εφετείου αιτιολογείται επαρκώς και χωρίς αντιστροφή βάρους αποδείξεως δι' αναφοράς στους όρους της μεταξύ των συναφθείσας συμβάσεως, όπως στον όρο της υποχρεώσεως για την εφαρμογή της αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου, και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η περαιτέρω, όμως, κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία το ήμισυ της ληφθείσας από την αναιρεσείουσα αμοιβής υπόκειται στον κατά την διάταξη αυτή τρόπο φορολογήσεως, ενώ το υπόλοιπο υπόκειται σε φόρο εισοδήματος κατά τις διατάξεις περί φορολογήσεως του εκ μονίμου εγκαταστάσεως στην Ελλάδα εισοδήματος αλλοδαπών εταιρειών, δεν είναι νόμιμη διότι, εφ’ όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, στην προκειμένη περίπτωση συμφωνήθηκε αμοιβή ενιαία, τόσο για την κατάρτιση μελετών οικονομικής φύσεως, όσο και για την εφαρμογή τους, το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4, ώφειλε να αποβλέψει στον κύριο σκοπό στον οποίο απέβλεψαν τα συμβληθέντα μέρη και να κρίνει αν, κατά τον προέχοντα χαρακτήρα της, η σύμβαση αυτή αφορά την κατάρτιση μελετών ή την εφαρμογή τους και, επίσης, αν το κύριο τμήμα της αμοιβής κατεβλήθη για την κατάρτιση ή για την εφαρμογή της μελέτης, εν συνεχεία, δε, να υπαγάγει το σύνολο της αμοιβής της αναιρεσείουσας στον φόρο κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο φορολογήσεως. Για τον λόγο αυτό, του οποίου η εξέταση καθίσταται αναγκαία ως εκ του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον κύριο φόρο, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ/2760/1999
Αστική ευθύνη δημοσίου-καταβολή αποζημίωσης από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου:..Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του Ν. 993/1979 όπως κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίσθηκε σε θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συταξιοδοτήσεώς του από το Ι.Κ.Α., κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 Ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 Ν. 993/1979 εφ' άπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα.
Επειδή ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εστερούντο δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφ' όσον η αναιρεσίβλητη, στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε με την ανωτέρω αγωγή της που στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράλειψη των οργάνων του να της χορηγήσουν την επίμαχη αποζημίωση.Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προπαρατεθεισών διατάξεων είναι, εν όψει της εννοίας που δόθηκε σ' αυτές στην τρίτη σκέψη της αποφάσεως, απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΝΣΚ/180/2017
Έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένων υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ.Έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένων υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ(..)Η παροχή με την ονομασία «έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένου», που χορηγήθηκε σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη μεταξύ ΟΤΕ ΑΕ και ΟΜΕ-ΟΤΕ, αποτελεί εισόδημα από μισθωτή εργασία και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, τόσο υπό το καθεστώς του ΚΦΕ (ν. 2238/1994) όσο και του νέου ΚΦΕ (ν. 4172/2013), υπό την εξυπακουόμενη βεβαίως προϋπόθεση ότι οι εν προκειμένω ενδιαφέροντες όροι της εν λόγω ΕΣΣΕ είναι διαχρονικώς ενεργοί. Παρεπομένως, η ΟΤΕ ΑΕ, υποχρεούται να προβαίνει σε παρακράτηση φ.μ.υ. επί των εξόδων κινήσεως και παραστάσεως και σε απόδοσή του στο Ελληνικό Δημόσιο. Δεν δεσμεύουν το Ελληνικό Δημόσιο, αλλ’ ούτε και αποτελούν νομολογιακό δεδομένο για τη φορολογική διοίκηση οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, με τις οποίες επιδικάσθηκε στους ενάγοντες εργαζομένους της ΟΤΕ ΑΕ, υπό μορφή αποζημιώσεως, ο παρακρατηθείς και αποδοθείς στο Δημόσιο φόρος μισθωτών υπηρεσιών (φ.μ.υ.), ο οποίος αντιστοιχούσε στα ποσά που καταβλήθηκαν από την ΟΤΕ ΑΕ ως έξοδα κινήσεως και παραστάσεως σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών αυτού, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, με την αιτιολογία ότι τα έξοδα κινήσεως και παραστάσεως δεν υπέκειντο σε φόρο εισοδήματος και, επομένως, η παρακράτηση εχώρησε μη νομίμως. Η φορολογική διοίκηση δεν υποχρεούται σε επιστροφή στην ΟΤΕ ΑΕ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, των ποσών που παρακρατήθηκαν ως φ.μ.υ. και αποδόθηκαν στο Δημόσιο και τα οποία η ΟΤΕ ΑΕ κατέβαλε στους ενάγοντες με βάση τις δικαστικές αποφάσεις, δεδομένου μάλιστα ότι απορρίφθηκε η προσεπίκληση-παρεμπίτουσα αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε κατά του Δημοσίου. (ομοφ). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 129/17 γνωμοδότηση Β΄ Τμήματος.
ΝΣΚ/129/2017
Έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένων υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ. Η παροχή με την ονομασία «έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένου», που χορηγήθηκε σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη μεταξύ ΟΤΕ ΑΕ και ΟΜΕ-ΟΤΕ, αποτελεί εισόδημα από μισθωτή εργασία και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, τόσο υπό το καθεστώς του ΚΦΕ (ν. 2238/1994) όσο και του νέου ΚΦΕ (ν. 4172/2013), υπό την εξυπακουόμενη βεβαίως προϋπόθεση ότι οι εν προκειμένω ενδιαφέροντες όροι της εν λόγω ΕΣΣΕ είναι διαχρονικώς ενεργείς. Παρεπομένως, η ΟΤΕ ΑΕ, υποχρεούται να προβαίνει σε παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών (φ.μ.υ.) επί των εξόδων κινήσεως και παραστάσεως και σε απόδοσή του στο Ελληνικό Δημόσιο. Δεν δεσμεύουν το Ελληνικό Δημόσιο, αλλ’ ούτε και αποτελούν νομολογιακό δεδομένο για τη φορολογική διοίκηση οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, με τις οποίες επιδικάσθηκε στους ενάγοντες εργαζομένους της ΟΤΕ ΑΕ, υπό μορφή αποζημιώσεως, ο παρακρατηθείς και αποδοθείς στο Δημόσιο φ.μ.υ., ο οποίος αντιστοιχούσε στα ποσά που καταβλήθηκαν από την ΟΤΕ ΑΕ ως έξοδα κινήσεως και παραστάσεως σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών αυτού, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, διότι κρίθηκε ότι τα έξοδα κινήσεως και παραστάσεως δεν υπέκειντο σε φόρο εισοδήματος και, επομένως, η παρακράτηση εχώρησε μη νομίμως. Η φορολογική διοίκηση δεν υποχρεούται σε επιστροφή στην ΟΤΕ ΑΕ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, των ποσών που παρακρατήθηκαν ως φ.μ.υ. και αποδόθηκαν στο Δημόσιο και τα οποία η ΟΤΕ ΑΕ κατέβαλε στους ενάγοντες με βάση τις δικαστικές αποφάσεις, δεδομένου μάλιστα ότι απορρίφθηκε η προσεπίκληση-παρεμπίτουσα αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε κατά του Δημοσίου. (ομοφ.) Παραπέμπεται στην Ολομέλεια, παρά την ομόφωνη γνώμη των μελών του Τμήματος, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν.
ΝΣΚ/777/1999
Φορολογία εισοδήματος. Φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης που χορηγείται σε επιτηδευματία ή ελεύθερο επαγγελματία με δικαστική απόφαση λόγω τροχαίου ατυχήματος και η οποία υπολογίζεται με βάση το διαφυγόν κέρδος.(...)Τα χρηματικά ποσά που επιδικάζονται με δικαστικές αποφάσεις σε ιδιώτες ασκούντες συγκεκριμένο επάγγελμα, ως αποζημίωση αντικρύζουσα την απώλεια του εισοδήματός των λόγω της επελθούσης, από τραυματισμό σε τροχαίο ατύχημα, ανικανότητος προς εργασία (διαφυγόν κέρδος) αποτελούν φορολογητέο εισόδημα του επιτηδευματία και υπάγονται σε φόρο κατά την ίδια πηγή στην οποία υπάγεται και το εξ ενεργού δραστηριότητας προερχόμενο εισόδημά τους.
ΝΣΚ/777/1999
Φορολογία εισοδήματος. Φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης που χορηγείται σε επιτηδευματία ή ελεύθερο επαγγελματία με δικαστική απόφαση λόγω τροχαίου ατυχήματος και η οποία υπολογίζεται με βάση το διαφυγόν κέρδος.(...)Τα χρηματικά ποσά που επιδικάζονται με δικαστικές αποφάσεις σε ιδιώτες ασκούντες συγκεκριμένο επάγγελμα, ως αποζημίωση αντικρύζουσα την απώλεια του εισοδήματός των λόγω της επελθούσης, από τραυματισμό σε τροχαίο ατύχημα, ανικανότητος προς εργασία (διαφυγόν κέρδος) αποτελούν φορολογητέο εισόδημα του επιτηδευματία και υπάγονται σε φόρο κατά την ίδια πηγή στην οποία υπάγεται και το εξ ενεργού δραστηριότητας προερχόμενο εισόδημά τους.