Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/1121/1994

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1882/1990, 755/1978, 1587/1986, 1517/1985, 1884/1990

Φορολογία εισοδήματος...Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε, κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, ότι το ενλόγω ποσό που καταβλήθηκε εφάπαξ και εκτάκτως με βάση δικαστικές αποφάσεις και τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργού Οικονομικών, είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ήτοι χαρακτήρα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος κατά τα έτη 1985 και 1986, συνεπεία παράνομης συμπεριφοράς οργάνων του δημοσίου, δηλαδή λόγω σφάλματος περί την εκκαθάριση των αποδοχών του. Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το ενλόγω ποσό, που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο με βάση δικαστικές αποφάσεις ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτόν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ 2591/1999

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ: Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το εν λόγω ποσό, που καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη με βάση δικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτήν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου, μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.


ΣΤΕ 496/2000

Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΑΕΔ/33/1999

Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες:..αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος, και το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως σε μισθωτό ή συνταξιούχο, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις αποδοχές τις οποίες, αν είχε προαχθεί, θα δικαιούτο και θα εισέπραττε, πλέον των όσων εισέπραξε. Διότι η παροχή αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως αποζημιώσεως από αδικοπραξία (άρθρο 914, 71 ΑΚ ή 105, 106 Εισ. Ν.Α.Κ.) πάντως δεν παύει να αποτελεί, στην πραγματικότητα, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες με την έννοια που δίδεται από την προπαρατεθείσα φορολογικού δικαίου διάταξη, εφόσον οφείλεται εξαιτίας της παροχής μισθωτών υπηρεσιών και επιδικάστηκε στο μισθωτό (ή συνταξιούχο) ως ζημία ένεκα της απώλειας εισοδημάτων από την προσφορά των μισθωτών υπηρεσιών του, τα οποία φορολογούνται με βάση την εν λόγω διάταξη, ενώ, εκ τρίτου, δεν προβλέπεται από την διάταξη αυτήν ή άλλη διάταξη νόμου απαλλαγή της αποζημίωσης που λαμβάνει τη θέση των οφειλόμενων αποδοχών (ή σύνταξης) που παρανόμως δεν καταβλήθηκαν. Επομένως η αμφισβήτηση που προέκυψε μεταξύ της υπ’αριθμ. 2236/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ’αριθμ. 96/1990 αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 πρέπει να αρθεί υπέρ της γνώμης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.


ΣτΕ/3845/2000

Ερμηνεία του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 "περί φορολογίας του εισοδήματος" Α΄ 214 (άρθρο 37 παρ. 1 του κωδικοποιητικού Π.Δ. 129/3.3.1989, Α 62)(...) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της Ε…, υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΝΣΚ/777/1999

Φορολογία εισοδήματος. Φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης που χορηγείται σε επιτηδευματία ή ελεύθερο επαγγελματία με δικαστική απόφαση λόγω τροχαίου ατυχήματος και η οποία υπολογίζεται με βάση το διαφυγόν κέρδος.(...)Τα χρηματικά ποσά που επιδικάζονται με δικαστικές αποφάσεις σε ιδιώτες ασκούντες συγκεκριμένο επάγγελμα, ως αποζημίωση αντικρύζουσα την απώλεια του εισοδήματός των λόγω της επελθούσης, από τραυματισμό σε τροχαίο ατύχημα, ανικανότητος προς εργασία (διαφυγόν κέρδος) αποτελούν φορολογητέο εισόδημα του επιτηδευματία και υπάγονται σε φόρο κατά την ίδια πηγή στην οποία υπάγεται και το εξ ενεργού δραστηριότητας προερχόμενο εισόδημά τους.


ΝΣΚ/777/1999

Φορολογία εισοδήματος. Φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης που χορηγείται σε επιτηδευματία ή ελεύθερο επαγγελματία με δικαστική απόφαση λόγω τροχαίου ατυχήματος και η οποία υπολογίζεται με βάση το διαφυγόν κέρδος.(...)Τα χρηματικά ποσά που επιδικάζονται με δικαστικές αποφάσεις σε ιδιώτες ασκούντες συγκεκριμένο επάγγελμα, ως αποζημίωση αντικρύζουσα την απώλεια του εισοδήματός των λόγω της επελθούσης, από τραυματισμό σε τροχαίο ατύχημα, ανικανότητος προς εργασία (διαφυγόν κέρδος) αποτελούν φορολογητέο εισόδημα του επιτηδευματία και υπάγονται σε φόρο κατά την ίδια πηγή στην οποία υπάγεται και το εξ ενεργού δραστηριότητας προερχόμενο εισόδημά τους.


ΣΤΕ 3485/2000

Φορολογία εισοδήματος:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της .... Τράπεζας .., υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου ..., λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Επειδή το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει ο αναιρεσίβλητος να απαλλαγεί μερικά από τη δικαστική δαπάνη, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 39 παρ. 1 του Π.Δ/τος 18/1989.


ΣΤΕ/1792/2007

Αποζημίωση για αποδοχές υπαλλήλου νοσοκομειακού κλάδου:..Ενόψει των ανωτέρω, η αναιρεσίβλητη με αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. 12.433.800 δρχ. ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές που στερήθηκε από 1.1.97 έως 28.8.00 πλέον δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδομάτων αδείας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά μερική αποδοχή του αγωγικού αιτήματος, υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη 10.095.560 δρχ. ποσό το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές του από 15.4.97 έως 28.8.00 χρονικού διαστήματος, δηλαδή από την επομένη της λήξεως, στις 14.4.97 της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών, ενόψει της δημοσιεύσεως του διορισμού των υπολοίπων συνυποψηφίων στις 14.3.97 στο υπ’ αριθμ. 15 Φ.Ε.Κ. τ. Πρ. ΑΣΕΠ. Κατά της αποφάσεως αυτής, το αναιρεσείον άσκησε έφεση και προέβαλε μεταξύ άλλων ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της ως τέτοιας, αποτελεί στην πραγματικότητα εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες που επιδικάσθηκε σε μισθωτό, το οποίο όμως υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις, μεταξύ των οποίων και σε φόρο εισοδήματος, όπως έχει άλλωστε κριθεί και με την 33/99 απόφαση του Α.Ε.Δ., κι ως εκ τούτου, η απόρριψη του πρωτοδίκως προβληθέντος ισχυρισμού του περί υπαγωγής της αποζημιώσεως σε φόρο εισοδήματος και κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη, με την αιτιολογία ότι η ζημία πηγάζει από παράνομη πράξη και όχι από υπαλληλική σχέση είναι μη νόμιμη. Το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον λόγο αυτό ως αβάσιμο με την αιτιολογία ότι η αναιρεσίβλητη σε εκτέλεση των προαναφερθεισών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατέθηκε προς διορισμό από τις 16.5.00, κατ’ εφαρμογή της οποίας ανέλαβε υπηρεσία στις 28.8.00, οπότε μέχρι το χρόνο αναλήψεως υπηρεσίας, ελλείψει δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, δεν είναι δυνατός κατά νόμο ο χαρακτηρισμός της επιδικασθείσης αποζημιώσεως ως «αποδοχές» κι η υπαγωγή της σε φόρο εισοδήματος και λοιπές κρατήσεις, όπως γίνεται δεκτό με την αναφερόμενη απόφαση του Α.Ε.Δ. Η αιτιολογία αυτή του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη διότι ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η σχέση της αναιρεσίβλητης με το αναιρεσείον ήταν δημοσιοϋπαλληλική ή όχι, πάντως οι αποδοχές αυτές υπέκειντο στις νόμιμες κρατήσεις ... Επομένως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθίσταται αναιρετέα, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το αναιρεσείον.


ΝΣΚ/129/2017

Έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένων υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ.  Η παροχή με την ονομασία «έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένου», που χορηγήθηκε σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη μεταξύ ΟΤΕ ΑΕ και ΟΜΕ-ΟΤΕ, αποτελεί εισόδημα από μισθωτή εργασία και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, τόσο υπό το καθεστώς του ΚΦΕ (ν. 2238/1994) όσο και του νέου ΚΦΕ (ν. 4172/2013), υπό την εξυπακουόμενη βεβαίως προϋπόθεση ότι οι εν προκειμένω ενδιαφέροντες όροι της εν λόγω ΕΣΣΕ είναι διαχρονικώς ενεργείς. Παρεπομένως, η ΟΤΕ ΑΕ, υποχρεούται να προβαίνει σε παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών (φ.μ.υ.) επί των εξόδων κινήσεως και παραστάσεως και σε απόδοσή του στο Ελληνικό Δημόσιο. Δεν δεσμεύουν το Ελληνικό Δημόσιο, αλλ’ ούτε και αποτελούν νομολογιακό δεδομένο για τη φορολογική διοίκηση οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, με τις οποίες επιδικάσθηκε στους ενάγοντες εργαζομένους της ΟΤΕ ΑΕ, υπό μορφή αποζημιώσεως, ο παρακρατηθείς και αποδοθείς στο Δημόσιο φ.μ.υ., ο οποίος αντιστοιχούσε στα ποσά που καταβλήθηκαν από την ΟΤΕ ΑΕ ως έξοδα κινήσεως και παραστάσεως σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών αυτού, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, διότι κρίθηκε ότι τα έξοδα κινήσεως και παραστάσεως δεν υπέκειντο σε φόρο εισοδήματος και, επομένως, η παρακράτηση εχώρησε μη νομίμως. Η φορολογική διοίκηση δεν υποχρεούται σε επιστροφή στην ΟΤΕ ΑΕ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, των ποσών που παρακρατήθηκαν ως φ.μ.υ. και αποδόθηκαν στο Δημόσιο και τα οποία η ΟΤΕ ΑΕ κατέβαλε στους ενάγοντες με βάση τις δικαστικές αποφάσεις, δεδομένου μάλιστα ότι απορρίφθηκε η προσεπίκληση-παρεμπίτουσα αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε κατά του Δημοσίου. (ομοφ.) Παραπέμπεται στην Ολομέλεια, παρά την ομόφωνη γνώμη των μελών του Τμήματος, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν.


ΝΣΚ/180/2017

Έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένων υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ.Έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένων υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ(..)Η παροχή με την ονομασία «έξοδα κίνησης και παράστασης προϊσταμένου», που χορηγήθηκε σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών της ΟΤΕ ΑΕ, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη μεταξύ ΟΤΕ ΑΕ και ΟΜΕ-ΟΤΕ, αποτελεί εισόδημα από μισθωτή εργασία και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, τόσο υπό το καθεστώς του ΚΦΕ (ν. 2238/1994) όσο και του νέου ΚΦΕ (ν. 4172/2013), υπό την εξυπακουόμενη βεβαίως προϋπόθεση ότι οι εν προκειμένω ενδιαφέροντες όροι της εν λόγω ΕΣΣΕ είναι διαχρονικώς ενεργοί. Παρεπομένως, η ΟΤΕ ΑΕ, υποχρεούται να προβαίνει σε παρακράτηση φ.μ.υ. επί των εξόδων κινήσεως και παραστάσεως και σε απόδοσή του στο Ελληνικό Δημόσιο. Δεν δεσμεύουν το Ελληνικό Δημόσιο, αλλ’ ούτε και αποτελούν νομολογιακό δεδομένο για τη φορολογική διοίκηση οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, με τις οποίες επιδικάσθηκε στους ενάγοντες εργαζομένους της ΟΤΕ ΑΕ, υπό μορφή αποζημιώσεως, ο παρακρατηθείς και αποδοθείς στο Δημόσιο φόρος μισθωτών υπηρεσιών (φ.μ.υ.), ο οποίος αντιστοιχούσε στα ποσά που καταβλήθηκαν από την ΟΤΕ ΑΕ ως έξοδα κινήσεως και παραστάσεως σε προϊσταμένους υπηρεσιακών λειτουργιών αυτού, με βάση την από 16/5/1995 ΕΣΣΕ, με την αιτιολογία ότι τα έξοδα κινήσεως και παραστάσεως δεν υπέκειντο σε φόρο εισοδήματος και, επομένως, η παρακράτηση εχώρησε μη νομίμως. Η φορολογική διοίκηση δεν υποχρεούται σε επιστροφή στην ΟΤΕ ΑΕ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, των ποσών που παρακρατήθηκαν ως φ.μ.υ. και αποδόθηκαν στο Δημόσιο και τα οποία η ΟΤΕ ΑΕ κατέβαλε στους ενάγοντες με βάση τις δικαστικές αποφάσεις, δεδομένου μάλιστα ότι απορρίφθηκε η προσεπίκληση-παρεμπίτουσα αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε κατά του Δημοσίου. (ομοφ). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 129/17 γνωμοδότηση Β΄ Τμήματος.