ΣΤΕ 3485/2000
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Φορολογία εισοδήματος:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της .... Τράπεζας .., υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου ..., λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Επειδή το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει ο αναιρεσίβλητος να απαλλαγεί μερικά από τη δικαστική δαπάνη, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 39 παρ. 1 του Π.Δ/τος 18/1989.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/3845/2000
Ερμηνεία του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 "περί φορολογίας του εισοδήματος" Α΄ 214 (άρθρο 37 παρ. 1 του κωδικοποιητικού Π.Δ. 129/3.3.1989, Α 62)(...) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της Ε…, υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ 496/2000
Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ/1657/1995
ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ:Επειδή, από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι κωλύεται η εκλογή ως δημάρχου ή προέδρου κοινότητας και ως δημοτικού ή κοινοτικού συμβούλου εκείνου του υποψηφίου που έχει συμβατικό δεσμό με τον συγκεκριμένο δήμο ή την κοινότητα, του οποίου το οικονομικό αντικείμενο σε ετήσια βάση υπερβαίνει, κατά περίπτωση, το ποσό των 500.000 δραχμών επί δήμου ή κοινότητας με πληθυσμό έως 2.000 κατοίκους και το ποσό του 1.000.000 δραχμών επί δήμου ή κοινότητας με πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων.(...)Με τα δεδομένα αυτά η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έκρινε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε ακυρώσει την εκλογή του αναιρεσείοντο ο οποίος είχε εκλεγεί πρόεδρος της ως άνω κοινότητας απέρριψε δε τον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό ότι ναι μεν στη σύμβαση ανεφέρετο ως αμοιβή το ποσό των 762.712 δραχμών ο εργολάβος όμως εισέπραξε, μετά την αφαίρεση της αξίας των υλικών και των ημερομισθίων των εργατών, ποσό μικρότερο των 500.000 δραχμών, με τη σκέψη ότι κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 2 του π.δ/τος 323/1989 ήτο αδιάφορο το καθαρό ποσό του τελικώς εισέπραξε ο αναιρεσείων (ως εργολάβος), εφόσον πάντως στη σύμβαση αναφέρεται ως αμοιβή το ποσό των 762.712 δραχμών. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι νόμιμη και αιτιολογείται επαρκώς.(...)Απορρίπτει την αίτηση.
ΣΤΕ/1121/1994
Φορολογία εισοδήματος...Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε, κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, ότι το ενλόγω ποσό που καταβλήθηκε εφάπαξ και εκτάκτως με βάση δικαστικές αποφάσεις και τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργού Οικονομικών, είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ήτοι χαρακτήρα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος κατά τα έτη 1985 και 1986, συνεπεία παράνομης συμπεριφοράς οργάνων του δημοσίου, δηλαδή λόγω σφάλματος περί την εκκαθάριση των αποδοχών του. Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το ενλόγω ποσό, που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο με βάση δικαστικές αποφάσεις ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτόν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.
ΑΠ 96/1990
Φόρος εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών: ..Ο τρίτος (τελευταίος) λόγος του αναιρετηρίου για σφαλερή ερμηνεία διατάξεων των άρθρων 9, 25 και επομένων του ν.δ. 3323/1955, με την κρίση, στην αναιρεσιβαλλομένη, ότι δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου (για εισόδημα από κινητές αξίες), κατά την πληρωμή τόκοι επιδικαζόμενοι, με δικαστική απόφαση, υπέρ φυσικού προσώπου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως στηριζόμενος σε προϋπόθεση ανύπαρκτη. Αφού, από την αναιρεσιβαλλομένη, δεν προκύπτει τέτοια γενική, για τόκους, παραδοχή του Εφετείου, αλλά κρίση του, μόνον, εμμέσως διατυπούμενη, ότι δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος τόκοι που έχουν επιδικασθεί επί του κεφαλαίου απαιτήσεως μισθωτού για αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας όπως η προαναφερόμενη, ως οφειλόμενοι, κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, για τον χρόνο από της επιδόσεως της αντίστοιχης αγωγής έως της πληρωμής του κεφαλαίου
ΣΤΕ 4149/2014
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα Κοινοπραξία με το ασκηθέν, στις 30.12.2002, ένδικο βοήθημα, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.795.490 δραχμών, εκ των οποίων (α) ποσό 8.374.272 δραχμών αφορά τόκους οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, έπρεπε να της καταβληθούν λόγω της μεταγενέστερης εξόφλησης της ιδίας συμμετοχής του Δήμου, συμπεριλαμβανομένου του εργολαβικού οφέλους ποσοστού 15% και του ΦΠΑ ποσοστού 18% και (β) ποσό 5.000.000 δραχμών για πρόσθετες εργασίες καθώς και ποσό 4.421.218 δραχμών για τόκους επί του ποσού των προσθέτων εργασιών. Ενόψει των ως άνω αξιώσεων της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, η ικανοποίηση των οποίων προϋποθέτουν την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετικών όρων της συμβάσεως, όφειλε αυτή να ασκήσει, μετά την τήρηση της προσήκουσας ενδικοφανούς διαδικασίας, προσφυγή διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η δικαστική επίλυση όλων εν γένει των διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων ή δημοτικών έργων, και αυτών ακόμη που έχουν ως αντικείμενο την ανόρθωση ζημίας που προκλήθηκε από ενέργειες ή παραλείψεις των δημοσίων ή δημοτικών αρχών κατά την εκτέλεση δημοσίου ή δημοτικού έργου, επιδιώκεται με άσκηση προσφυγής, μετά τήρηση της διαγραφομένης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας. Με αυτά τα δεδομένα, ορθώς το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα είχε το χαρακτήρα προσφυγής, όπως άλλωστε επιγράφετο, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της αναιρεσείουσας δεν ήταν βέβαιες και εκκαθαρισμένες αλλά, αντιθέτως, υπήρχε στάδιο ουσιαστικής κρίσεως τόσο ως προς την καταρχήν ύπαρξη των απαιτήσεων όσο και το ύψος αυτών, ο δε προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος...κατόπιν αυτών η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
ΑΕΔ/33/1999
Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες:..αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος, και το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως σε μισθωτό ή συνταξιούχο, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις αποδοχές τις οποίες, αν είχε προαχθεί, θα δικαιούτο και θα εισέπραττε, πλέον των όσων εισέπραξε. Διότι η παροχή αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως αποζημιώσεως από αδικοπραξία (άρθρο 914, 71 ΑΚ ή 105, 106 Εισ. Ν.Α.Κ.) πάντως δεν παύει να αποτελεί, στην πραγματικότητα, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες με την έννοια που δίδεται από την προπαρατεθείσα φορολογικού δικαίου διάταξη, εφόσον οφείλεται εξαιτίας της παροχής μισθωτών υπηρεσιών και επιδικάστηκε στο μισθωτό (ή συνταξιούχο) ως ζημία ένεκα της απώλειας εισοδημάτων από την προσφορά των μισθωτών υπηρεσιών του, τα οποία φορολογούνται με βάση την εν λόγω διάταξη, ενώ, εκ τρίτου, δεν προβλέπεται από την διάταξη αυτήν ή άλλη διάταξη νόμου απαλλαγή της αποζημίωσης που λαμβάνει τη θέση των οφειλόμενων αποδοχών (ή σύνταξης) που παρανόμως δεν καταβλήθηκαν. Επομένως η αμφισβήτηση που προέκυψε μεταξύ της υπ’αριθμ. 2236/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ’αριθμ. 96/1990 αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 πρέπει να αρθεί υπέρ της γνώμης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/193/2010
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με τη …/12.2.2002 απόφαση των αρμόδιων Επιθεωρητριών της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών καταλογίστηκε η ήδη αναιρεσείουσα, Καθηγήτρια του … Πανεπιστημίου και μέλος της Επιτροπής Παραλαβής Υλικών και Υπηρεσιών αυτού, με το ποσό των 133.054.833 δραχμών και ήδη 390.476,40 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι συνιστά έλλειμμα στην οικονομική διαχείριση του … Πανεπιστημίου κατά την περίοδο 1997-1998, καθώς και με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας, ύψους 88.691.496 δραχμών και ήδη 260.283,18 ευρώ, ήτοι συνολικά με το ποσό των 221.746.329 δραχμών και ήδη 650.759,58 ευρώ.Μετά από έφεση της αναιρεσείουσας κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης, εκδόθηκε η 1553/2004 προδικαστική απόφαση του IV Τμήματος, με την οποία διατάχθηκε η συμπλήρωση των αποδείξεων.Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2213/2005 απόφαση του ΙV Τμήματος έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της προαναφερόμενης καταλογιστικής απόφασης και κατά μεταρρύθμιση αυτής περιορίστηκε το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό σε 275.705,52 ευρώ. Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙV Τμήματος.(....)Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος αναίρεσης, για παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών αναιρετικών λόγων.Δέχεται την, από 10.2.2006, αίτηση της … του … για αναίρεση της 2213/2005 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Διακρατεί και δικάζει την υπόθεση.Δέχεται την από 19.3.202 έφεση.Ακυρώνει τη …/12.2.2002 καταλογιστική απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητριών …, … και … της Οικονομικής Επιθεώρησης Αθηνών του Υπουργείου Οικονομικών.
ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)/166/2014
Α. Νόμιμη η καταβολή αποδοχών και επιδομάτων ειδικής απασχόλησης σε τέως αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος, λόγω αναδρομικής αποκατάστασης αυτών στην υπηρεσία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8/1989), καθόσον: α) η χορήγηση αυτών περιλαμβάνεται στις επιβαλλόμενες από τις ανωτέρω διατάξεις θετικές ενέργειες, στις οποίες η διοίκηση πρέπει να προβεί, σε συμμόρφωση προς τις εκδοθείσες ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι τα ανωτέρω επιδόματα περιλαμβάνονται στις αποδοχές που αυτοί θα ελάμβαναν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της παράνομης αποστρατείας τους, δεδομένου ότι αυτά καταβάλλονται παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους τελούντες σε ενεργό υπηρεσία αξιωματικούς και β) δεν απαιτείται η προσκόμιση εκ μέρους των ανωτέρω αξιωματικών δικαστικής απόφασης, που να επιδικάζει τα επιδόματα αυτά ή πράξης του Ν.Σ.Κ., με την οποία να αναγνωρίζονται οι σχετικές αξιώσεις. Β. Μη νόμιμη η καταβολή αποδοχών και επιδομάτων ειδικής απασχόλησης και θέσης υψηλής ή αυξημένης ευθύνης σε τέως αξιωματικό του Πυροσβεστικού Σώματος, λόγω αναδρομικής αποκατάστασης αυτού στην υπηρεσία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989, καθόσον με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου που εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως του ανωτέρω, ακυρώθηκε μόνο η παράλειψη προαγωγής του στο βαθμό του Πυράρχου από το έτος 2007, όχι όμως και η αυτεπάγγελτη αποστρατεία, στην οποία ο ίδιος τέθηκε αρχικά με το από 22.1.2009 π.δ/μα, ως ευδοκίμως τερματίσας τη σταδιοδρομία του, το οποίο στη συνέχεια ανακλήθηκε με το από 13.4.2011 π.δ/μα.
ΣΤΕ 311/2011
Συνταξιοδοτικές παροχές:Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό προς τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Με την 4864/18.03.1980 πράξη κανονισμού στρατιωτικής σύνταξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απονεμήθηκε στην αναιρεσείουσα, με την ιδιότητα της διαζευγμένης θυγατέρας, σύνταξη λόγω θανάτου του πατέρα της, λοχαγού εν αποστρατεία. Η αναιρεσείουσα με την από 13.05.1987 αίτησή της προς το αναιρεσίβλητο Ταμείο, ζήτησε να της απονεμηθεί το προβλεπόμενο μέρισμα που λάμβανε ο πατέρας της ως μέτοχος του Ταμείου. Η αίτηση απορρίφθηκε με την 2430/Σ.13/8.7.1987 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας για απονομή μερίσματος, το οποίο είχε γεννηθεί στις 30.12.1980, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 1105/1980, είχε αποσβεστεί, διότι δεν ασκήθηκε, κατά το άρθρο 1 παρ. 14 του ν.δ. 4198/1961, εντός πενταετίας από τη γέννησή του, δηλαδή μέχρι 30.12.1985. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα υπέβαλε την 22213/30.11.1995 αίτηση με το ίδιο αίτημα, η οποία απορρίφθηκε με την 744/Σ.6/1996 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Η αναιρεσείουσα άσκησε στις 8.4.1999 την επίδικη αγωγή (α.π. 1370/8.4.1999), με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ταμείου να της καταβάλει ποσό που αντιστοιχούσε στα μερίσματα που θα ελάμβανε από 30.12.1980 έως 30.3.1999. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο .. εξέδωσε την 12640/1999 προδικαστική απόφαση και, ακολούθως, με την 1583/2001 απόφαση δέχτηκε εν μέρει την αγωγή, κρίνοντας ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να λάβει μέρισμα ήταν απαράγραπτο βάσει του άρθρου 31 του ν. 1027/1980 και ότι μπορούσε, συνεπώς, να ασκηθεί οποτεδήποτε, αναγνώρισε δε την υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ταμείου να της καταβάλει ποσό 3.216.931 δραχμών, που αντιστοιχούσε στα μερίσματα που θα ελάμβανε από 13.05.1987, ημερομηνία υποβολής της πρώτης αίτησής της, έως 30.3.1999. Κατά της απόφασης αυτής το Ταμείο άσκησε έφεση. Επ’ αυτής εκδόθηκε αρχικά η 1607/2004 προδικαστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ..και, ακολούθως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση, μεταρρυθμίστηκε η εκκληθείσα απόφαση και κρίθηκε ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να λάβει μέρισμα δεν υπέκειτο σε χρονικούς περιορισμούς, η απορρέουσα όμως από το δικαίωμα αυτό αξίωση υπέκειτο στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974. Με τις σκέψεις αυτές το εφετείο μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση και περιόρισε το μέρισμα που εδικαιούτο να λάβει η αναιρεσείουσα από το Ταμείο σε 2.720 ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα από 1.1.1996 ως 30.3.1999.