Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ 311/2011

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1892/1990, 3870/2010

Συνταξιοδοτικές παροχές:Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό προς τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Με την 4864/18.03.1980 πράξη κανονισμού στρατιωτικής σύνταξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απονεμήθηκε στην αναιρεσείουσα, με την ιδιότητα της διαζευγμένης θυγατέρας, σύνταξη λόγω θανάτου του πατέρα της, λοχαγού εν αποστρατεία. Η αναιρεσείουσα με την από 13.05.1987 αίτησή της προς το αναιρεσίβλητο Ταμείο, ζήτησε να της απονεμηθεί το προβλεπόμενο μέρισμα που λάμβανε ο πατέρας της ως μέτοχος του Ταμείου. Η αίτηση απορρίφθηκε με την 2430/Σ.13/8.7.1987 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας για απονομή μερίσματος, το οποίο είχε γεννηθεί στις 30.12.1980, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 1105/1980, είχε αποσβεστεί, διότι δεν ασκήθηκε, κατά το άρθρο 1 παρ. 14 του ν.δ. 4198/1961, εντός πενταετίας από τη γέννησή του, δηλαδή μέχρι 30.12.1985. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα υπέβαλε την 22213/30.11.1995 αίτηση με το ίδιο αίτημα, η οποία απορρίφθηκε με την 744/Σ.6/1996 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Η αναιρεσείουσα άσκησε στις 8.4.1999 την επίδικη αγωγή (α.π. 1370/8.4.1999), με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ταμείου να της καταβάλει ποσό που αντιστοιχούσε στα μερίσματα που θα ελάμβανε από 30.12.1980 έως 30.3.1999. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο .. εξέδωσε την 12640/1999 προδικαστική απόφαση και, ακολούθως, με την 1583/2001 απόφαση δέχτηκε εν μέρει την αγωγή, κρίνοντας ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να λάβει μέρισμα ήταν απαράγραπτο βάσει του άρθρου 31 του ν. 1027/1980 και ότι μπορούσε, συνεπώς, να ασκηθεί οποτεδήποτε, αναγνώρισε δε την υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ταμείου να της καταβάλει ποσό 3.216.931 δραχμών, που αντιστοιχούσε στα μερίσματα που θα ελάμβανε από 13.05.1987, ημερομηνία υποβολής της πρώτης αίτησής της, έως 30.3.1999. Κατά της απόφασης αυτής το Ταμείο άσκησε έφεση. Επ’ αυτής εκδόθηκε αρχικά η 1607/2004 προδικαστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ..και, ακολούθως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση, μεταρρυθμίστηκε η εκκληθείσα απόφαση και κρίθηκε ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να λάβει μέρισμα δεν υπέκειτο σε χρονικούς περιορισμούς, η απορρέουσα όμως από το δικαίωμα αυτό αξίωση υπέκειτο στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974. Με τις σκέψεις αυτές το εφετείο μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση και περιόρισε το μέρισμα που εδικαιούτο να λάβει η αναιρεσείουσα από το Ταμείο σε 2.720 ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα από 1.1.1996 ως 30.3.1999. 


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/1877/2004

Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η 955/379/12.6.1991 πράξη της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου Ταμείου αποτελεί πράξη εκτελέσεως της 21/3/4.6.1991 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και συνεπώς δεν προσβάλλεται με προσφυγή αλλά με ανακοπή κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., δέχθηκε δε περαιτέρω ότι η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου αποτελεί την πράξη καταλογισμού των ενδίκων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού του αναιρεσιβλήτου Ταμείου (Α.Υ.Ε. 34333/1935, ΦΕΚ 145, τ. Παράρτημα), η οποία είναι εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται με προσφυγή. Εξάλλου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βεβαιώνει ότι η ως άνω καταλογιστική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα εταιρία. Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έπρεπε να θεωρήσει ότι η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρίας στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του π.δ. 341/1978, δεδομένου ότι με την ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ κατά της πράξεως της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ενόψει του ότι προβλέπεται προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν ήταν δυνατή η προβολή λόγων που αναφέρονται στο κατ' ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 186/1998, 2282/2000 Ολ., 1776/2002). Για το λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Περαιτέρω, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/2031/2022

ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ:Με την αναιρεσιβαλλόμενη 786/2017 απόφαση του IΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας, συνταξιούχου του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ (και ήδη ΕΦΚΑ) με το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν.3163/1955, τέως ιατρού στον Οίκο Ναύτου, κατά της ... πράξης της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού ΝΠΔΔ του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, κατά το μέρος αυτής με το οποίο η σύνταξή της ορίστηκε πληρωτέα από 4.2.2027, ημερομηνία που συμπληρώνει το 63ο έτος της ηλικίας της(...)εφόσον η ήδη αναιρεσείσουσα θεμελίωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα το έτος 2012, με την συμπλήρωση εικοσιπενταετίας, η σύνταξή της έπρεπε να οριστεί πληρωτέα με την συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας της, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 1 περ. β΄ υποπερ. βγ΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά τον ν. 3865/2010, όπως ορθώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης. 


ΣΤΕ/345/2014

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Ζητείται η αναίρεση της υπ’αριθ.1340/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της υπ’αριθ. 6969/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί ανακοπή της ιδίας εταιρείας κατά της υπ’αριθ. ... αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, με την οποία, μεταξύ άλλων, είχε διαταχθεί η επιστροφή στο Δημόσιο τμήματος της καταβληθείσας στην αναιρεσείουσα επιχορήγησης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.1262/1982 και του ν.1682/1987 και τμήματος του ποσού που αντιστοιχούσε στην επιδότηση του επιτοκίου συναφθέντος τραπεζικού δανείου, συνολικού ύψους 103.421.000 δραχμών.(....)Ο δε ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι υπήρξε ολιγωρία των οργάνων να προβούν σε αυτοψία και έλεγχο για την τήρηση των όρων που είχαν τεθεί από την εγκριτική της επένδυσης απόφαση κρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο ότι δεν αποδεικνυόταν από κάποιο στοιχείο, αντιθέτως, μάλιστα, στην από 18.12.1990 έκθεση του Κεντρικού Οργάνου Ελέγχου που είχε προηγηθεί, κατά τα προαναφερόμενα, της αίτησης της ανωτέρω για την οριστικοποίηση της επένδυσης, αναφερόταν ότι πριν τον έλεγχο αυτό είχε προηγηθεί και προγενέστερος όμοιος, με τον οποίο δεν είχε γίνει δεκτό ότι ο σχετικός μηχανολογικός εξοπλισμός της επίμαχης μονάδας ήταν καινούργιος, όπως απαιτείτο (αφού η επένδυση περιελάμβανε και καινούργιο μηχανολογικό εξοπλισμό), και κατά του οποίου είχε ασκηθεί σχετική ένσταση της ανωτέρω, γεγονός από το οποίο συναγόταν ότι υπήρξαν προβλήματα σχετικά με την πιστοποίηση τήρησης όλων των απαιτούμενων όρων που έπρεπε να διερευνηθούν, προκειμένου να εκδοθεί η σχετική απόφαση περί ολοκλήρωσης της επένδυσης.Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.


ΣτΕ/1311/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναίρεση της 2915/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία: α) απορρίφθηκε η αγωγή της δεύτερης αναιρεσίβλητης («... ΑΕ»), αναδόχου εκτέλεσης του δημοσίου έργου Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 και 2 του ν. 1882/1990, των διατάξεων του άρθρου 1 και 2 της, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας, 2048300/6844-11/0016/9.8.1990 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του ν.δ/τος 17.7.-13.8.1923 και του Αστικού Κώδικα περί εκχώρησης απαίτησης, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εκχωρηθείσας απαίτησης κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο θα πρέπει να υφίσταται η φορολογική ενημερότητα του εκχωρητή, αποδεικνυόμενη από το πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης της εκχώρησης ή έστω της γέννησης της εκχωρούμενης έννομης σχέσης ή έστω ο χρόνος που κατέστη ληξιπρόθεσμος η εκχωρηθείσα απαίτηση, αδυναμία δε προσκόμισης του αποδεικτικού ενημερότητας μετά τα ως άνω χρονικά διαστήματα δεν αντιτάσσεται στον εκδοχέα, η δε απαίτηση μετά την εκχώρηση περιέρχεται στον εκδοχέα, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να αντιταχθούν απαγορεύσεις ή περιορισμοί που αφορούν τον εκχωρητή. Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει επί του ζητήματος αυτού σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η ερμηνεία των διατάξεων που επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς, ως προς το ως άνω τιθέμενο νομικό ζήτημα. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε η παρ. 9 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, η οποία προστέθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3943/2011, στην οποία ορίζεται ρητά ότι, για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων, κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή, όσο και από τον εκδοχέα, και όχι οι διατάξεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 2048300/6844-11/0016/1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία, άλλωστε, είχε ήδη καταργηθεί με την 1109793/ 6134-11/0016/24.11.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.Απορρίπτει την αίτηση.


ΣΤΕ/1960/2009

Επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4575/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.Επειδή, περαιτέρω, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθόσον το Εφετείο δεν προέβη σε διαπίστωση για το πρόγραμμα που είχε υλοποιήσει η εταιρεία μέχρι την ημέρα του ελέγχου, ούτε ότι δεν συνέχισε την υλοποίηση του, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να μη της καταβληθεί μόνο η δαπάνη του μαθήματος που δεν εκτελέσθηκε λόγω της αναβολής του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην τρίτη σκέψη, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων αυτών, κατά την εκτέλεση του προγράμματος επιμόρφωσης, προβλέπεται ως συνέπεια μόνο η διακοπή της χρηματοδότησης του συνολική (πρ. βλ. Σ.τ.Ε. 1028/2004). Ακόμη, η αναιρεσείουσα προβάλει ότι καθ΄ ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω Υπουργικής απόφασης και των άρθρων 380, 382 και 386 του Αστικού Κώδικα, η διακοπή της χρηματοδότησης δεν ενεργεί αναδρομικώς αλλά μόνο για το μέλλον, διότι αποτελεί καταγγελία και όχι υπαναχώρηση από τη σύμβαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για συμβατική σχέση, αλλά για σχέση δημοσίου δικαίου της μονομερούς δηλαδή έγκρισης του προγράμματος επιμόρφωσης του προσωπικού της αναιρεσείουσας. Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι το Εφετείο παρανόμως δεν απάντησε στον επικουρικό λόγο της αγωγής της για απόδοση του αιτούμενου ποσού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ορθώς απερρίφθη σιγή από το Εφετείο ως μη ουσιώδης, αφού δεν νοείται αδικαιολόγητος πλουτισμός από νόμιμη αιτία, δηλαδή με βάση νόμιμη διοικητική πράξη, όπως κρίθηκε ανωτέρω.


ΣΤΕ 715/2013

Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες- ελεύθερος ανταγωνισμός: Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί α) κατά το μέρος της με το οποίο δέχεται ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία παραβίασε το άρθρο 2 του ν. 703/1977 και για τον λόγο ότι προέβη σε ολοκλήρωση της κατάργησης της προεπιλογής φορέα συνδρομητών, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει και να απαντήσει ειδικώς στον ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι στις περιπτώσεις κατάργησης της προεπιλογής ενεργούσε κατόπιν αιτημάτων των καταναλωτών, και β) ως προς το αμέσως συνεχόμενο προς την ανωτέρω κρίση ζήτημα της επιμέτρησης του προστίμου (600.000 ευρώ) για παράβαση της ανωτέρω διάταξης του ν. 703/1977 και για τον προεκτεθέντα λόγο (της κατάργησης της προεπιλογής φορέα). Δεδομένου δε ότι η υπόθεση χρήζει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκρίνισης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του ανωτέρω ουσιώδους ισχυρισμού της αναιρεσείουσας και περαιτέρω ως προς την προσήκουσα επιμέτρηση του επιβλητέου προστίμου για την παράβαση του άρθρου 2 του ν. 703/1977, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο για νόμιμη κατά τα ανωτέρω κρίση. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.


ΣΤΕ/3419/2009

Σύνταξη γήρατος:.Με τα δεδομένα αυτά το δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η απασχόληση της αναιρεσείουσας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν ευκαιριακή, συνεκτιμωμένου του ότι στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1998 δήλωσε και εισόδημα από εκμίσθωση αγροτεμαχίων στα ... ποσού 2.174.000 δρχ., και συνεπώς δεν εδικαιούτο συντάξεως γήρατος από τον …, διότι δεν είχε συμπληρώσει 25 απασχόληση από της ενηλικιώσεώς της.(..)Κατόπιν τούτων, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι έσφαλε η πρωτόδικη απόφαση την οποία και εξαφάνισε και απέρριψε στη συνέχεια την προσφυγή της αναιρεσείουσας. Με τον τρόπο όμως αυτό το δικάσαν δικαστήριο, κρίναν δηλαδή ότι η αναιρεσείουσα από το 1972 εγκατέλειψε κατά τρόπο μόνιμο και οριστικό την άσκηση του αγροτικού επαγγέλματος και εγκατεστάθη μόνιμα στην …, εξέφερε, κρίση αντίθετη προς όσα περιέχονται στις βεβαιώσεις του ανταποκριτή του .. του Δήμου ... και του εκπροσώπου της συνεταιριστικής οργάνωσης σχετικά με τον τόπο κατοικίας της αναιρεσείουσας. Προκειμένου, δε, να αιτιολογήσει την κρίση του αυτή αρκέσθηκε σε συνολική παράθεση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, τόσο εκείνων που τα αρμόδια όργανα του … και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν προεχόντως υπόψη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, όσο και των λοιπών στοιχείων, απομακρύνθηκε δε από τα βεβαιωθέντα από τα αυξημένης βαρύτητας δικαιολογητικά και προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο περιεχόμενο των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς όμως να διαλάβει την, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απαιτούμενη ειδική αιτιολογία. (πρβλ. ΣτΕ 741/2006) Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο, για νέα, νόμιμη κρίση.


Π.Δ.141/1988

Προσαρμογή διατάξεων της νομοθεσίας της σχετικής με το άρτιο μέρισμα των μονίμων υπαλλήλων του Μετοχικού Ταμείου Αεροπορίας, προς το βαθμολογικό καθεστώς του ν. 1586/86 (Α. 37) .


Κ1/63267/2020

Έγκριση πρόσθετης χρηματοδότησης για το έργο των σχολικών καθαριστών-τριών κατά το σχολικό έτος 2019-2020, λόγω αυξημένων αναγκών καθαριότητας των σχολικών μονάδων κατά τη διάρκεια του ωρολογίου προγράμματος, οι οποίες προκύπτουν από την επαναλειτουργία των σχολείων και τα ληφθέντα μέτρα τήρησης κοινωνικών αποστάσεων για την αποτροπή διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19.


ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1326/2023

Δημοσιονομική διόρθωση για την ανάκτηση ποσού 1.458.808,16 ευρώ, και περιορίστηκε το προς ανάκτηση ποσό στο ύψος του 1.048.917,29 ευρώ, απορρίφθηκε δε η έφεσή της κατά τα λοιπά. (Το Δικαστήριο κρίνει, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 14, ότι η παραβίαση από την αναιρεσείουσα του όρου ένταξης της πράξης που προέβλεπε ότι ο τελικός δικαιούχος είχε υποχρέωση να εκτελέσει τα υποέργα της πράξης δι’ ανάθεσης σε τρίτους σύμφωνα με τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων και όχι δι’ αυτεπιστασίας και τον οποίο η αναιρεσείουσα είχε δεσμευθεί ότι θα τηρήσει, συνιστά ουσιώδη παρατυπία καθόσον προδήλως απέβλεπε στην ποιότητα εκτέλεσης του έργου, η παρατυπία δε αυτή δικαιολογεί την ανάκτηση της κοινοτικής συνδρομής της συγκεκριμένης ενέργειας προκειμένου αυτή να επανέλθει στις πιστώσεις του προγράμματος, καθώς η πληρωμή μη επιλέξιμης δαπάνης, όπως, εν προκειμένω, η δαπάνη μισθοδοσίας του μόνιμου προσωπικού της αναιρεσείουσας, είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του προϋπολογισμού της πράξης. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η κατασκευή του έργου δι’ αυτεπιστασίας δεν είχε καμία δημοσιονομική επίπτωση ούτε επαγόταν πρόσθετη επιβάρυνση του προϋπολογισμού της πράξης, σε σύγκριση προς την τυχόν ανάθεση της εκτέλεσης του έργου σε τρίτους, ερείδεται επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι ο τελικός δικαιούχος μιας συγχρηματοδοτούμενης πράξης έχει την ευχέρεια να προβαίνει σε δαπάνες που δεν είναι επιλέξιμες και των οποίων δεν έχει εγκριθεί η χρηματοδότηση σύμφωνα με τους όρους ένταξης της πράξης. Σε κάθε περίπτωση, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην ποσοτικός προσδιορισμός της ζημίας, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα, αλλά αρκεί ότι η σχετική παρατυπία ήταν ικανή να προκαλέσει ζημία στον εθνικό και ενωσιακό προϋπολογισμό, προϋπόθεση που εν προκειμένω πληρούται. Πράγματι, η πληρωμή των εργασιών αυτών, οι οποίες δεν είχαν ανατεθεί νομίμως, συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, σοβαρή παρατυπία κατά την εκτέλεση της σύμβασης, δυνάμενη να έχει ουσιώδη αντίκτυπο στον ενωσιακό και εθνικό προϋπολογισμό, προεχόντως λόγω της απόκλισης από τη διαδικασία ανάθεσης σε ανάδοχο, πληρούντα τα εχέγγυα που απαιτεί η διαδικασία ανάδειξης, και αντ΄ αυτού η χρησιμοποίηση προσωπικού υπάρχοντος, ήδη διαθέσιμου στην αναιρεσείουσα, του οποίου η επιλογή δεν διέρχεται της επιβαλλόμενης διαδικασίας ανάθεσης. Περαιτέρω, αλυσιτελώς προβάλλει η αναιρεσείουσα ότι η κατασκευή του έργου δι’ αυτεπιστασίας αποτελεί σύννομο τρόπο ανάθεσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, καθώς αιτία της ανάκτησης του ποσού με την επίδικη δημοσιονομική διόρθωση δεν ήταν το σύννομο ή μη της ανάθεσης έργων δι΄ αυτεπιστασίας σύμφωνα με τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, αλλά η παραβίαση του όρου ένταξης της πράξης, σύμφωνα με τον οποίο ο τελικός δικαιούχος είχε υποχρέωση να εκτελέσει τα υποέργα αυτής με ανάθεση σε τρίτους.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.