ΣΤΕ/3419/2009
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Σύνταξη γήρατος:.Με τα δεδομένα αυτά το δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η απασχόληση της αναιρεσείουσας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν ευκαιριακή, συνεκτιμωμένου του ότι στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1998 δήλωσε και εισόδημα από εκμίσθωση αγροτεμαχίων στα ... ποσού 2.174.000 δρχ., και συνεπώς δεν εδικαιούτο συντάξεως γήρατος από τον …, διότι δεν είχε συμπληρώσει 25 απασχόληση από της ενηλικιώσεώς της.(..)Κατόπιν τούτων, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι έσφαλε η πρωτόδικη απόφαση την οποία και εξαφάνισε και απέρριψε στη συνέχεια την προσφυγή της αναιρεσείουσας. Με τον τρόπο όμως αυτό το δικάσαν δικαστήριο, κρίναν δηλαδή ότι η αναιρεσείουσα από το 1972 εγκατέλειψε κατά τρόπο μόνιμο και οριστικό την άσκηση του αγροτικού επαγγέλματος και εγκατεστάθη μόνιμα στην …, εξέφερε, κρίση αντίθετη προς όσα περιέχονται στις βεβαιώσεις του ανταποκριτή του .. του Δήμου ... και του εκπροσώπου της συνεταιριστικής οργάνωσης σχετικά με τον τόπο κατοικίας της αναιρεσείουσας. Προκειμένου, δε, να αιτιολογήσει την κρίση του αυτή αρκέσθηκε σε συνολική παράθεση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, τόσο εκείνων που τα αρμόδια όργανα του … και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν προεχόντως υπόψη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, όσο και των λοιπών στοιχείων, απομακρύνθηκε δε από τα βεβαιωθέντα από τα αυξημένης βαρύτητας δικαιολογητικά και προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο περιεχόμενο των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς όμως να διαλάβει την, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απαιτούμενη ειδική αιτιολογία. (πρβλ. ΣτΕ 741/2006) Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό της μέρος, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο, για νέα, νόμιμη κρίση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ 3675/2015
Παροχή υπηρεσιών υγείας- αχρεώστητη είσπραξη χρημάτων από ασφαλιστικό φορέα: Κατ’ ακολουθία, νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, υπολογίσθηκε το επίδικο πρόστιμο κατά μήνα παραβάσεως και πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμα, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.Ενόψει δε της, κατά τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, αιτιολογημένης κρίσεως του Διοικητικού Εφετείου, τα περαιτέρω προβαλλόμενα περί μετατροπής της επιβληθείσης στην αναιρεσείουσα κυρώσεως σε αυστηρή σύσταση ή άλλως, περί μειώσεως του επιβληθέντος προστίμου πλήττουν την ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΣτΕ 1819/2009). Τέλος, απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ότι το επιβληθέν πρόστιμο είναι δυσανάλογο προς την οικονομική ζημία την οποία υπέστη ο Οργανισμός από τις αποδοθείσες στην αναιρεσείουσα παραβάσεις, κατ’ επίκληση του, ομοίως απαραδέκτως προσκομισθέντος με το ως άνω υπόμνημα, υπ’ αριθμ. 690/1.6.2010 εγγράφου του Διοικητή του αναιρεσιβλήτου Οργανισμού, με το οποίο προσδιορίσθηκε το συνολικό ποσό της οικονομικής ζημίας που υπέστη, κατά τα ανωτέρω, ο ... στο ποσό των 52.493,63 ευρώ. Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της.
ΣΤΕ/2475/2019
Απονομή σύνταξης...Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 26.10.2017 και, επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, η κρινόμενη διαφορά ανέκυψε από αμφισβήτηση σχετικά με τον χρόνο έναρξης καταβολής στην αναιρεσείουσα σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της και, επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην 4η σκέψη, έχει προσδιορίσιμο χρηματικό αντικείμενο το οποίο συνίσταται στο ποσό των συντάξεων της αναιρεσείουσας, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.12.1994 έως 8.10.1995, και ανέρχεται σε 4.437,15 ευρώ (βλ. το .....2019 έγγραφο του ... προς το Δικαστήριο με αριθμ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ .....2019), είναι δηλαδή κατώτερο του κατά την ανωτέρω διάταξη ποσού των 40.000 ευρώ και, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση ασκείται απαραδέκτως κατά την παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Υπό τα δεδομένα δε αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι οι περαιτέρω ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί παράβασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και περί αντίθεσης των κρίσεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς νομολογία Ανωτάτων Δικαστηρίων, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας
ΣΤΕ 715/2013
Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες- ελεύθερος ανταγωνισμός: Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί α) κατά το μέρος της με το οποίο δέχεται ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία παραβίασε το άρθρο 2 του ν. 703/1977 και για τον λόγο ότι προέβη σε ολοκλήρωση της κατάργησης της προεπιλογής φορέα συνδρομητών, χωρίς προηγουμένως να εξετάσει και να απαντήσει ειδικώς στον ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι στις περιπτώσεις κατάργησης της προεπιλογής ενεργούσε κατόπιν αιτημάτων των καταναλωτών, και β) ως προς το αμέσως συνεχόμενο προς την ανωτέρω κρίση ζήτημα της επιμέτρησης του προστίμου (600.000 ευρώ) για παράβαση της ανωτέρω διάταξης του ν. 703/1977 και για τον προεκτεθέντα λόγο (της κατάργησης της προεπιλογής φορέα). Δεδομένου δε ότι η υπόθεση χρήζει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκρίνισης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του ανωτέρω ουσιώδους ισχυρισμού της αναιρεσείουσας και περαιτέρω ως προς την προσήκουσα επιμέτρηση του επιβλητέου προστίμου για την παράβαση του άρθρου 2 του ν. 703/1977, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο για νόμιμη κατά τα ανωτέρω κρίση. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.
ΣΤΕ 1764/2006
Επίδομα θέσης προϊσταμένου: Επειδή, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το επίδομα θέσης προϊσταμένου δικαιούται να λάβει και ο αναπληρωτής προϊστάμενος, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω μη πλήρωσης της σχετικής οργανικής θέσης του προϊσταμένου, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο το αρμόδιο όργανο δεν προέβη στην επιλογή προσώπου για την κάλυψη της θέσης αυτής. Και τούτο διότι το επίδομα αυτό δεν συνδέεται με συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά χορηγείται σε εκείνον, ο οποίος, έχοντας τα νόμιμα προσόντα, εκλέγεται για να ασκεί εν τοις πράγμασι τα καθήκοντα προϊσταμένου και για όσο χρόνο ασκούνται τα καθήκοντα αυτά. Ενόψει αυτών και υπό τα προαναφερθέντα δεδομένα, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση του αναιρεσείοντος να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο το αιτούμενο από αυτόν επίδομα, για το χρονικό διάστημα από 1.3.1995 (δύο μήνες μετά τη μη πλήρωση της οργανικής θέσης του Διευθυντή) έως 31.7.1996, δεν ήταν νόμιμη, καθόσον, αφού αυτός ασκούσε πραγματικά τα καθήκοντα του Διευθυντή του Ινστιτούτου … από την ημέρα που η θέση παρέμεινε κενή, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί το ν.π.δ.δ., εδικαιούτο το εν λόγω επίδομα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η θέση του Διευθυντή δεν είχε πληρωθεί, όπως είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατόπιν αυτών, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση του αιτούντος.(..)Επειδή, ο λόγος ότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το Διοικητικό Εφετείο το προαναφερθέν έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι απορριπτέος, καθόσον στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το δικάσαν δικαστήριο το έλαβε υπ’ όψιν του. Περαιτέρω δε και ο λόγος, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων από το δικάσαν δικαστήριο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση αυτή, ως κρίση περί πραγμάτων, δεν ελέγχεται κατ’ αναίρεσιν. Εξάλλου, κατά της σκέψεως του δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με την ερμηνεία των κρίσιμων εν προκειμένω διατάξεων δεν προβάλλεται συγκεκριμένη αιτίαση και ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΣΤΕ/2555/2004
Παροχή υπηρεσιών..:Επειδή, ως προς την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα παρέσχε και υπηρεσίες προς την ... άλλες από τις υπαγόμενες στο άρθρο 15 παρ. 8 του Ν.Δ. 3843/1958, η πλησσόμενη με την κρινόμενη αίτηση κρίση του διοικητικού εφετείου αιτιολογείται επαρκώς και χωρίς αντιστροφή βάρους αποδείξεως δι' αναφοράς στους όρους της μεταξύ των συναφθείσας συμβάσεως, όπως στον όρο της υποχρεώσεως για την εφαρμογή της αναδιαρθρώσεως του κεφαλαίου, και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η περαιτέρω, όμως, κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία το ήμισυ της ληφθείσας από την αναιρεσείουσα αμοιβής υπόκειται στον κατά την διάταξη αυτή τρόπο φορολογήσεως, ενώ το υπόλοιπο υπόκειται σε φόρο εισοδήματος κατά τις διατάξεις περί φορολογήσεως του εκ μονίμου εγκαταστάσεως στην Ελλάδα εισοδήματος αλλοδαπών εταιρειών, δεν είναι νόμιμη διότι, εφ’ όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, στην προκειμένη περίπτωση συμφωνήθηκε αμοιβή ενιαία, τόσο για την κατάρτιση μελετών οικονομικής φύσεως, όσο και για την εφαρμογή τους, το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4, ώφειλε να αποβλέψει στον κύριο σκοπό στον οποίο απέβλεψαν τα συμβληθέντα μέρη και να κρίνει αν, κατά τον προέχοντα χαρακτήρα της, η σύμβαση αυτή αφορά την κατάρτιση μελετών ή την εφαρμογή τους και, επίσης, αν το κύριο τμήμα της αμοιβής κατεβλήθη για την κατάρτιση ή για την εφαρμογή της μελέτης, εν συνεχεία, δε, να υπαγάγει το σύνολο της αμοιβής της αναιρεσείουσας στον φόρο κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο φορολογήσεως. Για τον λόγο αυτό, του οποίου η εξέταση καθίσταται αναγκαία ως εκ του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τον κύριο φόρο, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ/1877/2004
Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η 955/379/12.6.1991 πράξη της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου Ταμείου αποτελεί πράξη εκτελέσεως της 21/3/4.6.1991 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και συνεπώς δεν προσβάλλεται με προσφυγή αλλά με ανακοπή κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., δέχθηκε δε περαιτέρω ότι η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου αποτελεί την πράξη καταλογισμού των ενδίκων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού του αναιρεσιβλήτου Ταμείου (Α.Υ.Ε. 34333/1935, ΦΕΚ 145, τ. Παράρτημα), η οποία είναι εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται με προσφυγή. Εξάλλου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βεβαιώνει ότι η ως άνω καταλογιστική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα εταιρία. Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έπρεπε να θεωρήσει ότι η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρίας στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του π.δ. 341/1978, δεδομένου ότι με την ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ κατά της πράξεως της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ενόψει του ότι προβλέπεται προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν ήταν δυνατή η προβολή λόγων που αναφέρονται στο κατ' ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 186/1998, 2282/2000 Ολ., 1776/2002). Για το λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Περαιτέρω, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
ΣΤΕ 4714/2013
Επιλογή προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων:Επειδή, όσον αφορά τη δοθείσα προφορική συνέντευξη, ούτε από το οικείο πρακτικό του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ούτε από άλλο στοιχείο του φακέλου προκύπτει ότι το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο συνέταξε, όπως απαιτείται κατά τα ήδη εκτεθέντα, συνοπτικό έστω πρακτικό, είτε αυτοτελές, είτε ενσωματωμένο στην απόφασή του, για την ενώπιόν του διαδικασία της συνέντευξης των υποψηφίων και για τη διαμορφωθείσα από αυτό γνώμη, σχετικά με την προσωπικότητα και την εν γένει ικανότητα κάθε υποψήφιου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης. Η παράλειψη σύνταξης σχετικού πρακτικού από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο με το ανωτέρω περιεχόμενο συνιστά, κατά τα ήδη εκτεθέντα, παράβαση ουσιώδους τύπου της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας, είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την έκθεση απόψεων της Διοίκησης, σύμφωνα με τα οποία αρκεί, κατά την έννοια του νόμου, να βεβαιώνεται στην απόφαση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου, όπως έγινε εν προκειμένω, ότι κατά την προφορική συνέντευξη έγινε συζήτηση των μελών του Συμβουλίου με κάθε υποψήφιο σε συγκεκριμένο κύκλο θεμάτων, πρόσφορων για τη συγκεκριμένη κρίση. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα, νόμιμη, κρίση, μετά από τήρηση του ως άνω ουσιώδους τύπου.
ΣτΕ/352/2016
Πρόστιμο για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. ζητείται η αναίρεση της 5167/2003 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η 3711/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσθηκε προσφυγή του ιδίου και ακυρώθηκε η 125/1999 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΒ΄ Αθηνών. Με την τελευταία αυτή πράξη επιβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο πρόστιμο 2.016.751.880 δρχ., για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (..) Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της έκδοσης τιμολογίου εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Περαιτέρω, σε περίπτωση που τιμολόγια παροχής υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από την φορολογική αρχή ως εικονικά επί τη βάσει ορισμένων στοιχείων, το διοικητικό δικαστήριο της ουσίας ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός υποχρεούται, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 144επ. του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που διέπουν τα ζητήματα της απόδειξης κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, προκειμένου να εκφέρει την κρίση του, να σχηματίσει πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, κάνοντας χρήση των επιτρεπόμενων από τον εν λόγω Κώδικα αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και τα δικαστικά τεκμήρια περί της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αφού εκτιμήσει συνολικά τα υφιστάμενα στον φάκελο της υπόθεσης στοιχεία, και όχι μεμονωμένα το καθένα από αυτά (..)Επειδή, οι ανωτέρω κρίσεις του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένες..Και τούτο διότι το δικάσαν δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε, στο σύνολό τους, τόσο τα στοιχεία που προέκυψαν από τον φορολογικό έλεγχο όσο και τα στοιχεία που, ήδη πρωτοδίκως, είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ο αναιρεσίβλητος, κατέληξε στην κρίση ότι η φορολογική αρχή, η οποία έφερε το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε, όπως όφειλε, το εν προκειμένω κρίσιμο για τον καταλογισμό του ένδικου προστίμου σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, ότι δηλαδή πραγματικός φορέας άσκησης της επίμαχης επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν ο τελευταίος ...Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
ΣΤΕ/1287/2013
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, περαιτέρω, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 4, το δικάσαν Εφετείο έσφαλε κατά την κρίση του ότι το κέρδος που αποκόμισε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην κλινική «…», έπρεπε να συνυπολογισθεί στη ζημία που αυτός υπέστη. Τούτο δε, διότι η ωφέλεια από τους μισθούς που έλαβε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην ως άνω κλινική, δεν προήλθε από το ζημιογόνο αποκλεισμό του από το διαγωνισμό, εξαιτίας του οποίου δεν διορίσθηκε από 1.1.1998, αλλά οφείλεται στη δική του αυτόνομη δραστηριότητα, η οποία πηγάζει από την ελευθερία δράσης του, υπερβαίνοντας την κατ΄ άρθρο 300 του ΑΚ υποχρέωσή του για περιορισμό της έκτασης της ζημίας (πρβλ. ΑΠ 1278/2005), και, ως εκ τούτου, συνιστά αυτοτελή λόγο κτήσης και διατήρησης του κέρδους από αυτόν, εκτός του δικαίου της αποζημίωσης. Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο καταλογισμός του προκύψαντος οφέλους στη ζημία αντίκειται στην καλή πίστη, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτό, η Διοίκηση θα επωφελείτο από την επιμέλεια εκείνου, κατά του οποίου είχε εκδοθεί η κριθείσα ως παράνομη πράξη της, με αποτέλεσμα να περιορίζονται, από ενέργειες του ζημιωθέντος, οι συνέπειες της παρανομίας της. Επομένως, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να αναιρεθεί και κατά το κεφάλαιό της αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 3606/2012).Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί, στο σύνολό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου δε ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει κατ΄ ουσίαν. Δικάζοντας δε την υπόθεση, κρίνει ότι η έφεση του αναιρεσιβλήτου/εκκαλούντος Δημοσίου πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, να απορριφθεί.Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ότι το αναιρεσίβλητο Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της κατ’ έφεση δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97).
ΣΤΕ/2037/2007
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα είχε προβάλει τον επικουρικό ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω ψηφοδέλτιο θα έπρεπε να κριθεί άκυρο από το διοικητικό πρωτοδικείο, διότι έφερε «εμφανή ένδειξη πατημασιάς», στοιχείο που απεδείκνυε, κατά την αναιρεσείουσα, την πρόθεση του εκλογέα να αποδοκιμάσει το συνδυασμό. Το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής : «Ο ισχυρισμός της ενισταμένης ότι το με αριθμό 263 ψηφοδέλτιο του συνδυασμού του καθ ου η ένσταση του . . . [386ου] εκλογικού τμήματος πρέπει να κριθεί ως άκυρο διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, φέρει εμφανή ένδειξη πατημασιάς που αποδεικνύει την πρόθεση του εκλογέως να αποδοκιμάσει το συνδυασμό, απορριπτέος κρίνεται ως αβάσιμος ενόψει του ότι ο ρύπος που αχνά και όχι εμφανώς εμφαίνεται στο εν λόγω ψηφοδέλτιο προφανώς οφείλεται σε αδεξιότητα του ψηφοφόρου, από τα χέρια του οποίου τυχόν κατέπεσε». Η κρίση όμως αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού τούτο παρέλειψε να εξετάσει τον ως άνω κύριο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ο οποίος ήταν ουσιώδης, αφού, σε περίπτωση που ήταν αληθής, το ανωτέρω ψηφοδέλτιο δεν θα συνυπολογιζόταν στα έγκυρα, λόγω της ακυρώσεώς του από την εφορευτική επιτροπή, δεν θα ηδύνατο δε το δικαστήριο της ουσίας να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την ορθότητα της κρίσεως της εφορευτικής επιτροπής περί ακυρότητας του ψηφοδελτίου.(...)Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση. Αναιρεί εν μέρει την 363/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου …, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναιρούμενα μέρη, για νέα, νόμιμη, κρίση, σύμφωνα με το σκεπτικό.