ΣΤΕ/1287/2013
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, περαιτέρω, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 4, το δικάσαν Εφετείο έσφαλε κατά την κρίση του ότι το κέρδος που αποκόμισε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην κλινική «…», έπρεπε να συνυπολογισθεί στη ζημία που αυτός υπέστη. Τούτο δε, διότι η ωφέλεια από τους μισθούς που έλαβε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην ως άνω κλινική, δεν προήλθε από το ζημιογόνο αποκλεισμό του από το διαγωνισμό, εξαιτίας του οποίου δεν διορίσθηκε από 1.1.1998, αλλά οφείλεται στη δική του αυτόνομη δραστηριότητα, η οποία πηγάζει από την ελευθερία δράσης του, υπερβαίνοντας την κατ΄ άρθρο 300 του ΑΚ υποχρέωσή του για περιορισμό της έκτασης της ζημίας (πρβλ. ΑΠ 1278/2005), και, ως εκ τούτου, συνιστά αυτοτελή λόγο κτήσης και διατήρησης του κέρδους από αυτόν, εκτός του δικαίου της αποζημίωσης. Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο καταλογισμός του προκύψαντος οφέλους στη ζημία αντίκειται στην καλή πίστη, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτό, η Διοίκηση θα επωφελείτο από την επιμέλεια εκείνου, κατά του οποίου είχε εκδοθεί η κριθείσα ως παράνομη πράξη της, με αποτέλεσμα να περιορίζονται, από ενέργειες του ζημιωθέντος, οι συνέπειες της παρανομίας της. Επομένως, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να αναιρεθεί και κατά το κεφάλαιό της αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 3606/2012).Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί, στο σύνολό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου δε ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει κατ΄ ουσίαν. Δικάζοντας δε την υπόθεση, κρίνει ότι η έφεση του αναιρεσιβλήτου/εκκαλούντος Δημοσίου πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, να απορριφθεί.Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ότι το αναιρεσίβλητο Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της κατ’ έφεση δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/914/2013
Αναδρομικός διορισμός.(,,,) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την 1776/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ακυρώθηκε η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου Δήμου να περιλάβει τον αναιρεσείοντα στον πίνακα διοριστέων και, στη συνέχεια, σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή ο αναιρεσείων περιελήφθη τελικώς στον πίνακα αυτόν και διορίσθηκε στην υπηρεσία του αναιρεσιβλήτου Δήμου. Ο τελευταίος δε όφειλε..., ως αρμόδιος κατά το νόμο φορέας, να διορίσει τον αναιρεσείοντα αναδρομικώς από το χρόνο του διορισμού του στη θέση από την οποία απολύθηκε, ώστε να αρθούν οι συνέπειες της ακυρωθείσης παραλείψεώς του. Η υποχρέωση αυτή, εξάλλου, απορρέει, κατά το Σύνταγμα, ευθέως από την ακυρωτική απόφαση, χωρίς να απαιτείται ρητή μνεία της υποχρεώσεως αυτής στην ακυρωτική απόφαση. Κατόπιν τούτου, η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου Δήμου να προσδώσει αναδρομικότητα στην πράξη διορισμού του αναιρεσείοντος, ώστε αυτή να ανατρέξει στον χρόνο της αρχικής προσλήψεώς του και, περαιτέρω, η μη καταβολή των αποδοχών του χρονικού διαστήματος της αναδρομής αποτελεί, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ., παράνομη παράλειψη του Δήμου . Εξάλλου, υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως έχει ο αναιρεσίβλητος Δήμος, εφόσον πρόκειται για αποζημίωση αποδοχών υπαλλήλου του, ανεξαρτήτως αν στη διαδικασία επιλογής μετέσχε, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, και το Α.Σ.Ε.Π... Τα αντίθετα κρίνοντας το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, έσφαλε και για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση..
ΕλΣυν.ΕλάσσοναΟλομ/483/2016
Οφειλές Δημοσίου:Συνεπώς, κατά τα γενόμενα δεκτά στις νομικές σκέψεις της παρούσας, εσφαλμένα με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να καταβάλει τους οφειλόμενους τόκους της ανωτέρω επιδικασθείσας απαίτησης με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών, και όχι με αυτό του 6%, και, επομένως, ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ/Β2/722/2019
ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:Εν προκειμένω, οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως "..." οι αφορώντες τον Π. Μ. έχουν κατά τα ανωτέρω απορριφθεί, επομένως η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν, όπως επίσης πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναιρέσεως του ιδίου, της οποίας ο μόνος λόγος απερρίφθη ως απαράδεκτος. Ως προς τους Θ. Α., Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ. η αίτηση αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως "...", εν όψει των κατά τα ανωτέρω δεκτών γενομένων λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί καθ' ολοκληρίαν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση, ενώ παρέλκει κατά τα προαναφερθέντα η εξέταση των έκτου και εβδόμου λόγων της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίοι αφορώντες την Α. Α. και τον Α. Τ. αντιστοίχως περιέχουν αιτιάσεις ως προς επί μέρους διατάξεις, ως προς τις οποίες η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει κατά τα ανωτέρω αναιρεθεί δυνάμει των δεκτών γενομένων λόγων. Eπειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθούν η δημοτική επιχείρηση "..." ως αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του Π. Μ. και ο Π. Μ. ως αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δημοτικής επιχειρήσεως "..." επίσης οι Θ. Α.ς, Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δημοτικής επιχειρήσεως "...", ως ορίζεται στο διατακτικό.
ΣΤΕ/1960/2009
Επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4575/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.Επειδή, περαιτέρω, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθόσον το Εφετείο δεν προέβη σε διαπίστωση για το πρόγραμμα που είχε υλοποιήσει η εταιρεία μέχρι την ημέρα του ελέγχου, ούτε ότι δεν συνέχισε την υλοποίηση του, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να μη της καταβληθεί μόνο η δαπάνη του μαθήματος που δεν εκτελέσθηκε λόγω της αναβολής του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην τρίτη σκέψη, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων αυτών, κατά την εκτέλεση του προγράμματος επιμόρφωσης, προβλέπεται ως συνέπεια μόνο η διακοπή της χρηματοδότησης του συνολική (πρ. βλ. Σ.τ.Ε. 1028/2004). Ακόμη, η αναιρεσείουσα προβάλει ότι καθ΄ ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω Υπουργικής απόφασης και των άρθρων 380, 382 και 386 του Αστικού Κώδικα, η διακοπή της χρηματοδότησης δεν ενεργεί αναδρομικώς αλλά μόνο για το μέλλον, διότι αποτελεί καταγγελία και όχι υπαναχώρηση από τη σύμβαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για συμβατική σχέση, αλλά για σχέση δημοσίου δικαίου της μονομερούς δηλαδή έγκρισης του προγράμματος επιμόρφωσης του προσωπικού της αναιρεσείουσας. Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι το Εφετείο παρανόμως δεν απάντησε στον επικουρικό λόγο της αγωγής της για απόδοση του αιτούμενου ποσού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ορθώς απερρίφθη σιγή από το Εφετείο ως μη ουσιώδης, αφού δεν νοείται αδικαιολόγητος πλουτισμός από νόμιμη αιτία, δηλαδή με βάση νόμιμη διοικητική πράξη, όπως κρίθηκε ανωτέρω.
ΝΣΚ/113/2022
Εάν, ιατρός, μέλος Δ.Ε.Π. Τμήματος Ιατρικής, επιλέξει να ενταχθεί στην κατηγορία μερικής απασχόλησης, απαλλάσσεται πλήρως από τα κλινικά του καθήκοντα στην Πανεπιστημιακή Κλινική που έχει τοποθετηθεί, ή μειώνονται και τα κλινικά καθήκοντά του, όπως τα διδακτικά και τα ερευνητικά.(....)Η ένταξη ιατρού, μέλους Δ.Ε.Π. Τμήματος Ιατρικής, τοποθετημένου σε Πανεπιστημιακή Κλινική, σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, έχει ως έννομη συνέπεια τον περιορισμό στο ήμισυ του χρόνου παροχής μόνο του, κατ’ άρθρο 64 παρ. 1 περ. (α) έως (γ) του ν. 4957/2022 διδακτικού του έργου και του, κατ’ άρθρο 155 παρ. 2 περ. (β) του ιδίου νόμου, κάθε μορφής διδακτικού, ερευνητικού, επιστημονικού, εργαστηριακού και διοικητικού έργου και δεν συνεπάγεται την ένταξή του στο ίδιο καθεστώς (μερικής απασχόλησης), ως προς το υποχρεωτικά παρεχόμενο, κατά την παράγραφο 1 περίπτωση (η) σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, κλινικό έργο προς την Πανεπιστημιακή Κλινική, στην οποία έχει τοποθετηθεί, από την παροχή του οποίου, εξάλλου, ουδόλως απαλλάσσεται (ομόφωνα).
ΣΤΕ/4364/2014
Εκτέλεση έργου:..Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, διότι ο ισχυρισμός που προέβαλε το αναιρεσείον με το από 19.6.2006 υπόμνημά του ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, κατά τον οποίο ο υποβληθείς από την αναιρεσίβλητη 6ος λογαριασμός του έργου δεν συνοδευόταν από τις απαραίτητες, κατά το νόμο, για την πληρωμή του βεβαιώσεις περί ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας αυτής, δεν ήταν αλυσιτελής, όπως βασίμως προβάλλεται. Τούτο δε διότι σε περίπτωση που η αναιρεσίβλητη δεν είχε υποβάλει μαζί με τον 6ο λογαριασμό και τις ανωτέρω βεβαιώσεις, δεν θα υφίστατο υπαιτιότητα του Δημοσίου ως κυρίου του έργου για τη μη πληρωμή του και συνεπώς, δεν θα ήταν νόμιμη η από 21.6.2004 δήλωση της αναιρεσίβλητης περί διακοπής των εργασιών του έργου, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4.Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
ΣΤΕ/100/2011
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών σε υπάλληλο του Δήμου:... Επειδή, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου υποχρεούται να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από την πράξη που ακυρώθηκε, εκδίδοντας, κατά περίπτωση, άλλες πράξεις με αναδρομική ισχύ, ώστε να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή δεν είχε λάβει χώρα η ακυρωθείσα παράλειψη. Εν προκειμένω, με την 1718/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ακυρώθηκε η παράλειψη του Δήμου ... να περιλάβει την αναιρεσείουσα στον πίνακα διοριστέων στις επίδικες θέσεις, κρίθηκε δε ότι πρέπει να χωρήσει επανακατάταξη της στον οικείο πίνακα βάσει του τίτλου σπουδών και τυχόν εγγραφή της στον πίνακα διοριστέων . Επομένως, αφού η αναιρεσείουσα, σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω απόφαση, περιελήφθη τελικώς στον πίνακα διοριστέων, ο αναιρεσίβλητος Δήμος όφειλε, ως αρμόδιος κατά το νόμο φορέας, να την διορίσει αναδρομικώς από του χρόνου του διορισμού της στην θέση από την οποία απολύθηκε, ώστε να αρθούν οι συνέπειες της ακυρωθείσας παραλείψεως του. Η υποχρέωση αυτή εξάλλου, απορρέει κατά το Σύνταγμα ευθέως από την ακυρωτική απόφαση, χωρίς να απαιτείται η ρητή μνεία της. Κατόπιν τούτου, η παράλειψη του Δήμου ... να προσδώσει αναδρομικότητα στην 235/2002 πράξη του Δημάρχου ώστε να ανατρέξει στο χρόνο της αρχικής προσλήψεως της αναιρεσείουσας, και περαιτέρω, η μη καταβολή των αποδοχών που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα της αναδρομής, αποτελεί παράνομη παράλειψη αυτού κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ (πρβλ. ΣτΕ 1631/2000). Εξάλλου, υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως έχει ο αναιρεσίβλητος Δήμος, καθόσον πρόκειται για αποζημίωση αποδοχών υπαλλήλου του, ανεξαρτήτως αν στη διαδικασία επιλογής μετέσχε, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, και το ... (πρβλ. ΣτΕ 2557/2006). Τα αντίθετα κρίνοντας το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, έσφαλε και για το λόγο αυτό που προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο της Επικρατείας, εκδικάζει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 57 παρ. 2 του π.δ. 18/89 την από 24.2.2007 έφεση του Δήμου ... κατά της 11892/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, και κρίνει ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, περαιτέρω δε, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι ο Δήμος ... πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 275 παρ. 1 ΚΔΔ - ν. 2717/99 Α΄ 97).
ΣτΕ/3575/2013
ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.
ΑΠ/1554/1997
- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 του α.ν.539/1945, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του ν.δ.3755/1957, ο εργοδότης που αρνήθηκε να χορηγήσει στο μισθωτό του τη νόμιμη κατ’ έτος άδειά του, υποχρεούται, μόλις λήξει το έτος, κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σ’ αυτόν: α) τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της άδειας και β) προσαύξηση των αποδοχών τούτων κατά 100% (δηλαδή τις αποδοχές άδειας στο διπλάσιο). Η προσαύξηση αυτή θεωρείται αστική κύρωση της υπερημερίας του εργοδότη. Γι΄ αυτό και προϋποθέτει, υπαιτιότητα τούτου, έστω και στο βαθμό της ελαφράς αμέλειας (Α.Κ. 300), η οποία όμως, (υπαιτιότητα), δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν ζήτησε την άδεια, οπότε και δεν δικαιούται την προσαύξηση. Συνεπώς το Εφετείο, που έκρινε ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούται την προσαύξηση των αποδοχών άδειας (για τα έτη 1990-1993), διότι δεν είχε ζητήσει την άδειά του «ενόψει επιθυμούμενης μεταφοράς της σε επόμενα έτη» και απέρριψε ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν την αγωγή του, ως προς την προσαύξηση αυτή, δεν παραβίασε την ως άνω διάταξη και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά την από το άρθρο 559 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., αντίθετή αιτίασή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά την από το άρθρο 559 παρ.19 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο «δεν αναφέρει έστω και ένα από τους λόγους που το οδήγησαν στο να σχηματίσει την πεποίθηση, ότι δεν ζήτησε ο αναιρεσείων από τον αναιρεσίβλητο να του χορηγήσει τις επίδικες άδειες», είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, προεχόντως διότι υπό την επίκληση της πλημμέλειας του ως άνω άρθρου πλήσσει την επί της ουσίας, ανέλεγκτη (561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) κρίση του Εφετείου.
ΣτΕ/1311/2019
Επιδόματα εορτών και αδείας:Επειδή, επιλυθέντος, κατά τα ανωτέρω, του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας της διάταξης της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση, δεδομένου ότι ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, καθώς και οι μοναδικοί προβαλλόμενοι με την αγωγή και την παρέμβαση ισχυρισμοί, αφορούν την αντίθεση της ως άνω διάταξης του ν. 4093/2012 με τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις. Ενόψει τούτων το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, κατ’ αποδοχήν της αίτησης ή αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, να αναιρεθεί η 177/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ΧΧΧ και, περαιτέρω, δικάζοντας επί της αγωγής, ότι πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί αντίθεσης της προαναφερόμενης διάταξης του ν. 4093/2012 προς τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ.1 και 4 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή στο σύνολό της, καθώς και η ασκηθείσα παρέμβαση.