ΕΣ/Α ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/545/2023
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλόμενης απόφασης με την ειδικότερη αιτίαση ότι στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν ευθύνη του για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας του καταλογισμού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τα δεκτά γενόμενα στις σκέψεις 22 και 26 η ευθύνη των ελεγχομένων υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων είναι αντικειμενική και ουδόλως συναρτάται με την υποκειμενική τους συμπεριφορά. Εφόσον δηλαδή αυτοί απέκτησαν περιουσιακό όφελος, την νόμιμη προέλευση του οποίου δεν μπόρεσαν να αποδείξουν κατά την διαδικασία ενώπιον του Τμήματος, τεκμαίρεται ότι αυτό προήλθε από την, κατ’ εκμετάλλευση της θέσης τους, διάπραξη αθέμιτων εις βάρος και επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών και για το λόγο αυτό καταλογίζονται. Ενόψει τούτων, το δικάσαν Τμήμα με πλήρη και επαρκή αιτιολογία έκρινε ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε τη νόμιμη προέλευση ποσού τριάντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (38.751,89) και για τον λόγο αυτό καταλόγισε το ποσό αυτό σε βάρος του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020, Α΄ 127).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.7/2187/2016
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Υπό αυτά τα δεδομένα –δυνάμει της απονεμηθείσας, με τα άρθρα 27 παρ. 1 και 33 παρ. 1 του "Οργανισμού Ελεγκτικού Συνεδρίου" σχετικής αρμοδιότητας καταλογισμού, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 19 του ν.4055/2012 (ΦΕΚ 51 Α΄) διατηρείται για τις, ως εν προκειμένω, εκκρεμείς ενώπιον του, κατά την έναρξη ισχύος του (2.4.2012), υποθέσεις – αρμοδίως το Β΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. 7818/28.3.1979 απόφαση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου "περί καθορισμού των Κλιμακίων … του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αρμοδιότητας αυτών", ΦΕΚ 420 Β΄, όπως τροποποιήθηκε με την 18621/17.9.1990 όμοια απόφαση, ΦΕΚ 628 Β΄), με την προσβαλλόμενη πράξη, καταλόγισε σε βάρος των εν λόγω εκκαλούντων το ως άνω διαπιστωθέν στη διαχείριση του Δήμου έλλειμμα. Η καταλογιζόμενη δε αυτή ειδική δημοσιονομική ευθύνη των εκκαλούντων είναι διαφορετική από την γενική αστική ευθύνη που αυτοί υπέχουν για κάθε θετική ζημία που προξενούν εις βάρος της περιουσίας του Δήμου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως αιρετών οργάνων του Δήμου, με υπαίτιες, μη διαχειριστικές, πράξεις τους, για τον καταλογισμό της οποίας αρμόδια είναι η επικαλούμενη, με τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης, τριμερής ελεγκτική επιτροπή του άρθρου 232 του ν.3852/2010.
ΣΤΕ/1287/2013
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, περαιτέρω, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 4, το δικάσαν Εφετείο έσφαλε κατά την κρίση του ότι το κέρδος που αποκόμισε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην κλινική «…», έπρεπε να συνυπολογισθεί στη ζημία που αυτός υπέστη. Τούτο δε, διότι η ωφέλεια από τους μισθούς που έλαβε ο αναιρεσείων από την εργασία του στην ως άνω κλινική, δεν προήλθε από το ζημιογόνο αποκλεισμό του από το διαγωνισμό, εξαιτίας του οποίου δεν διορίσθηκε από 1.1.1998, αλλά οφείλεται στη δική του αυτόνομη δραστηριότητα, η οποία πηγάζει από την ελευθερία δράσης του, υπερβαίνοντας την κατ΄ άρθρο 300 του ΑΚ υποχρέωσή του για περιορισμό της έκτασης της ζημίας (πρβλ. ΑΠ 1278/2005), και, ως εκ τούτου, συνιστά αυτοτελή λόγο κτήσης και διατήρησης του κέρδους από αυτόν, εκτός του δικαίου της αποζημίωσης. Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο καταλογισμός του προκύψαντος οφέλους στη ζημία αντίκειται στην καλή πίστη, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτό, η Διοίκηση θα επωφελείτο από την επιμέλεια εκείνου, κατά του οποίου είχε εκδοθεί η κριθείσα ως παράνομη πράξη της, με αποτέλεσμα να περιορίζονται, από ενέργειες του ζημιωθέντος, οι συνέπειες της παρανομίας της. Επομένως, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να αναιρεθεί και κατά το κεφάλαιό της αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 3606/2012).Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί, στο σύνολό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου δε ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει κατ΄ ουσίαν. Δικάζοντας δε την υπόθεση, κρίνει ότι η έφεση του αναιρεσιβλήτου/εκκαλούντος Δημοσίου πρέπει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, να απορριφθεί.Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ότι το αναιρεσίβλητο Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της κατ’ έφεση δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97).
Ελ.Συν.Ολομ/243/2017
ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΟΛΟΓΟΙ:Ακολούθως, το Τμήμα έκρινε ότι, ως προς τις δαπάνες που αφορούν τα ..., ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, ως υπόλογος, ευθύνεται έστω και με ελαφρά αμέλεια, διότι όφειλε ως εκ της θέσης του και της μόρφωσής του να γνωρίζει ότι το ... έχει ίδια χρηματοδότηση, γεγονός που αποκλείει την περαιτέρω κρίση για τη λειτουργικότητα ή μη της δαπάνης, για το λόγο δε αυτό απορρίφθηκε ως αλυσιτελής ο σχετικός λόγος του τότε εκκαλούντος. 4.5. Τέλος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, σε ό,τι αφορά τα οδοιπορικά έξοδα, ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, είναι καταλογιστέος, ως αχρεωστήτως λαβών, ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς αυτού, και μάλιστα για τη συνολική δαπάνη της μετακίνησης και όχι μόνο για το ποσό των 3.356,61 ευρώ, ισόποσο ελλείμματος, που προκλήθηκε από υπέρβαση του δικαιουμένου να λάβει αυτός ποσού ύψους 8.203,15 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2685/1999, πλην όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του τότε εκκαλούντος, μεταβάλλοντας σε βάρος του την αιτιολογία του καταλογισμού, και να ακυρώσει αυτή, επιβάλλοντας μεγαλύτερο ποσό καταλογισμού (άρθρο 49 π.δ.1225/1981). 5.1. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 3.1. έως και 3.5. και 3.7. της παρούσας, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες και διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, τα δε αντιθέτως προβαλλόμενα με την ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμαΑκολούθως, το Τμήμα έκρινε ότι, ως προς τις δαπάνες που αφορούν τα ..., ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, ως υπόλογος, ευθύνεται έστω και με ελαφρά αμέλεια, διότι όφειλε ως εκ της θέσης του και της μόρφωσής του να γνωρίζει ότι το ... έχει ίδια χρηματοδότηση, γεγονός που αποκλείει την περαιτέρω κρίση για τη λειτουργικότητα ή μη της δαπάνης, για το λόγο δε αυτό απορρίφθηκε ως αλυσιτελής ο σχετικός λόγος του τότε εκκαλούντος. 4.5. Τέλος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, σε ό,τι αφορά τα οδοιπορικά έξοδα, ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, είναι καταλογιστέος, ως αχρεωστήτως λαβών, ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς αυτού, και μάλιστα για τη συνολική δαπάνη της μετακίνησης και όχι μόνο για το ποσό των 3.356,61 ευρώ, ισόποσο ελλείμματος, που προκλήθηκε από υπέρβαση του δικαιουμένου να λάβει αυτός ποσού ύψους 8.203,15 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2685/1999, πλην όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του τότε εκκαλούντος, μεταβάλλοντας σε βάρος του την αιτιολογία του καταλογισμού, και να ακυρώσει αυτή, επιβάλλοντας μεγαλύτερο ποσό καταλογισμού (άρθρο 49 π.δ.1225/1981). 5.1. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 3.1. έως και 3.5. και 3.7. της παρούσας, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες και διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, τα δε αντιθέτως προβαλλόμενα με την ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/177/2022
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ: επιδιώκεται η αναίρεση της 2342/2017 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...) Επομένως, οι διαφορές που αναφύονται από καταλογιστικές αποφάσεις των οικονομικών επιθεωρητών, οι οποίες εκδίδονται ύστερα από έλεγχο νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που διαχειρίζονται χρήματα που προέρχονται τόσο από επιχορηγήσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και από αντίτιμο παροχής υπηρεσιών, η ενιαία διαχείριση των οποίων ανάγεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος, υπάγoνται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...) Το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζον αναιρετικώς και με γνώμονα την απονομή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εντός των ορίων της αναιρετικής δίκης, δεν δεσμεύεται από τη σειρά των αναιρετικών λόγων όπως αυτοί εμφανίζονται στο αναιρετήριο, αλλά δύναται να εξετάσει αυτούς με τη σειρά που κατά την κρίση του προσήκει ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της λογικής αλληλουχίας, πρωτίστως όμως οι αρχές της δίκαιης δίκης. Εξ άλλου, με βάση τον ίδιο γνώμονα, δικαιούται να ερμηνεύει τα δικόγραφα των διαδίκων, εφόσον δεν παραποιεί το περιεχόμενο αυτών, προκειμένου να αναδειχθεί το προδήλως εμπεριεχόμενο σε αυτά νόημα, έστω και αν αυτό δεν αποτυπώθηκε γλωσσικά με τη δέουσα ευκρίνεια.(...) οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο και επομένως δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η δεσμευτική αυτή ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι αυτή αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε και ήταν αναγκαία κατά νόμο για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, συγκροτούν το πραγματικό εν όλω ή εν μέρει της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Επομένως, δεν αποκλείεται νέα δικαστική διάγνωση της ίδιας έννομης σχέσης στηριζόμενη σε διάφορη ιστορική αιτία. Εξ άλλου, η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση της φερόμενης προς διάγνωση έννομης συνέπειας στον αυτό νομικό κανόνα με εκείνο, που αποτέλεσε τη βάση για την κατάφαση ή άρνηση της προηγουμένως τελεσιδίκως διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας.(...)Το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι η παράβαση για την οποία απαλλάχθηκε ο αναιρεσείων (παράνομη και δόλια ιδιοποίηση κινητού πράγματος...) είναι όλως διακριτή της δημοσιολογιστικής ευθύνης που του αποδόθηκε, ως υπολόγου διαχειριστή της περιουσίας του Ινστιτούτου, για την κατάφαση της οποίας απαιτείται, όπως προεκτέθηκε ..., αφενός μεν η πρόκληση ελλείμματος στο νομικό πρόσωπο λόγω μη σύννομης διαχείρισης της περιουσίας του, αφετέρου δε η συνδρομή έστω και ελαφράς αμέλειας στο πρόσωπό του, η οποία μάλιστα τεκμαίρεται.(...)Εν όψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε κρίση ή αιτιολογία που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα των ως άνω ποινικών αποφάσεων, υπό την έννοια της αμφισβήτησης της κρίσης αυτών ως προς τη συνδρομή ή μη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των στοιχείων της αντικειμενικής ή και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για το οποίο αυτός διώχθηκε και αθωώθηκε. Συνεπώς, το δικάσαν Τμήμα, το οποίο δέχθηκε ότι δεν δεσμεύεται από τις προαναφερθείσες ποινικές αποφάσεις, τις συνεκτίμησε όμως αμφότερες και έκρινε ότι δεν αμφισβητείται με τις παραδοχές του το αθωωτικό τους αποτέλεσμα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το τεκμήριο της αθωότητας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου αναίρεσης.(...) Υπό τα δεδομένα αυτά, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων δεν απαλλάχθηκε από το σύνολο του καταλογισθέντος σε αυτόν ποσού (κεφάλαιο και προσαυξήσεις) του επίδικου κονδυλίου του ελλείμματος, καθώς ελλείψει έκδοσης οποιασδήποτε εγκριτικής απόφασης, έστω και από αναρμόδιο όργανο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτός έδρασε με ελαφρά αμέλεια.(...)Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, επί αχρεωστήτως λαβόντος, οι αρχές της χρηστής διοίκησης εμποδίζουν τον καταλογισμό του με το αχρεωστήτως εισπραχθέν από αυτόν ποσό όταν αυτός εισέπραξε καλόπιστα το αχρεώστητο ποσό, επιπλέον δε τελεί σε οικονομική αδυναμία να το επιστρέψει (καλοπιστία και οικονομική αδυναμία αχρεωστήτως λαβόντος). Οι ίδιες αρχές, εφαρμοζόμενες επί δημοσιονομικώς υπευθύνου, εμποδίζουν τον καταλογισμό του όταν αυτός, επί πολυπλόκου διαχειρίσεως, ακολούθησε υποστηρίξιμη ερμηνεία του νόμου ενεργών καλοπίστως εντός των ορίων του καθήκοντος αυτού έτσι ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενεργοποίηση εις βάρος του της καταλογιστικής αξίωσης του Δημοσίου να εμφανίζεται ως καταχρηστική (συγγνωστή πλάνη υπολόγου). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αναιρεσείων προέβη στις ως άνω μη νόμιμες δαπάνες κατά συγγνωστή πλάνη, ήτοι στη βάση υποστηρίξιμης αντίληψης περί του ότι ενεργούσε σύννομα. Δέχεται εν μέρει την αίτηση....Περιορίζει το καταλογισθέν σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος ποσό σε 67.032.098 δρχ. και ήδη εκατόν ενενήντα έξι χιλιάδες επτακόσια δεκαεννέα ευρώ και εικοσιεννέα λεπτά (196.719,29 ευρώ) και απαλλάσσει αυτόν από τις προσαυξήσεις.
ΕΣ/Γ ΕΛΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1327/2023
Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η από 6.5.2015 (ΑΒΔ 960/8.5.2015) έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 329/27.4.2015 απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Εκτάκτων και Ειδικών Ελέγχων - Περιφερειακό Γραφείο Θεσσαλονίκης - της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία ο αναιρεσείων καταλογίστηκε ως υπόλογος, υπό την ιδιότητά του ως Διαχειριστής Πληρωμών του ίδιου Δήμου Θεσσαλονίκης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με άλλα πρόσωπα, με το ποσό των 134.006,44 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αναιρεσείων, υπό την ιδιότητα του ταμιακού διαχειριστή, υπείχε κατά νόμο (άρθρο 51 του β.δ. της 17.5/15.6.1959, Α΄ 114), ως ενεργών πληρωμές για λογαριασμό του δημοτικού ταμία, προσωπική, αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αντίστοιχη του δημοτικού ταμία ευθύνη για τον έλεγχο ύπαρξης χρηματικού εντάλματος αναφορικά με τις εντελλόμενες από αυτόν πληρωμές. Ο αναιρεσείων, κατά παράβαση της υποχρέωσής του αυτής, αλλά και της ταυτόσημης υποχρέωσης η οποία συμπεριελήφθη στην απόφαση ορισμού του ως ταμιακού διαχειριστή, δεν ήλεγξε τη δυνατότητα πληρωμής των επίμαχων δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικού εντάλματος (άρθρα 38 και 39 του ως άνω β.δ.), ούτε προέβαλε, ως όφειλε, έγγραφες αντιρρήσεις στον Προϊστάμενό του δημοτικό ταμία, όπως ορθά κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη. Εξάλλου, σύμφωνα με την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της προσβαλλόμενης, ο αναιρεσείων γνώριζε την παράνομη πάγια τακτική εξόφλησης δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και τη μη νομιμότητα των επίμαχων δαπανών, επομένως, παρίσταται ορθή η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης περί συνδρομής βαρείας αμέλειας στο πρόσωπό του αλλά και μη διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου, δοθέντος ότι οι δικές του παραλείψεις οδήγησαν στην εκταμίευση δημοτικού χρήματος, παραλείψεις, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, έπονται της έκδοσης των ειδικών εντολών πληρωμής του Αντιδημάρχου. Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη θεμελίωσε πλήρως την κρίση της ότι συνέτρεχε βαρεία αμέλεια στη συμπεριφορά του ήδη αναιρεσείοντος που συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του επίμαχου ελλείμματος και, συνακόλουθα ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του συγγνωστή πλάνη, προϋπόθεση για την καθ’ ολοκληρίαν απαλλαγή του από το καταλογισθέν σε βάρος του έλλειμμα, καθόσον το μεν οι ανωτέρω επισημανθείσες με την προσβαλλόμενη απόφαση παραλείψεις του, συνιστούν καθ’ αυτές πρόδηλη, ιδιαιτέρως σοβαρή και αδικαιολόγητη απόκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ταμιακού διαχειριστή, το δε ο αναιρεσείων γνώριζε περί του έκνομου χαρακτήρα των διαχειριστικών του πράξεων και παραλείψεων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί, ως αβάσιμη, στο σύνολό της.
2021/C91/01
Ανακοίνωση σχετικά με τα εργαλεία για την καταπολέμηση των αθέμιτων συμπράξεων στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων και σχετικά με κατευθύνσεις για τον τρόπο εφαρμογής του συναφούς λόγου αποκλεισμού
ΕλΣυν.Ολομ/479/2016
Ευθύνη υπαλλήλων έναντι ΝΠΔΔ:Επειδή, από τις ως άνω παραδοχές του Τμήματος αλλά και από το σύνολο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προδήλως προκύπτει ότι το Τμήμα έλαβε υπόψιν και εκτίμησε και τα στο δεύτερο λόγο αναιρέσεως αναφερόμενα έγγραφα,..(..)Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με το υπό κρίση δικόγραφο αναιρέσεως λόγος περί παραλείψεως του δικαστηρίου να λάβει υπόψιν επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) τυγχάνει απορριπτέος, πέραν του ότι τα έγγραφα αυτά, ενόψει των παραδοχών του Τμήματος ότι υπήρχε επαρκής σήμανση και ως εκ τούτου ο ήδη αναιρεσείων όφειλε να συμμορφωθεί προς αυτή μειώνοντας αναλόγως την ταχύτητα του οχήματος, δεν αφορούν σε ουσιώδεις ισχυρισμούς δυνάμενους να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί
ΝΣΚ/243/2017
Υποχρέωση καταβολής, εκ μέρους της Πολεμικής Αεροπορίας των ποσών που οφείλονται σε ασφαλιστικούς φορείς (ΤΣΜΕΔΕ και ΕΤΑΑ/ΤΑΝ), συνεπεία απώλειας μετρητών στη Σούδα Χανίων - Καταλογισμός σε βάρος των υπαίτιων υπαλλήλων. Η Πολεμική Αεροπορία, ως εργοδότης του προσλαμβανόμενου από την ίδια ελληνικού προσωπικού, το οποίο στη συνέχεια διατίθεται στις αμερικανικές δυνάμεις, δυνάμει Συμφωνίας του Ελληνικού με το Αμερικανικό Δημόσιο, έχει υποχρέωση να καταβάλει από τον Προϋπολογισμό της τα ποσά, που οφείλονται ένεκα του ελλείμματος στους ασφαλιστικούς φορείς ΤΣΜΕΔΕ και ΕΤΑΑ/ΤΑΝ και νομιμοποιείται να προβεί στην αναζήτηση - καταλογισμό αυτών σε βάρος των εχόντων ευθύνη υπολόγου πρώην εργαζομένων στο ΕΓΔΠ/ΑΔ και των κληρονόμων αυτών.
ΕλΣυν.ΕλάσσοναΟλομ/1780/2018
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Επειδή, κατά τα παγίως νομολογηθέντα (σχ. Ολομ. Ελ. Συν. 1039/1995), η ευθύνη κάθε υπολόγου και εν γένει κάθε υποχρέου προς αποκατάσταση ελλείμματος σε διαχείριση δημόσιου νομικού προσώπου, είναι αυτοτελής, μη απαιτουμένου για τη νομιμότητα της οικείας καταλογιστικής πράξης του συγκαταλογισμού και των λοιπών τυχόν ευθυνομένων για το προκληθέν έλλειμμα. Επομένως, σε περίπτωση που η ταμειακή υπηρεσία ενός δημοτικού νομικού προσώπου διενεργείται από το οικείο Γραφείο του Τ.Π.Δ., ανάγεται πράγματι στην αρμοδιότητα των αρμοδίων υπαλλήλων αυτού (ταμία και ελεγκτή εσόδων – εξόδων) ο έλεγχος τόσο ως προς την ύπαρξη πίστωσης όσο και ως προς τη νομιμότητα και εν γένει εγκυρότητα των δαπανών που διενεργούνται για λογαριασμό του δημοτικού νομικού προσώπου. Όμως, η τυχόν συντρέχουσα ευθύνη των υπαλλήλων του Τ.Π.Δ. δεν απαλλάσσει τα όργανα του δημοτικού νομικού προσώπου εκ της ευθύνης τους για το προκληθέν έλλειμμα, όπως στην υπό κρίση περίπτωση κατά την οποία, κατά τις παραδοχές του δικάσαντος Τμήματος, ο ήδη αναιρεσείων διέτασσε τη διενέργεια πληρωμών χωρίς έγκριση διαθέσεως των αντίστοιχων πιστώσεων από τον οικείο διατάκτη (Δ.Σ.) και χωρίς την ύπαρξη επαρκούς πίστωσης στον οικείο κωδικό αριθμό του προϋπολογισμού. Το ανακύψαν δε έλλειμμα, ανεξαρτήτως της τυχόν ευθύνης των υπαλλήλων του Γραφείου του Τ.Π.Δ., προκλήθηκε σε βάρος του…..., δοθέντος ότι οι δαπάνες εντάλθησαν για την ικανοποίηση λειτουργικών αναγκών αυτού, τα οικεία χρηματικά εντάλματα εκδόθηκαν σε βάρος κωδικών του προϋπολογισμού του, οι δε υπάλληλου του Τ.Π.Δ. ενεργούσαν, σε κάθε περίπτωση, για λογαριασμό του ως άνω δημοτικού νομικού προσώπου και για τις ανάγκες της δικής του διαχείρισης. Συνεπώς, ο επίδικος ως άνω ισχυρισμός είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος.
ΕΣ/ΤΜ.1/15/2004
Έξοδα απόσπασης ιατρού.(αρχή της ειδικότητας των πιστώσεων). μη νόμιμα ενταλματοποιήθηκε εις βάρος του κωδικού αριθμού εξόδων 0859 «Λοιπές δαπάνες δημοσίων σχέσεων», ενώ έπρεπε να ενταλματοποιηθεί εις βάρος των αντίστοιχων για την εν λόγω δαπάνη απόσπασης κωδικών αριθμών εξόδων. Εξάλλου, εφόσον το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δεν εκδόθηκε, σύμφωνα με την προεκτεθείσα γενική αρχή, στο όνομα του δικαιούχου της δαπάνης, δηλαδή του αποσπασθέντος γιατρού ...---, αλλά στο όνομα της ξενοδοχειακής επιχείρησης «..», η εντελλόμενη με αυτό δαπάνη δεν είναι, και για το λόγο αυτό, νόμιμη και το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.