ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/177/2022
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ: επιδιώκεται η αναίρεση της 2342/2017 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...) Επομένως, οι διαφορές που αναφύονται από καταλογιστικές αποφάσεις των οικονομικών επιθεωρητών, οι οποίες εκδίδονται ύστερα από έλεγχο νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που διαχειρίζονται χρήματα που προέρχονται τόσο από επιχορηγήσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και από αντίτιμο παροχής υπηρεσιών, η ενιαία διαχείριση των οποίων ανάγεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος, υπάγoνται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (...) Το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζον αναιρετικώς και με γνώμονα την απονομή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εντός των ορίων της αναιρετικής δίκης, δεν δεσμεύεται από τη σειρά των αναιρετικών λόγων όπως αυτοί εμφανίζονται στο αναιρετήριο, αλλά δύναται να εξετάσει αυτούς με τη σειρά που κατά την κρίση του προσήκει ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της λογικής αλληλουχίας, πρωτίστως όμως οι αρχές της δίκαιης δίκης. Εξ άλλου, με βάση τον ίδιο γνώμονα, δικαιούται να ερμηνεύει τα δικόγραφα των διαδίκων, εφόσον δεν παραποιεί το περιεχόμενο αυτών, προκειμένου να αναδειχθεί το προδήλως εμπεριεχόμενο σε αυτά νόημα, έστω και αν αυτό δεν αποτυπώθηκε γλωσσικά με τη δέουσα ευκρίνεια.(...) οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο και επομένως δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η δεσμευτική αυτή ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι αυτή αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε και ήταν αναγκαία κατά νόμο για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, συγκροτούν το πραγματικό εν όλω ή εν μέρει της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Επομένως, δεν αποκλείεται νέα δικαστική διάγνωση της ίδιας έννομης σχέσης στηριζόμενη σε διάφορη ιστορική αιτία. Εξ άλλου, η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση της φερόμενης προς διάγνωση έννομης συνέπειας στον αυτό νομικό κανόνα με εκείνο, που αποτέλεσε τη βάση για την κατάφαση ή άρνηση της προηγουμένως τελεσιδίκως διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας.(...)Το Δικαστήριο διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι η παράβαση για την οποία απαλλάχθηκε ο αναιρεσείων (παράνομη και δόλια ιδιοποίηση κινητού πράγματος...) είναι όλως διακριτή της δημοσιολογιστικής ευθύνης που του αποδόθηκε, ως υπολόγου διαχειριστή της περιουσίας του Ινστιτούτου, για την κατάφαση της οποίας απαιτείται, όπως προεκτέθηκε ..., αφενός μεν η πρόκληση ελλείμματος στο νομικό πρόσωπο λόγω μη σύννομης διαχείρισης της περιουσίας του, αφετέρου δε η συνδρομή έστω και ελαφράς αμέλειας στο πρόσωπό του, η οποία μάλιστα τεκμαίρεται.(...)Εν όψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε κρίση ή αιτιολογία που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα των ως άνω ποινικών αποφάσεων, υπό την έννοια της αμφισβήτησης της κρίσης αυτών ως προς τη συνδρομή ή μη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των στοιχείων της αντικειμενικής ή και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για το οποίο αυτός διώχθηκε και αθωώθηκε. Συνεπώς, το δικάσαν Τμήμα, το οποίο δέχθηκε ότι δεν δεσμεύεται από τις προαναφερθείσες ποινικές αποφάσεις, τις συνεκτίμησε όμως αμφότερες και έκρινε ότι δεν αμφισβητείται με τις παραδοχές του το αθωωτικό τους αποτέλεσμα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το τεκμήριο της αθωότητας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου αναίρεσης.(...) Υπό τα δεδομένα αυτά, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων δεν απαλλάχθηκε από το σύνολο του καταλογισθέντος σε αυτόν ποσού (κεφάλαιο και προσαυξήσεις) του επίδικου κονδυλίου του ελλείμματος, καθώς ελλείψει έκδοσης οποιασδήποτε εγκριτικής απόφασης, έστω και από αναρμόδιο όργανο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτός έδρασε με ελαφρά αμέλεια.(...)Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, επί αχρεωστήτως λαβόντος, οι αρχές της χρηστής διοίκησης εμποδίζουν τον καταλογισμό του με το αχρεωστήτως εισπραχθέν από αυτόν ποσό όταν αυτός εισέπραξε καλόπιστα το αχρεώστητο ποσό, επιπλέον δε τελεί σε οικονομική αδυναμία να το επιστρέψει (καλοπιστία και οικονομική αδυναμία αχρεωστήτως λαβόντος). Οι ίδιες αρχές, εφαρμοζόμενες επί δημοσιονομικώς υπευθύνου, εμποδίζουν τον καταλογισμό του όταν αυτός, επί πολυπλόκου διαχειρίσεως, ακολούθησε υποστηρίξιμη ερμηνεία του νόμου ενεργών καλοπίστως εντός των ορίων του καθήκοντος αυτού έτσι ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενεργοποίηση εις βάρος του της καταλογιστικής αξίωσης του Δημοσίου να εμφανίζεται ως καταχρηστική (συγγνωστή πλάνη υπολόγου). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αναιρεσείων προέβη στις ως άνω μη νόμιμες δαπάνες κατά συγγνωστή πλάνη, ήτοι στη βάση υποστηρίξιμης αντίληψης περί του ότι ενεργούσε σύννομα. Δέχεται εν μέρει την αίτηση....Περιορίζει το καταλογισθέν σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος ποσό σε 67.032.098 δρχ. και ήδη εκατόν ενενήντα έξι χιλιάδες επτακόσια δεκαεννέα ευρώ και εικοσιεννέα λεπτά (196.719,29 ευρώ) και απαλλάσσει αυτόν από τις προσαυξήσεις.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/676/2023
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση σε βάρος της εκκαλούσας, ποσού 5.047.789,84 ευρώ, που προέρχεται από τη χρηματοδότηση του Υποέργου 1 της πράξης «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΔΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ-Β΄ ΦΑΣΗ/ΕΤΠΑ»(...)Προβάλλεται επίσης από την εκκαλούσα ότι δεν φέρει υπαιτιότητα ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, που συνίσταται στην κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3669/2008 ανάθεση στην «… ΑΕ» ως υποεργολάβου, μέρους του έργου, χωρίς προηγούμενη έγκριση από την αναθέτουσα αρχή, και σε κάθε περίπτωση αυτή δεν ανάγεται στη σφαίρα ευθύνης της. Ως προς το πρώτο σκέλος του ο λόγος είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθ’ ότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 4 για την κατάφαση παρατυπίας δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή πταίσματος του δικαιούχου και τούτο, διότι ο περιορισμός της δυνατότητας ανάκτησης της παρανόμως διατεθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής στις περιπτώσεις παρατυπιών διαπραχθεισών από υπαιτιότητα θα έθετε σε διακινδύνευση του κοινοτικούς πόρους, διευκολύνοντας τις παρατυπίες(....)Περαιτέρω, σε σχέση με τη σοβαρότητα της παρατυπίας λαμβάνεται υπ’ όψιν ιδίως ότι ούτε προκύπτει ούτε είχε τεθεί υπ’ όψιν της εκκαλούσας κάποιο στοιχείο από το οποίο να εκκινούν τυχόν υποψίες για ανάθεση της επίμαχης υπεργολαβίας. Η ίδια εξάλλου η φύση της έννομης σχέσης, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η ανάθεση ακόμα και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί αφανούς εταιρείας, καθιστά δυσχερή τον έλεγχο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η υπεργολάβος εταίρος δεν είχε εμφανή την παρουσία της προς τους τρίτους. Ακόμα, για την εκτίμηση της φύσης της παρατυπίας συνεκτιμάται το γεγονός ότι η υπεργολαβία εξυπηρετεί κατ’ αρχήν το άνοιγμα του ανταγωνισμού και δεν επιβάλλονται περιορισμοί από το ενωσιακό δίκαιο. Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι κατά παραδοχή του προβαλλόμενου λόγου, το ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 2% επί του συνόλου των δηλωθεισών στην Ε.Ε. δαπανών, περιόδου από 1.7.2015 έως 30.6.2018, ύψους (20.191.159,34 ευρώ Χ 2%=) 403.823,19 ευρώ.Δέχεται εν μέρει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.6/3035/2014
Προμήθεια ειδών κρεάτων...ζητείται η ανάκληση της 126/2014 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι:Α) Ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι μη νομίμως στην προκειμένη περίπτωση οι επιτροπές αξιολογήσεως και ενστάσεων δεν συγκροτήθηκαν παγίως και με ετήσια διάρκεια, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 του π.δ. 118/2007, αλλά για να καλύψουν τις ανάγκες διενέργειας του συγκεκριμένου διαγωνισμού και μόνο. Όμως, η εν λόγω πλημμέλεια, συνεκτιμωμένων και των ειδικότερων περιστάσεων της εξέλιξης της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας (τέταρτος επαναληπτικός διαγωνισμός, κριτήριο κατακύρωσης η χαμηλότερη τιμή, έγκριση των πρακτικών των Επιτροπών από το Διοικητικό Συμβούλιο του νοσοκομείου), δεν παρίσταται ουσιώδης σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να επιφέρει από μόνη της ακυρότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας και να καθιστά εύλογη την επέλευση μιας τέτοιας δυσμενούς συνέπειας. ..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η 126/2014 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου και να υπογραφεί το υποβληθέν προς έλεγχο σχέδιο σύμβασης μεταξύ του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ..... «...» και της εταιρίας «...», καθόσον κατά τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας δεν διαπιστώθηκαν άλλες νομικές πλημμέλειες που να κωλύουν την υπογραφή του.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/95/2019
Καταβολή αποζημίωσης πρόσθετων εφημεριών επικουρικού ιατρικού προσωπικού...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι με την υπό κρίση έκθεση διαφωνίας επιδιώκεται απαραδέκτως, εξ αφορμής του ελέγχου των εφημεριών των ως άνω επικουρικών ιατρών, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της έννομης σχέσης απασχόλησής τους στο Νοσοκομείο ... μετά την τελευταία παράταση της θητείας τους (από 1.10.2017). Πλην, το ζήτημα αυτό έχει ήδη κριθεί δεσμευτικά στο πλαίσιο άσκησης προληπτικού ελέγχου επί του πρώτου εντάλματος καταβολής της οικείας τακτικής μισθοδοσίας, το οποίο κατά τα ανωτέρω θεωρήθηκε από την υπηρεσία Επιτρόπου στο Νομό .... και ακολούθως εξοφλήθηκε, με συνέπεια να μην επιτρέπεται ο εκ νέου παρεμπίπτον έλεγχος της ίδιας υπηρεσιακής μεταβολής. Ενόψει αυτών και αφού δεν προβάλλεται άλλος λόγος διαφωνίας, με τον οποίο να αμφισβητείται ευθέως η νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης καταβολής πρόσθετων εφημεριών, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής θα μπορούσε να θεωρηθεί, εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οποίου εκδόθηκε.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/274/2018
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η αποχή του Δήμου Νέας ..... από τη ρητή καταγγελία της σχέσεως εργασίας, με τις προϋποθέσεις και τους όρους νομιμότητας για την καταγγελία των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (π.δ. 410/1988, ιδίως άρθρα 46, 54, 55), μετά την αναγνώρισή της ως τέτοιας με την οικεία δικαστική απόφαση, η οποία κατέστη αμετάκλητη -το διατακτικό της οποίας δεν περιείχε καταδίκη του σε υποχρέωση να αποδέχεται εντεύθεν την εργασία της- και η κατάταξη της υπαλλήλου σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση ως προϊόν της αναγνώρισης της σχέσης εργασίας ως ενιαίας, είναι υποστηρίξιμη ως νόμιμη διοικητική ενέργεια κατά την αρχή της χρηστής διοίκησης. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή το κρίσιμο χρονικό διάστημα δεν πρέπει να συνυπολογιστεί ως ενιαίος χρόνος εργασίας που διανύθηκε στο πλαίσιο της ίδιας έννομης σχέσης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενέχει την παραδοχή ότι η αρχική σχέση εργασίας λύθηκε, είτε με σιωπηρή καταγγελία από την υπάλληλο (μέσω της σύναψης συμβάσεων εργασίας όχι με το Δήμο αλλά με νομικό του πρόσωπο, με ειδικότητα μουσικού και αντίστοιχα καθήκοντα, προφανώς διαφορετικά από τον κλάδο Διοικητικού στον οποίο προσλήφθηκε, σε συνδυασμό με την αδράνειά της να επιδιώξει την τελεσιδικία της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ....., πρβλ. ΑΠ 690/2006) είτε με άλλο νόμιμο τρόπο. Η εκδοχή αυτή, ωστόσο, δεν στοιχειοθετείται πλήρως από τα στοιχεία του φακέλου, ενόψει της εν τέλει σύγκλισης της βούλησης των μερών, Δήμου και εργαζομένης, όπως εκδηλώθηκε οψίμως, να λάβει συνέχεια η σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που αναγνωρίστηκε δικαστικά, σε συμμόρφωση προς την προηγηθείσα αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Κλ.1/ΠΡΑΚΤΙΚΑ/ΣΥΝ25η,25ηα/2014
Αναδρομική καταβολή διαφορών αποδοχών.(...) α) Aπό τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, με την οποία διαγιγνώσκεται αυθεντικώς η ύπαρξη σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, παρεμπιπτόντως δε και η παρανομία της διοίκησης να κατατάξει τον εργαζόμενο σε προσωρινή θέση αορίστου χρόνου αναδρομικά από το χρόνο κατά τον οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 17 του ν.2839/2000, παράγεται υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης, η οποία εξικνείται μέχρι της αναδρομικής κατάταξης του ενάγοντος στη συσταθείσα προσωρινή θέση από το χρόνο που ορίζει το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφασή του, καθώς και του υπολογισμού του χρόνου αυτού, κατά πλάσμα δικαίου, ως διανυθέντος με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου για όλες τις έννομες συνέπειες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Δικαστηρίων, με τις οποίες η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη εξαφανίζεται έναντι πάντων και αναδρομικώς, οι ως άνω αναφερόμενες αναγνωριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν προβαίνουν σε διάπλαση της έννομης σχέσης που συνδέει τον εργαζόμενο με το Δημόσιο ούτε και σε μεταβολή της νομικής κατάστασης αυτών, αλλά αντικείμενό τους αποτελεί απλώς η αυθεντική διάγνωση της ύπαρξης ή της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Ενόψει αυτού, η καταβολή αναδρομικών αποδοχών στον εργαζόμενο εκείνο, του οποίου η εργασιακή σχέση αναγνωρίστηκε τελεσιδίκως με δύναμη δεδικασμένου ως αορίστου χρόνου, δεν αποτελεί άμεση και ευθεία απόρροια του δεδικασμένου αυτού, αλλά, αντιθέτως, έμμεση αντανακλαστική συνέπειά του διότι η καταδίκη του εναγομένου εργοδότη στην καταβολή αποδοχών δεν αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής κρίσης και, ως εκ τούτου, δεν κατελήφθη από την περί δεδικασμένου δέσμευση κατά τα ως άνω. β) Υπό το πρίσμα αυτό, η καταβολή αναδρομικών αποδοχών δεν συνιστά την αναγκαία πράξη προσήκουσας συμμόρφωσης της Διοίκησης προς το περιεχόμενο της εν λόγω δικαστικής απόφασης και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο και πλήρες δικαιολογητικό της απαίτησης του φερόμενου ως δικαιούχου σε βάρος του οικείου φορέα. Η καταβολή αποδοχών για το χρονικό διάστημα της αναδρομής αποτελεί έμμεση αντανακλαστική συνέπεια της αναγνωριστικής απόφασης, υπό την έννοια ότι εφόσον η φερόμενη ως δικαιούχος δεν απασχολήθηκε από το Δημόσιο ως εργαζόμενη αορίστου χρόνου, το τελευταίο κατέστη υπερήμερο ως προς την αποδοχή της εργασίας της και οφείλει να της καταβάλει αποδοχές καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 656 του Α.Κ., η τελευταία έχει εκ της συμβάσεως πλέον αξίωση για την καταβολή των αναδρομικών διαφορών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι η σύμβασή της δεν έχει καταγγελθεί. Και ναι μεν η αξίωσή της δύναται να ικανοποιηθεί από τον αρμόδιο φορέα κατόπιν αίτησης της φερόμενης ως δικαιούχου προς την αρμόδια αρχή πληρωμής, χωρίς να απαιτείται να μεσολαβήσει προηγούμενη δικαστική κρίση κατόπιν άσκησης αγωγής από αυτήν, πλην όμως η ικανοποίησή της υπόκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο το άρθρο 90 παρ. 3 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού διετή παραγραφή, που εκκινεί από το χρόνο γένεση εκάστης αξίωσης και όχι από τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, με την οποία αναγνωρίστηκε η φύση της εργασιακής της σχέσης με το Δημόσιο ως αορίστου χρόνου.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/534/2024
ΜΙΣΘΩΣΗ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ:ζητείται η ανάκληση της 2/2024 Πράξης της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Απορριπτέοι, εξάλλου, τυγχάνουν και οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που προβάλλονται με την ένδικη προσφυγή, το μεν ως αναπόδεικτοι, ιδίως κατά το μέρος που αφορούν στις έκτακτες ανάγκες καθαρισμού «πλείστων» ρεμάτων χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ρέμα ή τμήμα αυτού που να περιλαμβάνεται μεταξύ των υπό καθαρισμό τοιαύτων, το δε ως αβάσιμοι, δοθέντος ότι οι χαρακτηρισμοί των καθαρισμών των ρεμάτων ως «προληπτικών και θεραπευτικών», καθώς και ο χαρακτηρισμός της εκμίσθωσης μηχανημάτων καθαρισμού ως «έργου πρόληψης και αποφυγής καταστροφών από πλημμύρες», όπως οι εν λόγω εκφράσεις διαλαμβάνονται επί λέξει στην ένδικη προσφυγή, συνάδουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου πολλώ μάλλον με τις πάγιες ανάγκες καθαρισμού των ρεμάτων παρά με την ανάγκη άμεσης κατεπείγουσας παρέμβασης για καθαρισμό τους συνεπεία των πυρκαγιών τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα. Εξάλλου, η σύμφωνη γνώμη της ΕΑΔΗΣΥ δεν μπορεί να περιγράψει τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενώ και οι ισχυρισμοί περί κοπών δέντρων από συνεταιρισμούς υλοτόμων αλυσιτελώς προβάλλονται αφού και αληθείς υποτιθέμενοι δεν δύνανται να οδηγήσουν στην κατάφαση της νομιμότητας της κρινόμενης ανάθεσης.
Δεν ανακαλεί τη 2/2024 Πράξη της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΕλΣυν/Τμ.7/151/2011
Για την κατάφαση της υπέρβασης του ανωτάτου ορίου αμοιβής πτυχίου α΄ τάξης, σύμφωνα με το άρθρο 209 παρ. 3 του Κ.Δ.Κ., κρίσιμο είναι το ύψος της προεκτιμώμενης αμοιβής της συγκεκριμένης κατηγορίας μελέτης, και μάλιστα σε όλα τα στάδια αυτής, χωρίς να συνυπολογίζεται η προεκτιμώμενη αμοιβή άλλης κατηγορίας μελέτης, που ενδεχομένως εκπονείται παράλληλα στο συγκεκριμένο δημοτικό διαμέρισμα. Σε κάθε περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα μη νόμιμης κατάτμησης των επίμαχων υδραυλικών και τοπογραφικών μελετών, εφόσον αφορούν σε διαφορετικά δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου ..., κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3274/2004, όπως ισχύει.
ΕΣ/Τμ.6/2434/2015
Σχέδιο σύμβασης, με αντικείμενο τη «Συντήρηση των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του Γενικού Νοσοκομείου .....», (...) Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ανάκληση της 1/2015 πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό ….(...) .VΙΙΙ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις το Τμήμα κρίνει τα εξής: 1.Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη (ΙΙ), η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 12 του ν. 3370/2005, στην οποία προβλέπεται ότι, ειδικά, για την ανάθεση της συντήρησης των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων των Νοσοκομείων σε ιδιώτες, απαιτείται η προηγούμενη έκδοση απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία καθορίζονται ο αριθμός και οι ειδικότητες των τεχνιτών που πρέπει να διαθέτει ο ανάδοχος, καθώς και ο προϋπολογισμός της υπό ανάθεση σύμβασης, έχει καταργηθεί σιωπηρά, ενόψει των νεοτέρων ρυθμίσεων του ν.3580/2007, δεδομένου ότι αρμόδια πλέον για την έγκριση των τεχνικών προδιαγραφών του σχετικού διαγωνισμού είναι η ΕΠΥ. 2. Η προσφορά της μοναδικής συμμετέχουσας κοινοπραξίας αιτιολογείται επαρκώς ως συμφέρουσα στο 25880/9.12.2014 πρακτικό της Επιτροπής Οικονομικής Αξιολόγησης, καθόσον σαφώς προκύπτει ότι το μηνιαίο κόστος της υπό κρίση σύμβασης είναι αναλογικά χαμηλότερο από αυτό της προηγούμενης όμοιας (65/2013) με την ίδια κοινοπραξία , δεδομένου ότι στην υπό κρίση σύμβαση προβλέπεται η απασχόληση δύο (2) επιπλέον ατόμων, 3. Η μη νόμιμη η συγκρότηση ad hoc επιτροπής αποκλειστικά για τη διενέργεια του συγκεκριμένου διαγωνισμού, το αντικείμενο του οποίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εξειδικευμένο ή ότι παρουσιάζει ιδιομορφίες, δεν παρίσταται ουσιώδης πλημμέλεια σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να επιφέρει ακυρότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας και να καθιστά εύλογη την επέλευση μιας τέτοιας συνέπειας, κωλύουσας την υπογραφή της οικείας σύμβασης, συνεκτιμωμένων και των ειδικότερων περιστάσεων της εξέλιξης της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας. 4. Η αναγραφή της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της ελεγχόμενης σύμβασης στην περίληψη της διακήρυξης που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ουσιώδες στοιχείο δημοσιότητάς της. Πλην όμως, κατά την κρίση του Τμήματος, εν προκειμένω, η έλλειψη του στοιχείου αυτού, δεν απετέλεσε - ενόψει του ότι συντελέστηκε δημοσίευση του επίμαχου διαγωνισμού σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από αλλοδαπή επιχείρηση - πρόσφορη αιτία παραβίασης των αρχών του ανταγωνισμού, της ελεύθερης πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας. (...) Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η προσβαλλομένη 1/2015 πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό …. και να επιτραπεί η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου σύμβασης
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/132/2021
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:«Ενέργειες Συμβουλευτικής, Κατάρτισης και Πιστοποίησης Δεξιοτήτων», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 7.186.000 ευρώ (απαλλασσόμενου του Φ.Π.Α.).(...) η ΕΣΕΕ συνιστά σωματείο που έχει συσταθεί για την επιδίωξη σκοπών γενικού συμφέροντος, μη εμπορικού/βιομηχανικού χαρακτήρα, αποτελεί δε σημαντικό θεσμοθετημένο κοινωνικό εταίρο πανελλαδικής κάλυψης στον τομέα του εμπορίου και εν γένει της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, στον φάκελο της σύμβασης δεν υφίστανται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης του εν λόγω φορέα κατά το κρίσιμο έτος της προκήρυξης του υποβληθέντος προς έλεγχο συμβατικού αντικειμένου, ήτοι το 2020, με αποτέλεσμα να μη δύναται να κριθεί εάν συνιστά οργανισμό δημοσίου δικαίου για το έτος αυτό, ιδιότητα κρίσιμη για την κατάφαση της αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την άσκηση ελέγχου νομιμότητας στην προς σύναψη σύμβασή του. Κατόπιν τούτων, το Κλιμάκιο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την έκδοση οριστικής Πράξης προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελος της υπόθεσης
ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣ/ΚΛ.Ζ/214/2021.
ΔΕΚ/C-503/2004
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση — Μη τήρηση της υποχρεώσεως εκτελέσεως αποφάσεως — Χρηματοοικονομικές κυρώσεις (Άρθρο 228 § 2 EΚ) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 3) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, εδ. 2) 4. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 92/50 (Άρθρο 226 EΚ• οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 5. Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Παράβαση — Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από την εσωτερική έννομη τάξη — Δεν επιτρέπεται (Άρθρο 226 EΚ) 1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη διότι η Επιτροπή δεν ζητεί πλέον την επιβολή χρηματικής ποινής. Πράγματι, εφόσον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει την επιβολή χρηματοοικονομικής κυρώσεως, μη προταθείσας από την Επιτροπή, η προσφυγή δεν καθίσταται απαράδεκτη για το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεωρεί, σε κάποιο στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ότι δεν τίθεται πλέον ζήτημα επιβολής χρηματικής ποινής. (βλ. σκέψεις 21-22) 2. Η ιδιαίτερη διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή μπορεί να παρεμβαίνει σε κράτος μέλος εφόσον θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του δημοσίου, αποτελεί προληπτικό μέτρο το οποίο δεν μπορεί ούτε να παρεκκλίνει από τις εκ του άρθρου 226 ΕΚ και 228 ΕΚ αρμοδιότητες της Επιτροπής ούτε να τις υποκαταστήσει. (βλ. σκέψη 23) 3. Μολονότι η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν τα αποτελέσματα συμβάσεων συναφθεισών κατά παράβαση οδηγιών στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και προστατεύει, με τον τρόπο αυτό, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί όμως να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η έναντι τρίτων συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ύστερα από τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων. Ωστόσο, μολονότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ, δεν επηρεάζει ούτε την εφαρμογή του άρθρου 228 ΕΚ, ειδάλλως συρρικνώνεται το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης περί δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή αφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, την αποκατάσταση την οποία ο θιγείς από παράβαση διαπραχθείσα εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής μπορεί να επιτύχει από την αρχή αυτή. Ωστόσο, λόγω της εξειδίκευσής της, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπει και τη σχέση μεταξύ ενός κράτους μέλους και της Κοινότητας, σχέση η οποία εμπίπτει στο πλαίσιο των άρθρων 226 ΕΚ και 228 ΕΚ. (βλ. σκέψεις 33-35) 4. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, σε περίπτωση λύσης της συναφθείσας κατά παράβαση της οδηγίας 92/50 σύμβασης, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή pacta sunt servanda καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μπορούν να αντιταχθούν στην αναθέτουσα αρχή από τον αντισυμβαλλόμενό της, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τα επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση βάσει του άρθρου 226 ΕΚ και, ως εκ τούτου, να απεκδύεται της ευθύνης που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 36) 5. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 38)