ΕΣ/Γ ΕΛΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1327/2023
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η από 6.5.2015 (ΑΒΔ 960/8.5.2015) έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 329/27.4.2015 απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Εκτάκτων και Ειδικών Ελέγχων - Περιφερειακό Γραφείο Θεσσαλονίκης - της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με την οποία ο αναιρεσείων καταλογίστηκε ως υπόλογος, υπό την ιδιότητά του ως Διαχειριστής Πληρωμών του ίδιου Δήμου Θεσσαλονίκης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με άλλα πρόσωπα, με το ποσό των 134.006,44 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αναιρεσείων, υπό την ιδιότητα του ταμιακού διαχειριστή, υπείχε κατά νόμο (άρθρο 51 του β.δ. της 17.5/15.6.1959, Α΄ 114), ως ενεργών πληρωμές για λογαριασμό του δημοτικού ταμία, προσωπική, αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αντίστοιχη του δημοτικού ταμία ευθύνη για τον έλεγχο ύπαρξης χρηματικού εντάλματος αναφορικά με τις εντελλόμενες από αυτόν πληρωμές. Ο αναιρεσείων, κατά παράβαση της υποχρέωσής του αυτής, αλλά και της ταυτόσημης υποχρέωσης η οποία συμπεριελήφθη στην απόφαση ορισμού του ως ταμιακού διαχειριστή, δεν ήλεγξε τη δυνατότητα πληρωμής των επίμαχων δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικού εντάλματος (άρθρα 38 και 39 του ως άνω β.δ.), ούτε προέβαλε, ως όφειλε, έγγραφες αντιρρήσεις στον Προϊστάμενό του δημοτικό ταμία, όπως ορθά κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη. Εξάλλου, σύμφωνα με την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της προσβαλλόμενης, ο αναιρεσείων γνώριζε την παράνομη πάγια τακτική εξόφλησης δαπανών χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και τη μη νομιμότητα των επίμαχων δαπανών, επομένως, παρίσταται ορθή η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης περί συνδρομής βαρείας αμέλειας στο πρόσωπό του αλλά και μη διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου, δοθέντος ότι οι δικές του παραλείψεις οδήγησαν στην εκταμίευση δημοτικού χρήματος, παραλείψεις, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, έπονται της έκδοσης των ειδικών εντολών πληρωμής του Αντιδημάρχου. Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη θεμελίωσε πλήρως την κρίση της ότι συνέτρεχε βαρεία αμέλεια στη συμπεριφορά του ήδη αναιρεσείοντος που συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του επίμαχου ελλείμματος και, συνακόλουθα ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του συγγνωστή πλάνη, προϋπόθεση για την καθ’ ολοκληρίαν απαλλαγή του από το καταλογισθέν σε βάρος του έλλειμμα, καθόσον το μεν οι ανωτέρω επισημανθείσες με την προσβαλλόμενη απόφαση παραλείψεις του, συνιστούν καθ’ αυτές πρόδηλη, ιδιαιτέρως σοβαρή και αδικαιολόγητη απόκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ταμιακού διαχειριστή, το δε ο αναιρεσείων γνώριζε περί του έκνομου χαρακτήρα των διαχειριστικών του πράξεων και παραλείψεων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί, ως αβάσιμη, στο σύνολό της.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/3622/2015
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ-ΑΘΕΜΙΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ:Επειδή, η απόρριψη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση της ενστάσεως του αναιρεσείοντος στηρίζεται αυτοτελώς στην προεκτεθείσα κρίση αυτής περί μη προσφορότητας, με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά δεδομένα, της συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου να επηρεάσει τη βούληση των εκλογέων και μάλιστα σε τέτοια έκταση ώστε να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς το εάν το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο χωρίς την συμπεριφορά αυτή και, συνεπώς, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του προβαλλόμενου λόγου, με τον οποίο πλήττεται η δεύτερη επάλληλη αιτιολογία της αποφάσεως, κατά την οποία, ο αναιρεσείων δεν απέδειξε τον επηρεασμό του εκλογικού φρονήματος συγκεκριμένων εκλογέων και ποίων και την, ως εκ του γεγονότος αυτού, αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος, καθόσον, άλλωστε, αρκούσε κατά το νόμο απλή δυνατότητα επηρεασμού του συνολικού αποτελέσματος από την προβαλλόμενη πλημμέλεια (πρβλ. ΣτΕ 94/2004). Δεδομένου δε του ότι με την αίτηση αναιρέσεως δεν πλήττεται η προεκτεθείσα τρίτη κατά σειρά επάλληλη αιτιολογία της αποφάσεως η οποία συνδέεται, άλλωστε, με την κρίση αυτής περί του ότι η συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου δεν επέδρασε τελικώς στο εκλογικό αποτέλεσμα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.Απορρίπτει την αίτηση.
ΣτΕ/3098/2015
Αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη από βαρύτατο τραυματισμό εξαιτίας πτώσεως δένδρου στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, όπου εργαζόταν ως νοσηλεύτρια, οφειλόμενης σε παραλείψεις οργάνων του αναιρεσείοντος ιδρύματος.(....)Ειδικότερα, ο προβαλλόμενος λόγος ότι η βλάβη της υγείας της αναιρεσίβλητης οφειλόταν σε απρόβλεπτο γεγονός και ότι ακόμη και με τη λήψη κατάλληλων μέτρων δεν θα μπορούσε να αποτραπεί, δεν υπάρχει δε για την ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επελθούσης ζημίας της αναιρεσίβλητης και των προαναφερομένων παραλείψεων οργάνων του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, όπως με νόμιμη κατ’ αρχήν και επαρκή αιτιολογία έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, η απόσπαση κλώνων των δένδρων ιδίως σε περίπτωση κακοκαιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο και αναπόφευκτο γεγονός αλλά πιθανό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και δυνάμενο να αποφευχθεί με την καταβολή της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου (αποκοπή των κλάδων) και συνεπώς η πτώση του κλάδου στον προαύλιο χώρο του αναιρεσείοντος και ο τραυματισμός της αναιρεσίβλητης συνδέετει αιτωδώς με υπαίτια συμπεριφορά των μελών της διοικήσεως του αναιρεσείοντος (παράλειψη να προβούν εγκαίρως στην αποκοπή των κλάδων).(....)Απορρίπτει την αίτηση.
ΣΤΕ/3037/2000
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ:προέκυψε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων είχε αναλάβει την εκτέλεση μέσα σε προθεσμία δύο μηνών του έργου της διαμόρφωσης του γηπέδου καλαθοσφαίρισης της εν λόγω κοινότητας αντί εργολαβικού ανταλλάγματος 1.570.000 δραχμών και η οποία σύμβαση, ασχέτως αν αφορούσε την εκτέλεση νέων υπερσυμβατικών εργασιών, ήταν ακόμα εκκρεμής κατά την ημέρα ανακήρυξης των υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές της 11.10.1998, απορρίφθηκε δε ως αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι και οι νέες αυτές εργασίες είχαν ήδη ολοκληρωθεί πριν από την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι υφίστατο πράγματι κώλυμα εκλογιμότητας του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσείοντος) σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 47 παρ. 2 του ΔΚΚ και με τις σκέψεις αυτές απέρριψε ως αβάσιμο σχετικό λόγο εφέσεώς του κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία είχε δεχθεί κατά το αντίστοιχο μέρος την ένσταση του ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρώσει την εκλογή του αναιρεσείοντος ως δημάρχου …. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε μετά από ανέλεγκτη κατ' αναίρεση εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, μεταξύ των οποίων, όπως ρητά βεβαιώνεται, και το υπ' αριθμ. 22193/5.11.1998 έγγραφο του Τμήματος ΤΥΔΚ της Διεύθυνσης Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας ως προς τον υπερσυμβατικό χαρακτήρα του εκτελεσθέντος έργου, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθ' ό μέρος δε πλήττεται δι 'αυτών η ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα.(...)Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
ΣΤΕ/351/2014
Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΣΤΕ/39/2018
Επειδή, όσον αφορά τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που καταλογίσθηκαν εις βάρος του, ο αναιρεσείων προβάλλει ακόμη ότι με πλημμελή αιτιολογία απορρίφθηκε ως αόριστος ο λόγος της εφέσεώς του, με τον οποίο είχε αμφισβητήσει το ύψος αυτών. Το παράπονο που αυτός είχε προβάλει πρωτοδίκως ήταν ότι «τα ποσά που αναφέρονται στις χρεώσεις δασμών είναι εσφαλμένα και πεπλανημένα γιατί από 1.1.1993 οι δασμοί που αναλογούν για τα αυτοκίνητα αυτά ανέρχονται στο 40% ή 60% της τιμής χρέωσης και όχι στο 240%, όπως εσφαλμένα υπολογίζει η ΕΥΤΕ». Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αν και επεσήμανε ότι ο ισχυρισμός δεν είναι ειδικός, τον απέρριψε πάντως ως αλυσιτελή, δεχθέν ότι κρίσιμος χρόνος υπολογισμού των διαφυγόντων δασμών είναι ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε στο Δημόσιο η σχετική, λόγω της τελωνειακής παραβάσεως, ζημία, ήτοι εν προκειμένω προ του έτους 1993 και τις αλλαγές που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων. Με την έφεσή του αυτός επανέλαβε την αυτή αιτίαση κατά της πράξεως χρεώσεως χωρίς να πλήξει την ως άνω απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπό την εσφαλμένη αντίληψη ότι η πρωτόδικη απόφαση αντιπαρήλθε σιγή τον ως άνω ισχυρισμό του. Με τα δεδομένα αυτά νομίμως απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος εφέσεως, ανεξαρτήτως ειδικότερης αιτιολογίας, και τα περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέα.Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ..., κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος του αναιρεσείοντος των επιδίκων πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας. Δεδομένου, δε, ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινίσεως κατά το οικείο πραγματικό της, το Δικαστήριο την διακρατεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, δικάζει και, για τον ίδιο ως άνω λόγο, δέχεται εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθμ. 2047/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., εξαφανίζει την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση, κατά το σκέλος της με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της επιβολής εις βάρος του πολλαπλών τελών, περαιτέρω δε, δικάζει και δέχεται εν μέρει την προσφυγή αυτή, για τον ίδιο ως άνω λόγο, και ακυρώνει την υπ’ αριθμ. 264/91/1996 πράξη του Διευθυντού της Ε.Ι.Τ.Ε., κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα πολλαπλά τέλη, για λαθραία εισαγωγή αυτοκινήτων στη χώρα.
ΕλΣυν.Τμ.7/309/2018
ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΡΙΣΗΣ ΣΕ ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΔΗΜΟΥ:Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι η εκκαλούσα, ως υπόλογος ταμίας του .., ήταν υπεύθυνη για την τήρηση και τον έλεγχο της διαδικασίας των εισπράξεων που πραγματοποιούνταν από τις υπαλλήλους του Ωδείου. Ειδικότερα, η εκκαλούσα όφειλε, ως εκ της θέσεώς της και με βάση τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των δημοτικών ταμείων, αφενός να εισαγάγει τις εισπράξεις του νομικού προσώπου στη διαχείρισή του, αφετέρου, μετά από κάθε είσπραξη να ελέγξει και να επαληθεύσει ότι τα ποσά που εισπράττονταν πράγματι αντιστοιχούσαν στα δελτία που είχαν δοθεί στους πελάτες για τα δίδακτρα που αυτοί κατέβαλαν. Η διασταύρωση αυτή έπρεπε να γίνεται από την εκκαλούσα ταμία κατά την παραλαβή των εισπράξεων με φυλλομέτρηση των δελτίων, προκειμένου από τη συνεχή αρίθμησή τους να προκύπτουν με σαφήνεια τα ποσά που είχαν εισπραχθεί και όφειλαν να αποδοθούν. Άλλωστε, η εκκαλούσα όφειλε σε κάθε περίπτωση να εκδίδει γραμμάτια είσπραξης, καθώς και να διενεργεί τις σχετικές καταχωρίσεις στα προβλεπόμενα βιβλία του ταμείου, πλην, όπως προεκτέθηκε, δεν εκπλήρωνε τις ανωτέρω υποχρεώσεις της, η τήρηση των οποίων θα διασφάλιζε την εύκολη επαλήθευση της ροής των εισπράξεων και την αποκάλυψη τυχόν σφαλμάτων στην απόδοση αυτών. Οι ανωτέρω περιγραφόμενες παραλείψεις της εκκαλούσας κατά την άσκηση των καθηκόντων της συνιστούν αμέλεια εκ μέρους της ως προς την διαχείριση του αντικειμένου ευθύνης της, δηλαδή απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου υπολόγου ταμία. Εξάλλου, οι υπαίτιες αυτές παραλείψεις της τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το δημιουργηθέν έλλειμμα, με το ποσό του οποίου νομίμως καταλογίστηκε και το ύψος του οποίου δεν αμφισβητεί, δεδομένου ότι εάν η εκκαλούσα ήλεγχε τη συνεχόμενη αρίθμηση των διπλοτύπων είσπραξης των εκάστοτε ποσών που απέδιδε η συγκαταλο-γισθείσα εισπράκτορας, ευχερώς θα διαπίστωνε την έλλειψη ΔΠΥ και, συνακόλουθα, την επί έλαττον διαφορά μεταξύ των πράγματι εισπραχθέντων ποσών διδάκτρων και των αντιστοίχων ποσών που αποδίδονταν σε αυτή για εισαγωγή στη διαχείριση του .. και θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί εγκαίρως την παράνομη δράση της υπαλλήλου .. και να αποτρέψει την πρόκληση του καταλογισθέντος ελλείμματος στην ως άνω διαχείριση.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/2032/2022
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναίρεση της 1790/2017 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...)Με τη 1790/2017 απόφαση του VIΙ Τμήματος έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος, Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και οικονομικού διαχειριστή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «…», κατά της 1/2015 Πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον δήμο …. Με την Πράξη αυτή καταλογίστηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος το ποσό των 68.712,19 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του ως άνω νομικού προσώπου κατά το έτος 2012(...)Τέλος, ορθώς απορρίφθηκε ως αλυσιτελής ο προβληθείς με την έφεση λόγος περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης με την ειδικότερη αιτίαση ότι αυτή δεν διέλαβε ειδική κρίση περί της ουσιαστικής νομιμότητας των καταλογιζόμενων δαπανών και της ζημίας που επήλθε στο υπέρ ου ο καταλογισμός νομικό πρόσωπο, καθόσον, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω (σκ. 23), η επέλευση ζημίας δεν συναρτάται αναγκαίως με το έλλειμμα, ενώ, με βάση το ισχύον κατά τον χρόνο του καταλογισμού νομοθετικό καθεστώς το ελεγκτικό όργανο ήταν υποχρεωμένο να καταλογίσει το διαπιστωθέν έλλειμμα ανεξαρτήτως της επέλευσης πραγματικής ζημίας για τον υπέρ ου ο καταλογισμός. Επισημαίνεται πάντως ότι η φύση του ελλείμματος και η βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης ελήφθη υπόψη από το Τμήμα κατά τον περιορισμό του ποσού του καταλογισμού.Δέχεται εν μέρει την αίτηση αναίρεσης.
ΣτΕ/1068/2014
Χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία είχε υποστεί ο αναιρεσίβλητος από παράνομες παραλείψεις των οργάνων του αναιρεσείοντος Δήμου και συγκεκριμένα από τη μη χορήγηση σε αυτόν ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του κατά την εκτέλεση της εργασίας του ως συνοδού απορριμματοφόρου οχήματος του Δήμου.(....)Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία κατέληξε στην ίδια κρίση, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, εφάρμοσε ορθώς τις εκτεθείσες στις σκέψεις 2-6 διατάξεις και, συνεπώς, είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος μόνος λόγος αναιρέσεως καθώς και ο ειδικότερος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο ο αναιρεσίβλητος, απασχολούμενος αποκλειστικώς με εργασίες σε χώρους καθαριότητας, δεν απασχολείτο σε «ειδικές εργασίες» ώστε να δικαιούται, κατά τα προεκτεθέντα, τη χορήγηση των κατάλληλων μέσων ατομικής προστασίας (όπως π.χ. προστατευτικά γυαλιά). Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει ότι η με τυχόν πρωτοβουλία αυτού κίνηση της διαδικασίας προμήθειας των προβλεπομένων στην ως άνω παρ. 5 της Οικ. 34042/1996 κ.υ.α. ειδών ατομικής προστασίας, προκειμένου να χορηγηθούν και στο προσωπικό καθαριότητας, «θα προσέκρουε κατά τον έλεγχο νομιμότητας των σχετικών πράξεων της Δημαρχιακής Επιτροπής και θα απαγορευόταν η συνέχισή της», ενόψει του ότι ούτε από το ως άνω π.δ. 17/1996 ορίζεται κάτι διαφορετικό, αφού ο ίδιος δεν διέθετε γραπτή εκτίμηση περί υπάρξεως κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως συνοδών στα απορριμματοφόρα οχήματα, η οποία (γραπτή εκτίμηση κινδύνου) να έχει συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω π.δ., όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 2 του π.δ. 159/1999, από τον τεχνικό ασφαλείας, το γιατρό εργασίας, την εσωτερική ή εξωτερικές υπηρεσίες προστασίας και προλήψεως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Οι ανωτέρω όμως ειδικότεροι λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη, ο ίδιος ο αναιρεσείων Δήμος όφειλε να είχε προκαλέσει και να διαθέτει σχετική γραπτή εκτίμηση κινδύνων, επικαλείται δε έτσι, κατ’ ουσίαν, άνευ εννόμου συμφέροντος, ιδία παράνομη παράλειψη και υπολαμβάνει, εσφαλμένως, ότι οι κατά την παρ. 5 της κ.υ.α. Οικ. 34042/1996 «ειδικές εργασίες» είναι διάφορες των εργασιών που αναφέρονται στην παρ. 1 τη ίδιας κ.υ.α. και ότι οι τελευταίες δεν χρήζουν εξειδικεύσεως προκειμένου να καθορισθεί ποιοι από τους εργαζομένους σε κάθε τομέα από αυτούς που αναφέρονται στην παρ. 1 της ως άνω αποφάσεως εκτελούν ειδικές εργασίες και πρέπει ως εκ τούτου να τους διατεθεί ο κατά την παρ. 5 της ίδιας κ.υ.α. ειδικός ατομικός εξοπλισμός, ενόψει των οριζομένων στα ως άνω π.δ. 17/1996 και 396/1994, τα οποία ο αναιρεσείων Δήμος εσφαλμένως θεωρεί ότι δεν θεσπίζουν πρόσθετες γι’ αυτόν υποχρεώσεις σε σχέση με την 88555/3293/30.9.1988 κ.υ.α.Απορρίπτει την αίτηση.
ΕλΣυν.ΕλάσσοναΟλομ/489/2016
Απονομή σύνταξης ως παθόντα εν υπηρεσία:Λαμβανομένου συναφώς υπ’ όψιν και του γεγονότος ότι ο αναιρεσείων κατετάγη στο .. στις 16.7.1997 ως ικανός Ι1 και τα πρώτα συμπτώματα της πάθησής του εκδηλώθηκαν στις 9.12.1997, ήτοι αμέσως μετά το κρίσιμο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έλαβαν χώρα οι εις βάρος του κατά τα ανωτέρω αναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, στοιχείο κρίσιμο ως προς το είδος και την βαρύτητά του, το οποίο δεν έχει αξιολογηθεί στην ανωτέρω γνωμάτευση της ... , όπως δεν έχουν αξιολογηθεί ο ιατρικός φάκελος του αναιρεσείοντος και ο φάκελος της συνταξιοδοτικής προανάκρισης. Περαιτέρω, δεν παραθέτει τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης, σύμφωνα με τα οποία η φύση της νόσου του αναιρεσείοντος αποκλείει την πρόδηλη και αναμφισβήτητη σχέση της με την στρατιωτική υπηρεσία, ενόψει μάλιστα των ιδιαίτερων κατά τα ανωτέρω συνθηκών, που συνέτρεξαν κατά την διάρκεια της θητείας του, ούτε αναφέρει διαπιστωθείσα συγκεκριμένη ψυχιατρική ή παθολογική εκ γενετής κατάσταση αυτού,.., η οποία, εφ’ όσον προϋπήρχε, θα είχε ως τελική συνέπεια την εκδήλωσή της, ακόμη και στην περίπτωση που δεν θα συνέτρεχαν οι συγκεκριμένες συνθήκες της στρατιωτικής του θητείας(...).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφ’ όσον η αναιρεσιβαλλόμενη στηρίχθηκε σε αναιτιολόγητη Γνωμάτευση της ..., πάσχει και αυτή την ίδια πλημμέλεια, της έλλειψης δηλαδή αιτιολογίας, και για τον λόγο τούτο είναι αναιρετέα.
ΕΣ/Α ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/545/2023
Ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλόμενης απόφασης με την ειδικότερη αιτίαση ότι στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν ευθύνη του για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας του καταλογισμού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον κατά τα δεκτά γενόμενα στις σκέψεις 22 και 26 η ευθύνη των ελεγχομένων υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων είναι αντικειμενική και ουδόλως συναρτάται με την υποκειμενική τους συμπεριφορά. Εφόσον δηλαδή αυτοί απέκτησαν περιουσιακό όφελος, την νόμιμη προέλευση του οποίου δεν μπόρεσαν να αποδείξουν κατά την διαδικασία ενώπιον του Τμήματος, τεκμαίρεται ότι αυτό προήλθε από την, κατ’ εκμετάλλευση της θέσης τους, διάπραξη αθέμιτων εις βάρος και επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών και για το λόγο αυτό καταλογίζονται. Ενόψει τούτων, το δικάσαν Τμήμα με πλήρη και επαρκή αιτιολογία έκρινε ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε τη νόμιμη προέλευση ποσού τριάντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (38.751,89) και για τον λόγο αυτό καταλόγισε το ποσό αυτό σε βάρος του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020, Α΄ 127).