ΕλΣυν.Τμ.7/309/2018
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΡΙΣΗΣ ΣΕ ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΔΗΜΟΥ:Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι η εκκαλούσα, ως υπόλογος ταμίας του .., ήταν υπεύθυνη για την τήρηση και τον έλεγχο της διαδικασίας των εισπράξεων που πραγματοποιούνταν από τις υπαλλήλους του Ωδείου. Ειδικότερα, η εκκαλούσα όφειλε, ως εκ της θέσεώς της και με βάση τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των δημοτικών ταμείων, αφενός να εισαγάγει τις εισπράξεις του νομικού προσώπου στη διαχείρισή του, αφετέρου, μετά από κάθε είσπραξη να ελέγξει και να επαληθεύσει ότι τα ποσά που εισπράττονταν πράγματι αντιστοιχούσαν στα δελτία που είχαν δοθεί στους πελάτες για τα δίδακτρα που αυτοί κατέβαλαν. Η διασταύρωση αυτή έπρεπε να γίνεται από την εκκαλούσα ταμία κατά την παραλαβή των εισπράξεων με φυλλομέτρηση των δελτίων, προκειμένου από τη συνεχή αρίθμησή τους να προκύπτουν με σαφήνεια τα ποσά που είχαν εισπραχθεί και όφειλαν να αποδοθούν. Άλλωστε, η εκκαλούσα όφειλε σε κάθε περίπτωση να εκδίδει γραμμάτια είσπραξης, καθώς και να διενεργεί τις σχετικές καταχωρίσεις στα προβλεπόμενα βιβλία του ταμείου, πλην, όπως προεκτέθηκε, δεν εκπλήρωνε τις ανωτέρω υποχρεώσεις της, η τήρηση των οποίων θα διασφάλιζε την εύκολη επαλήθευση της ροής των εισπράξεων και την αποκάλυψη τυχόν σφαλμάτων στην απόδοση αυτών. Οι ανωτέρω περιγραφόμενες παραλείψεις της εκκαλούσας κατά την άσκηση των καθηκόντων της συνιστούν αμέλεια εκ μέρους της ως προς την διαχείριση του αντικειμένου ευθύνης της, δηλαδή απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου υπολόγου ταμία. Εξάλλου, οι υπαίτιες αυτές παραλείψεις της τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το δημιουργηθέν έλλειμμα, με το ποσό του οποίου νομίμως καταλογίστηκε και το ύψος του οποίου δεν αμφισβητεί, δεδομένου ότι εάν η εκκαλούσα ήλεγχε τη συνεχόμενη αρίθμηση των διπλοτύπων είσπραξης των εκάστοτε ποσών που απέδιδε η συγκαταλο-γισθείσα εισπράκτορας, ευχερώς θα διαπίστωνε την έλλειψη ΔΠΥ και, συνακόλουθα, την επί έλαττον διαφορά μεταξύ των πράγματι εισπραχθέντων ποσών διδάκτρων και των αντιστοίχων ποσών που αποδίδονταν σε αυτή για εισαγωγή στη διαχείριση του .. και θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί εγκαίρως την παράνομη δράση της υπαλλήλου .. και να αποτρέψει την πρόκληση του καταλογισθέντος ελλείμματος στην ως άνω διαχείριση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.1/1804/2011
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει καταρχήν ότι νόμιμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης στηρίχθηκε στις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 κοινή υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην περίπτωση χρηματοδοτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή χρηματοδότησης κατά τη διενέργεια ελέγχου από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ενός Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2860/2000, όπως πράγματι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την περιγραφόμενη στην 15954/(ππο)559/11.8.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1266), που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αφορά στην ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Ε.Τ.Π.Α. του Γ΄ Κ.Π.Σ., μεταξύ άλλων, και του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα». Εξάλλου, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η επέλευση οποιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της, που να οφείλεται ειδικά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε ανίσχυρη κοινή υπουργική απόφαση είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, παρά το ότι στη συναφθείσα ως άνω από 25.11.2002 σύμβαση αλλά και στην από 23.8.2006 έκθεση ελέγχου φέρεται ως τελικός αποδέκτης, εντούτοις αποτελεί τον τελικό δικαιούχο της συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 (περίπτ. ιβ) του Κανονισμού (ΕΚ)1260/1999 και 1 (περίπτ. στ) του ν. 2860/2000, καθόσον αποτελεί το φορέα που είχε την ευθύνη υλοποίησης – με δική της οργάνωση και μέσα – της επένδυσης. Κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ευθυνόμενη για κάθε πταίσμα αναφορικά με τις παρατυπίες που διαπιστώνονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης αυτής. (...)Ενόψει αυτών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την έφεση λόγων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
ΕλΣυν.Τμ.7/9/2018
ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΥ:Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η προσβαλλόμενη πράξη, όσον αφορά στον καταλογισμό του εκκαλούντος, δεν διαλαμβάνει επαρκή και πλήρη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν διαλαμβάνει αφενός μεν τη νομική αιτία για την οποία καθίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ανωτέρω υπόλογος και, συνακόλουθα, υποκείμενο καταλογισμού, αφετέρου δε την ιστορική αιτία, ήτοι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του που να τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το διαπιστωθέν στην επίμαχη διαχείριση έλλειμμα. Η γενικόλογη αναφορά, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη, η οποία έχει συμπερασματικό και μόνο χαρακτήρα ως προς την ευθύνη του εκκαλούντος Δημάρχου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω παράθεση των συνδεόμενων αιτιωδώς με την πληρωμή δαπανών πράξεων ή παραλείψεών του, που φέρονται ως γενεσιουργές του ελλείμματος, δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία και δεν καταδεικνύει την οποιαδήποτε συμβολή του στη δημιουργία του εν λόγω ελλείμματος. Συγκεκριμένα στην προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται ότι ο εκκαλών, με τη μη άσκηση της δέουσας εποπτείας και επίβλεψης, δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αν και το έλλειμμα προήλθε εξολοκλήρου από τη διαχειριστική τακτική που εφάρμοσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην κύρια εξωταμειακή διαχειριστική διαδικασία και ιδίως ο Αντιδήμαρχος Οικονομικών … με τις ανωτέρω ήδη αναφερθείσες 2041/17.12.1998 και 2021/4.12.1998 προδήλως παράνομες ειδικές εντολές πληρωμής. Άλλωστε και την εποπτεία στην όλη διαχειριστική διαδικασία την είχε εξολοκλήρου ο εν λόγω Αντιδήμαρχος Οικονομικών .., σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη 186/ 1998 απόφαση περί μεταβιβάσεως των σχετικών οικονομικών αρμοδιοτήτων του τέως Δημάρχου ..(παραιτηθέντος στις 28.5.1998) .. προς αυτόν. Η απλή αναφορά, όμως, στην δια παραλείψεως (με τη μη άσκηση εποπτείας) ανάμειξη του εκκαλούντος στη διαχειριστική διαδικασία, όταν μάλιστα η άσκηση αυτής έχει ήδη μεταβιβαστεί στον Αντιδήμαρχο, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του στη δημιουργία του ελλείμματος, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται και η, με συγκεκριμένο ενεργό τρόπο, ανάμειξή του στην εν λόγω διαχείριση. Ειδικότερα δεν προσδιορίζεται ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των αποδιδόμενων, με την προσβαλλόμενη πράξη, στον εκκαλούντα παραλείψεων και του διαπιστωθέντος ελλείμματος, που προήλθε από την εκταμίευση των ως άνω ποσών από τον ταμία του Δήμου, καθόσον μόνη, έστω η παράλειψη εποπτείας, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ιδιαίτερης διαχειριστικής δράσης, δεν καλύπτει το πραγματικό του απαιτούμενου αιτιώδους συνδέσμου στη διαδικασία δημιουργίας του ελλείμματος...Επομένως, αφού, πέραν της μη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης δεν καταδείχθηκε σ’ αυτή και η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραλείψεων του εκκαλούντος τέως Δημάρχου και των ελλειμμάτων στη διαχειριστική διαδικασία, η πράξη αυτή, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, είναι ακυρωτέα ως προς τον εκκαλούντα.
ΥΑ 132311/7298/1977
Περί της διαδικασίας βεβαιώσεως και εισπράξεων των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, των εις χρήμα ποινών και των εκ μετατροπής της φυλακίσεως και κρατήσεως χρηματικών ποσών.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/390/2021
Έργο-Θετικές Δράσεις για την Ισότητα των Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών στις Μικρομεσαίες και Μεγάλες Επιχειρήσεις .Δημοσιονομική διόρθωση..Με την έφεση αυτή ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση, της 2024/3.11.2011 πράξης καταλογισμού της Γενικής Γραμματέως Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών. ....Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με βάση όσα αναγράφονται στο σώμα της, είναι νομίμως αιτιολογημένη (βλ. σκ. 6), εφόσον προκύπτουν τα στοιχεία του επιχορηγηθέντος Υποέργου, το ποσό και η αιτία του καταλογισμού (παραβίαση των συμφωνηθέντων όρων εκ μέρους της εκκαλούσας) και το υπέρ ου ο καταλογισμός πρόσωπο (ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς ορίζεται ρητά ότι η επιστροφή του ποσού μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ΔΟΥ, αποτελώντας έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και κατονομάζοντας τον τίτλο του Κωδικού Αριθμού Εσόδου [ΚΑΕ] αυτού), κατά τα λοιπά δε, η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται νομίμως από τα λοιπά ως άνω στοιχεία και, ιδίως, την από 3.6.2009 έκθεση ελέγχου και την ΔΙΑΠ/Φ.2.5/ 4048/6.8.2009 απόφαση επί των αντιρρήσεων, όπου εξειδικεύονται και αναλύονται περαιτέρω οι παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε η εκκαλούσα κατά την υλοποίηση του Υποέργου. Άλλωστε, αλυσιτελώς επικαλείται η εκκαλούσα ότι δεν τεκμηριώνεται η ιδιότητά της ως δημοσίου υπολόγου, διότι η ιδιότητα υπό την οποία καταλογίστηκε είναι εκείνη του λήπτη ενωσιακής και εθνικής χρηματοδότησης (τελικού αποδέκτη), υπόχρεου σε δημόσια λογοδοσία για τα ποσά που έλαβε, ενόψει και των δεσμεύσεων που εκουσίως ανέλαβε σύμφωνα με το οικείο κανονιστικό και συμβατικό πλαίσιο (βλ. σκ. 4, 5, 9 και 10). Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη, ακολούθως δε, να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, βλ. ήδη άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020).
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/877/2016
Δημόσιοι υπόλογοι-Προσαυξήσεις(…) Οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από τότε που ο υπόλογος όφειλε να ενεργήσει την είσπραξη, επί καθυστερημένης εισαγωγής των εισπράξεων από τότε που αυτός όφειλε να εισαγάγει τα εισπραχθέντα στο Δημόσιο Ταμείο και επί ελλείμματος από την ημέρα κατά την οποία εξακριβώθηκε ότι έλαβε χώρα το έλλειμμα και, αν η εξακρίβωση είναι αδύνατη, από τότε που το έλλειμμα ανακαλύφθηκε κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση. Εάν η εξακρίβωση του ελλείμματος γίνεται μετά τη λήξη του οικονομικού έτους στη διαχείριση του οποίου αναφέρεται το έλλειμμα και είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ημέρας ή του μήνα κατά την οποία έλαβε χώρα τούτο, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από τη λήξη του οικονομικού έτους ή της διαχείρισης. Η επιβολή των προσαυξήσεων κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητας συνιστά μέτρο αποκατάστασης του ελλείμματος του Δημοσίου στο πραγματικό ονομαστικό μέγεθος αναγόμενο στο χρόνο διαπίστωσής του, λόγω της αυθαίρετης παρακράτησης των σχετικών ποσών εκ μέρους του υπολόγου για σειρά ετών και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, καθώς ελλείπει ο κυρωτικός χαρακτήρας του μέτρου αυτού.
ΕλΣυν.Τμ.7/304/2018
ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΥ-ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ:Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη του ύψους των καταλογισθέντων ποσών, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταλογιστικής πράξης συνεπάγεται πράγματι ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη σε βάρος των αιτούντων. Συνεπώς η κρινόμενη αίτησή τους πρέπει να γίνει δεκτή και να ανασταλεί εν όλω η εκτέλεση της πράξης αυτής μέχρι να δημοσιευθεί οριστική απόφαση στην έφεση που άσκησαν οι ίδιοι ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ή να καταργηθεί η ανοιγείσα με την έφεση δίκη. Περαιτέρω, λόγω της παραδοχής της αίτησης, πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981, να επιστραφεί στους αιτούντες το παράβολο που κατέθεσαν για την άσκησή της. Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγούν οι αιτούντες από τη δικαστική δαπάνη του Δήμου … (άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
ΕΣ/ΤΜ.4/320/2018
Καταλογισμος. ζητείται η ακύρωση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ... που ελήφθη κατά τη 17η συνεδρίαση της 24.4.2017, με την οποία καταλογίστηκε η ...-Περιφερειακή Ενότητα ... με το ποσό των 385.858,96 ευρώ που φέρεται ότι αντιστοιχεί σε μη αποδοθείσες στο ... κρατήσεις (άρθρα 22, 26 και 27 του π.δ. 422/1981), πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 166.127,53 ευρώ, ήτοι με το συνολικό ποσό των 551.986,49 ευρώ. (..) η εκκαλούσα ...,, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης από 6.6.2017 (αρ.κατάθ. 1765/6.6.2017) έφεσης (βλ. σχετ. και την 1419/31.7.2017/Θέμα 8ο απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας … περί ειδικής προς τούτο εντολής προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, επήλθε αυτοδίκαιη κατάργηση της ανοιγείσας με την άσκηση του ανωτέρω ενδίκου βοηθήματος δίκης και, κατ΄ ακολουθίαν, πρέπει αυτή να κηρυχθεί καταργημένη.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/397/2020
Δημοσιονομική διόρθωση.Έργο-Διαρθρωτική Προσαρμογή Εργαζομένων και Επιχειρήσεων εντός της οικονομικής κρίσης.....ζητείται η ακύρωση της 95065/2.12.2016 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Επαγγελματικής Κατάρτισης Ενηλίκων (Α3).Με δεδομένα αυτά δεν προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου η έλλειψη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αποτελέσματος της εξαγωγικής δραστηριότητας της εκκαλούσας, δοθέντος ότι αφενός μεν κατά τη διάρκεια της κατάρτισης δόθηκε έμφαση στην εξοικείωση των εργαζομένων αυτής με τις μεθόδους και τις τεχνικές του διεθνούς εμπορίου και αφετέρου η πορεία των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα έτη υλοποίησης του προγράμματος εμφάνισε ρυθμό αύξησης. Περαιτέρω, από τη διαλαμβανόμενη στο 80971/29.9.2014 έγγραφο της Αν. Προϊσταμένης της Γ.Δ.Α3 αιτιολογία περικοπής της αμοιβής του Συμβούλου, που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα, δεν προκύπτουν ειδικότερα τα ελλείποντα παραδοτέα που δεν επέτρεψαν στον έλεγχο τη διαπίστωση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αυξητικού ρυθμού μεταβολής των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα κρίσιμα για την εφαρμογή του προγράμματος έτη. Ως εκ της αντιφατικής, ασαφούς και ανεπαρκούς ως άνω αιτιολογίας, εκ της οποίας δεν δύνανται να ελεγχθούν ως βάσιμα τα συμπεράσματα του ελέγχου αναφορικά με την υλοποίηση του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής σε ποσοστό 70%, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν παρίσταται νόμιμη η αναλογική μείωση της αμοιβής του Συμβούλου κατά ποσοστό 30%, ήτοι κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ, και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει ακυρωτέα κατά το μέρος αυτό ως μη νομίμως αιτιολογημένη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο - ν. 4129/2013 (Α΄ 52) πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το παράβολο της έφεσης κατά το ποσό των 37,00 ευρώ λόγω μερικής νίκης, το δε Δημόσιο να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω (βλ. το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/2006, Α΄ 135) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Κ.Γ./Δ/ΥΠΑ 18784/2022
Διαχείριση των ποσών που αποδίδονται ως τέλη Αεροναυτιλίας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (EUROCONTROL) και διαχείριση του ειδικού λογαριασμού της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/392/2021
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού..Το Δικαστήριο: α) υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, ως εθνικής συνταγματικής αρχής και γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου (βλ.σκέψη 10), που επιβάλλει το αποκαταστατικό μέτρο της ανάκτησης της χρηματοδότησης να τελεί σε εύλογη σχέση αναλογίας προς τη διαπιστούμενη απόκλιση από την επίτευξη των στόχων της ενισχυόμενης δράσης και να παρίσταται πρόσφορο για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την οικεία διάταξη σκοπού, προκειμένου τούτο (μέτρο) να διατηρεί τον επανορθωτικό του χαρακτήρα και να μην καταλήγει σε κυρωτικό μέτρο, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη των συντρεχουσών περιστάσεων και ιδίως το πραγματικό γεγονός, που πιστοποιήθηκε από τους επιγενόμενους της ένταξης ελέγχους της επένδυσης και δεν αμφισβητείται, β) ότι η εκκαλούσα ως επενδυτής, σε κάθε περίπτωση, υλοποίησε στο ακέραιο τις υποχρεώσεις που απέρρευσαν από την απόφαση υπαγωγής της στον αναπτυξιακό νόμο και αξιοποίησε πλήρως την χορηγηθείσα σε αυτήν ενίσχυση, υπηρετώντας έτσι τους οικείους σκοπούς ανάπτυξης και ενίσχυσης των ιδιωτικών επενδύσεων, συμβάλλοντας περαιτέρω στην επίτευξη των στόχων της περιφερειακής ανάπτυξης και γ) ότι το ύψος του ληφθέντος μέτρου, ήτοι ο καταλογισμός της με το ποσό των 90.815,45 ευρώ βαίνει πέραν των ορίων του πρόσφορου, του κατάλληλου και του αναγκαίου για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού της διασφάλισης της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της μη διακινδύνευσης των ενωσιακών πόρων, κρίνει, για τους λόγους αυτούς, ότι πρέπει το ποσό της ένδικης διόρθωσης να περιοριστεί στο ύψος των 45.000,00 ευρώ.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και να περιοριστεί ο επίδικος καταλογισμός στο ποσό των 45.000,00 ευρώ, μεταρρυθμιζομένης κατά τούτο της προσβαλλομένης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης.