Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/390/2021

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4700/2020, 1225/1981

Έργο-Θετικές Δράσεις για την Ισότητα των Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών στις Μικρομεσαίες και Μεγάλες Επιχειρήσεις .Δημοσιονομική διόρθωση..Με την έφεση αυτή ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση, της 2024/3.11.2011 πράξης καταλογισμού της Γενικής Γραμματέως Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εσωτερικών. ....Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με βάση όσα αναγράφονται στο σώμα της, είναι νομίμως αιτιολογημένη (βλ. σκ. 6), εφόσον προκύπτουν τα στοιχεία του επιχορηγηθέντος Υποέργου, το ποσό και η αιτία του καταλογισμού (παραβίαση των συμφωνηθέντων όρων εκ μέρους της εκκαλούσας) και το υπέρ ου ο καταλογισμός πρόσωπο (ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς ορίζεται ρητά ότι η επιστροφή του ποσού μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε ΔΟΥ, αποτελώντας έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και κατονομάζοντας τον τίτλο του Κωδικού Αριθμού Εσόδου  [ΚΑΕ] αυτού), κατά τα λοιπά δε, η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται νομίμως από τα λοιπά ως άνω στοιχεία και, ιδίως, την από 3.6.2009 έκθεση ελέγχου και την ΔΙΑΠ/Φ.2.5/ 4048/6.8.2009 απόφαση επί των αντιρρήσεων, όπου εξειδικεύονται και αναλύονται περαιτέρω οι παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε η εκκαλούσα κατά την υλοποίηση του Υποέργου. Άλλωστε, αλυσιτελώς επικαλείται η εκκαλούσα ότι δεν τεκμηριώνεται η ιδιότητά της ως δημοσίου υπολόγου, διότι η ιδιότητα υπό την οποία καταλογίστηκε είναι εκείνη του λήπτη ενωσιακής και εθνικής χρηματοδότησης (τελικού αποδέκτη), υπόχρεου σε δημόσια λογοδοσία για τα ποσά που έλαβε, ενόψει και των δεσμεύσεων που εκουσίως ανέλαβε σύμφωνα με το οικείο κανονιστικό και συμβατικό πλαίσιο (βλ. σκ. 4, 5, 9 και 10). Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη, ακολούθως δε, να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης υπέρ του Δημοσίου (άρθρο  73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, βλ. ήδη άρθρο 310 παρ. 1 ν. 4700/2020). 


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΟΛΟΜ/1837/2019

Καταλογισμός...Το αίτημα του εκκαλούντος περί επιστροφής του ποσού του καταλογισμού που κατέβαλε πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι μη νομίμως με αυτό διευρύνεται το αντικείμενο της δίκης που ανοίχθηκε με το από 20.3.2014 δικόγραφο της έφεσης, αντικείμενο της οποίας αποτελεί μόνο ο έλεγχος της νομιμότητας της εκκαλούμενης καταλογιστικής πράξης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτή πράξη να επιστραφεί στον εκκαλούντα το παράβολο της έφεσης και συνεκτιμωμένων των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. δ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 (Α΄ 135).Αναιρεί την 1938/2015 απόφαση του ΙV Τμήματος.


ΕΣ/ΤΜ.4/320/2018

Καταλογισμος. ζητείται η ακύρωση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ... που ελήφθη κατά τη 17η συνεδρίαση της 24.4.2017, με την οποία καταλογίστηκε η ...-Περιφερειακή Ενότητα ... με το ποσό των 385.858,96 ευρώ που φέρεται ότι αντιστοιχεί σε μη αποδοθείσες στο ... κρατήσεις (άρθρα 22, 26 και 27 του π.δ. 422/1981), πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 166.127,53 ευρώ, ήτοι με το συνολικό ποσό των 551.986,49 ευρώ.  (..) η εκκαλούσα ...,, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης από 6.6.2017 (αρ.κατάθ. 1765/6.6.2017) έφεσης (βλ. σχετ. και την 1419/31.7.2017/Θέμα 8ο απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας … περί ειδικής προς τούτο εντολής προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, επήλθε αυτοδίκαιη κατάργηση της ανοιγείσας με την άσκηση του ανωτέρω ενδίκου βοηθήματος δίκης και, κατ΄ ακολουθίαν, πρέπει αυτή να κηρυχθεί καταργημένη.


ΕΣ/ΤΜ.1/6431/2015

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:ζητείται η ακύρωση α) της ... απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας δημοσιονομική διόρθωση ποσού 280.883,60 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σ’ αυτήν αχρεωστήτως  από κοινοτικούς (ΕΤΠΑ 70%) και εθνικούς πόρους (ΠΔΕ 30%), κατά την εκτέλεση  του υποέργου 3 «… Α.Ε.»(...)Ήδη, με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα βάλλει κατά της ως άνω απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και ζητεί την ακύρωσή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση αυτή λόγους. Όμως, στα στοιχεία του φακέλου δεν περιλαμβάνονται έγγραφα που είναι αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης στην κρινόμενη υπόθεση, προκειμένου να προσκομιστούν τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας ελλείποντα ουσιώδη στοιχεία προς διαμόρφωση της δικανικής του κρίσης.Απορρίπτει την ανακοπή.Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της έφεσης. 


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021

Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και  να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00  ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να  μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν. 


ΕλΣυν.Τμ.4/265/2015

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις το Δικαστήριο κρίνει ότι, η ιστορική αιτία του καταλογισμού, όπως αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη παρίσταται ελλιπής, αφού το Κλιμάκιο με μια γενικόλογη κρίση περί της έννοιας του συνευθυνομένου και των πράξεων εν γένει των εκκαλούντων, αποφαίνεται για τον καταλογισμό τους, χωρίς στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης να εξειδικεύεται ο χρόνος δημιουργίας των επιμέρους ελλειμμάτων, ο τρόπος με τον οποίο τα ποσά αυτά προέκυψαν και υπολογίσθηκαν με αναφορά σε κάθε επιμέρους αχρεωστήτως καταβληθείσα σύνταξη, καθώς και οι ειδικότερες διαχειριστικές πράξεις των εκκαλούντων, ως συνευθυνομένων, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με τη δημιουργία εκάστου επιμέρους ελλείμματος. Ένεκα των ελλείψεων των ως άνω κρίσιμων για τη δημοσιολογιστική ευθύνη των εκκαλούντων στοιχείων, η προσβαλλόμενη πράξη στερείται ειδικής, πλήρους και σαφούς αιτιολογίας, η οποία δεν δύναται να συμπληρωθεί, ούτε άλλωστε συνάγεται από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, τα οποία είναι πάντως ελλιπή, ενώ δεν στηρίζουν την κρίση της προσβαλλόμενης πράξης, με συνέπεια το Τμήμα τούτο να μην δύναται να εκφέρει ασφαλή κρίση, αφού δεν προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν τον κρινόμενο καταλογισμό..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης, να επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο στους εκκαλούντες (βλ. άρθρο 73 παρ. 4 του ν. 4129/2013) και εκτιμωμένων των περιστάσεων να απαλλαγεί ο εφεσίβλητος Οργανισμός από τη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/397/2020

Δημοσιονομική διόρθωση.Έργο-Διαρθρωτική Προσαρμογή Εργαζομένων και Επιχειρήσεων εντός της οικονομικής κρίσης.....ζητείται η ακύρωση της 95065/2.12.2016 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Επαγγελματικής Κατάρτισης Ενηλίκων (Α3).Με δεδομένα αυτά δεν προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου η έλλειψη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αποτελέσματος της εξαγωγικής δραστηριότητας της εκκαλούσας, δοθέντος ότι αφενός μεν κατά τη διάρκεια της κατάρτισης δόθηκε έμφαση στην εξοικείωση των εργαζομένων αυτής με τις μεθόδους και τις τεχνικές του διεθνούς εμπορίου και αφετέρου η πορεία των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα έτη υλοποίησης του προγράμματος εμφάνισε ρυθμό αύξησης. Περαιτέρω, από τη διαλαμβανόμενη στο 80971/29.9.2014 έγγραφο της Αν. Προϊσταμένης της Γ.Δ.Α3 αιτιολογία περικοπής της αμοιβής του Συμβούλου, που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα, δεν προκύπτουν ειδικότερα τα ελλείποντα παραδοτέα που δεν επέτρεψαν στον έλεγχο τη διαπίστωση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αυξητικού ρυθμού μεταβολής των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα κρίσιμα για την εφαρμογή του προγράμματος έτη. Ως εκ της αντιφατικής, ασαφούς και ανεπαρκούς ως άνω αιτιολογίας, εκ της οποίας δεν δύνανται να ελεγχθούν ως βάσιμα τα συμπεράσματα του ελέγχου αναφορικά με την υλοποίηση του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής σε ποσοστό 70%, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν παρίσταται νόμιμη  η αναλογική μείωση της αμοιβής του Συμβούλου κατά ποσοστό 30%, ήτοι κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ, και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει ακυρωτέα κατά το μέρος αυτό ως μη νομίμως αιτιολογημένη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο - ν. 4129/2013 (Α΄ 52) πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το παράβολο της έφεσης κατά το ποσό των 37,00 ευρώ λόγω μερικής νίκης, το δε Δημόσιο να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω (βλ. το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/2006, Α΄ 135) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.


ΕΣ/ΤΜ.6/1483/2019

Καταλογισμός...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη ΙΙΙ, κατά την πλειοψηφήσασα στο Τμήμα γνώμη, η άρνηση του Γενικού Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας, που εκδηλώθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη να εξετάσει κατ’ ουσίαν το αίτημα του εκκαλούντος για επανεξέταση του γενομένου σε βάρος του καταλογισμού, κατόπιν λήψης υπ’ όψιν της 4961/2009 αθωωτικής απόφασης του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο δε, διότι το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και το οποίο εκτείνεται και στις διαδικασίες ενώπιον των διοικητικών αρχών, που έπονται της αθώωσης του κατηγορουμένου, επέτασσε την επανεξέταση της υπόθεσης του εκκαλούντος, ο δε Γενικός Επιθεωρητής όφειλε, κατόπιν συνεκτίμησης της εν λόγω αθωωτικής απόφασης, να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση σχετικώς με το εάν συνέτρεχε ή όχι λόγος ανάκλησης της .../.../12.9.2002 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Εξάλλου, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην σκέψη ΙΙ της παρούσας, η κατ’ ουσίαν εξέταση από τη Διοίκηση του αιτήματος του εκκαλούντος για ανάκληση του σε βάρος του καταλογισμού δεν κωλυόταν από την ύπαρξη δεδικασμένου από σχετική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο διότι, με την 1862/2009 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η από 29.12.2002 έφεση του εκκαλούντος απερρίφθη ως απαράδεκτη για τυπικό λόγο και συγκεκριμένα ελλείψει του απαιτουμένου για την εξέτασή της παραβόλου, με συνέπεια το εκ της απόφασης αυτής απορρέον δεδικασμένο να καλύπτει μόνο το κριθέν δικονομικό ζήτημα και όχι την ουσία της υπόθεσης. Πρέπει, συνεπώς, για τον λόγο αυτόν που προβάλλεται βασίμως, να γίνει δεκτή η έφεση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, υπό το φως των αναφερομένων στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, να συνεκτιμήσει την ανωτέρω αθωωτική απόφαση και να προβεί με νόμιμη αιτιολογία είτε στην ανάκληση της .../.../12.9.2002 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, είτε στην απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Περαιτέρω, γενομένης δεκτής της έφεσης του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθεί το επικουρικώς προβαλλόμενο αίτημά του να εκτιμηθεί το ασκηθέν από αυτόν ένδικο βοήθημα ως αίτηση για αναθεώρηση της 1862/2009 απόφασης του IV Τμήματος. Εξάλλου, και υπό την εκδοχή ότι το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ερμηνευόταν, ως εκ του περιεχομένου του οικείου δικογράφου, ως αίτηση για αναθεώρηση της ανωτέρω απόφασης του Τμήματος, η αίτηση αυτή, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη ΙΙ, θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς με την 1862/2009 απόφαση του Τμήματος απερρίφθη η από 29.12.2002 έφεση του εκκαλούντος ως απαράδεκτη για τυπικό λόγο (λόγω μη καταβολής παραβόλου), με συνέπεια οι προβαλλόμενοι με το εξεταζόμενο δικόγραφο λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η νομιμότητα του γενόμενου καταλογισμού, να είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/748/2021

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού....Από την εξέταση του φακέλου της υπόθεσης, σε συνδυασμό με τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, διαπιστώνεται ότι δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν ουσιώδη για την ασφαλή διάγνωση της διαφοράς έγγραφα και στοιχεία. Ενόψει αυτών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την αναβολή έκδοσης οριστικής απόφασης, προκειμένου να προσκομισθούν τα ακόλουθα: (1) η 5332/4.12.2013 απόφαση ένταξης της επίδικης Πράξης στο Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση 2007-2013», το Τεχνικό Δελτίο Πράξης και το Τεχνικό Δελτίο Υποέργου, (2) στοιχεία που αφορούν στην διαδικασία ανάδειξης αναδόχου για την επίδικη Πράξη (υποέργο) και, ιδίως, η διακήρυξη, τα πρακτικά της Επιτροπής Διαγωνισμού από το άνοιγμα των φακέλων των δικαιολογητικών συμμετοχής μέχρι την έκδοση της κατακυρωτικής απόφασης και η υπογραφείσα με τον ανάδοχο σύμβαση, (3) οι επικαλούμενες από το εκκαλούν σχετικές προεγκρίσεις/σύμφωνες γνώμες που δόθηκαν από τα αρμόδια όργανα (έγγραφα 174/Φ.ΠΡΟΕΓΚ/358523-4/2012/8.2.2012 και 2344/Φ.ΠΡΟΕΓΚ 358523-4/2012/16.7.2012 της ΕΥΔ Τομέα Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης), καθώς και η απαντητική επιστολή αυτού με αριθ. πρωτ. 964/12.11.2015 (βλ. σελ. 2 έφεσης), (4) το 3534498/27.8.2015 προσωρινό πόρισμα ελέγχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG EMPL) και η τελική έκθεση ελέγχου με αριθ. Ref. Ares(2016)2857879/20.6.2016, μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα και (5) το από 11.11.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα της ΕΥΔ ΕΠ ΔΜ ή άλλη πρόσκληση προς το εκκαλούν περί υποβολής αντιρρήσεων και οι τυχόν υποβληθείσες από αυτό αντιρρήσεις ή διευκρινίσεις.Από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη στοιχεία, εκείνα με αύξοντα αριθμό (α/α) 1, 4 και 5, πρέπει να προσκομιστούν με επιμέλεια του Ελληνικού Δημοσίου (Υπουργείο Υγείας - Επιτελική Δομή ΕΣΠΑ), ενώ τα στοιχεία με α/α 2 και 3, με επιμέλεια του εκκαλούντος, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση σε αυτούς της παρούσας απόφασης. Μετά δε την προσκόμιση των στοιχείων τούτων ή την πάροδο άπρακτης της ως άνω προθεσμίας, με μέριμνα της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου να ορισθεί αρμοδίως νέα δικάσιμος για την συζήτηση της έφεσης, να εγγραφεί η υπόθεση στο οικείο πινάκιο και να γίνει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση όλων των διαδίκων. 


ΕΣ/ΤΜ.ΔΕΥΤΕΡΟ/4/2021

Καταλογισμός - έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου...Κατά τα λοιπά, ως προς τις λοιπές ως άνω κατηγορίες δαπανών, οι οποίες, παρά τα αντιθέτως προβαλλόμενα με το δικόγραφο της έφεσης, ορθώς κρίθηκαν μη νόμιμες και  μη δυνάμενες να νομιμοποιηθούν με τις αιτιολογίες που εκτίθενται στην προσβαλλομένη, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την πάροδο ιδιαίτερα μεγάλου χρονικού διαστήματος από το οικονομικό έτος (2002) στο οποίο αφορούν οι καταλογισθείσες δαπάνες, ότι από την πληρωμή των  δαπανών αυτών δεν προκλήθηκε πραγματική ζημία εις βάρος των οικονομικών του Δήμου, ότι  από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυψε η τέλεση εκ μέρους του δικαιοπαρόχου των εκκαλούντων οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος σε σχέση με τη διαχείριση του δημοτικού χρήματος κατά το κρίσιμο έτος (2002), την οικονομική κατάσταση των εκκαλούντων, κληρονόμων του ...., όπως τούτη προκύπτει από τα προσκομισθέντα στοιχεία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης χορηγήθηκε σε αυτούς το ευεργέτημα της πενίας, κρίνει, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου έφεσης, ότι το ποσό του καταλογισμού που απομένει ύστερα από την αφαίρεση των 58.362,48 ευρώ, (37.586,47 + 20.776,01 ευρώ), πρέπει, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτίθενται στη σκέψη 14, να μειωθεί μέχρι το 1/20 αυτού.Κατ’ ακολουθία, πρέπει η  έφεση των εκκαλούντων να γίνει εν μέρει δεκτή, να απαλλαγούν αυτοί από το ποσό των 58.362,48 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις σκέψεις 18 και 19 της παρούσας και το εναπομείναν ποσό κατα-λογισμού, δηλαδή το ποσό των  27.737,53 (86.100,01 - 58.362,48) ευρώ, να μειωθεί στο 1/20, ήτοι στο ποσό των 1.386,87 ευρώ, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας. Κατ’ εκτίμηση δε των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί ο Δήμος .... και το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κατ’ άρθρο 123 του π.δ.1225/1981, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12  παρ.2 του ν.3472/2006, Α΄ 135, εφαρμόζεται και στην παρούσα δίκη).


ΕΣ/ΤΜ.1/1804/2011

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει καταρχήν ότι νόμιμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης στηρίχθηκε στις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 κοινή υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην περίπτωση χρηματοδοτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή χρηματοδότησης κατά τη διενέργεια ελέγχου από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ενός Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2860/2000, όπως πράγματι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την περιγραφόμενη στην 15954/(ππο)559/11.8.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1266), που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αφορά στην ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Ε.Τ.Π.Α. του Γ΄ Κ.Π.Σ., μεταξύ άλλων, και του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα». Εξάλλου, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η επέλευση οποιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της, που να οφείλεται ειδικά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε ανίσχυρη κοινή υπουργική απόφαση είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, παρά το ότι στη συναφθείσα ως άνω από 25.11.2002 σύμβαση αλλά και στην από 23.8.2006 έκθεση ελέγχου φέρεται ως τελικός αποδέκτης, εντούτοις αποτελεί τον τελικό δικαιούχο της συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 (περίπτ. ιβ) του Κανονισμού (ΕΚ)1260/1999 και 1 (περίπτ. στ) του ν. 2860/2000, καθόσον αποτελεί το φορέα που είχε την ευθύνη υλοποίησης – με δική της οργάνωση και μέσα – της επένδυσης. Κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ευθυνόμενη για κάθε πταίσμα αναφορικά με τις παρατυπίες που διαπιστώνονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης αυτής. (...)Ενόψει αυτών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την έφεση λόγων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).