Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/1068/2014

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 456/1984, 1568/1985

Χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία είχε υποστεί ο αναιρεσίβλητος από παράνομες παραλείψεις των οργάνων του αναιρεσείοντος Δήμου και συγκεκριμένα από τη μη χορήγηση σε αυτόν ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του κατά την εκτέλεση της εργασίας του ως συνοδού απορριμματοφόρου οχήματος του Δήμου.(....)Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία κατέληξε στην ίδια κρίση, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, εφάρμοσε ορθώς τις εκτεθείσες στις σκέψεις 2-6 διατάξεις και, συνεπώς, είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος μόνος λόγος αναιρέσεως καθώς και ο ειδικότερος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο ο αναιρεσίβλητος, απασχολούμενος αποκλειστικώς με εργασίες σε χώρους καθαριότητας, δεν απασχολείτο σε «ειδικές εργασίες» ώστε να δικαιούται, κατά τα προεκτεθέντα, τη χορήγηση των κατάλληλων μέσων ατομικής προστασίας (όπως π.χ. προστατευτικά γυαλιά). Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει ότι η με τυχόν πρωτοβουλία αυτού κίνηση της διαδικασίας προμήθειας των προβλεπομένων στην ως άνω παρ. 5 της Οικ. 34042/1996 κ.υ.α. ειδών ατομικής προστασίας, προκειμένου να χορηγηθούν και στο προσωπικό καθαριότητας, «θα προσέκρουε κατά τον έλεγχο νομιμότητας των σχετικών πράξεων της Δημαρχιακής Επιτροπής και θα απαγορευόταν η συνέχισή της», ενόψει του ότι ούτε από το ως άνω π.δ. 17/1996 ορίζεται κάτι διαφορετικό, αφού ο ίδιος δεν διέθετε γραπτή εκτίμηση περί υπάρξεως κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως συνοδών στα απορριμματοφόρα οχήματα, η οποία (γραπτή εκτίμηση κινδύνου) να έχει συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω π.δ., όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 2 του π.δ. 159/1999, από τον τεχνικό ασφαλείας, το γιατρό εργασίας, την εσωτερική ή εξωτερικές υπηρεσίες προστασίας και προλήψεως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Οι ανωτέρω όμως ειδικότεροι λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη, ο ίδιος ο αναιρεσείων Δήμος όφειλε να είχε προκαλέσει και να διαθέτει σχετική γραπτή εκτίμηση κινδύνων, επικαλείται δε έτσι, κατ’ ουσίαν, άνευ εννόμου συμφέροντος, ιδία παράνομη παράλειψη και υπολαμβάνει, εσφαλμένως, ότι οι κατά την παρ. 5 της κ.υ.α. Οικ. 34042/1996 «ειδικές εργασίες» είναι διάφορες των εργασιών που αναφέρονται στην παρ. 1 τη ίδιας κ.υ.α. και ότι οι τελευταίες δεν χρήζουν εξειδικεύσεως προκειμένου να καθορισθεί ποιοι από τους εργαζομένους σε κάθε τομέα από αυτούς που αναφέρονται στην παρ. 1 της ως άνω αποφάσεως εκτελούν ειδικές εργασίες και πρέπει ως εκ τούτου να τους διατεθεί ο κατά την παρ. 5 της ίδιας κ.υ.α. ειδικός ατομικός εξοπλισμός, ενόψει των οριζομένων στα ως άνω π.δ. 17/1996 και 396/1994, τα οποία ο αναιρεσείων Δήμος εσφαλμένως θεωρεί ότι δεν θεσπίζουν πρόσθετες γι’ αυτόν υποχρεώσεις σε σχέση με την 88555/3293/30.9.1988 κ.υ.α.Απορρίπτει την αίτηση. 


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/3098/2015

Αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη από βαρύτατο τραυματισμό εξαιτίας πτώσεως δένδρου στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, όπου εργαζόταν ως νοσηλεύτρια, οφειλόμενης σε παραλείψεις οργάνων του αναιρεσείοντος ιδρύματος.(....)Ειδικότερα, ο προβαλλόμενος λόγος ότι η βλάβη της υγείας της αναιρεσίβλητης οφειλόταν σε απρόβλεπτο γεγονός και ότι ακόμη και με τη λήψη κατάλληλων μέτρων δεν θα μπορούσε να αποτραπεί, δεν υπάρχει δε για την ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επελθούσης ζημίας της αναιρεσίβλητης και των προαναφερομένων παραλείψεων οργάνων του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, όπως με νόμιμη κατ’ αρχήν και επαρκή αιτιολογία έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, η απόσπαση κλώνων των δένδρων ιδίως σε περίπτωση κακοκαιρίας δεν μπορεί να θεωρηθεί απρόβλεπτο και αναπόφευκτο γεγονός αλλά πιθανό, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και δυνάμενο να αποφευχθεί με την καταβολή της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου (αποκοπή των κλάδων) και συνεπώς η πτώση του κλάδου στον προαύλιο χώρο του αναιρεσείοντος και ο τραυματισμός της αναιρεσίβλητης συνδέετει αιτωδώς με υπαίτια συμπεριφορά των μελών της διοικήσεως του αναιρεσείοντος (παράλειψη να προβούν εγκαίρως στην αποκοπή των κλάδων).(....)Απορρίπτει την αίτηση.


ΔΕφΑθ/4066/2022

Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού της, που έλαβε χώρα στις 16.10.2007, κατά τη διάρκεια της εργασίας της στο εκκαλούν Νοσοκομείο.(....)Επειδή, και ο λόγος αυτός της έφεσης περί συντρέχοντος πταίσματος της εφεσίβλητης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι η καλή λειτουργία και συντήρηση του ανωτέρω μηχανήματος (πρέσας σιδερώματος) αποτελεί υποχρέωση του εκκαλούντος Νοσοκομείου, ... συνεπώς, το Νοσοκομείο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάσταση λειτουργίας του μηχανήματος, πράγμα το οποίο όμως δεν αποδείχθηκε προσηκόντως, κατά τα προεκτεθέντα στην ένατη σκέψη της παρούσας.Επειδή, ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ένδικο ατύχημα -που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της εργασίας της εφεσίβλητης εργαζόμενης- οφείλεται αποκλειστικά στην πλημμελή συντήρηση και κακή λειτουργία της ένδικου μηχανήματος, για την οποία ευθύνεται το Νοσοκομείο, τα όργανα του οποίου δεν μερίμνησαν, ως είχαν νόμιμη (και συμβατική) υποχρέωση, και δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας της. Συνεπώς, στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη του Νοσοκομείου(...)Απορρίπτει την έφεση.


ΣΤΕ/914/2016

Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- Αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, στην προκειμένη περίπτωση, αφού με την 4065/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε, για τυπικό λόγο (για μη νόμιμη σύνθεση του ειδικού εκλεκτορικού σώματος) η 208/28.7.1993 πράξη του Πρύτανη του ... Πανεπιστημίου, με την οποία ο αναιρεσίβλητος είχε διορισθεί, αρχικά, σε μόνιμη θέση Δ.Ε.Π. της βαθμίδας του Αναπληρωτή Καθηγητή, ο εκ νέου διορισμός του ανωτέρω, με την 318/29.11.1999 πράξη του Αντιπρύτανη, σε συμμόρφωση προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση, έπρεπε, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 3, να ανατρέξει στο χρόνο του αρχικού διορισμού, ως προς όλες τις συνέπειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η λήψη αναδρομικών αποδοχών. Ως εκ τούτου, η παράλειψη των οργάνων του Πανεπιστημίου να προσδώσουν αναδρομικότητα στον εκ νέου διορισμό του αναιρεσιβλήτου και η μη καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών, για το χρονικό διάστημα από της διακοπής της μισθοδοσίας του (1.3.1999) μέχρι την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του (18.2.2000), αποτελούσαν παράνομες παραλείψεις, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ, οι οποίες γέννησαν ευθύνη του ως άνω νομικού προσώπου προς αποκατάσταση της ζημίας του αναιρεσιβλήτου από τη μη καταβολή των αποδοχών αυτών. Εφόσον δε η επίδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου θεμελιωνόταν στο παράνομο των εν λόγω παραλείψεων, το δικάσαν δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), προέβη παρεμπιπτόντως σε κρίση για τη νομιμότητα των παραλείψεων αυτών. Η ως άνω δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την παρούσα αίτηση α) περί ελλείψεως της προϋποθέσεως του παρανόμου του νέου διορισμού, λόγω μη προσβολής του, β) περί ελλείψεως προσφόρου αιτιώδους συναφείας μεταξύ της από 17.12.1992 ακυρωθείσας συνεδριάσεως του εκλεκτορικού σώματος και της από 14.5.1999 εκ νέου συνεδριάσεως αυτού και γ) περί ελλείψεως υπαιτιότητας των οργάνων του Πανεπιστημίου, ως προς την καθυστέρηση ολοκληρώσεως της διαδικασίας του διορισμού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.


ΕΣ/ΤΜ.1/155/2009

Σύμβαση μίσθωσης έργου:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η εν λόγω σύμβαση μίσθωσης έργου δεν είναι νόμιμη, διότι με αυτήν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ως άνω Δήμου, εφόσον η εκτέλεση του έργου του ιατρού εργασίας δεν αποτελεί ποσοτικά περιορισμένη και παροδική ανάγκη του Δήμου, η οποία, μετά την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου από τον  ανάδοχο εντός  ορισμένου χρονικού διαστήματος, θα πάψει να υφίσταται, αλλά ανάγκη που ανακύπτει σε διαρκή και μόνιμη βάση. Περαιτέρω, η επίμαχη σύμβαση αποτελεί ανανέωση προγενέστερης, που είχε λήξει στις 6.11.2008, σύμβασης της εν λόγω ιατρού, και ως εκ τούτου είναι άκυρη σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2527/1997. Σημειώνεται ότι η φερόμενη ως δικαιούχος απασχολείται ως ιατρός εργασίας στον πιο πάνω Δήμο με διαδοχικές συμβάσεις έργου από το έτος 2001. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται από το Δήμο  στο 5869/22.1.2009 έγγραφο, ότι δεν μπορούσε να προκηρύξει «θέση για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού», δεδομένου ότι στον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας (Ο.Ε.Υ.) του Δήμου δεν προβλέπεται οργανική θέση ιατρού εργασίας,  δεν ευσταθεί, διότι το στοιχείο αυτό δεν νομιμοποιεί τον Δήμο να καλύπτει τις πάγιες και διαρκείς υπηρεσιακές ανάγκες του με τη σύναψη συμβάσεων μίσθωσης έργου, αλλά αντιθέτως επιβάλλει τη σύσταση αντίστοιχης οργανικής θέσης στον Ο.Ε.Υ. του Δήμου για την  εξυπηρέτηση της ως άνω πάγιας και διαρκούς ανάγκης. Τέλος, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η απασχόληση ιατρού εργασίας είναι υποχρεωτική για κάθε εργοδότη, προκειμένου να συμμορφωθεί στις διατάξεις του ν.1568/1985, προβάλλεται αλυσιτελώς, εφόσον η συμμόρφωση του Δήμου στις επικαλούμενες υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του ν.1568/1985 και της 88555/30.9.1988 Κοινής Υπουργικής Απόφασης δεν επιτρέπεται να γίνεται κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΑΠ/1554/1997

- Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 του α.ν.539/1945, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του ν.δ.3755/1957, ο εργοδότης που αρνήθηκε να χορηγήσει στο μισθωτό του τη νόμιμη κατ’ έτος άδειά του, υποχρεούται, μόλις λήξει το έτος, κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σ’ αυτόν: α) τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της άδειας και β) προσαύξηση των αποδοχών τούτων κατά 100% (δηλαδή τις αποδοχές άδειας στο διπλάσιο). Η προσαύξηση αυτή θεωρείται αστική κύρωση της υπερημερίας του εργοδότη. Γι΄ αυτό και προϋποθέτει, υπαιτιότητα τούτου, έστω και στο βαθμό της ελαφράς αμέλειας (Α.Κ. 300), η οποία όμως, (υπαιτιότητα), δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν ζήτησε την άδεια, οπότε και δεν δικαιούται την προσαύξηση. Συνεπώς το Εφετείο, που έκρινε ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούται την προσαύξηση των αποδοχών άδειας (για τα έτη 1990-1993), διότι δεν είχε ζητήσει την άδειά του «ενόψει επιθυμούμενης μεταφοράς της σε επόμενα έτη» και απέρριψε ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν την αγωγή του, ως προς την προσαύξηση αυτή, δεν παραβίασε την ως άνω διάταξη και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά την από το άρθρο 559 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., αντίθετή αιτίασή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά την από το άρθρο 559 παρ.19 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο «δεν αναφέρει έστω και ένα από τους λόγους που το οδήγησαν στο να σχηματίσει την πεποίθηση, ότι δεν ζήτησε ο αναιρεσείων από τον αναιρεσίβλητο να του χορηγήσει τις επίδικες άδειες», είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, προεχόντως διότι υπό την επίκληση της πλημμέλειας του ως άνω άρθρου πλήσσει την επί της ουσίας, ανέλεγκτη (561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) κρίση του Εφετείου.


ΔΕφΑθ/234/2021

ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ:Εν προκειμένω το εκκαλούν με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ισχυρίζεται ότι λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, ήτοι λόγω της οικονομικής κρίσης που μείωσε τα κονδύλια προς τους δημόσιους φορείς και τα ΝΠΔΔ, η παροχή του (καταβολή μισθωμάτων), ενόψει και της αντιπαροχής της εφεσιβλήτου (χρήση μηχανημάτων) είναι υπέρμετρα επαχθής για το ίδιο (άρθρο 388 ΑΚ) και ζητεί την αναγωγή της στο προσήκον μέτρο και β) επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί παραγραφής της αξίωσης της εφεσιβλήτου. Ο υπό στοιχείο (α) ισχυρισμός, το πρώτο προτεινόμενος στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από το εκκαλούν με τις προτάσεις του είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο 527 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου ασκήσεως της εφέσεως, διότι τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, είχαν γεννηθεί πριν από τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλ. δεν είναι οψιγενή, δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ενώ το εκκαλούν δεν ισχυρίζεται ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) από δικαιολογημένη αιτία, περαιτέρω δε, εφόσον δεν προτάθηκαν πρωτόδικα, δεν μπορεί να αποτελέσουν λόγο έφεσης. Ο υπό στοιχείο (β) ισχυρισμός, ο οποίος είχε προταθεί πρωτοδίκως και είχε απορριφθεί κατ’ ουσία, μόνο με το δικόγραφο της έφεσης μπορεί να προταθεί και όχι με τις προτάσεις ή με αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, η δε προβολή του εν προκειμένω με επαναφορά των πρωτόδικων προτάσεων είναι απαράδεκτη.Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα και ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από το εκκαλούν κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα καθώς και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).


Δ.ΕΦΑΘ/3048/2020

Αστική ευθύνη δημοσίου - απαλλοτριώσεις...Επειδή, τέλος, προκειμένου περί του διαφυγόντος κέρδους, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην δεύτερη σκέψη της παρούσας απόφασης και περαιτέρω, ότι η εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία, σε κάθε περίπτωση, δεν προσκόμισε πρωτοδίκως κανένα αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης Τράπεζας) για το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου στις εμπορικές τράπεζες, κατά το διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2008, που όπως προέβαλε με την αγωγή θα κατέθετε σε Τράπεζα το σύνολο της αποζημίωσης που θα εισέπραττε, με επιτόκιο 6% ετησίως, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, έως τον Ιανουάριο του έτους 2013, ούτε εξέθεσε στην αγωγή αλλά ούτε και απέδειξε τις ειδικές περιστάσεις ή τα πραγματικά περιστατικά που συνέτρεχαν και καθιστούσαν πιθανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πραγματοποίηση του εν λόγω κέρδους, παραθέτοντας λογιστικά στοιχεία σχετικά με την πορεία των εργασιών της επιχείρησής της, κατά την παραπάνω χρονική περίοδο, από τα οποία να προκύπτουν θετικά ή αρνητικά (κέρδη ή ζημιές) αποτελέσματα των εν λόγω χρήσεων που να δικαιολογούν ή να αποκλείουν τη δυνατότητα αυτής να αποταμιεύσει ή όχι το ένδικο ποσό της απαλλοτρίωσης σε Τράπεζα, ενώ, εξάλλου, δεν προέβαλε ότι είχε τυχόν κατατεθειμένα σε τράπεζα και άλλα χρηματικά ποσά, κρίνει, ανεξαρτήτως άλλου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πιθανολογείται η ύπαρξη διαφυγόντος κέρδους, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση και απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου λόγου έφεσης της εκκαλούσας – εφεσίβλητης. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις εκείνη του εκκαλούντος - εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ενώ αυτή της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση  του εφεσίβλητου - εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην παραπάνω εταιρία το συνολικό ποσό των 99.794,55 ευρώ, νομιμότοκα με επιτόκιο 6%, από 23.11.2012 έως την εξόφληση. Περαιτέρω, από το παράβολο που καταβλήθηκε ποσό 100,00 ευρώ πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία (Κ.Δ.Δ. άρθρο 277 παρ. 9), ενώ κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων το εκκαλούν – εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εκκαλούσας (Κ.Δ.Δ. άρθρο 275 παρ. 1).


ΣΤΕ/3037/2000

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ:προέκυψε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων είχε αναλάβει την εκτέλεση μέσα σε προθεσμία δύο μηνών του έργου της διαμόρφωσης του γηπέδου καλαθοσφαίρισης της εν λόγω κοινότητας αντί εργολαβικού ανταλλάγματος 1.570.000 δραχμών και η οποία σύμβαση, ασχέτως αν αφορούσε την εκτέλεση νέων υπερσυμβατικών εργασιών, ήταν ακόμα εκκρεμής κατά την ημέρα ανακήρυξης των υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές της 11.10.1998, απορρίφθηκε δε ως αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι και οι νέες αυτές εργασίες είχαν ήδη ολοκληρωθεί πριν από την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι υφίστατο πράγματι κώλυμα εκλογιμότητας του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσείοντος) σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 47 παρ. 2 του ΔΚΚ και με τις σκέψεις αυτές απέρριψε ως αβάσιμο σχετικό λόγο εφέσεώς του κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία είχε δεχθεί κατά το αντίστοιχο μέρος την ένσταση του ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρώσει την εκλογή του αναιρεσείοντος ως δημάρχου …. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε μετά από ανέλεγκτη κατ' αναίρεση εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, μεταξύ των οποίων, όπως ρητά βεβαιώνεται, και το υπ' αριθμ. 22193/5.11.1998 έγγραφο του Τμήματος ΤΥΔΚ της Διεύθυνσης Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας ως προς τον υπερσυμβατικό χαρακτήρα του εκτελεσθέντος έργου, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθ' ό μέρος δε πλήττεται δι 'αυτών η ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα.(...)Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.


ΣΤΕ 2885/2013

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση,κατόπιν διενεργηθείσας στις 10.11.1997 δημοπρασίας, υπεγράφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου και εν συνεχεία, στις 8.10.2003, η 1η συμπληρωματική σύμβαση, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων Δήμος ανέθεσε στην αναιρεσίβλητη την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών έναντι πρόσθετης αμοιβής, πλέον Φ.Π.Α. Κ... Εξάλλου, στις 8.9.2005 εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της προαναφερθείσας Υπηρεσίας ο τελικός λογαριασμός της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Τέλος, στις 15.12.2004 η αναιρεσίβλητη υπέβαλε τον 1ο λογαριασμό – πιστοποίηση της συμπληρωματικής σύμβασης που εγκρίθηκε από τον ανωτέρω Προϊστάμενο στις 19.5.2006. Οι λογαριασμοί, όμως αυτοί δεν εξοφλήθηκαν, Τελικώς, το έργο περαιώθηκε εμπροθέσμως στις 31.12.2003 και οι μεν εργασίες της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικά από τον αναιρεσείοντα Δήμο στις 19.9.2005, οι δε εργασίες της συμπληρωματικής στις 23.2.2006, χωρίς όμως να εξοφληθούν τα οφειλόμενα ποσά στην αναιρεσείουσα παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων Δήμος παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο. Κατόπιν τούτου η αναιρεσίβλητη άσκησε αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 286.136,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα Δήμο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 286.136,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ανωτέρω μη εξοφληθέντες λογαριασμούς. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε προσκομίσει τιμολόγιο, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση χρηματικού εντάλματος, με την αιτιολογία ότι, πέραν του ότι για τον πρώτο λογαριασμό που παρέμεινε ανεξόφλητος, είχε εκδοθεί από την αναιρεσίβλητη σχετικό τιμολόγιο, η προηγούμενη έκδοση τιμολογίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εξόφληση των εγκριθέντων λογαριασμών μετά την πάροδο μηνός από την έγκριση αυτών. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό, δεν προέκυψε, ούτε ο Δήμος προέβαλε σχετικό ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη αρνήθηκε να εκδώσει τιμολόγια ενόψει της καταβολής των εγκριθέντων λογαριασμών. Περαιτέρω, απερρίφθη ως αόριστος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου σχετικά με την παραγραφή των απαιτήσεων που αφορούσαν στον 6ο και 7ο λογαριασμό, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της.. Απορρίπτει την αίτηση


ΣΤΕ 2490/2006 ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Αίτηση αναιρέσεως-παραπομπή-αρμοδιότητα ΣΤ Τμ. ΣΤΕ-δικαιοδοσία διοικητικών οργάνων-δικαιοδοσία ΣΤΕ-πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια-δικαιοδοσία ΕΣ-έλλειψη δικαιοδοσίας-διαφορά απορρέουσα από εκτέλεση δημοσίου έργου..ο αναιρεσίβλητος ανέλαβε, βάσει συμβάσεως, την εκτέλεση δημοτικού έργου, με αντικείμενο την τοποθέτηση νέων ασφαλτοταπήτων σε διάφορους δρόμους του αναιρεσείοντος Δήμου . Ο εν λόγω εργολάβος, κατ’ επίκληση εντολής πληρωμής... ζήτησε με την από 22.11.1999 αίτησή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και επέτυχε την έκδοση  διαταγής πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων Δήμος να του καταβάλει το ποσό των 47.475.737 δραχμών, νομιμοτόκως από την επομένη της εκδόσεως της εντολής πληρωμής μέχρι την εξόφλησή της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα, αντίγραφο δε της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στον Δήμο ... Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή της ο Δήμος άσκησε ανακοπή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ως απαράδεκτη, ελλείψει δικαιοδοσίας, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι με την εκδοθείσα από τον δικαστή του πολιτικού δικαστηρίου, κατά την διαδικασία των άρθρων 624-634 του Κ.Πολ.Δ., διαταγή πληρωμής, η οποία προσομοιάζει με δικαστική απόφαση, δεν ασκείται αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως..Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση.