ΣτΕ/3575/2013
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/3576/2013
ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.
ΝΣΚ/186/2019
Αυτοδίκαιη ή μη έκπτωση από την Υπηρεσία του αμετακλήτως καταδικασθέντος εκπαιδευτικού για ένα από τα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου, της ηθικής αυτουργίας στη διάπραξη νόθευσης εγγράφου ή της χρήσης νοθευμένου εγγράφου.(...) Η αμετάκλητη καταδίκη για τα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου και της ηθικής αυτουργίας στη διάπραξή της, συνεπάγονται αυτοδίκαιη έκπτωση του καταδικασθέντος από την Υπηρεσία. Δεν συνεπάγεται το ανωτέρω αποτέλεσμα η καταδίκη για το αδίκημα της χρήσης νοθευμένου εγγράφου (ομόφ.).
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/274/2018
Προμήθεια ξυλείας:Με δεδομένα αυτά, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, λόγω του μη νομίμου αποκλεισμού της εταιρείας «….» από τη διαδικασία του διαγωνισμού. Ειδικότερα, μόνη η παράλειψη αναγραφής του αριθμού πρωτοκόλλου της διακήρυξης επί του φακέλου της προσφοράς της, ενώ επ’ αυτού αναγράφεται ο τίτλος της προμήθειας ολογράφως, ο κωδικός ανάρτησης στο ΚΗΜΔΗΣ και η ημερομηνία του διαγωνισμού, συνιστά, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πρόδηλο τυπικό σφάλμα που δεν επιδρά στο περιεχόμενο της προσφοράς και, ως εκ τούτου, όφειλε η αναθέτουσα αρχή πριν την αποκλείσει από τον διαγωνισμό να την καλέσει να διορθώσει το εν λόγω τυπικό σφάλμα. Άλλωστε, ενόψει και των λοιπών ως άνω αναγραφόμενων επί του φακέλου της προσφοράς στοιχείων, η παράλειψη αναγραφής από την εταιρεία του αριθμού πρωτοκόλλου της διακήρυξης δεν αρκεί για να δημιουργήσει αμφιβολία στην αρμόδια Επιτροπή ως προς την ταυτότητα του διαγωνισμού για τον οποίο κατατέθηκε η επίμαχη προσφορά. Συνακόλουθα, η παράλειψη πρόσκλησης της εταιρείας και, κατ’ επέκταση, η απόρριψη της προσφοράς της παρίσταται μη νόμιμη. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι στη διακήρυξη δεν περιλαμβανόταν ρητή διάταξη περί της υποχρέωσης κλήσης των διαγωνιζομένων προς διόρθωση προδήλου τυπικού σφάλματος της προσφοράς πριν από τον αποκλεισμό τους, οι υπηρεσίες του Δήμου ενήργησαν χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των προπαρατεθεισών διατάξεων του ν. 4412/2016 και το χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής τους πλάνης.
Δ.Εφ.Θεσ/271/2011
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων ( Ν.2690/1999 )προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη, όπως η διακήρυξη του δημόσιου διαγωνισμού, αποκτά νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνεπώς η έλλειψη χρονολογίας έκδοσης δεν επιφέρει ακυρότητά της, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ατομική διοικητική πράξη η οποία αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη χρονολογία και υπογραφή της, οπότε έλλειψη των στοιχείων αυτών επιφέρει ακυρότητα της πράξης.Από τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 συνάγεται ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοσή κανονιστικής πράξεως που συνεπάγεται δαπάνη, αν δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, ο νομοθέτης απαίτησε την αναφορά σ' αυτήν των στοιχείων που αναγράφονται ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Ανήγαγε μάλιστα με την παράγραφο 4, τη σχετική αναφορά σε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, η παράλειψη του οποίου οδηγεί στη ακυρότητα της πράξης. Από αυτά συνάγεται ότι, κατά το ρητό γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 90 π.δ. 63/2005, κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των στοιχείων που απαιτούνται, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση δε που τα στοιχεία αυτά έχουν παραληφθεί, η τυχόν δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ότι, δηλαδή, μόνη κύρωση της μη αναγραφής των επίμαχων στοιχείων είναι η μη δημοσίευση της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αν η εν λόγω πράξη ήθελε, παρά ταύτα, σκοπίμως ή εκ λάθους, δημοσιευθεί, τούτο να μην έχει καμία συνέπεια στο κύρος της, είναι πρόδηλο ότι θα ήταν δυνατή η περιγραφή του προαναφερθέντος σκοπού του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη ( Ολ. Σ.τ.Ε. 3217-8/2003 ).
ΣΤΕ/634/2023
Καθορισμός εδαφικών ορίων μεταξύ των πρώην κοινοτήτων (...) προκειμένου να επιλυθεί η αμφιβολία περί της διοικητικής υπαγωγής συγκεκριμένης περιοχής (… αρ. … έως …) στα όρια της εδαφικής περιφέρειας του Δήμου … ή του Δήμου … (...) από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της σιωπηρής απόρριψης της από 26.7.2017 αίτησης του Δήμου … δημιουργείται διαφορά ουσίας, για την επίλυση της οποίας αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο …, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύουν ο αιτών Δήμος … και ο παρεμβαίνων Δήμος …(...) Διά ταύτα Απέχει να αποφανθεί επί του ένδικου βοηθήματος. Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο
2084294/10443/0004/1995
ΘΕΜΑ: Σύμπραξη Υπουργού Οικονομικών στην έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων . Η παράλειψη της συνεπάγεται , τη μη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
ΣτΕ/1218/2006
Η γνωστοποίηση εγγράφου με fax αποτελεί νόμιμο τρόπο γνωστοποίησης, εφόσον έχουν όμως τηρηθεί οι τύποι που τάσσονται με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2672/1998 (σχετικές οι αποφάσεις της ΕπΑναστ. ΣτΕ 608/06, 509/2004, 727/2003 κ.ο.κ.). Τηλεομοιοτυπία εγγράφου η οποία έφερε τα στοιχεία: ημερομηνία αποστολής, αριθμό κλήσης της υπηρεσίας που το έστειλε, αριθμό σελίδων, έναρξη και λήξη αποστολής και αριθμούς κλήσης στους οποίους έγινε επιτυχημένη αποστολή δεν είναι νόμιμη, επειδή λείπουν α) η ταυτότητα του αποσταλέντος εγγράφου και β) το έγγραφο που πρέπει να συνοδεύει κατά το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 2672/1998 την τηλεομοιοτυπία (ΕΑ 383/2006), συγκεκριμένα δε δεν προκύπτει ο αριθμός πρωτοκόλλου του αποσταλέντος εγγράφου.Το νόμιμο ή μη της γνωστοποίησης έχει συνέπειες μόνο στην έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενστάσεως ή προσφυγής και όχι στην εγκυρότητα του εγγράφου καθεαυτού.
ΕΑΔΗΣΥ/732/2022
Με την υπό εξέταση Προδικαστική Προσφυγή, ο προσφεύγων αιτείται να ακυρωθεί η υπ' αριθ. 11367/16.03.2022 απόφαση της αναθέτουσας αρχής της οποίας ορθή επανάληψη εκδόθηκε την 21.03.22 και κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερομένους την 24.03.2022, να διορθωθεί η παράλειψη της αναθέτουσας αρχής ως προς την παροχή χρόνου διόρθωσης εκ μέρους του της παράλειψης του, καθώς και να ακυρωθεί κάθε άλλη συναφής, με τις ανωτέρω, πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής, προγενέστερη ή μεταγενέστερη αυτών, ακόμα κι αν δεν αναφέρεται ρητώς.
ΕλΣυν/Τμ.4/201/2011
Από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974) συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης είναι το κατασχετήριο έγγραφο, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, να κοινοποιείται σωρευτικώς ως εξής: α) στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ο.Τ., ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο του Ε.Ο.Τ., όντας κύριος διατάκτης και αποφασίζον όργανο για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Ο.Τ. (βλ. άρθρο 6 ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού», Φ.Ε.Κ. Α΄ 161 και άρθρο 12 ν.δ/τος 496/1974), β) στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. αρμόδια υπηρεσία αυτού για την πληρωμή και για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης (βλ. άρθρο 12 π.δ/τος 343/2001 «Οργανισμός Διάρθρωσης Υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)» - Φ.Ε.Κ. Α΄ 231) και γ) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) που υπάγεται φορολογικά ο καθ’ ου η κατάσχεση (πρβλ. Πράξη IV Τμήματος 76/2008, Εφετείο Λαμίας 10, 56/2010, 212/2009, Εφετείο Αθηνών 5494/2008 και Α.Π. 480/2006). Β. Το π.δ. 503/85 «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός του Νόμος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 983 ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. (…)» και στο άρθρο 118 ότι: «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1) το δικαστήριο ή το δικαστή (…) και 5) τη χρονολογία (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να φέρει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 983 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενο. Η χρονολόγηση, όμως, του κατασχετηρίου εγγράφου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Τούτο δε διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου, αλλά εκείνος της επίδοσής του. Ως εκ τούτου, η έλλειψη χρονολογίας σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου μπορεί να αναπληρωθεί από την χρονολογία της έκθεσης επίδοσης του αχρονολόγητου κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ακυρότητα ούτε οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα της επιβληθείσας κατάσχεσης (πρβλ. ΑΠ 198/1994).
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/103/2012
(...)Πριν από την κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης στον μειοδότη ανάδοχο, προηγείται η τήρηση της νέας διαδικασίας ελέγχου της ισχύος των δικαιολογητικών συμμετοχής του. Για το λόγο αυτό η Προϊσταμένη Αρχή ζητεί από την αναδειχθείσα μειοδότρια εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία, τάσσοντας την κατά την κρίση της αναγκαία προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών, την προσκόμιση νέων επικαιροποιημένων δικαιολογητικών συμμετοχής. Αν η τεθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή αν τα προσκομισθέντα δικαιολογητικά είναι ελλιπή, εξετάζεται η ανάθεση της κατασκευής στην αμέσως επόμενη, κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχείρηση, χωρίς να αποκλείεται η χορήγηση παράτασης της προθεσμίας αυτής, καθόσον από τις προαναφερόμενες διατάξεις δεν τίθεται ως αυτόθροη συνέπεια της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής ή της κατάθεσης ελλιπών δικαιολογητικών, ο αποκλεισμός του μειοδότη και η ανάθεση της κατασκευής στην αμέσως επόμενη, κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία (βλ. Σ.τ.Ε. 1893/2007), αλλά έγκειται στη διακριτική ευχέρεια της Προϊσταμένης Αρχής (βλ. πράξ. VIΙ Τμ. 222/2010). Μόνο μετά την τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν εξέλιπαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έγινε δεκτός στο διαγωνισμό ο μειοδότης η Προϊσταμένη Αρχή προβαίνει νομίμως στην κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης σ' αυτόν μαζί με την πρόσκληση προς υπογραφή της σύμβασης. Εξάλλου, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης και να προσκομίσει τις απαιτούμενες εγγυήσεις καλής εκτέλεσης μέσα στην προθεσμία που τάσσεται στη σχετική πρόσκληση, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις δεκαπέντε (15) ημέρες (πράξ. VIΙ Τμ. 222/2010). Αν η Προϊσταμένη Αρχή δεν θέσει όμως προθεσμία τόσο για την υποβολή των επικαιροποιημένων δικαιολογητικών όσο και, εν συνεχεία, για την προσέλευση του αναδόχου για την υπογραφή της σύμβασης και η εργολαβική σύμβαση υπογραφεί, η ως άνω παράλειψη δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της υπογραφείσας σύμβασης, καθόσον η υποχρέωση της Προϊστάμενης Αρχής να θέσει προθεσμία στον ανάδοχο δεν τίθεται από τις οικείες διατάξεις επί ποινή ακυρότητας της σύμβασης. 3) Για την ανάθεση της κατασκευής του έργου απαιτείται η εκ μέρους του αναδόχου παροχή εγγύησης καλής εκτέλεσης, η οποία κατατίθεται από αυτόν κατά την υπογραφή της σύμβασης, χωρίς όμως ν' απαιτείται εκ του νόμου η ημερομηνία έκδοσης αυτής (εγγύησης) να συμπίπτει με την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης.