Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Δ.Εφ.Θεσ/271/2011

Τύπος: Έγγραφα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2690/1999, 3316/2005, 118/2007, 63/2005, 3669/2008
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων ( Ν.2690/1999 )προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη, όπως η διακήρυξη του δημόσιου διαγωνισμού, αποκτά νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνεπώς η έλλειψη χρονολογίας έκδοσης δεν επιφέρει ακυρότητά της, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ατομική διοικητική πράξη η οποία αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη χρονολογία και υπογραφή της, οπότε έλλειψη των στοιχείων αυτών επιφέρει ακυρότητα της πράξης.Από τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 συνάγεται ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοσή κανονιστικής πράξεως που συνεπάγεται δαπάνη, αν δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, ο νομοθέτης απαίτησε την αναφορά σ' αυτήν των στοιχείων που αναγράφονται ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Ανήγαγε μάλιστα με την παράγραφο 4, τη σχετική αναφορά σε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, η παράλειψη του οποίου οδηγεί στη ακυρότητα της πράξης. Από αυτά συνάγεται ότι, κατά το ρητό γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 90 π.δ. 63/2005, κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των στοιχείων που απαιτούνται, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση δε που τα στοιχεία αυτά έχουν παραληφθεί, η τυχόν δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ότι, δηλαδή, μόνη κύρωση της μη αναγραφής των επίμαχων στοιχείων είναι η μη δημοσίευση της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αν η εν λόγω πράξη ήθελε, παρά ταύτα, σκοπίμως ή εκ λάθους, δημοσιευθεί, τούτο να μην έχει καμία συνέπεια στο κύρος της, είναι πρόδηλο ότι θα ήταν δυνατή η περιγραφή του προαναφερθέντος σκοπού του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη ( Ολ. Σ.τ.Ε. 3217-8/2003 ).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/172/2007

Ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου προϋποθέτει υπηρεσίες που θα παρασχεθούν με βάση την ελεγχθείσα και κριθείσα ως νόμιμη σχετική διαδικασία που απολήγει στην υπογραφή της οικείας σύμβασης, και όχι υπηρεσίες οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί, εφόσον στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος θα είναι κατασταλτικός, πράγμα το οποίο αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις. Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι η μη προηγούμενη διενέργεια του ελέγχου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ακυρότητα της σχετικής σύμβασης, η οποία (ακυρότητα), μάλιστα, δεν θεραπεύεται με την εκ των υστέρων, μετά, δηλαδή, την έναρξη εκτέλεσης της σύμβασης, υποβολή αυτής προς έλεγχο, καθόσον διαφορετικά ο σκοπός θέσπισης του ουσιώδους αυτού τύπου δεν θα ικανοποιείτο, αφού ούτε η κατάρτιση συμβάσεων ερειδόμενων σε νομικώς πλημμελείς διαδικασίες επιλογής του αναδόχου θα αποτρεπόταν, ούτε τα ενδεχομένως βελτιωτικά αποτελέσματα του ελέγχου θα μπορούσαν να ενσωματωθούν και να αποτελέσουν περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης των μερών. Όπως έχει γίνει δε δεκτό, ο εκ των υστέρων έλεγχος δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες συνήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς να έχουν υποβληθεί για έλεγχο νομιμότητας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι δυνατός μόνο μετά από ειδική νομοθετική ρύθμιση, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους υπερέχοντος δημοσίου συμφέροντος που αφορά σε συγκεκριμένες κατηγορίες δημοσίων συμβάσεων (βλ. Πράξεις VI Τμ. Ε.Σ. 71, 38/2007, 233, 227, 225, 177, 158, 11/2006, 15/2005). Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση που υποβληθεί στο Κλιμάκιο σύμβαση, η οποία έχει υπογραφεί και έχει ήδη αρχίσει να εκτελείται, υφίσταται παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και το Κλιμάκιο στερείται πλέον της χρονικής αρμοδιότητας να προβεί στον έλεγχο και οφείλει να απόσχει αυτού (βλ. Πράξεις VI Τμ. Ε.Σ. 71, 38/2007, 233, 227, 225, 177, 158, 46/2006, 35/2005) .


ΕλΣυν/Τμ.6/2724/2010

Ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας των συμβάσεων προμηθειών, παροχής υπηρεσιών και δημοσίων έργων καθώς και της υποκείμενης διαγωνιστικής διαδικασίας διενεργείται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο αποφασίζει οριστικώς με πράξη του για το αποτέλεσμα του διενεργηθέντος ελέγχου, σε περίπτωση δε που αυτός αποβεί αρνητικός η σύμβαση δεν υπογράφεται. Στο πλαίσιο αυτής της ελεγκτικής αρμοδιότητάς του, το Κλιμάκιο διενεργεί πρωτογενή και καθολικό έλεγχο των στοιχείων του φακέλου, που είναι απαραίτητα για να σχηματίσει ασφαλή κρίση επί του ελέγχου. Με τη δε εκφορά της οριστικής του κρίσης για τη νομιμότητα της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας και της οικείας συμβάσεως και την έκδοση της οριστικής του πράξης, απεκδύεται της ελεγκτικής αρμοδιότητάς του (βλ απόφ. VI Tμ. 16/2010). Επομένως, σε περίπτωση έκδοσης επόμενης πράξης του σε σχέση με τον ίδιο διαγωνισμό, δεσμεύεται από τα οριστικώς κριθέντα ζητήματα, επί των οποίων θεμελίωσε το αποτέλεσμα του ελέγχου του, με την προηγηθείσα οριστική πράξη του, η οποία μπορεί να προσβληθεί μόνο με αίτηση ανάκλησης ενώπιον του VI Τμήματος, εντός της προβλεπόμενης 15νθήμερης προθεσμίας, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας, αυτή καθίσταται απρόσβλητη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν επιτρέπεται, σε περίπτωση άσκησης αίτησης για την ανάκληση της επόμενης πράξης που εξέδωσε το Κλιμάκιο αναφορικά με τον ίδιο διαγωνισμό, η επανεξέταση των οριστικώς και αμετακλήτως κριθέντων με την προηγούμενη πράξη ζητημάτων, επί των οποίων θεμελίωσε το αποτέλεσμα του ελέγχου του και ο επηρεασμός της διαδικασίας και του αποτελέσματος του διαγωνισμού κατά τρόπο διάφορο από την κρίση που εξέφερε το Κλιμάκιο με την καταστείσα απρόσβλητη προγενέστερη πράξη του.


ΣΤΕ/33/2009

Δημοσίευση κανονιστικής πράξης:..Επειδή, όσον αφορά τη νομιμότητα της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, η αόριστη αναφορά στο δελτίο «...» σε συνοδική απόφαση με βάση την οποία «ανακαλείται» ο Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής, χωρίς να αναφέρεται η χρονολογία της, δεν συνιστά νομότυπο τρόπο δημοσίευσής της και, επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, ενώ εξάλλου λόγω της πλημμελούς αυτής δημοσίευσης δεν κινήθηκε η προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής, η οποία επί κανονιστικών πράξεων αρχίζει από τη δημοσίευσή τους (βλ. Σ.τ.Ε. 4/2000). Συνεπώς, η προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση είναι ανυπόστατη και, κατ’ αρχήν, προσβάλλεται απαραδέκτως. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο Μητροπολίτης ... εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 183Β/30.5.2004 απόφασή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, διόρισε προσωρινή διοίκηση της Ιεράς Μονής «μέχρι δημοσιεύσεως του Κανονισμού Λειτουργίας της Ιεράς Μονής» (παρ. 2 της αποφάσεως). Η ανωτέρω απόφαση του Μητροπολίτη ... ο οποίος την εξέδωσε θεωρώντας ότι δεν υφίσταται Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής λόγω της «ανακλήσεως» του κατά τ’ ανωτέρω δημοσιευθέντος Εσωτερικού Κανονισμού, συνιστά εφαρμογή της προσβαλλόμενης ανυπόστατης κανονιστικής απόφασης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Επιπλέον, η κατάργηση του Εσωτερικού Κανονισμού της αιτούσας Ιεράς Μονής με τον τύπο της «διόρθωσης ημαρτημένων» δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι τούτο έγινε με αυθαίρετη ενέργεια της Διεύθυνσης του δελτίου «...», χωρίς να συντρέχει περίπτωση διόρθωσης σφάλματος που ενεφιλοχώρησε κατά τη δημοσίευση του εν λόγω Κανονισμού. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται ακυρωτέα και για το λόγο αυτό.


ΕΣ/Τ4/34/2007

Εξάλλου η μη νόμιμη συγκρότηση της οικείας επιτροπής του διαγωνισμού για τη διενέργεια της διαδικασίας των ως άνω προμηθειών επάγεται ακυρότητα των γνωμοδοτήσεων που αυτή (επιτροπή) διατυπώνει και ως εκ τούτου και οι εκδιδόμενες με βάση τις γνωμοδοτήσεις αυτές διοικητικές πράξεις, πάσχουν ακυρότητα και καθιστούν, κατ’ επέκταση, νομικά πλημμελή και την ελεγχόμενη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου προμηθευτή (βλ. ΣτΕ 3598/1987).


ΔΙΣΚΠΟ /1.18/οικ.21526/2011

ΘΕΜΑ: «Συγκρότηση συλλογικών οργάνων της διοίκησης και ορισμός των μελών τους με κλήρωση» (άρθρο 26 του ν.4024/2011)

ΕλΣυν/Τμ.4/174/2010

Κρίσιμος χρόνος για την υποβολή της σύμβασης προς έλεγχο είναι το στάδιο που προηγείται της ανακοίνωσης, στον ανάδοχο, της κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 του Κανονισμού Προμηθειών Δημοσίου (π.δ. 394/1996), ο οποίος εφαρμόζεται αναλογικά στις διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών/εκτέλεσης εργασιών τροποποίηση ουσιωδών όρων (26/2010 Πράξη IV Τμ. Ελ. Συν.), με την ανακοίνωση αυτή ολοκληρώνεται η διαγωνιστική διαδικασία και η σύμβαση θεωρείται έκτοτε συναφθείσα. Ως εκ τούτου, το αναφερόμενο στον προϋπολογισμό της προμήθειας χρηματικό όριο, πέραν του οποίου είναι, επί ποινή ακυρότητας, υποχρεωτική η υπαγωγή στον έλεγχο, συναρτάται με το χρόνο έκδοσης της κατακυρωτικής απόφασης και, για μεν τις διαγωνιστικές διαδικασίες υπηρεσιών των οποίων η απόφαση αυτή έχει εκδοθεί κατά τη διάρκεια της αναστολής της ισχύος του άρθρου 12 παρ. 27 του ν. 3310/2005 (7.6.2005 - 10.11.2005), ανέρχεται, όπως και υπό το προηγούμενο του νόμου αυτού καθεστώς, σε 1.500.000,00 ευρώ, ενώ για εκείνες των οποίων η διαδικασία ανάθεσής τους ολοκληρώνεται μετά την 10.11.2005, σε 1.000.000,00 ευρώ, μη συνυπολογιζομένου, και στις δύο περιπτώσεις, του Φ.Π.Α. (βλ. την 46/2006 Πράξη VI Τμ. Ελ. Συν. και τις 173/2006, 16/2007, 79/2008 Πράξεις ΙV Τμ. Ελ. Συν.).


ΔΕΚ/C-382/2008

Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/140/2009

Στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α΄ 84/17.4.2001), ορίζεται ότι «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) ... β) Ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή όπως νόμος ορίζει ...». Από την προαναφερόμενη διάταξη συνάγεται ότι σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο υπάγονται, πλέον, όλες ανεξαιρέτως οι συμβάσεις μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενοι είναι το Δημόσιο ή άλλο Νομικό Πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως οι συμβάσεις αυτές ειδικότερα θα καθοριστούν από το νόμο (κατά κατηγορία - είδος συμβάσεων ή ύψος ποσού) και τέτοιες είναι οι συμβάσεις που συνάπτονται είτε μεταξύ διαφόρων φορέων της δημόσιας διοίκησης (ομοιογενείς συμβάσεις) είτε μεταξύ ενός φορέα της δημόσιας διοίκησης (ανεξαρτήτως της μορφής της νομικής του οργάνωσης) και ενός ιδιώτη (ετερογενείς συμβάσεις). Αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία στον ανωτέρω έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου εμπίπτουν μόνο οι εξ’ επαχθούς αιτίας συμβάσεις, ήτοι οι συμβάσεις εκείνες κατά τις οποίες α) ο δημόσιος φορέας και ο αντισυμβαλλόμενός του συνομολογούν στην ανταλλαγή παροχών (αμφοτεροβαρείς συμβάσεις), β) προέχον κίνητρο για τον ως άνω αντισυμβαλλόμενο είναι το κέρδος και γ) ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας τον εκ των πράξεων και επιλογών του οικονομικό - επιχειρηματικό κίνδυνο δε βρίσκει έρεισμα στο γράμμα αλλά ούτε και στη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, σκοπός του οποίου είναι η εξασφάλιση της νομιμότητας και της διαφάνειας στην εν γένει συμβατική δραστηριότητα του Δημοσίου και των άλλων φορέων της δημόσιας διοίκησης, από την άσκηση της οποίας αναλαμβάνονται σημαντικές οικονομικές υποχρεώσεις σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ή των ειδικότερων προϋπολογισμών τους. Για την άσκηση, όμως, της ως άνω γενικής επί όλων των ανωτέρω συμβάσεων αρμοδιότητας ελέγχου που ανατέθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο με την ως άνω διάταξη του Συντάγματος δηλαδή της αρμοδιότητας πέραν αυτής που ανατέθηκε στο Συνέδριο για τον έλεγχο συμβάσεων προμηθειών αγαθών, εκτέλεσης έργου και παροχής υπηρεσιών με το άρθρο 8 παρ. 1 ν. 2741/1999, όπως αυτή ισχύει, απαιτείται, περαιτέρω, η έκδοση νόμου εκτελεστικού της διάταξης αυτής του Συντάγματος με τον οποίο θα επεκτείνεται ο υποχρεωτικός έλεγχος νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σε άλλες κατηγορίες συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας υπό τον όρο ότι η ευχέρεια αυτή του κοινού νομοθέτη δεν μπορεί να επεκταθεί σε σημείο που να καταλυθεί η γενική ελεγκτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των δημοσίων συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, η διατήρηση της οποίας τίθεται ως όριο στη σχετική νομοθετική ευχέρεια (Πράξη VI Τμ. 70/2003, Ζ΄ Κλιμ. 42, 159/2008).


ΕλΣυν/Τμ.7/41/2012

Από τις διατάξεις των άρθρων 1.1γ, 2, 2.8 και 2.12 του Παραρτήματος Β΄ της διακήρυξης του υπό κρίση διαγωνισμού, του άρθρου 7 της Υ.Α. 11389/1993 (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α.) και του άρθρου 43 του π.δ/τος 60/2007 συνάγεται ότι η προσκόμιση των απαιτούμενων από το νόμο και την οικεία διακήρυξη δικαιολογητικών είναι υποχρεωτική κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς, με αποτέλεσμα, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, η παράλειψη προσκόμισης έστω και ενός από αυτά, να επιφέρει τον αποκλεισμό του υποψηφίου, χωρίς να είναι δυνατή η εκ των υστέρων αναπλήρωση μη υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. ΣτΕ 1047/1998, 3869/2002). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η διακήρυξη διαγωνισμού αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και ως εκ τούτου δεσμεύει με τους κατά νόμο όρους της το Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. που διενεργεί το διαγωνισμό καθώς και τους συμμετέχοντες σ’ αυτόν. Κατά συνέπεια, τυχόν παράβαση ουσιώδους όρου της διακήρυξης, είτε κατά τη διενέργεια του διαγωνισμού είτε κατά τη σύναψη της σύμβασης που καταρτίζεται στη συνέχεια, καθιστά μη νόμιμη την τηρηθείσα διαδικασία και επάγεται ακυρότητα αυτής.


ΕΣ/Τ6/8/2009

Εξάλλου, ως προς τους λόγους που προβάλλει η αιτούσα αφενός μεν ότι αναρμοδίως το Δημοτικό Συμβούλιο εξέδωσε την 6/2008 απόφασή του, ισχυριζόμενη ότι αρμόδια ήταν η Δημαρχιακή Επιτροπή, και αφετέρου ότι κατά τη λήψη της απόφασής του το Δημοτικό Συμβούλιο συνεδρίασε με μη νόμιμη σύνθεση, καθώς σ αυτή συμμετείχε και μέλος της Επιτροπής διαγωνισμού και ότι έτσι δεν πληρούσε τις εγγυήσεις αμεροληψίας, το Τμήμα κρίνει ότι αλυσιτελώς προβάλλονται οι λόγοι αυτού και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον, όπως ορθά απεφάνθη και το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη του, οι ισχυρισμοί αυτοί της αιτούσας δεν μεταβάλλουν τη διαπιστωθείσα νομιμότητα του αποκλεισμού της από το διαγωνισμό, που συνιστά πράξη δεσμίας αρμοδιότητας, επερχομένη αυτομάτως με τον εντοπισμό νομικών πλημμελειών στα δικαιολογητικά συμμετοχής της.