ΣτΕ/769/2011
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
IKA/Σ40/99/2012
ΘΕΜΑ: «Ο πλασματικός χρόνος του άρθ. 141 του ν. 3655/2008, για παιδιά που γεννήθηκαν μετά την 1/1/2000 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσαύξηση μειωμένης σύνταξης για τις περιπτώσεις που το δικαίωμα θεμελιώνεται μέχρι την 31/12/2010.» Σχετ: α) Το με αρ. πρωτ. Σ40/34/20.4.2010 και β) Το με αρ. πρωτ. Σ40/56/8.4.2011 Γενικά Έγγραφα.
ΕλΣυν.Ολομ/479/2016
Ευθύνη υπαλλήλων έναντι ΝΠΔΔ:Επειδή, από τις ως άνω παραδοχές του Τμήματος αλλά και από το σύνολο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προδήλως προκύπτει ότι το Τμήμα έλαβε υπόψιν και εκτίμησε και τα στο δεύτερο λόγο αναιρέσεως αναφερόμενα έγγραφα,..(..)Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με το υπό κρίση δικόγραφο αναιρέσεως λόγος περί παραλείψεως του δικαστηρίου να λάβει υπόψιν επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) τυγχάνει απορριπτέος, πέραν του ότι τα έγγραφα αυτά, ενόψει των παραδοχών του Τμήματος ότι υπήρχε επαρκής σήμανση και ως εκ τούτου ο ήδη αναιρεσείων όφειλε να συμμορφωθεί προς αυτή μειώνοντας αναλόγως την ταχύτητα του οχήματος, δεν αφορούν σε ουσιώδεις ισχυρισμούς δυνάμενους να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί
2/58577/0026/2006
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της διάταξης της παρ. 7 του αρ. 16 του ν. 3472/06 (συμφωνία από την οποία εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης)
ΕλΣυν/Τμ.6/2835/2010
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση νέων έργων που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον και έχουν καταταγεί σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο Νόμο, απαιτείται προηγούμενη, δηλαδή προ της ενάρξεως πραγματοποιήσεως του έργου, έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Ως έναρξη πραγματοποιήσεως του έργου θεωρείται όχι μόνον η υλική ενέργεια αυτού, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξεως, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ενάρξεως κατασκευής του, ως η προκήρυξη (πρβλ. ΣτΕ 149/2000) ή η οικεία κατακυρωτική απόφαση. Κατά συνέπεια η παράλειψη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων προ της εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, καθισταμένης ούτως μη νόμιμης της αποφάσεως αναθέσεως εκτελέσεως του έργου (Πράξη VI Τμήματος 33/2007, Απόφαση VI Τμήματος 2515/2009 και Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009, ΣτΕ 149/2000). Τούτο δε καθόσον τα αρμόδια διοικητικά όργανα εκτιμώντας τις συνέπειες που μπορεί να έχει ένα νέο έργο στο περιβάλλον δεν πρέπει να επηρεάζονται από τα τεχνικά δεδομένα του υπό εκτέλεση έργου, αλλ’ αντιθέτως οι όροι του διαγωνισμού οφείλουν να προσαρμόζονται σε προϋφιστάμενους (και ήδη εγκριθέντες) περιβαλλοντικούς όρους. Περαιτέρω η απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων δύναται να έχει ορισμένη χρονική διάρκεια, μετά το πέρας της οποίας δύναται να αναθεωρηθεί χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις, εκτεινομένης ούτω της διάρκειας των αρχικών όρων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα του αρχικώς προσδιορισθέντος. Απλή αναθεώρηση της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων είναι επιτρεπτή πριν από τη λήξη ισχύος αυτών ή εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη τους. Αν παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα (πέραν του ευλόγου) από τη λήξη ισχύος της αρχικής αδειοδοτήσεως απαιτείται να τηρηθεί εξαρχής η διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων (Απόφαση VI Τμήματος 2013/2010, ΣτΕ 297/2009, 3428/2004). Εκ τούτων παρέπεται ότι εάν κατά την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας υπάρχουν εγκεκριμένοι περιβαλλοντικοί όροι, η ισχύς των οποίων παύει κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και πριν από την έκδοση της κατακυρωτικής αποφάσεως, η απλή αναθεώρηση αυτών, μετά την κατακύρωση του αποτελέσματος, αίρει (θεραπεύει) την πλημμέλεια της μη υπάρξεως αυτών κατά το χρόνο της κατακυρώσεως υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση αναθεωρήσεως εξεδόθη εντός ευλόγου χρόνου από της λήξεως των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και δεν επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές στους αρχικών εγκριθέντες όρους σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον. Τούτο δε καθόσον η ανάγκη της προϋπάρξεως (πριν την έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού) περιβαλλοντικών όρων, προκειμένου τα αρμόδια διοικητικά όργανα να εκτιμούν τις επιπτώσεις κάθε έργου στο περιβάλλον, χωρίς να έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε νομική ή πραγματική κατάσταση (Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009), δεν θίγεται διότι οι περιβαλλοντικοί όροι έχουν εγκριθεί πριν από τη δημοπράτηση του έργου και η εντός ευλόγου χρόνου ανανέωση αυτών, ισοδυναμεί με απλή παράταση της ισχύος τους, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, αναδράμει στο χρόνο λήξεως των αρχικών όρων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από την εκπνοή τους έως το χρονικό σημείο που προβλέπεται στην ανανέωση. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει την κατακυρωτική απόφαση και να εκδώσει (εφόσον δεν υφίστανται πλημμέλειες στη διαδικασία του διαγωνισμού) νέα, ομοίου περιεχομένου, η οποία απλώς θα έπεται του χρόνου αναθεωρήσεως της εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, με μόνη κατ’ ουσίαν συνέπεια την καθυστέρηση της διαδικασίας ολοκληρώσεως του διαγωνισμού (πρβλ. ΣτΕ 149/2000). Τέλος, το εύλογο του μεσολαβούντος, μεταξύ της παύσης ισχύος των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και της αναθεωρήσεως αυτών, χρονικού διαστήματος, κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε διαγωνισμού.
ΕλΣυν/Τμ.6/294/2010
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η ύπαρξη στην εγγυητική επιστολή συμμετοχής σφαλμάτων ή ελλείψεων που σχετίζονται με τον υπέρ ου η εγγύηση διαγωνιζόμενο, δεν οδηγούν σε αποκλεισμό του, όταν από τα εν λόγω σφάλματα ή τις ελλείψεις αυτές δεν γεννάται σύγχυση, η μη προσήκουσα δε αναγραφή κάποιου στοιχείου της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής δεν επάγεται ακυρότητα αυτής όταν δεν είναι ουσιώδης, εφόσον δηλαδή από τα υπόλοιπα στοιχεία και γενικά από το περιεχόμενο της επιστολής δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς τη δέσμευση του εγγυητή (ΣτΕ 1072/1993). Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ελλείπει παντελώς η μνεία ενός από τα απαραίτητα για το κύρος της εγγυητικής επιστολής στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πλήρης επωνυμία της επιχείρησης υπέρ της οποίας δίδεται η εγγύηση, αλλά το στοιχείο αυτό παρατίθεται κατά τρόπο μερικώς ανακριβή, η πλημμέλεια αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την προσφορά, όταν από τα υπόλοιπα στοιχεία της αναγραφόμενης επωνυμίας της επιχείρησης, σε συνδυασμό και με τα λοιπά μνημονευόμενα στην εγγυητική επιστολή στοιχεία, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι η εν λόγω εγγυητική επιστολή αφορά πράγματι στην εταιρεία που την κατέθεσε για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό (ΣτΕ 2405/2008, ΕΑ ΣτΕ 77/2006).
ΣτΕ/3384/2011
Ανάκληση-κατακύρωσης.Εκκρεμείς στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την 31.12.2010 αιτήσεις ακυρώσεως κατά πράξεων της διαδικασίας που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, οι οποίες δεν εμπίπτουν στον ν. 3886/2010, υπάγονται από την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010, δηλαδή από 1.1.2011, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου, στο οποίο και πρέπει να παραπέμπονται (βλ. ΣτΕ 263/2011 σε Συμβούλιο).
ΝΣΚ/162/2013
Δημόσια έργα – Eξόφληση ή μη αναδόχου οριστικώς παραληφθέντος έργου, που υπέγραψε τον τελικό λογαριασμό με επιφύλαξη και άσκησε προσφυγή και αίτηση θεραπείας για επιπλέον πληρωμή εργασιών. Η εξόφληση δημοσίου έργου είναι ανεξάρτητη από την έκβαση των ασκηθέντων από την ανάδοχο διοικητικών και ενδίκων βοηθημάτων, διότι δε συντρέχει νόμιμος λόγος ώστε η ανάδοχος να δικαιούται μικρότερο ποσό από το αναλογούν στις εγκριθείσες και παραληφθείσες εργασίες. Επιπλέον δε η εξόφληση δεν έχει την έννοια, ούτε με κανένα τρόπο συνεπάγεται την αποδοχή οποιασδήποτε περαιτέρω αξιώσεως της αναδόχου. Με δεδομένο ότι η πλευρά του Δημοσίου ενέκρινε και παρέλαβε το έργο χωρίς καμία επιφύλαξη και ότι το ποσό που έχει εγκριθεί για την εξόφληση της αναδόχου είναι μικρότερο από την οικονομική της διεκδίκηση και, εφόσον εγκριθεί ο τελικός λογαριασμός, ο οποίος θα πρέπει να αντιστοιχεί στις εγκριθείσες και παραληφθείσες εργασίες, η υπηρεσία θα πρέπει να καταβάλει στην ανάδοχο την αμοιβή, που διαμορφώνεται σύμφωνα με τον τελικό λογαριασμό που θα εγκριθεί. (ομοφ.)
ΣτΕ/3267/2015
Υπερημερία κύρίου του έργου.Ο ανάδοχος υποχρεώνεται να εκτελεί το έργο σύμφωνα με τη σύμβαση και τα λοιπά συμβατικά στοιχεία, χωρίς να δικαιούται ιδιαίτερης αμοιβής ή αποζημίωσης για εργασίες πέραν των συμβατικών, οι οποίες έγιναν χωρίς έγγραφη εντολή της διευθύνουσας υπηρεσίας. Εξάλλου, σε περίπτωση υπερημερίας του κυρίου του έργου, ως προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις, γεννάται μόνο δικαίωμα του αναδόχου προς αποζημίωση για τις θετικές ζημίες που προκαλούνται ύστερα από επίδοση σχετικής έγγραφης όχλησης και δεν γεννάται δικαίωμα αυτού να υποκαταστήσει τον κύριο στην εκτέλεση των οφειλομένων από αυτόν ενεργειών, εκτός εάν κάτι τέτοιο προβλέπεται ρητά από τη σύμβαση ή υπάρχει σχετική έγγραφη εντολή της διευθύνουσας υπηρεσίας.
ΔΕφΠ/226/2005
Ακόμη από τις τελευταίες αυτές διατάξεις συνάγεται ότι αν και η σύνταξη και έγκριση του συγκριτικού πίνακα και του πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών προηγείται, κανονικά, από την εκτέλεση των νέων εργασιών (πρβλ. ΣτΕ 1859/99, 3484/96), όμως δεν αποκλείεται η εκ των υστέρων νομιμοποίηση, από την αρμόδια αρχή ή από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο στην περίπτωση άσκησης προσφυγής, των εργασιών αυτών, όταν αυτές θεωρηθούν αναγκαίες για το έργο (πρβλ ΣτΕ 3807/2001, 3306/97 7μ.). Από αυτά παρέπεται ότι δεν αποκλείεται, κατ` εξαίρεση σε επείγουσες περιπτώσεις, η αναγνώριση αξιώσεων του αναδόχου για εργασίες, που πραγματοποιήθηκαν προτού συνταχθεί ο οικείος συγκριτικός πίνακας (πρβλ. ΣτΕ 1938/1998). Ειδικότερα σε περίπτωση που ο ανάδοχος αδυνατεί να συντάξει και να υποβάλει λογαριασμό για την πληρωμή νέων εργασιών, τις οποίες έχει εκτελέσει προσηκόντως εξαιτίας του ότι η αρμόδια Υπηρεσία, παρόλο που έχει παράλάβει το σχετικό έργο, δεν προβαίνει στη σύνταξη συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου κανονισμού νέων τιμών μονάδος και ακολούθως στην έγκριση τους για οποιοδήποτε λόγο διαφωνίας, ο οποίος στη συνέχεια, ύστερα από δικαστική αμφισβήτηση, κρίνεται μη νόμιμος, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μη υποβολή τέτοιου λογαριασμού, αφού αν, παρόλα αυτά, τον συνέτασσε και τον υπέβαλε για έγκριση, είναι απολύτως βέβαιο ότι η Διευθύνουσα Υπηρεσία θα τον επέστρεφε χωρίς να τον εγκρίνει. Η καθυστέρηση πληρωμής του αναδόχου για νέες εργασίες, που έχει εκτελέσει και νομιμοποιήθηκαν εκ των υστέρων και για λόγους που κρίθηκαν μη νόμιμοι, από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο στην περίπτωση άσκησης προσφυγής, σχεδόν εξομοιώνεται, ως προς τις έννομες συνέπειες, με την καθυστέρηση πληρωμής εγκεκριμένων λογαριασμών και συγκεκριμένα η αναγνώριση του δικαιώματος του αναδόχου ανατρέχει στο χρόνο εκείνο, κατά τον οποίο η αρμόδια Υπηρεσία θα έπρεπε να προβεί στις οφειλόμενες, από το νόμο, ενέργειες αν δεν είχε μεσολαβήσει η διαφωνία της. Έτσι από το χρόνο εκείνο θεωρείται ότι συντάχτηκε, από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, και υποβλήθηκε προς έγκριση ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το πρωτόκολλο κανονισμού νέων τιμών μονάδος νέων εργασιών, με επακόλουθο μετά τη συμπλήρωση του, κατά τα πιο πάνω, τριμήνου από την υποβολή τους να θεωρείται αφενός μεν ότι εγκρίθηκαν και αφετέρου ότι υποβλήθηκαν, ταυτόχρονα, προς έγκριση οι σχετικοί λογαριασμοί-πιστοποιήσεις, οπότε μετά από την πάροδο διμήνου να γεννιέται η αξίωση του αναδόχου για καταβολή τόκων υπερημερίας, εφόσον βεβαίως αυτός έχει προβεί σε σχετική όχληση, προς την οποία ταυτίζεται η δικαστική επιδίωξη πληρωμής της απαίτησης του.
ΣΤΕ/3882/2014
Παράταση προθεσμίας εκτέλεσης έργου.(….) Μπορεί να παραταθεί η προθεσμία και όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου, οπότε και εγκρίνεται χωρίς αναθεώρηση για το σύνολο ή μέρος των υπολειπομένων εργασιών. Η υπέρβαση της προβλεπομένης από την οικεία σύμβαση προθεσμίας, εκ μέρους της αιτούσης, αρκούσε για την επιβολή της ποινικής ρήτρας (πρβλ. ΣτΕ 2798/1998), χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, όπως η σύνταξη πίνακα διαχωρισμού εργασιών, η οποία, πάντως, αναφέρεται σε άλλο στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως και δη στην διαδικασία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως αυτής χωρίς αναθεώρηση (βλ. και ΣτΕ 3114/2011). (…) το ποσό της αναθεώρησης ύψους 14.077.043 δρχ., που συνυπολογίστηκε προκειμένου να εξευρεθεί η μέση ημερήσια αξία του έργου και, εν συνεχεία, το ύψος της ποινικής ρήτρας, αντιστοιχεί στην κατ’ άρθρ. 10 παρ. 1 του ν. 1418/1984 προβλεπόμενη τριμηνιαία αναθεώρηση, η οποία αποτελεί μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος, και όχι σε αυτήν που τυχόν χώρησε συνεπεία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως της συμβάσεως και η οποία ρητώς εξαιρείται από τον συνυπολογισμό των σχετικών ποσών, βάσει του άρθρ. 36 παρ. 9 εδ. β΄, προκειμένου να υπολογιστεί το ύψος της ποινικής ρήτρας. Εξάλλου, καθό μέρος με τον λόγο αυτό, προβάλλεται ότι ομοίως δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί ο Φ.Π.Α., πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι ο φόρος αυτός επιρρίπτεται στον αντισυμβαλλόμενο, δηλαδή, εν προκειμένω, τον Δήμο και, συνεπώς, δεν επιβαρύνει το κόστος του έργου (βλ. ΣτΕ 205/2008 7μελής).
Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 73/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων).