ΣΤΕ 1210/2010
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση ακύρωσης της Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως έχει προεκτεθεί, η Διοίκηση επιτρεπτώς κατέστησε περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης μόνο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, χωρίς να θεσπίσει η ίδια περαιτέρω ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των προμηθευτών προς τη ρύθμιση αυτή. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Ε. Νίκα και Ι. Γράβαρη η πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, στην οποία δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια εφαρμογής της, είναι αόριστη και, κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός.ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού (περ. 3 α). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε σύμφωνα με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου (και όχι με την 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλουν οι αιτούσες), με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών που ορίζει ότι η τράπεζα «μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού». Ο Άρειος Πάγος έκρινε τον όρο καταχρηστικό ως αντικείμενο στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, λόγω της ανάγκης προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη από τις απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή τις ρήτρες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, στοιχεία που είναι συνήθως τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και λόγω της αδιαφάνειάς του. Ο Άρειος Πάγος έκρινε περαιτέρω ότι, όταν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως άκυρου του σχετικού όρου, ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Προβάλλεται ότι, εφόσον ο όρος χαρακτηρίστηκε καταχρηστικός μόνο για λόγους αδιαφάνειας, η απαγόρευση συλλήβδην της χρήσης του χωρίς να αναφέρεται η προϋπόθεση της διαφάνειας δεν αποτυπώνει ορθώς το δεδικασμένο και τίθεται καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω, το περιεχόμενο του γενικού όρου συναλλαγών που απαγορεύεται με την κανονιστική ρύθμιση συμπίπτει με τον όρο που κρίθηκε καταχρηστικός με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, στην απόφαση αυτή δεν τίθενται όροι και προϋποθέσεις, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Tελική διάταξη. Προβάλλεται ότι η τελική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι «Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας» έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και διευρύνει υπέρμετρα τον περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέτοντας απαγορεύσεις και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες δεν εξειδικεύει, κατά παράβαση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) που επιβάλλει βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου στους επιτρεπόμενους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει στην αποφυγή καταστρατήγησης των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η αναγραφή όρων στις ρυθμιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση συμβάσεις, οι οποίοι, παρά τη διαφορετική ονομασία ή διατύπωση τους, αποτελούν, κατ’ ουσίαν, όρους ταυτόσημους με τους απαγορευθέντες με την απόφαση αυτή ως καταχρηστικούς. Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτή δεν διευρύνεται η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεν θα ήταν, εξ άλλου, εφικτό να προβλέπονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι διαφορετικοί όροι που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δηλώσει τους όρους, την αναγραφή των οποίων αυτή απαγορεύει. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη του Συμβούλου Δ. Γρατσία η πιο πάνω διάταξη της προσβαλλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και, κατά συνέπεια, περιέχει επιτρεπτώς πρωτότυπη κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/2999/1988
Δημοσίευση κανονιστικής πράξεως..Κατά συνέπεια, εφόσον η τοιχοκόλληση των αποφάσεων ενισχύσεως της αλιείας δεν συνδυάζεται και με άλλους τρόπους γνωστοποιήσεως αυτών, δεν μπορεί καθ' εαυτή να χαρακτηρισθεί πρόσφορο μέσο δημοσιότητας και επομένως η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 1409/83, ως έχει, κρίνεται αντισυνταγματική, και ανίσχυρη. Δεδομένου δε ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική, απόφαση, που προέρχεται από συλλογικό όργανο, δεν έχει δημοσιευθεί ούτε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως προβλέπει ο γενικός κανόνας του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ' ν. 301/1976, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, που είναι και αυτεπαγγέλτως εξεταστέος. Αν και κατά τη γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, ο προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος δημοσιότητας συνιστά πρόσφορο μέσο, διότι αφορά ειδικό κύκλο ενδιαφερομένων προσώπων που αναμένουν την περιοδική έκδοση της αποφάσεως.Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, η κανονιστική διοικητική πράξη που δεν δημοσιεύθηκε είναι ανυπόστατη και η κατ' αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη, πλην της περιπτώσεως που έτυχε η προσβαλλομένη εφαρμογής, οπότε αυτή. ακυρώνεται για να διαπιστωθεί το ανυπόστατο έναντι πάντων, σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 1 ν.δ. 170/1978. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 210409/13.4.1988 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει τύχει εφαρμογής και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη στο σύνολο της, ενώ αποβαίνει περιττή η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
ΕλΣυν/Ζ Κλ/170/2015
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ.Δανειακές συμβάσεις:Κωλύεται η σύναψη των δανειακών συμβάσεων μεταξύ Δήμου και δύο χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθόσον αρκετοί όροι των σχεδίων των συμβάσεων αυτών είναι καταχρηστικοί. Συγκεκριμένα: α) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο στο επιτόκιο προστίθεται ποσοστό 0,60% ως εισφορά του ν.128/1975, παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 276 παρ.1 εδ. α'του ν. 3463/2006, σύμφωνα με την οποία οι Δήμοι απαλλάσσονται εν γένει από κάθε εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου, β) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση κατάργηση του συμφωνηθέντος ανωτάτου επιτρεπόμενου επιτοκίου υπερημερίας (2,5% πλέον του συμβατικού), θα ισχύει το επιτόκιο υπερημερίας που θα καθορίζεται ελεύθερα από την Επενδυτική Τράπεζα και θα γνωστοποιείται με σχετική δημοσίευση στον Τύπο, είναι καταχρηστικός, αφού προβλέπεται ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα ορίζεται μονομερώς από την Τράπεζα, διαταράσσοντας κατ'αυτόν τον τρόπο ουσιωδώς την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του Δήμου, γ) οι όροι, σχετικά με την υποχρέωση του φορέα του έργου (Δήμου) να καταβάλει το σύνολο των δαπανών σύστασης και εγγραφής των εξασφαλίσεων, όλα τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα και εφάπαξ δαπάνες σχετικές με αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από την Τράπεζα ή σχετικές με άλλες ενέργειες στις οποίες προβαίνει για την είσπραξη του χρέους και την προάσπιση των συμφερόντων της, είναι καταχρηστικοί κατά το μέρος που δεν ορίζεται ένα ανώτατο όριο αυτών, δ) ο όρος που ο Δήμος θα υποχρεούται να αποζημιώνει κάθε φορά την τράπεζα σε πρώτη ζήτηση για το πρόσθετο κόστος, μη μείωση της απόδοσης ή τη ζημία, είναι καταχρηστικός, λόγω αοριστίας, αφού δεν θεσπίζεται ένα ανώτατο ποσό μέχρι του οποίου θα υποχρεούται να αποζημιώνει την Τράπεζα ο Δήμος και επειδή διαταράσσει ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Δήμου, αφού ο τελευταίος καλείται να καλύψει κάθε επιχειρηματικό κίνδυνο της Τράπεζας από τη συγκεκριμένη σύμβαση και μάλιστα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας αυτού, ε) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να κηρύττει το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αν ο φορέας του έργου (Δήμος) παραβιάσει οποιοδήποτε από τους όρους της σύμβασης, οι οποίοι θεωρούνται όλοι ουσιώδεις, είναι καταχρηστικός, στ) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει δικαίωμα καταγγελίας από μέρους της Τράπεζας εάν ο Δήμος συμμετέχει σε διαδικασίες συγχωνεύσεων ή απορροφήσεων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας είναι επίσης, καταχρηστικός, ζ) ο αναφερόμενος όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο Δήμος παραιτείται ρητά από κάθε δικαίωμα συμψηφισμού ή επίσχεσης απέναντι στη Τράπεζα είναι καταχρηστικός διότι διαταράσσει ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Δήμου, η) οι όροι περί εκχώρησης του Δήμου προς εξασφάλιση της Τράπεζας ποσοστού 5% του ΤΑΠ και 5% ΣΑΤΑ δεν είναι νόμιμοι, κατά το μέρος που το ποσοστό του ΤΑΠ εκχωρείται αδιακρίτως, χωρίς να αναφέρονται περιορισμοί από διατάξεις που ορίζουν τα ποσοστά υποχρεωτικής δέσμευσης, για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών του οικείου ΟΤΑ (παρ.19 άρθρου24ν.2130/1993) και δεν διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που ο δανειολήπτης δήμος δεν είναι υπερήμερος, τότε η Τράπεζα υποχρεούται και όχι απλώς «δύναται» να του αποδίδει το σύνολο του εκχωρημένου σε αυτήν ποσού για το πέραν των συμφωνηθέντων επόμενων δύο δόσεων και θ) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο, ο Δήμος οφείλει να ασφαλίσει σε ασφαλιστική εταιρεία αποδοχής της Τράπεζας και με όρους που θα συμφωνήσει με την Τράπεζα, οπωσδήποτε όμως κατά κινδύνων πυρός και σεισμού τα ως άνω ακίνητα, για ποσό το οποίο κρίνεται επαρκές από την Τράπεζα και δεν δύναται να είναι κατώτερο της αγοραίας αξίας τους, είναι αόριστος, κατά το μέρος που δεν προσδιορίζονται τα ακίνητα, οι ειδικότεροι κίνδυνοι και το ακριβές ποσό της ασφάλισης αυτής
ΣΤΕ/2915/2012
Δημοσίευση κανονιστικής διοικητικής πράξης:..Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση του Δασάρχη ..., στην οποία περιλαμβάνεται, καθ΄ ο μέρος αφορά τις προαναφερόμενες περιοχές του ... του ..., διάταξη περί απαγορεύσεως της θήρας, φέρει κανονιστικό χαρακτήρα (ΣτΕ 1287/2008, σκέψη 6, πρβλ. ΣτΕ 1592/1998, σκέψεις 7 και 11 και ΣτΕ ΕΑ 211/2002) και, συνεπώς, για να λάβει, κατά τα ανωτέρω, νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον ούτε από τις διατάξεις του ν.δ/τος 86/1969 (Δασικός Κώδικας, Α΄ 7, βλ., ιδίως, άρθρο 258 παρ. 5 αυτού), επί των οποίων ερείδεται η έκδοση της, ούτε από άλλη ειδική διάταξη προβλέπεται η δημοσίευσή της με άλλο τρόπο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η ως άνω κανονιστική απόφαση απεστάλη προς ανάρτηση σε δημοτικά καταστήματα της ευρύτερης περιοχής του Δασαρχείου ... και στους κυνηγετικούς συλλόγους ..., ... και .... Εντούτοις και, ανεξαρτήτως του ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η, κατά τα ανωτέρω, ανάρτηση της αποφάσεως έλαβε πράγματι χώρα, η τελευταία δεν πληροί τις απαιτήσεις του νόμου, διότι οι κανονιστικού χαρακτήρα πράξεις των οργάνων της Διοικήσεως πρέπει, κατά τα ήδη εκτεθέντα, να δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον δεν υφίσταται, ούτε η Διοίκηση επικαλείται, ειδική διάταξη, η οποία να προβλέπει την κατ΄ άλλο τρόπο δημοσίευσή τους (ΣτΕ 1287/2008, σκέψη 6). Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, αν και δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση λόγω πλημμελούς δημοσιεύσεώς της, πρέπει, λόγω της φύσεώς της και των κατά νόμο συνεπειών της, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου (ΣτΕ 1287/2008, σκέψη 6, πρβλ. ΣτΕ 1295/2008, σκέψη 5, 1287/2008, σκέψη 6, 3960/2006, σκέψη 8, 1222/2004, σκέψη 6, 664/2004, σκέψη 5 κ.ά.), να ακυρωθεί. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, για το λόγο αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται υπό των αιτούντων, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως.
ΕλΣυνΤμ.1/93/2012
Καταβολή αμοιβής:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη νομική σκέψη, η καταβολή αμοιβής στους φερόμενους ως δικαιούχους για υπηρεσίες που παρείχαν στη ... για κάλυψη λειτουργικών της αναγκών, πέραν των καθηκόντων τους ως μελών του Δ.Σ., είναι μη νόμιμη, καθόσον η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ανωτέρω 43254/31.7.2007 υπουργικής απόφασης, στην οποία στηρίζεται η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου .... για την πλήρη απασχόληση αυτών στην επιχείρηση με αμοιβή, είναι ανίσχυρη, ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με το άρθρο 264 εδ. α΄ και β΄ του Κ.Δ.Κ., ενώ, σε κάθε περίπτωση, για την ως άνω απασχόλησή τους δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ν. 2190/1994 διαδικασία πρόσληψης. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της ..., που προβάλλονται με το 148/13.12.2011 έγγραφο επανυποβολής των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων, ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 264 του Κ.Δ.Κ. είναι πλήρης, ορισμένη και σε ισχύ, ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση αυτής δεν έχει ανακληθεί ή καταργηθεί ή ακυρωθεί, καθώς και ότι ο αρμόδιος υπουργός είχε υποχρέωση να εκδώσει την εν λόγω κανονιστική πράξη, είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αλυσιτελείς. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος με το ίδιο έγγραφο ισχυρισμός ότι τα αρμόδια όργανα της ... και του Δήμου ... ενήργησαν συγγνωστώς, διότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν την νομιμότητα της επίμαχης υπουργικής απόφασης, αλλά είχαν υποχρέωση να την εφαρμόσουν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον αφενός μεν το δημοτικό συμβούλιο ... είχε διακριτική ευχέρεια, και όχι δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση για την πρόσθετη απασχόληση των μελών του Δ.Σ. της ...., αφετέρου δε, με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα εντέλλεται η καταβολή αμοιβής για απασχόληση που έλαβε χώρα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπεται από την εν λόγω υπουργική απόφαση, δηλαδή πριν από την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του δημοτικού συμβουλίου .... (283/16.9.2011). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι δαπάνες που εντέλλονται με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα είναι μη νόμιμες και, συνεπώς, τα εντάλματα αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν.
ΣΤΕ/3322/2005
Δημοσίευση κανονιστικής απόφασης:...Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, ο αναιρεσείων, μόνιμος ιατρός του Ε.Σ.Υ. που υπηρετεί στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, άσκησε την από 30.12.1996 αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει ποσό 2.653.800 δραχμών ως διαφορά μεταξύ της υπερωριακής αποζημιώσεως που του καταβλήθηκε για τις εφημερίες που πραγματοποίησε κατά το από 1.1.1994 έως 30.6.1995 χρονικό διάστημα και η οποία υπολογίσθηκε με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/100 του μηνιαίου βασικού μισθού του και εκείνης που προκύπτει με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/65 αυτού που ορίσθηκε για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους με την 2039921/3479/0022/14.6.1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., με την οποία επιδικάσθηκε στον αναιρεσείοντα, ύστερα από ορθό υπολογισμό, ποσό 2.651.610 δραχμών για την ανωτέρω αιτία. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε έφεση το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ειδικότερα ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ούτε τηρήθηκε γι’ αυτήν η τυπική διαδικασία του ειδικού τρόπου δημοσιότητας του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 301/1976, δεδομένου ότι κοινοποιήθηκε μεν στο σύνολο των ενδιαφερομένων υπηρεσιών, χωρίς όμως να γίνει και τοιχοκόλλησή της σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών αυτών. Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγο που αφορά στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ότι η 2039921/3479/ 0022/14.6.1991 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος του αναιρεσείοντος, και με την αιτιολογία αυτή έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .... και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος. Η κρίση αυτή είναι ορθή και νόμιμη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (ΣτΕ 307/2003 7μ., 1485/2003), και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο η ως άνω κανονιστική απόφαση έχει τεθεί σε ισχύ de facto και εφαρμόζεται, παράγοντας όλες τις έννομες συνέπειές της, ανεξάρτητα από τη θεωρητική ταξινόμησή της στις ανυπόστατες πράξεις. Εξάλλου, εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη βεβαιώνει ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε νομίμως, η κρίση αυτή δεν χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία, ενόψει μάλιστα του ότι ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κάποιον ειδικότερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος δεν απαντήθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει δε να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως.Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση στο σύνολό της. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη.
ΕΣ/ΤΜ.4/41/2010
Συντήρηση ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων Νοσοκομείου: Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα άγεται κατ’ αρχήν στην κρίση ότι ο περί μη τήρησης της διαδικασίας του άρθρου 50 παρ. 10 του ν. 3370/2005 λόγος διαφωνίας δεν ευσταθεί, αφού η Υ4β/Γ.Π.οικ.115194/Φ14-60/10.9.2007 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία εγκρίθηκε η ανάληψη από ιδιώτη της συντήρησης των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του Γενικού Νοσοκομείου ......., έφερε όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία και περιελάμβανε τον προϋπολογισμό της υπό ανάθεση σύμβασης. Ωσαύτως απορριπτέος τυγχάνει ο λόγος, με τον οποίον προβάλλεται από το διαφωνούντα Επίτροπο ότι από την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης μέχρι τη σύναψη της από 14.8.2009 σύμβασης με τη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρία είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι, ενόσω η απόφαση του Υπουργού παρέμενε σε ισχύ, το Νοσοκομείο δεν κωλυόταν να προβεί στην ανάθεση της συντήρησης με τους καθοριζόμενους στην απόφαση αυτή όρους, καθώς και ο αναφερόμενος στο αντικείμενο της επίμαχης σύμβασης λόγος, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 10 του ν. 3370/2005 δεν έχει την έννοια της υποχρέωσης της Αναθέτουσας Αρχής να συνάψει με τον ανάδοχο της συντήρησης σύμβαση μίσθωσης έργου. Αντιθέτως, βάσιμος παρίσταται ο λόγος διαφωνίας ότι η φερόμενη ως δικαιούχος εταιρία εξ αρχής δεν πληρούσε και εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται στον όρο για τη στελέχωση του συνεργείου συντήρησης, αφού, κατά τη ρητή διατύπωση της διακήρυξης του διαγωνισμού της 17.2.2009, ο ανάδοχος θα έπρεπε να διαθέσει στο Νοσοκομείο ηλεκτροτεχνίτες αμφότερων των Α΄ και Γ΄ ειδικοτήτων, ενόψει δε της δέσμευσης που η διακήρυξη αυτή, ως κανονιστική πράξη, συνεπάγεται για τη Διοίκηση και για τους διαγωνιζομένους, ο ισχυρισμός του Νοσοκομείου ότι, για την κάλυψη των αναγκών του, αρκούν οι ηλεκτροτεχνίτες μόνον της Α΄ ειδικότητας αλυσιτελώς προβάλλεται και δεν αίρει τη νομική πλημμέλεια, από την οποία πάσχει εν προκειμένω τόσο η διαγωνιστική διαδικασία, όσο και η εκτέλεση της σύμβασης. Ως εκ του τελευταίου αυτού λόγου, επομένως, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΣΤΕ/33/2009
Δημοσίευση κανονιστικής πράξης:..Επειδή, όσον αφορά τη νομιμότητα της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, η αόριστη αναφορά στο δελτίο «...» σε συνοδική απόφαση με βάση την οποία «ανακαλείται» ο Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής, χωρίς να αναφέρεται η χρονολογία της, δεν συνιστά νομότυπο τρόπο δημοσίευσής της και, επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, ενώ εξάλλου λόγω της πλημμελούς αυτής δημοσίευσης δεν κινήθηκε η προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως κατ’ αυτής, η οποία επί κανονιστικών πράξεων αρχίζει από τη δημοσίευσή τους (βλ. Σ.τ.Ε. 4/2000). Συνεπώς, η προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση είναι ανυπόστατη και, κατ’ αρχήν, προσβάλλεται απαραδέκτως. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο Μητροπολίτης ... εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 183Β/30.5.2004 απόφασή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, διόρισε προσωρινή διοίκηση της Ιεράς Μονής «μέχρι δημοσιεύσεως του Κανονισμού Λειτουργίας της Ιεράς Μονής» (παρ. 2 της αποφάσεως). Η ανωτέρω απόφαση του Μητροπολίτη ... ο οποίος την εξέδωσε θεωρώντας ότι δεν υφίσταται Εσωτερικός Κανονισμός της αιτούσας Ιεράς Μονής λόγω της «ανακλήσεως» του κατά τ’ ανωτέρω δημοσιευθέντος Εσωτερικού Κανονισμού, συνιστά εφαρμογή της προσβαλλόμενης ανυπόστατης κανονιστικής απόφασης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Επιπλέον, η κατάργηση του Εσωτερικού Κανονισμού της αιτούσας Ιεράς Μονής με τον τύπο της «διόρθωσης ημαρτημένων» δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι τούτο έγινε με αυθαίρετη ενέργεια της Διεύθυνσης του δελτίου «...», χωρίς να συντρέχει περίπτωση διόρθωσης σφάλματος που ενεφιλοχώρησε κατά τη δημοσίευση του εν λόγω Κανονισμού. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται ακυρωτέα και για το λόγο αυτό.
ΣΤΕ/1287/2008
Δημοσίευση διοικητικών πράξεων και τυπικών νόμων:..Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ..., υπογραφόμενη, με εντολή αυτού, από το Δασάρχη ..., στην οποία περιλαμβάνεται διάταξη απαγόρευσης θήρας, φέρει κανονιστικό χαρακτήρα (πρβλ. ΣτΕ 1592/ 1998) και, συνεπώς, για να λάβει, κατά τα ως άνω, νόμιμη υπόσταση έπρεπε να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον ούτε οι διατάξεις των άρθρων 258 παρ. 3 περ. στ` του ν.δ. 86/1969 (Α` 7) και 5 παρ. 4 της ΚΥΑ 414985/1985 (Β` 757), επί των οποίων ερείδεται η έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, ούτε άλλη ειδική διάταξη προβλέπει τη δημοσίευσή της με άλλο τρόπο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η ως άνω κανονιστική απόφαση αναρτήθηκε σε δημοτικά καταστήματα της ευρύτερης περιοχής του Δασαρχείου ... Η δημοσίευση, όμως, αυτή δεν διενεργήθηκε κατά το νόμιμο τρόπο, δεδομένου ότι οι κανονιστικού χαρακτήρα πράξεις πρέπει, κατά τα ως άνω, να δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον δεν υφίσταται ούτε η Διοίκηση επικαλείται ειδική διάταξη, η οποία να προβλέπει τη δημοσίευσή τους με άλλο τρόπο. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, αν και είναι ανυπόστατη, ενόψει της φύσεώς της και των κατά νόμο συνεπειών της, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 3884/2007, 3960/2006,3344/2005 κ.ά), πρέπει να ακυρωθεί. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή, κατά τον αντίστοιχο βάσιμο λόγο αυτής, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως.
ΣΤΕ/4109/1999
Δημοσίευση κανονιστικών διοικητικών πράξεων:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη υπ' αριθμ. 2065240/6951/0022/19-10-1990 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, η Διοίκηση βεβαιώνει μεν ότι η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες με την υπ' αριθμ. 2069864/6391/0022/6-11-1990 εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών, δεν βεβαιώνει όμως ότι έγινε και τοιχοκόλληση της αποφάσεως αυτής και δη στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. το υπ' αριθμ. 2079441/11649/0022/27-11-1996 έγγραφο του προέδρου της Επιτροπής Παρακολούθησης του Λογαριασμού "..." προς το Συμβούλιο της Επικρατείας). Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η κανονιστική αυτή υπουργική απόφαση δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση και επομένως δεν μπορούσε να αποτελέσει τη νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των εκκαλουσών να τύχουν αποζημιώσεως εκ του λογαριασμού "...".10.Επειδή, μετά την επίλυση κατά τ' ανωτέρω του παραπεμφθέντος ζητήματος που προαναφέρθηκε και δεδομένου ότι η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη κατά τα λοιπά, πρέπει, διακρατουμένης της υποθέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, εφόσον ορθώς, έστω και με άλλη αιτιολογία, κρίθηκε από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο νόμιμη η άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το πιο πάνω αίτημα των ήδη εκκαλουσών.11. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι οι εκκαλούσες πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη.
ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/993/2011
Κατασκευή Νέων και Υφιστάμενων Καλντεριμίων Δήμου..:Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψεις IV, V, VI), ο προβαλλόμενος από τον αιτούντα Δήμο πρώτος λόγος αναθεώρησης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η 1102/15.3.1996 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 9 παρ. 2 περ. δ΄ του π.δ. 171/1987, με την οποία χαρακτηρίστηκαν ως «ειδική κατηγορία έργων» συλλήβδην όλα τα έργα κατασκευής και συντήρησης λιθόστρωτων – πλακόστρωτων σε δρόμους ή πλατείες των Ο.Τ.Α., που εκτελούνται σε χαρακτηρισμένο παραδοσιακό οικισμό, δεν αποτελεί κατά νόμο επαρκές έρεισμα για να δικαιολογήσει την προσφυγή στη διαδικασία του διαγωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία είναι εξαιρετική και χρήζει ειδικής αιτιολόγησης η επιλογή της.Άλλωστε, αβασίμως υποστηρίζεται από τον αιτούντα ότι η προαναφερόμενη απόφαση είναι κανονιστική διοικητική πράξη, με συνέπεια να μην απαιτείται αναφορικά με τα έργα, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, ειδική αιτιολόγηση για την απευθείας ανάθεσή τους ή την επιλογή αναδόχου με διαγωνισμό μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη IV), η απόφαση αυτή κατά το μέρος που τυχόν θα είχε κανονιστικό χαρακτήρα θα ήταν ανίσχυρη, ως εκδοθείσα κατά ανεπίτρεπτη υπεξουσιοδότηση, πέραν του ότι με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 περ. δ΄ του π.δ. 171/1987 ουδόλως παρέχεται εξουσιοδότηση για θέσπιση τέτοιου είδους ρυθμίσεων.(...)πρέπει να απορριφθεί η αίτηση του Δήμου … για αναθεώρηση της 463/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.