ΕΣ/Τ4/136/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Αναγνώριση αξίωσης του φερομένου ως δικαιούχου για επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντων των ποσών που κατέβαλε ο ανωτέρω για την έκδοση αδειών υλοτομίας κατά τα έτη 1997 και 1998 δεν στηρίζεται σε διατάξεις δημοσίου δικαίου, αλλά σε αυτές του ιδιωτικού δικαίου και συγκεκριμένα του αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 Α.Κ.).Μη νόμιμη.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/172/2019
Εξώδικος συμβιβασμός:Με τα δεδομένα αυτά κρίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 904 Α.Κ. περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επί των οποίων ερείδεται η αγωγή του φερόμενου ως δικαιούχου για το ποσό που αποτέλεσε τη βάση του ελεγχόμενου εξωδικαστικού συμβιβασμού, δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για την πραγματοποίηση δαπάνης εξωδικαστικού συμβιβασμού, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙΙ, η δε ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης του ανωτέρω μόνο με άσκηση αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου δύναται να επιδιωχθεί.
ΕλΣυν.Τμ.4(ΚΠΕ)223/2015
ΦΟΡΟΙ-ΤΕΛΗ-ΕΙΣΦΟΡΕΣ:Μη νόμιμη η επιστροφή -ως αχρεωστήτως καταβληθέντος- από Επιτροπή του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 3959/2011 ανταποδοτικού τέλους, ποσού 16.418,61 ευρώ, σε εταιρεία, «λόγω μη πραγματοποίησης της αρχικής προϋπολογισθείσας αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου», καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι η επίμαχη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου ουδέποτε έλαβε χώρα και ότι η καταβολή του επιβαλλόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 3959/2011 τέλους έγινε για αιτία που δεν επακολούθησε. Και υπό την εκδοχή ακόμη ότι δεν είχε χωρήσει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας, τέτοια επιστροφή του υπέρ της Επιτροπής καταβληθέντος τέλους 1‰ επί του ποσού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου δεν προβλέπεται από τις διατάξεις που διέπουν την προαναφερόμενη Αρχή. Επιπλέον, η επιστροφή δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη ούτε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 904 Α.Κ., καθόσον δεν έχει μεσολαβήσει η έκδοση δικαστικής απόφασης που να αναγνωρίζει την τυχόν ύπαρξη και έκταση της αξίωσης της φερόμενης ως δικαιούχου κατά της Επιτροπής, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
ΕΣ/Τ7/151/2008
Μελέτες.O συναφθείς εξώδικος συμβιβασμός είναι άκυρος διότι δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα για τη νομιμότητά του ουσιαστικά, εσωτερικά στοιχεία αυτού, υπό την έννοια της ύπαρξης δικαιώματος ουσιαστικού δικαίου, ήτοι έγκυρης αιτίας (όπως επιβάλλεται λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα του αλλά και λόγω της αρχής της νομιμότητας που οφείλει να διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης), δεδομένου ότι την αιτία αυτού αποτελεί σύμβαση, η οποία είναι άκυρη. Εξάλλου τα υποστηριζόμενα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δήμου σε βάρος των φερομένων ως δικαιούχων δεν ασκούν επιρροή, δοθέντος ότι, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ελέγχου, οι εξωδίκως αναγνωρισθείσες αξιώσεις αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν λαμβάνονται υπόψη, αφού η νομιμότητα ή μη των εντελλόμενων δαπανών κρίνεται πάντοτε με βάση το πλέγμα των ειδικών εκάστοτε διατάξεων που διέπουν την έννομη σχέση μεταξύ του οικείου Ο.Τ.Α. και του παρασχόντος τις υπηρεσίες προσώπου.
ΣτΕ/578/2004
Δημόσια έργα. Αν ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση, κατά ποσότητα ή είδος, η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού, χωρίς έγγραφη εντολή της υπηρεσίας ή σε επείγουσες περιπτώσεις προφορική εντολή, δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις εργασίες αυτές ούτε αποδόσεως της ωφελείας του λήπτη βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Δεκτή η αναίρεση για παραβίαση ουσιαστικού δικαίου .
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/294/2014
Εξώδικος συμβιβασμός.Με δεδομένα τα ανωτέρω και ενόψει των εκτιθέμενων στην δεύτερη σκέψη της παρούσας, ο εξώδικος συμβιβασμός, μεταξύ του Δήμου …και της φερόμενης ως δικαιούχου του εντάλματος, ως αιτιώδης δικαιοπραξία, είναι άκυρος. Ειδικότερα, δοθέντος ότι η εκτέλεση των επίμαχων εργασιών ανατέθηκε απευθείας, καίτοι το ύψος του συμβατικού ανταλλάγματος υπερέβαινε το όριο της απευθείας ανάθεσης (το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 8.804 ευρώ), από μη εξουσιοδοτημένα όργανα του Δήμου και χωρίς να τηρηθεί ο αναγκαίος έγγραφος τύπος, η αιτία του εξώδικου συμβιβασμού δεν είναι έγκυρη διότι πηγάζει από μη νομίμως συναφθείσα -άκυρη σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς μη νόμιμα ενταλματοποιήθηκε η δαπάνη του επιμάχου Χ.Ε., αφού αυτή ερείδεται σε άκυρο συμβιβασμό, που δεν υποχρεώνει το Δήμο σε παροχή. Εξάλλου τα υποστηριζόμενα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Δήμου σε βάρος της φερόμενης ως δικαιούχου δεν ασκούν έννομη επιρροή. Και τούτο διότι, πέραν των αμφιβολιών που προεκτέθηκαν ως προς την αποδεικτική ισχύ των προσκομισθέντων χειρόγραφων αποδείξεων, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ελέγχου, οι διατάξεις των άρθρων 904 ΑΚ επ. δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για τη διενέργεια δαπάνης, η δε ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης μόνο με άσκηση αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηριου δύναται να επιδιωχθεί (πρβ. ΚΠΕΔ στο Ι Τμ. 265/2013 και εκεί παρατεθείσα νομολογία).
ΕλΣυν/Τμ.1/186/2012
Περαιτέρω, όσον αφορά τον πρώτο λόγο ανάκλησης, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, ναι μεν τα πρακτικά του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν παρέχουν στην αρμόδια υπηρεσία την ευχέρεια καταβολής των εγκριθέντων με αυτά ποσών, αν προηγουμένως δεν κριθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο ότι οι αναγνωρισθείσες απαιτήσεις υφίστανται, πλην, όμως, ο Επίτροπος στην έκθεση διαφωνίας δεν προβάλλει αιτιάσεις σχετικά με τη συνδρομή ή μη των νόμιμων προϋποθέσεων του άρθρου 904 Α.Κ. που αποτέλεσε τη νομική βάση για την αναγνώριση των απαιτήσεων των φερόμενων ως δικαιούχων με τα ως άνω πρακτικά. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δεν αμφισβητείται ή ύπαρξη και η έκταση των απαιτήσεων που αναγνωρίστηκαν με τα προαναφερόμενα πρακτικά, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της σχετικής αρμοδιότητας του Ν.Σ.Κ., δεν συντρέχει νόμιμος λόγος μη θεώρησης των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων. Επομένως, το Τμήμα έσφαλε κρίνοντας διαφορετικά με την υπό ανάκληση πράξη του, καθόσον νομική βάση για την έκδοση των ως άνω τίτλων πληρωμής και την καταβολή των εντελλόμενων με αυτούς δαπανών δεν αποτελούν οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (αρθρ. 904 επ. Α.Κ.), αλλά τα προαναφερόμενα, νομίμως εκδοθέντα και αρμοδίως εγκριθέντα, πρακτικά του Ν.Σ.Κ.. Κατ’ ακολουθία αυτών, η αίτηση για την ανάκληση της 109/2012 πράξης του Τμήματος τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή, πλην τα 189841 και 189842, οικονομικού έτους 2011, χρηματικά εντάλματα πληρωμής της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) στο ….είναι μη θεωρητέα, λόγω λήξης του οικονομικού έτους (2011), τις πιστώσεις του οποίου βαρύνουν.
ΕΣ/ΤΜ.4/1486/2019
Σύμβαση ανάθεσης υπηρεσιών...Συνεπώς, ο σχετικός προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η ανάγκη σύναψης της επίμαχης σύμβασης συνέπεσε χρονικά με τη συνταξιοδότηση του ..., ενώ το Διοικητικό Συμβούλιο του ..., μετά τη γενόμενη καταγγελία από τον Σύλλογο Εργαζομένων του .... σχετικά με την επίμαχη διαδικασία επιλογής, με την απόφαση της 407ης Συνεδρίασης της 12.11.2008 (θέμα 5) αποφάσισε την επαναφορά της ευθύνης λειτουργίας του ΚΔΡΙ στο Ινστιτούτο Ραδιοϊσοτόπων και Ραδιογνωστικών προϊόντων -όπου και ανήκε ως Εργαστήριο Παροχής Υπηρεσιών- με συνέπεια, η επιχειρησιακή ευθύνη λειτουργίας του Κ.Δ.Ρ.Ι. να ανατεθεί στους Ερευνητές του εν λόγω Ινστιτούτου και να μην υφίσταται πλέον ανάγκη εξωτερικού επιχειρησιακού υπευθύνου - συμβούλου με πρόσθετη αμοιβή. Περαιτέρω, η προβληθείσα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του ... ένσταση είναι απορριπτέα, προεχόντως διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙ ΙΓ), δεν υπάρχει η απαιτούμενη για την ύπαρξη της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού αμεσότητα μεταξύ της αναφερομένης ζημίας του εκκαλούντος και του πλουτισμού του Δημοσίου, αφού η περιουσιακή μετακίνηση έγινε βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών μεταξύ του Κ.Δ.Ρ.Ι. του ... και του ...., ήτοι τρίτου ως προς τον εκκαλούντα προσώπου. Επιπρόσθετα, όμως, για να θεμελιωθεί απαίτηση με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει η άμεση περιουσιακή μετακίνηση προς τον λαβόντα να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή για αιτία που δεν έχει πηγή σύμβαση ή τον νόμο ή είναι παράνομη ή ανήθικη, είτε για νόμιμη αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε (ΑΕΔ 3/2010, ΑΠ 2018/2014). Ειδικότερα, η τελευταία περίπτωση συντρέχει όταν η παροχή (καταβολή), κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα, στηριζόταν σε νόμιμη αιτία, αλλά αυτή εξέλιπε για επιγενόμενους λόγους. Η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη, αποτελεί στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού, χωρίς τη συνδρομή του οποίου δεν στοιχειοθετείται αξίωση δυνάμει του άρθρου 904 Α.Κ. (πρβλ. ΑΠ 22/2003). Εν προκειμένω, όμως, η ανάκτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα διά του καταλογισμού γίνεται με νόμιμη αιτία, ήτοι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 46 παρ. 1 του ν. 4129/2013 (βλ. και προϊσχύσαν άρθρο 27 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980) και θεμιτό σκοπό, καθώς δικαιολογείται η λόγω δημοσίου συμφέροντος αποκατάσταση της ελεγχόμενης διαχείρισης με την αναπλήρωση του δημιουργηθέντος ελλείμματος από τη μη νόμιμη ή αχρεώστητη καταβολή των απολαβών, ενώ άλλωστε ο εκκαλών, τρίτο πρόσωπο, όπως προαναφέρθηκε, ως προς την ως άνω σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, καταλογίζεται λόγω της ιδιότητάς του ως υπολόγου. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος.
ΣΤΕ/920/2011
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.
Α.Π./566/1980
ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ-ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ (...)Επειδή, τά έν τώ τετάρτω λόγω τού αναιρετηρίου διαλαμβανόμενα ώς προβληθέντα καί ενώπιον τού Εφετείου περιστατικά, καθ' ά ο αναιρεσείων προσέφερε τάς επιστημονικάς του υπηρεσίας παρά τώ εναγομένω Νοσηλευτικώ Ιδρύματι επί 25ετίαν όλην ώς υπάλληλός του, επιστημονικός διευθυντής καί μοναδικός εκτελεστής τού αναισθησιολογικού του Τμήματος έν τή υπηρεσία τού οποίου εκλονίσθη η υγεία του καί έξ ού απεχώρησε συνταξιοδοτηθείς ώς καρδιοπαθής, ώς έκ τής ανθυγιεινής εργασίας του ώς αναισθησιολόγου, ότι ούτος, υπό υπηρεσιακήν πάντοτε εξάρτησιν έκ τούτου τελών, δι' επανειλημμένων φορτικών πρός αυτό αιτήσεών του ητήσατο τήν απόδοσιν τών διά λογαριασμόν του εισπραχθέντων κατά τό κρίσιμον διάστημα χρηματικών ποσών της ιδιαιτέρας του αμοιβής, ων τήν καταβολήν υπέσχετο έν τώ μεταξύ είς τούτον, δέν καθιστώσιν καί αληθή υποτιθέμενα, καταχρηστικήν έν τή εννοία τού άρθρ. 281 Α.Κ. τήν προβολήν υπό τού εναγομένου αναιρεσιβλήτου τής ενστάσεως περί παραγραφής τής έκ τής αδικοπραξίας ώς άνω αξιώσεως τού ενάγοντος αναιρεσείοντος καί επομένως τό δικάσαν Εφετείον, απορρίψαν ώς αβάσιμον νόμω τήν σχετικήν αντένστασιν τού ενάγοντος αναιρεσείοντος έκ τού άρθρ. 281 Α.Κ., θεμελιουμένην καί επί τού, αποκρουσθέντος ώς αναληθούς, περιστατικού, στηρίζοντος τήν επικουρικήν αξίωσιν τούτου έκ τού αδικαιολογήτου πλουτισμού, της εισπράξεως δηλονότι υπό τού εναγομένου παρά τών είς τό Νοσοκομείον του νοσηλευθέντων ιδίαις δαπάναις ασθενών, κατά τό κρίσιμον διάστημα, τών σχετικών, συνιστώντων τήν ιδιαιτέραν αμοιβήν τού ενάγοντος, ποσών, ουδόλως παρεβίασεν ευθέως ή έκ πλαγίου, τήν προμνησθέισαν διάταξιν τού άρθρου 281 Α.Κ. καί ο περί τού εναντίου σχετικός τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ώς αβάσιμος, καθ' ο δέ μέτρον δι' αυτού προβάλλεται η αιτίασις περί μή λήψεως υπ' όψιν υπό τού Εφετείου απάντων τών ανωτέρω περιστατικών, ούτος απορριπτέος είναι ώς αλυσιτελής.
ΑΠ 575/2018
Καταβολή μισθολογικών παρχών με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας- Αίτηση αναίρεσης:..Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο και τελευταίο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως και κατά παράβαση του άρθρου 904 του ΑΚ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον δεύτερο λόγο της έφεσης αυτού, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι δεν συνέτρεχαν κατά νόμο οι προϋποθέσεις βασιμότητας της αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων προς λήψη των αιτουμένων μισθολογικών παροχών από την παρασχεθείσα στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον εργασία τους, ως προς την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της αγωγής, καθόσον το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του, μετά την αποχώρηση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, γεγονός που προέκυψε άλλωστε και κατά την αποδεικτική διαδικασία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι για τη γέννηση των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων προς απόδοση του πλουτισμού του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. από την παροχή σε αυτό εργασίας στο πλαίσιο λειτουργίας άκυρων συμβάσεων εργασίας, αρκούσε το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών των αναιρεσιβλήτων προς το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. για όσο χρονικό διάστημα αυτοί πράγματι απασχολήθηκαν σε αυτό και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση το αναιρεσείον από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν προέβη ή δεν θα προέβαινε σε κάθε περίπτωση στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης.