Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΑΠ 575/2018

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4332/2015

Καταβολή μισθολογικών παρχών με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας- Αίτηση αναίρεσης:..Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο και τελευταίο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως και κατά παράβαση του άρθρου 904 του ΑΚ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον δεύτερο λόγο της έφεσης αυτού, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι δεν συνέτρεχαν κατά νόμο οι προϋποθέσεις βασιμότητας της αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων προς λήψη των αιτουμένων μισθολογικών παροχών από την παρασχεθείσα στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον εργασία τους, ως προς την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της αγωγής, καθόσον το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του, μετά την αποχώρηση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, γεγονός που προέκυψε άλλωστε και κατά την αποδεικτική διαδικασία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι για τη γέννηση των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων προς απόδοση του πλουτισμού του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. από την παροχή σε αυτό εργασίας στο πλαίσιο λειτουργίας άκυρων συμβάσεων εργασίας, αρκούσε το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών των αναιρεσιβλήτων προς το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. για όσο χρονικό διάστημα αυτοί πράγματι απασχολήθηκαν σε αυτό και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση το αναιρεσείον από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν προέβη ή δεν θα προέβαινε σε κάθε περίπτωση στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης. 


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Α.Π.1359/2015

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποζημίωση του άρθρου 19 του ν. 993/1979 δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων ούτε "απολαβή", υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης του. Επομένως, η αξίωση καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως δεν υπόκειται στη διετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ ΑΠ 4/2001, ΑΠ 1726/05, 556/11, 1065/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, την οποία εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή της από το εναγόμενο - αναιρεσείον ΝΠΔΔ, στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, υπάγεται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή και συνεπώς, δεν παραγράφηκε η αξίωσή της. Και τούτο γιατί δέχθηκε ότι από την ημερομηνία αποχώρησής της από την υπηρεσία (30-4-2010) έως την άσκηση της αγωγής της (41-2013) δεν παρήλθε πενταετία.


ΕφΑθ. 644/2017

Παροχή εξαρτημένης εργασίας..:Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργαζόταν στο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του εναγόμενου με την ιδιότητα του ειδικού εφαρμογών πληροφορικής, απασχολούμενη συγκεκριμένα με τον σχεδιασμό και την συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως. .. Η ενάγουσα, δηλαδή, έθετε την εργασία της στη διάθεση του εναγόμενου και δεν είχε αναλάβει την επίτευξη οποιουδήποτε συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εξάλλου, το εναγόμενο κατέβαλλε την αμοιβή της ενάγουσας κάθε μήνα, και συγκεκριμένα κατέβαλλε σ αυτή το ποσό που προέκυπτε από το μερισμό της συνολικής αμοιβής με τον αριθμό των μηνών της κάθε σύμβασης, ενώ της κατέβαλλε επίσης επιδόματα εορτών και αδείας και της χορηγούσε έγγραφες βεβαιώσεις των μηνιαίων αποδοχών της ήταν δε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α., με εργοδότη της το εναγόμενο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, οι δε πιο πάνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έργου ήταν ψευδεπίγραφες και προσχηματικές. ..η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της εργασίας της σ αυτό, με απλή σχέση εργασίας, την οποία το εναγόμενο είχε δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει έτος από τον τοκετό της εργαζόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το εναγόμενο, καθόσον είχε χορηγήσει σ αυτή τη σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της ενάγουσας πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, ήτοι πριν από την 19.6.2011. .. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς την ανωτέρω πρώτη επικουρική της βάση και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την δεύτερη επικουρική αυτής βάση και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.838,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ήτοι από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά.


ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑΓ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/109/2023

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ:ζητείται η αναίρεση της 1184/2020 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος, (...). Κατ’ ακολουθίαν αυτών, κατά την κρατήσασα γνώμη, και δοθέντος ότι από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι η σύνταξη του δικαιοπαρόχου τους είχε ήδη προ του θανάτου αναπροσαρμοστεί με βάση τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002, το δικάσαν Τμήμα  κατ’ ορθή ερμηνεία των διεπουσών την ένδικη υπόθεση διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 (Α΄ 179), όπως αντικαταστάθηκαν εν μέρει από τις διατάξεις του άρθρου 37 του ν. 3016/2002 (Α΄ 110), και 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα [π.δ/γμα 169/2007 (Α΄ 210)], δέχτηκε την ενώπιον του ασκηθείσα έφεση των ήδη αναιρεσιβλήτων, ακύρωσε τις εκκληθείσες με αυτήν πράξεις, και ανέπεμψε την υπόθεση στη συνταξιοδοτική διοίκηση για τον έλεγχο της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την αναπροσαρμογή της σύνταξής τους, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.


ΣτΕ/1311/2019

Επιδόματα εορτών και αδείας:Επειδή, επιλυθέντος, κατά τα ανωτέρω, του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας της διάταξης της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση, δεδομένου ότι ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, καθώς και οι μοναδικοί προβαλλόμενοι με την αγωγή και την παρέμβαση ισχυρισμοί, αφορούν την αντίθεση της ως άνω διάταξης του ν. 4093/2012 με τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις. Ενόψει τούτων το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, κατ’ αποδοχήν της αίτησης ή αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, να αναιρεθεί η 177/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ΧΧΧ και, περαιτέρω, δικάζοντας επί της αγωγής, ότι πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί αντίθεσης της προαναφερόμενης διάταξης του ν. 4093/2012 προς τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ.1 και 4 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή στο σύνολό της, καθώς και η ασκηθείσα παρέμβαση. 


ΕλΣυν/Κλιμ.1/229/2013

Εξώδικος συμβιβασμός.(....) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, η εντελλόμενη δαπάνη, που αφορά σε απόδοση της ωφέλειας που προσπορίστηκε το συγχωνευθέν ν.π.δ.δ. ….από την απασχόληση σ' αυτό με την ιδιότητα της τραπεζοκόμου της φερόμενης ως δικαιούχου, για την οποία ουδέποτε καταρτίστηκε, σύμφωνα με το νόμο, σχετική σύμβαση έργου ή εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, είναι μη νόμιμη, διότι η απαίτηση αυτή, αν και άγεται σε συμβιβασμό υπό το ένδυμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφορά κατ’ ουσία σε μισθολογικές απαιτήσεις, αφού η υποκείμενη αιτία της είναι η προσφορά υπηρεσιών. Συνεπώς, το ν.π.δ.δ. …..δεν είχε εξουσία να προβεί σε εξώδικο συμβιβασμό για την απαίτηση αυτή, αφού τούτο προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 72 παρ.2 του ν.3852/2010. Σε κάθε περίπτωση, οι περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα (904 επ.) δεν δύνανται να παράσχουν, σε καμία περίπτωση, νόμιμο έρεισμα για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης υποκείμενης σε προληπτικό έλεγχο. Και τούτο διότι η νομιμότητα των υποκείμενων σε προληπτικό έλεγχο δαπανών κρίνεται πάντοτε και χωρίς εξαιρέσεις, με την επιφύλαξη του τυχόν απορρέοντος από τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένου, με βάση το οικείο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίμαχη κάθε φορά έννομη σχέση. Περαιτέρω, ο ως άνω συμβιβασμός πάσχει ακυρότητα διότι η οικεία απόφαση ελήφθη από το Διοικητικό Συμβούλιο του ν.π.δ.δ. και όχι από την αρμόδια προς τούτου, λόγω ποσού, Εκτελεστική Επιτροπή αυτού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και συνεπώς αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΑΠ/182/2014 Β2 Πολιτικό Τμήμα

Διετής παραγραφή αξιώσεων για μισθούς. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον, με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, την πλημμέλεια της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων και ειδικότερα αυτών των άρθρων 90 παρ.3 και 94 εδ. δ' του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού", γιατί, αν και οι ένδικες απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες επιδικάσθηκαν σ' αυτούς, αφορούσαν αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για το έτος 2001 και κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ως άνω νόμου, πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εν τούτοις η αγωγή έγινε δεκτή, χωρίς το δικαστήριο της ουσίας να λάβει υπ' όψη, όπως είχε αυτεπάγγελτη υποχρέωση, την εν λόγω παραγραφή. Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, η ένδικη αίτηση είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, διότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν ότι ο εν λόγω, περί παραγραφής, ισχυρισμός προβλήθηκε στο δικαστήριο, που δίκασε κατ' έφεση, άσχετα προς το αν λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα, καθόσον αυτός δεν αφορά στη δημόσια τάξη, με την ανωτέρω έννοια, αλλά (αφορά) στις (ιδιωτικού δικαίου) σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και μισθωτών αυτού (ΑΠ 1813/2011). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως, που είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της πρωτόδικης απόφασης, τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί για τα κονδύλια των αποδοχών και του επιδόματος αδείας έτους 2001, αλλά μόνο γι' αυτά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2001, ως προς τα οποία (σύμφωνα και με τις αναλυτικές παραδοχές που αναφέρονται στην επόμενη σκέψη) έγινε δεκτός. (...)ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της 6884/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΝΣΚ/109/2019

Εάν για την παροχή εργασίας ή έργου από δημοσίους υπαλλήλους σε φορείς του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. απαιτείται άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Υ.Κ..(..)Για την παροχή έργου ή εργασίας με αμοιβή από υπάλληλο του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. που διέπονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα, στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς (ν.π.δ.δ., ΟΤΑ κ.λπ.), απαιτείται άδεια άσκησης ιδιωτικού έργου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Υ.Κ., καθόσον η τήρηση της διαγραφόμενης από το νόμο διαδικασίας είναι ανεξάρτητη της νομικής μορφής του εργοδότη, ήτοι του αν το προς ανάθεση έργο ή εργασία παρέχεται σε ιδιώτη εργοδότη ή στο Δημόσιο ή σε δημόσιους φορείς (ν.π.δ.δ., ΟΤΑ κ.λπ.) (ομόφ.).


Μον.Εφ.Αθ/387/2022

Σύμβαση Παροχής Υπηρεσιών:Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι κατά το χρονικό διάστημα από 15/03/16 έως 08/02/19 συνδεόταν με το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.328,05 € για δεδουλευμένες αποδοχές που αναλύονται σε επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων, αδείας και ασφαλιστικές εισφορές των ετών 2016-2019, νομιμοτόκως από τότε που κάθε αξίωσή της κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή(....)Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο εκκαλούν, με τις νομίμως και εμπροθέσμων κατατεθείσες προτάσεις του επικαλείται την εκούσια συμμόρφωση προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, κατά την διάταξή της με την οποία κηρύχτηκε προσωρινός εκτελεστή, ως προς το ποσό των 10.000,00 € και ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, και ειδικότερα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να του αποδώσει το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την έκδοση της παρούσας. Η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις. Αποδεικνύεται δε ότι είναι και ουσία βάσιμη, αφού το εναγόμενο εκκαλούν κατέβαλε συμμορφούμενο εκουσίως στη διάταξη της κηρυχθείσης προσωρινά εκτελεστής διατάξεως της εκκαλουμένης, στην ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των 10.000.00 € δυνάμει του αποδεικτικού συναλλαγής ύψους 10.000.00 € της .... Τράπεζας με όνομα αρχείου ... .FT1, αλλά και εκ του από 20/10/2020 επικαλούμενου και προσκομιζόμενου σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού. Δέχεται τυπικώς και ουσία την έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθ. 1472/30-09-20 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρατεί την υπόθεση. Δικάζει επί της από 19/04/19 και με αριθ. κατ. ..../..../22-04-19 αγωγής. Απορρίπτει αυτήν. Δέχεται την αίτηση του εκκαλούντος εναγομένου περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Υποχρεώνει την εφεσίβλητη ενάγουσα να καταβάλει στο εκκαλούν εναγόμενο το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10000,00 € ), νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως σε αυτήν μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019

Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.