Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ1/ΠΡΑΚΤ/8/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2527/1997

Συμβάσεις μίσθωσης έργου.Οι πράξεις της Διοίκησης που δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα αλλά εκδίδονται στα πλαίσια ιδιωτικών εννόμων σχέσεων, διέπονται, πέρα από τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν την έκδοσή τους, συμπληρωματικά από κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, και, στο μέτρο που συμβιβάζεται με την φύση τους και εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη νομοθετική ρύθμιση, από γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-538/2007

«Οδηγία 92/50/ΕΟΚ – Άρθρο 29, πρώτο εδάφιο – Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει στις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου ή σημαντικής επιρροής να συμμετέχουν ως ανταγωνιστές στην ίδια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης»  Το άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, πέρα από τους λόγους αποκλεισμού που απαριθμεί η διάταξη αυτή, και άλλους λόγους αποκλεισμού, με σκοπό τη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά μέτρα δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει τη θέσπιση ή διατήρηση σε ισχύ διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία, μολονότι επιδιώκει την επίτευξη των θεμιτών σκοπών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας κατά τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων, απαγορεύει απόλυτα στις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου ή οι οποίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους να συμμετέχουν ταυτόχρονα και ως ανταγωνιστές στην ίδια διαδικασία διαγωνισμού και δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι η σχέση αυτή δεν επηρέασε τη συμπεριφορά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.


ΕλΣυν/Κλ.1/203/2013

Πρόσληψη προσωπικού-Δημοσιότητα στο ΦΕΚ.(...)Η δημοσίευση δε της διοικητικής πράξης, όταν επιβάλλεται από το νόμο, αποτελεί αναγκαίο τύπο της δήλωσης της βούλησης του διοικητικού οργάνου και συστατικό στοιχείο της πράξης (ΣτΕ 4082/1987, 2999/1988, 3378/1995). Στην περίπτωση αυτή, χωρίς και έως τη δημοσίευση δεν υπάρχει διοικητική πράξη, αλλά ανύπαρκτη ή ανυπόστατη πράξη (ΣτΕ 4957/1987, 494, 3411/1995), η οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (πβλ. Ε.Σ. πράξ. Ι Τμ. 274-5/2011, 99/2012, 65/2012). Περαιτέρω, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι συστατικές ατομικές διοικητικές πράξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ, ήτοι τα έννομα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να ανατρέξουν σε χρόνο προγενέστερο από την έκδοσή τους -η οποία, όταν πρόκειται για δημοσιευτέες πράξεις, συμπίπτει με τη δημοσίευσή τους-  εκτός εάν αυτό ρητά προβλέπεται από σχετική με την έκδοσή τους διάταξη νόμου ή σαφώς προκύπτει από αυτή, εάν εκδίδονται σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου ή σε περίπτωση ανάκλησης παράνομης ατομικής διοικητικής πράξης (πβλ. Ε.Σ. πράξ. Ι Τμ. 274-5, 99/2012, 65/2012). Ως εκ τούτου ατομική διοικητική πράξη, η δημοσίευση της οποίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, παράγει τα έννομα αποτελέσματά της από τη δημοσίευσή της και δεν δύναται καταρχήν να έχει αναδρομική ισχύ.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι μη νομίμως οι φερόμενοι ως δικαιούχοι του υπό κρίση χρηματικού εντάλματος παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Νομικό Πρόσωπο Δήμου ........ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (15 έως 30.3.2013), δεδομένου ότι κατά το χρόνο αυτό η απόφαση του Προέδρου του νομικού προσώπου, με την οποία διορίστηκαν σ' αυτό, δεν είχε αποκτήσει ακόμη νόμιμη υπόσταση, αφού δεν είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ τ' αποτελέσματα της εν συνεχεία δημοσιευθείσας αυτής απόφασης (στις 10.5.2013) δεν μπορούν ν' ανατρέξουν, εφόσον αυτό δεν προβλέπεται από τις σχετικές με την έκδοσή της διατάξεις, σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσής της.


ΕΣ/ΤΜ.4/121/2012

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ για τη διακίνηση επιστολικού ταχυδρομείου:..από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2668/1998, ο οποίος μεταφέρει κανόνες κοινοτικού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη, συνάγεται ότι τα ..., ως φορέας καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στην Ελλάδα, διατηρούν καταρχήν αποκλειστικό δικαίωμα στη συλλογή, διαλογή, μεταφορά και διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού και διασυνοριακού ταχυδρομείου, εφόσον το βάρος των αντικειμένων αλληλογραφίας δεν υπερβαίνει τα 50 γραμμάρια. Ως εκ τούτου, για τα αντικείμενα αυτά επιτρέπεται καταρχήν η απευθείας ανάθεση στα ..., χωρίς την προηγούμενη διενέργεια διαγωνισμού, της ταχυδρομικής τους διαχείρισης, ενώ για τα λοιπά αντικείμενα η απευθείας ανάθεση ταχυδρομικών υπηρεσιών δεν έχει έρεισμα στο πλέγμα των ως άνω διατάξεων (πρβλ. Πράξη Ε.Σ. VI Τμ. . 232/2007).

Εξάλλου, έχει παγίως κριθεί από το Δικαστήριο αυτό ότι δεν νομιμοποιούνται οι συμβάσεις που καταρτίσθηκαν, χωρίς την προηγούμενη υποβολή τους στον προβλεπόμενο από το άρθρο 98 παρ. 1β΄ του Συντάγματος προσυμβατικό έλεγχο, καθόσον η νομοθετική εξουσία έχει μεν τη δυνατότητα να νομιμοποιεί αναδρομικά πράξεις ή συμβάσεις των φορέων της δημόσιας διοίκησης, η εξουσία της όμως αυτή δεν είναι δυνατό να εξιχθεί μέχρις αναδρομικής εκ των υστέρων νομιμοποιήσεως αυτών που έχουν εκδοθεί ή καταρτισθεί κατά προφανή παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος (βλ. Πράξεις Ε.Σ. IV Τμ. 171/2010 και VII Τμ.352/2009, 228/2011). 

Δεδομένου δε ότι ο νομοθέτης, ενεργώντας στο πλαίσιο της κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητάς του για τη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων και καταστάσεων και μάλιστα με αναδρομική δύναμη, μπορεί να νομιμοποιεί αναδρομικά δαπάνες, εφόσον, όμως, τούτο δεν προσκρούει σε ρητές απαγορευτικές διατάξεις του Συντάγματος, η επιχειρούμενη με την ως άνω διάταξη νομιμοποίηση των δαπανών που έχουν απορρεύσει από σύμβαση, η οποία έχει συναφθεί και εκτελεσθεί χωρίς να υποβληθεί πρώτα για έλεγχο νομιμότητας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, επί της ουσίας δεν διαφέρει από τη νομιμοποίηση της ίδιας της σύμβασης και παραβιάζει τις διατάξεις της παρ. 1β΄ του άρθρου 98 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τον ουσιώδη διαδικαστικό τύπο του προσυμβατικού ελέγχου..Επομένως και η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 7 του ν. 4075/2012 είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως παραβιάζουσα τις ανωτέρω συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και, ως εκ τούτου, οι αντίθετοι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.Κατ ακολουθία αυτών που στις προηγούμενες σκέψεις έγιναν δεκτά η κρινόμενη-τρίτη- αίτηση ανάκλησης του ... είναι το μεν απαράδεκτη, το δε αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει απορριφθεί.


Ελ.Συν/Τμ.7/209/2010

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της νομιμότητας, οι συστατικές ατομικές διοικητικές πράξεις δεν αναπτύσσουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή τα έννομα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής τους (ή της κοινοποίησής τους, όπου αυτή απαιτείται) και τούτο προεχόντως διότι η διοικητική ενέργεια προκαλείται και προσδιορίζεται με βάση την επικαιρότητα, τόσο από πλευράς τυπικής νομιμότητας (αρμοδιότητα οργάνου, τύπος, διαδικασία), όσο και από πλευράς ουσιαστικής νομιμότητας, με την έννοια ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της ενέργειας της διοίκησης. Κατ’ εξαίρεση της αρχής αυτής (του επίκαιρου της διοικητικής δράσης), η αναδρομική ισχύς των διοικητικών πράξεων αναγνωρίζεται μόνον στις περιπτώσεις που: α) τούτο ρητώς επιτρέπεται από τις σχετικές διατάξεις ή σαφώς προκύπτει από αυτές, β) οι διοικητικές πράξεις εκδίδονται σε συμμόρφωση με αποφάσεις δικαστηρίων και γ) ανακαλείται με αυτές παράνομη πράξη (βλ. Πράξεις IV Τμ. 184/2003, 40/2006, 99/2007, 171/2008). Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω, συνάγεται ότι η έκδοση της πράξης ανάληψης δαπάνης Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που αφορά σε εκτέλεση εργασιών, πρέπει να προηγείται της υπογραφής της οικείας σύμβασης και της εκτέλεσης των σχετικών εργασιών, ήτοι της πραγματοποίησης της δαπάνης, ενώ τυχόν έκδοσή της μετά την εκτέλεση των εργασιών δεν δύναται να «νομιμοποιήσει» τη δαπάνη, καθότι στερείται, κατ’ αρχήν, αναδρομικότητας (βλ. Πράξεις IV Τμ. 99/2007, VII Τμ. 90/2010, 256/2009).


ΕλΣυν/Τμ7/226/2010

Από τις ανωτέρω διατάξεις και ενόψει των προπαρατιθέμενων άρθρων 2 παρ.3 και 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ θεμελιώνοντας δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους, επιπροσθέτως δε εγγυώνται την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, καθώς και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από αυτό, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της, συνάγεται ότι η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το τρίτο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, σύμφωνα με την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ΄ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αποβαίνει ανίσχυρη ως αντικειμένη προς τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που οι ως άνω εκτεθείσες διατάξεις κατοχυρώνουν (Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010, Α.Π. 2347/2009, βλ. και Ολομ. Α.Π. 21/2001). Επομένως, υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν διαφορές, αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Ενόψει τούτων, όταν για την αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου δαπάνης το δικαίωμα αυτού για την πραγμάτωση της δαπάνης στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο των διατάξεων 623 επ. του Κ.Πολ.Δικ., το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε θεώρηση του οικείου χρηματικού εντάλματος, διότι δεν αποτελεί παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα κατά τον ασκούμενο έλεγχο του Συνεδρίου ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της διαταγής πληρωμής, δηλαδή η νομιμότητα και βασιμότητα των λόγων και των όρων που την δικαιολογούν, η οποία αποτελεί γι’ αυτό νόμιμο δικαιολογητικό με το οποίο αποδεικνύεται η οικεία απαίτηση (πρβλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010).


ΕΣ/ΤΜ.6/342/2019

Έλλειμμα διαχείρισης...ζητείται η ακύρωση της 59/2016 Πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Η εν λόγω νομιμοποιητική των επίμαχων δαπανών του ως άνω Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου διάταξη, η οποία δεν διαφέρει κατά περιεχόμενο από άλλες αντίστοιχες που έχουν κριθεί στο παρελθόν από το Δικαστήριο τούτο ως μη αντικείμενες σε συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 26 ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 ν. 3448/2006 και Ε.Σ. Ολ. 1573/2008, 1719/2010, 1747/2010 κ.α.), δεν προσκρούει στο άρθρο 98 του Συντάγματος περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ούτε σε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη, καθόσον σε καμία περίπτωση δεν θίγει ούτε περιορίζει τον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος ασκείται με βάση το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο διενεργείας δημοσίων δαπανών, το οποίο μπορεί να έχει θεσπισθεί ακόμη και αναδρομικά μετά την διενέργεια των δαπανών, αφού ο νομοθέτης δεν κωλύεται να μεταβάλει αναδρομικά τους όρους νομιμότητας των δαπανών ακόμη και συγκεκριμένης διαχείρισης, οι δε τιθέμενες, όπως εν προκειμένω, προϋποθέσεις, που εξαρτούν τη νομιμοποίηση των δαπανών, από την σύμφωνη με τους σκοπούς  της διαχείρισης εκτέλεση έργων, προμηθειών και υπηρεσιών καθώς και από την βεβαίωση πραγματικής εκτέλεσης των εργασιών αυτών, διασφαλίζουν τα όρια της νομιμοποίησης, ήτοι ότι οι διατάξεις αυτές δεν θα οδηγήσουν στην απαλλαγή από τη δημοσιονομική ευθύνη, διαχειριστές υπολόγους με ποινικώς ύποπτη δράση. Η  άποψη αυτή ενισχύεται και από την δυνατότητα του νομοθέτη, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί μέχρι σήμερα ως προς την συνταγματικότητά της από τα δικαστήρια, με νομοθετικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις να μειώνει ή ακόμη πολλές φορές και να εξαφανίζει καταλογισμούς και πρόστιμα για παραβάσεις της δημοσιολογιστικής, φορολογικής, τελωνειακής κ.α. νομοθεσίας πράγμα που σημαίνει ότι εφόσον επιτρέπεται το μείζον λογικό, εύλογο και προ πάντων σύμφωνο με το Σύνταγμα είναι και το έλασσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, με την αναδρομική νομοθετική ρύθμιση και θέσπιση προϋποθέσεων νομιμότητας ήδη διενεργηθεισών δημοσίων δαπανών συγκεκριμένης διαχείρισης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκδοθείσα κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 45 του ν. 4301/2014 που νομιμοποίησε στο σύνολό τους τις επίμαχες δαπάνες είναι μη νόμιμη και για το λόγο αυτό ακυρωτέα, η δε κρινόμενη έφεση, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει, με αυτή την νομική βάση και αιτιολογία, να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθό μέρος αφορά τον εκκαλούντα. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε.Ακυρώνει, ως προς τον εκκαλούντα την 59/2016 Πράξη του Β΄ Κλιμακίου


ΕΣ/ΤΜ.6/315/2019

Έλλειμμα διαχείρισης νομικού προσώπου...Η εν λόγω νομιμοποιητική των επίμαχων δαπανών του ως άνω Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου διάταξη, η οποία δεν διαφέρει κατά περιεχόμενο από άλλες αντίστοιχες που έχουν κριθεί στο παρελθόν από το Δικαστήριο τούτο ως μη αντικείμενες σε συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 26 ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 ν. 3448/2006 και  Ε.Σ. Ολ. 1573/2008, 1719/2010, 1747/2010 κ.α.), δεν προσκρούει στο άρθρο 98 του Συντάγματος περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ούτε σε κάποια άλλη συνταγματική διάταξη, καθόσον σε καμία περίπτωση δεν θίγει ούτε περιορίζει τον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος ασκείται με βάση το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο διενεργείας δημοσίων δαπανών, το οποίο μπορεί να έχει θεσπισθεί ακόμη και αναδρομικά μετά την διενέργεια των δαπανών, αφού ο νομοθέτης δεν κωλύεται να μεταβάλει αναδρομικά τους όρους νομιμότητας των δαπανών ακόμη και συγκεκριμένης διαχείρισης, οι δε τιθέμενες, όπως εν προκειμένω, προϋποθέσεις, που εξαρτούν τη νομιμοποίηση των δαπανών, από την σύμφωνη με τους σκοπούς  της διαχείρισης εκτέλεση έργων, προμηθειών και υπηρεσιών καθώς και από την βεβαίωση πραγματικής εκτέλεσης των εργασιών αυτών, διασφαλίζουν τα όρια της νομιμοποίησης, ήτοι ότι οι διατάξεις αυτές δεν θα οδηγήσουν στην απαλλαγή από τη δημοσιονομική ευθύνη, διαχειριστές υπολόγους με ποινικώς ύποπτη δράση. Η  άποψη αυτή ενισχύεται και από την δυνατότητα του νομοθέτη, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί μέχρι σήμερα ως προς την συνταγματικότητά της από τα δικαστήρια, με νομοθετικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις να μειώνει ή ακόμη πολλές φορές και να εξαφανίζει καταλογισμούς και πρόστιμα για παραβάσεις της δημοσιολογιστικής, φορολογικής, τελωνειακής κ.α. νομοθεσίας πράγμα που σημαίνει ότι εφόσον επιτρέπεται το μείζον λογικό, εύλογο και προ πάντων σύμφωνο με το Σύνταγμα είναι και το έλασσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, με την αναδρομική νομοθετική ρύθμιση και θέσπιση προϋποθέσεων νομιμότητας ήδη διενεργηθεισών δημοσίων δαπανών συγκεκριμένης διαχείρισης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκδοθείσα κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 45 του ν. 4301/2014 που νομιμοποίησε στο σύνολό τους τις επίμαχες δαπάνες είναι μη νόμιμη και για το λόγο αυτό ακυρωτέα, η δε κρινόμενη έφεση, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει, με αυτή την νομική βάση και αιτιολογία, να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθό μέρος αφορά τον εκκαλούντα. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Ακολούθως, μετά την αποδοχή της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 73 παρ.4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο) και εκτιμωμένων  των περιστάσεων, να απαλλαγεί ο εφεσίβλητος από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος (βλ. άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/365/2022

Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης εργασιακών σχέσεων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων θα προσέκρουε μετά την 18.4.2001, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθεισών αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Έτσι η απασχόληση των εκκαλούντων επειδή συνήφθη κατά παράβαση τόσο της Συνταγματικής διάταξης όσο και της διάταξης του νόμου σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν συμβάσεις εργασίας υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1, 2 εδ. σ’ και β`, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 (γι’ αυτό και δεν γίνεται εξάλλου τέτοια επίκληση στην αγωγή) διότι οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας όχι μόνο δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος, το οποίο απαιτεί συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του για την εφαρμογή του, αλλά καταρτίστηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά τη θέση σε ισχύ του, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εκκαλούσα προσλήφθηκε την 11.10.2013, ο δεύτερος στις 18.8.2015, ο τρίτος στις 11.10.2013, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτη στις 6.8.2015, ο έβδομος στις 2.5.2011, ο όγδοος στις 19.11.2012, η ένατη στις 6.8.2015, η δέκατη στις 14.11.2013, η ενδέκατη και δωδέκατη στις 6.8.2015, ο δέκατος τρίτος στα 18.11.2013, ο δέκατος τέταρτος στις 6.8.2015, οι δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος στις 3.8.2015, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη έβδομη στις 6.8.2015, η εικοστή, εικοστή δεύτερη, εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη στις 3.8.2015, ο εικοστός πρώτος και η εικοστή τρίτη στις 6.8.2015 και ο εικοστός έκτος εκκαλών στις 19.11.2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η προαναφερόμενη απασχόληση τους να υπαχθεί στην εφαρμογή του και να μετατραπούν με την εφαρμογή αυτού οι συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων σε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η συνέπεια τυχόν καταστρατήγησης των διατάξεων περί σύμβασης αορίστου χρόνου (υποχρεωτική καταγγελία) είναι η υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης μετά από έγγραφη καταγγελία και όχι η μονιμοποίηση (ΑΠ 104/2022 ο.π). Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).


ΕΣ/Τμ7(ΚΠΕ)/248/2013

Πληρωμή στο φερόμενο ως δικαιούχο ...... ποσού 13.499,25 ευρώ, ως αμοιβή για την προμήθεια υλικών και συσκευών για τη δημιουργία ασύρματου δικτύου INTERNET που θα καλύπτει τις περιοχές των Δημοτικών Ενοτήτων (....)Κατά τη γενική αρχή του δημοσιολογιστικού δικαίου, η οποία απορρέει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας που διέπει τη δράση των διοικητικών οργάνων και συνάγεται τόσο από τις προϊσχύουσες διατάξεις του εν λόγω δικαίου (άρ. 27 και 38 του ν. ΣΙΒ/1952, 1, 26 και 28 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, 218 π.δ.410/1995), όσο και από αυτές που τώρα ισχύουν (άρ.3, 13, 40 του ν.δ. 496/1974, 1 παρ. 2α΄ του π.δ. 465/1975 και 1 παρ. 1 του ν.δ. 1265/1972, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ.7 παρ. 1 του ν. 968/1979 και 20, 22, 26, 28 και 79 του ν. 2362/1995), όπως δε έχει αποτυπωθεί νομοθετικά στο άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 3801/2009, ήδη δε στο άρθρο 33 παρ. 2 του Κώδικα νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013), για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των λοιπών ν.π.δ.δ., πέραν της υπάρξεως πιστώσεως στον εγκεκριμένο προϋπολογισμό της υπηρεσίας, απαιτείται αυτή να προβλέπεται από γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου δεν προβλέπεται, πρέπει να προκύπτει από τα δικαιολογητικά της συγκεκριμένης δαπάνης, ότι ανάγεται στη λειτουργική δραστηριότητα του δημοσίου , του ο.τ.α. ή του ν.π.δ.δ. ή ότι η πραγματοποίησή της συντελεί, άμεσα ή έμμεσα στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των σκοπών που επιδιώκουν και δεν υπερβαίνει το από τις ειδικές περιστάσεις επιβαλλόμενο και προσήκον μέτρο. Εξάλλου, οι δημοτικές αρχές, κατά το άρθρο 102 του Συντάγματος και περαιτέρω το άρθρο 75 παρ. 1 εδ. 1 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το ν. 3463/2006 (Α, 114), όπως έχει τροποποιηθεί με το ν. 3852/2010 (Α, 87), μεριμνούν για την προαγωγή των τοπικών υποθέσεων, για το σκοπό δε αυτό τους απονέμονται αρμοδιότητες στους τομείς: της ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας και μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων υποδομών (75 παρ. Ι εδάφ. α΄), της ποιότητας ζωής και εύρυθμης λειτουργίας των πόλεων και πάλι μέσω της βελτίωσης των τεχνικών υποδομών (75 παρ. Ι εδάφ. γ΄, ιδίως γ1), της απασχόλησης ιδίως με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (75 παρ. Ι εδάφ. δ΄, ιδίως δ2). Περαιτέρω, έχουν υποχρέωση, κατ’ άρθρο 76 του Κ.Δ.Δ., «να οργανώνουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια, η ποιότητα και αποτελεσματικότητά τους, με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των κατοίκων», και κατ’ άρθρο 214 του Κ.Δ.Δ., να διασφαλίζουν «το δικαίωμα πρόσβασης όλων των δημοτών και κατοίκων, χωρίς διάκριση, στη χρήση των υπηρεσιών που παρέχουν …» και «την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης των δημοτών και κατοίκων στην πληροφόρηση»(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η δαπάνη για τη δημιουργία ασύρματου δικτύου στο Δήμο ......, προκειμένου να καλυφθούν, με τις δυνατότητες που παρέχει αυτό, περιοχές του Δήμου οι οποίες δεν καλύπτονται από το υφιστάμενο, δεν είναι νόμιμη, δεν είναι λειτουργική, ούτε εμπίπτει στους σκοπούς του Δήμου. Τούτο διότι, η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Δήμου, όπως προκύπτουν από τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφόρηση, περιλαμβάνει προεχόντως τη δυνατότητα των δημοτών, αλλά και οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου, για ενημέρωση μέσω της επίσημης ιστοσελίδας του Δήμου, στην περίπτωση που υφίσταται, είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου διαδικτυακού τόπου, όπως και την προώθηση νέων δικτυακών υπηρεσιών εξυπηρέτησης των δημοτών (ενδεικτικά: ενημέρωση, διακυβέρνηση, επιχειρείν, ιατρική, εκπαίδευση, εργασία, ψυχαγωγία, κ.λπ.). Από τις αρμοδιότητες αυτές, ωστόσο, δεν απορρέει υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει τη δαπάνη σύνδεσης των δημοτών, είτε από κοινού είτε αυτοτελώς, στο διαδίκτυο και ειδικότερα τη δαπάνη για τον εξοπλισμό και την εγκατάσταση ασύρματης ή δομημένης καλωδίωσης για τη σύνδεση αυτή, καθώς τούτο συνιστά υποκατάστασή τους στη σύναψη ιδιωτικών εννόμων σχέσεων στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ως καταναλωτικού αγαθού, που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ο.τ.α., ούτε συνιστά τοπική υπόθεση. Εξάλλου, οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο 13969/13.6.2013 έγγραφο του Δήμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου, άλλωστε, ότι ήδη στο Δήμο ...... αναπτύχθηκαν και λειτουργούν τοπικά ασύρματα δίκτυα σε σημεία ασύρματης ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, στο πλαίσιο της συγχρηματοδοτούμενης Δράσης «Χρηματοδότηση Επιχειρήσεων για τη δημιουργία σημείων ασύρματης ευρυζωνικής πρόσβασης» (Μέτρο 4.2) του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» του Κ.Π.Σ. 2000-2006 (σχετ. η οικ. 12197/344/2004 Κοινή Υπουργική Απόφαση -Β, 444), στο πρώην (άρθρο 1 παρ. Α εδ. 30.7 ν. 2539/1997 -Α, 244) κοινοτικό, έπειτα (άρθρο 2 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, ν. 3463/2006) τοπικό διαμέρισμα, ήδη (άρθρο 1 παρ. Α εδ. 30.4 και άρθρο 2 παρ. 1 και 2 ν. 3852/2010) Δημοτική Ενότητα ...... του Δήμ


ΕΣ/ΤΜ.6/44/2018

ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΗΜΟΥ:Αίτηση ανάκλησης   της 20/2017 Πράξης της Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου τούτου, που έχει επανειλημμένως κρίνει περί της μη νομιμότητας των ως άνω όρων (Ε.Σ. Τμ. Μειζ.-Επτ. Συνθ. 1284, 2825, 3118/2011, 552/2012, VI Τμ. 279/2011, 2207/2011, 559/2014, 2552, 4273/2013, 2404/2016 κ.ά.), το Τμήμα κρίνει ότι ορθώς η Επίτροπος θεώρησε αυτούς μη νόμιμους και πρέπει για το λόγο αυτό ν΄ απορριφθούν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Δήμου και της παρεμβαίνουσας στο σύνολό τους. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η εισφορά του ν. 128/1975 δεν αποτελεί εισφορά υπέρ ταμείου και για την απαλλαγή του απαιτείται κατ’ άρθρο 19 παρ. 4 γ΄ του ν. 3152/2003 ειδική νομοθετική διάταξη είναι αβάσιμος, καθόσον η επίμαχη εισφορά έχει το χαρακτήρα δημοσιονομικής επιβάρυνσης των δανειακών συμβάσεων, από την οποία οι Δήμοι απαλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 276 παρ. 1 του ν. 3463/2006, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση ή περιορισμό (Ε.Σ. Τμ. Μειζ.-Επτ. Συνθ. 1284, 2825/2011, VI Τμ. 559/2014). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του Δήμου ότι ο όρος περί υπολογισμού του τόκου του δανείου βάσει έτους 360 αντί 365 ημερών, που χρησιμοποιείται παγίως στις δανειακές συμβάσεις των Τραπεζών δεν είναι ουσιώδης ενόψει του ύψους του δανείου και του χρόνου αποπληρωμής του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον με τον τεχνικό αυτό τρόπο η Τράπεζα, κατά τα ορθώς κριθέντα υπό της Επιτρόπου, διασπά το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας μία πρόσθετη κατ’ έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από τον αντισυμβαλλόμενό της ποσοστό του επιτοκίου, χωρίς αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το δανειολήπτη λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας (Ε.Σ. Τμ. Μειζ. Συνθ. 552/2012, VI Τμ. 2404/2016). Ομοίως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί του Δήμου περί μη καταχρηστικότητας των αναφερομένων στα άρθρα 4 και 8 όρων διότι αποβλέπουν στη διασφάλιση της Τράπεζας ενόψει του εκρηκτικού φαινομένου της καθυστέρησης αποπληρωμής δανείων (Ολ. ΣτΕ 1210/2010, Ε.Σ. Τμ. Μειζ. Συνθ. 552/2012, 3118/2011). Αβάσιμος, εξάλλου, τυγχάνει και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι οι αναφερόμενοι στο άρθρο 6.1 και 6.2 της σύμβασης όροι δεν είναι καταχρηστικοί ως αφορώντες αποκλειστικώς τα σχετικά με τη συνομολόγηση και εξόφληση του δανείου έξοδα και όχι τα έξοδα για τον έλεγχο της αίτησης χρηματοδότησης και την αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων του δανειολήπτη, ενώ δεν προβλέπεται κλιμάκωσή τους αναλόγως του ποσού του δανείου. Τούτο δε, διότι οι ως άνω όροι είναι μη νόμιμοι ως αόριστοι, καθόσον δεν προσδιορίζουν τα σχετικά έξοδα, ούτε ορίζουν το ανώτατο όριό τους. Ομοίως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός ότι ο αναφερόμενος στο άρθρο 9 παρ. 2(ζ) όρος δεν δύναται στην πράξη να τύχει εφαρμογής, διότι ο Δήμος δεν είναι «επιχείρηση», ούτε δύναται να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία υπό τους όρους του ιδιωτικού δικαίου, καθόσον η ρητή αναφορά του όρου στο σχέδιο δανειακής σύμβασης, ανεξαρτήτως της ενεργοποίησής του ή μη, δύναται να δεσμεύσει τον αιτούντα και να θεμελιώσει μελλοντική ενδοσυμβατική του ευθύνη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός ότι οι ως άνω όροι δεν είναι ουσιώδεις τυγχάνει αβάσιμος, καθόσον, όπως ήδη ορθά κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, οι όροι αυτοί είτε είναι αντίθετοι σε ρητές νομοθετικές διατάξεις, είτε είναι αόριστοι και καταχρηστικοί, διαταράσσοντας ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του αιτούντος. Τέλος, δοθέντος ότι δεν προσκομίστηκε νέο τροποποιημένο σχέδιο δανειακής σύμβασης με την απάλειψη ή αναδιατύπωση των σχετικών όρων σε συμμόρφωση με την προσβαλλόμενη πράξη προκειμένου να μην κωλύεται περαιτέρω η θεώρηση της σύμβασης και δεδομένης της σαφήνειας των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας και της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου επί των τεθέντων ζητημάτων δεν συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης των αρμόδιων οργάνων της αναθέτουσας αρχής που ενήργησαν κατά τον κριθέντα ως μη νόμιμο τρόπο  Δεν ανακαλεί την 20/2017 Πράξη της Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο…..