ΕλΣυν/Τμ7/226/2010
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Από τις ανωτέρω διατάξεις και ενόψει των προπαρατιθέμενων άρθρων 2 παρ.3 και 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ θεμελιώνοντας δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους, επιπροσθέτως δε εγγυώνται την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, καθώς και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από αυτό, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της, συνάγεται ότι η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως το τρίτο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3301/2004, σύμφωνα με την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ΄ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αποβαίνει ανίσχυρη ως αντικειμένη προς τις αρχές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που οι ως άνω εκτεθείσες διατάξεις κατοχυρώνουν (Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010, Α.Π. 2347/2009, βλ. και Ολομ. Α.Π. 21/2001). Επομένως, υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός επιλύουν διαφορές, αφετέρου ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση. Ενόψει τούτων, όταν για την αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου δαπάνης το δικαίωμα αυτού για την πραγμάτωση της δαπάνης στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο των διατάξεων 623 επ. του Κ.Πολ.Δικ., το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε θεώρηση του οικείου χρηματικού εντάλματος, διότι δεν αποτελεί παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα κατά τον ασκούμενο έλεγχο του Συνεδρίου ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της διαταγής πληρωμής, δηλαδή η νομιμότητα και βασιμότητα των λόγων και των όρων που την δικαιολογούν, η οποία αποτελεί γι’ αυτό νόμιμο δικαιολογητικό με το οποίο αποδεικνύεται η οικεία απαίτηση (πρβλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. της 9ης Γεν. Συν./19.5.2010).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ7/77/2009
Κατά τον ενεργούμενο από τον Ελεγκτικό Συνέδριο έλεγχο των δαπανών, ως δικαιολογητικό της δαπάνης προσκομίζεται ο εκτελεστός τίτλος της διαταγής πληρωμής, το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει τη δυνατότητα σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του π.δ./τος 774/1980 να προέρχεται σε παρεμπίπτοντα έλεγχο ζητημάτων που άπτονται της νομιμότητας και κανονικότητας της δαπάνης και υπάγονται στη δικαιοδοσία και καθ’ ύλην αρμοδιότητα άλλων δικαστηρίων. Κατά τον έλεγχο αυτό παρακολουθεί και το θέμα της υποχρέωσης για συμμόρφωση ή μη του ελεγχόμενου φορέα προς εκδοθείσα διαταγή πληρωμής. Κατά συνέπεια, εάν ο εκδοθείς τίτλος πληρωμής της δαπάνης δεν συνοδεύεται από άλλα, πλην της διαταγής πληρωμής, δικαιολογητικά στα οποία να ερείδεται η καταβολή αυτού, η οποία, όπως προεκτέθηκε δεν δύναται να στηρίξει αυτοτελώς την νομιμότητα της δαπάνης αφού δεν ενέχει αυθεντική διάγνωση των αξιώσεων που περιέχει, δεν δημιουργείται υποχρέωση συμμόρφωσης των ΟΤΑ προς αυτή, ούτε εκτελείται κατ’ αυτών, το δε Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δεσμεύεται να καταλήξει σε κρίση ότι η προαναφερόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη (βλ. Πρακτικά της 4ης Γεν. Συν. της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 27.2.2008, της 7ης Γεν. Συν. της Ολομ. του Ε.Σ. της 19-3-2003,Θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμήματος 14/2005, 27/2006, 237/2007, IV.Τμήμ.17/2001, 30, 31/2004, Ι Τμήμ. 51, 71/2005 και Πρακτικά Ι τμήματος Συν.14η/5.6.2007 Θέμα Β΄).
ΑΕΔ 18/2005
Αίτηση για άρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, ασκούμενη στο ΑΕΔ - φύση διαταγής πληρωμής αναστολή προθεσμιών στις δικαστικές διακοπές.(...) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται στην πρώτη σκέψη, η διαφορά προκλήθηκε από την άσκηση ανακοπής και στη συνέχεια εφέσεως ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτ. Δικονομίας. Δεδομένου ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση από σύμβαση δημοτικού έργου, ανήκει, κατά τα προεκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, ορθώς, αν και με διάφορη αιτιολογία, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών η ανακοπή του Δήμου κατά της διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, αντιθέτως, εσφαλμένως το πολιτικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε έφεση του Δήμου κατά της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είχε απορρίψει για έλλειψη δικαιοδοσίας ανακοπή του Δήμου κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής υπό τα συντρέχοντα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υποθέσεως,..Δια ταύτα Αίρει υπέρ της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων την αποφατική σύγκρουση, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.Εξαφανίζει την 8462/22-10-2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο προς κρίση.
ΕΣ/ΠΡΑΚΤ.ΟΛΟΜ/9η/2010
Ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τον ασκούμενο από αυτόν προληπτικό έλεγχο των δαπανών υποχρεούται σε θεώρηση χρηματικού εντάλματος πληρωμής που εκδίδεται από τη Διοίκηση σε συμμόρφωση : α) προσωρινής διαταγής που εκδόθηκε κατά το άρθρο 691 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. από το δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και β) σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου (αρθρ. 682 επόμ. Κ.Πολ.Δ.).
ΕΣ/Τ7/253/2009
Οι προαναφερόμενες διαταγές πληρωμής, ως εκτελεστοί τίτλοι, δεν εμπίπτουν κατά ρητή επιταγή του άρθρου 20 του ν. 3301/2004 στην έννοια των δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 1 του ν. 3068/2003 και, επομένως, δεν υποχρεώνουν, πλην άλλων, τους οφειλέτες Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού σε συμμόρφωση προς αυτές, αλλά ούτε μπορούν νόμιμα να εκτελεστούν αναγκαστικά κατ’ αυτών. Αλλά και στην περίπτωση που τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 633 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. η διαταγή πληρωμής πάλι δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο, δοθέντος ότι και στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής δεν παράγει δεδικασμένο, αλλά απλώς «αποκτά ισχύν δεδικασμένου». η δε έννοια και η λειτουργία του εκ διαταγής πληρωμής δεδικασμένου δεν ταυτίζονται προς την έννοια και τη λειτουργία του εκ της δικαστικής αποφάσεως παραγόμενου δεδικασμένου, ενώ η έκδοση αυτής κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 623 επόμ. Κ.Πολ.Δ. αποβλέπει κατ’ άρθρο 631 και 904 παρ. 2 εδάφ. β΄ του ιδίου Κώδικα στην επίτευξη και μόνο εκτελεστού τίτλου για απαίτηση.
ΕΣ/Τ7/33/2006
Αγορά ακινήτου σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης.Η διαταγή πληρωμής κατά ρητή διαταγή του ν.3068/02 στερείται εκτελεστότητας και δεν παράγει δεδικασμένο.Νόμιμη η δαπάνη εφόσον τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία(συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης,πιστοποιητικό μεταγραφής) Περ/γία:Συστατικός τύπος σύμβασης(Α.Κ.αρθ.169 και 1033)
ΜΠρΘΕσ/33296/2009
Ο σκοπός της καθιερώσεως της διαταγής πληρωμής και ως τίτλου επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως είναι συνακόλουθος με το σκοπό της εισαγωγής της διαδικασίας της διαταγής πληρωμής, η οποία συνιστά μέτρον που προάγει κατ" εξοχήν την ταχύτητα κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. !. Καστριώτη, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, τομ. Δεύτερος (1986) σ. 553, όπου και περαιτέρω παραπομπές στην υποσ. 20). Το γεγονός και μόνο ότι ο νόμος παρέχει ευχέρεια επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως με βάση τη διαταγή πληρωμής, δεν καθιστά περιττή τη δυνατότητα συντηρητικής κατασχέσεως, ενόψει και του ότι σύμφωνα με το άρθρο 632 §2 ΚΠολΔ το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. να χορηγήσει αναστολή, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή. Επομένως, συντηρητική κατάσχεση , επιβαλλόμενη βάσει διαταγής πληρωμής, είναι νοητή και δυνατή κατά το διάστημα της αναστολής του άρθρου 632 §2 ΚΠολΔ, το οποίο εκτείνεται μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας ανακοπής (βλ. I. Καστριώτη ό.π. σ. 559, Κ. Μπέη Δ 10. 350, βλ. όμως και Σ. Ματθία Δ 10. 347 επ). Ο ΚΠολΔ σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί της συντηρητής κατασχέσεως, που διατάσσεται από το Δικαστήριο (αρθρ. 722 §2) δεν ορίζει τίποτε σχετικά με τη δυνατότητα και το χρόνο μεταβίβασης της κατασχεθείσας απαίτησης προς τον κατασχόντα συντηρητικώς σια- χέρια τρίτου, βάσει διαταγής πληρωμής, θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι η αναγκαστική εκχώρηση λαβαίνει χώρα από την επέλευση της τελεσιδικίας της επί της ασκηθείσας ανακοπής αποφάσεως, οπότε η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση τρέπεται σε αναγκαστική και παύει η ευχέρεια του δανειστή να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση (βλ. \\ Καστριώτη ο.ττ. σ. 561, 562 πρβλ. και Θ. Λιβαθηνό, ΝοΒ 20. 1131, ΕφΑΘ 10153/1985 ΕλΑΔνη 1985. 1150).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/271/2013
Καταβολή μισθοδοσίας σε υπαλλήλους Δήμου:..Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι τα Πρακτικά Συνεδριάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2012 του Ειρηνοδικείου .., τα οποία φέρουν τα αναγκαία εξωτερικά στοιχεία του κατά νόμον τύποις υποστατού αυτών, ήτοι υπογραφή του οικείου Ειρηνοδίκη και του Γραμματέως αποτελούν τίτλο εκτελεστό, κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τούτο δε, διότι η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3301/2004, περί μη εκτελεστότητος, μεταξύ άλλων τίτλων, και των πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού, δεν είναι συμβατή προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 2 και 14 του ΔΣΠΑΠΔ), στα οποίο εντάσσεται και το δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση αξιώσεων του ουσιαστικού δικαίου, όπως αυτό οργανώνεται νομοθετικώς στα άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ, που περιλαμβάνει μεταξύ των εκτελεστών τίτλων και τα πρακτικά των ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 904 παρ. 2 περ. γ΄ του ΚΠολΔ). Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την διενέργεια του εξωτερικού προληπτικού ελέγχου της νομιμότητος της απορρέουσας από τα πρακτικά αυτά δαπάνης, δεν δύναται να αμφισβητήσει το κύρος του δικαστικού συμβιβασμού, καθιστώντας ανενεργό τον εκτελεστό τίτλο, καθόσον μία τέτοια αμφισβήτηση συνιστά αντικείμενο διαγνωστικής δίκης ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, η οποία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την διαδικασία του προληπτικού ελέγχου της δαπάνης, όπως βασίμως προβάλλει ο Δήμος ... με το από 8.4.2013 έγγραφο του Νομικού του Συμβούλου, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο Επίτροπος με την έκθεση διαφωνίας του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά συνέπεια, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.(..)Κατ’ ακολουθίαν αυτών, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.
ΕλΣυυν/Τμ.1(ΚΠΕ)/149/2013
Στο πλαίσιο του κατ’ άρθρο 98 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 17 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήδη άρθρο 28 του Κώδικος Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο) προληπτικού ελέγχου των δαπανών από το Ελεγκτικό Συνέδριο που προηγείται της εκταμιεύσεως του δημοσίου χρήματος, όταν πρόκειται για ικανοποίηση χρηματικής αξιώσεως αναγνωρισθείσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ακόμη και όταν αυτή υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εξέταση της υπάρξεως αξιώσεως στο πρόσωπο του φερομένου ως δικαιούχου δεσμεύεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως αυτής που παρήχθη στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης (βλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. 7ης Γεν. Συν/σεως της 19.3.2003, Θέμα Α΄, άρθρο 17 παρ. 3 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήδη άρθρο 28 παρ. 3). Συντρεχουσών δε και των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητος και κανονικότητος της δαπάνης το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε θεώρηση του οικείου τίτλου πληρωμής, δοθέντος ότι η εκταμίευση συνιστά την αναγκαία πράξη συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της δικαστικής αποφάσεως κατά τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του ν. 3068/2002, χωρίς να συνιστά πρόσθετο όρο νομιμότητος της δαπάνης και κανονικότητος της πληρωμής η προσκόμιση εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του δικαιούχου της απαιτήσεως.
ΕλΣυν/ΠΡΚ.7/24η/2015
Διαταγή πληρωμής.Εφεση.(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας Πράξεως το Κλιμάκιο κρίνει ότι κρίσιμη εν προκειμένω παρίσταται η διευκρίνιση της τύχης της ασκηθείσας εφέσεως καθώς και η τυχόν κατάθεση αίτησης αναστολής και η επ’ αυτής απόφαση προκειμένου να διευκρινιστεί εάν η διαταγή πληρωμής έχει πράγματι εξοπλισθεί με δύναμη δεδικασμένου. Προς το σκοπό διάγνωσης αυτής της πραγματικής κατάστασης πρέπει να προσκομισθούν ενώπιον του Κλιμακίου: α) η τυχόν ασκηθείσα από το Δήμο ..... αίτηση αναστολής και η εκδοθείσα επ’ αυτής απόφαση, β) αντίγραφο της εφέσεως από την οποία να προκύπτει η ημερομηνία κατάθεσής της στο Ειρηνοδικείο και ο τυχόν προσδιορισμός αυτής στο Μονομελές Πρωτοδικείο ..... και γ) σε περίπτωση εκδικάσεως της εφέσεως, η επ’ αυτής εκδοθείσα απόφαση.
ΕλΣυν/Τμ.1/149/2013
Εκτέλεση δικαστικής απόφασης-προσκόμιση εγγυητικής επιστολής.Κατά την συμμόρφωση της Διοικήσεως σε τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που υπόκειται σε ένδικα μέσα, διά της οποίας αναγνωρίζεται χρηματική αξίωση σε βάρος του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κατάθεση από τον δικαιούχο εγγυητικής επιστολής, ισόποσης προς την αναγνωριζόμενη με την απόφαση αξίωση, καθόσον η προσκόμιση τέτοιων επιστολών απαιτείται μόνο σε περίπτωση εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο του κατ’ άρθρο 98 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 17 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήδη άρθρο 28 του Κώδικος Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο) προληπτικού ελέγχου των δαπανών από το Ελεγκτικό Συνέδριο που προηγείται της εκταμιεύσεως του δημοσίου χρήματος, όταν πρόκειται για ικανοποίηση χρηματικής αξιώσεως αναγνωρισθείσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ακόμη και όταν αυτή υπόκειται σε περαιτέρω ένδικα μέσα, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εξέταση της υπάρξεως αξιώσεως στο πρόσωπο του φερομένου ως δικαιούχου δεσμεύεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως αυτής που παρήχθη στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης (βλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. 7ης Γεν. Συν/σεως της 19.3.2003, Θέμα Α΄, άρθρο 17 παρ. 3 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήδη άρθρο 28 παρ. 3). Συντρεχουσών δε και των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητος και κανονικότητος της δαπάνης το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε θεώρηση του οικείου τίτλου πληρωμής, δοθέντος ότι η εκταμίευση συνιστά την αναγκαία πράξη συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της δικαστικής αποφάσεως κατά τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του ν. 3068/2002, χωρίς να συνιστά πρόσθετο όρο νομιμότητος της δαπάνης και κανονικότητος της πληρωμής η προσκόμιση εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του δικαιούχου της απαιτήσεως.