Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Ελ.Συν/Τμ.7/209/2010

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 113/2010

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της νομιμότητας, οι συστατικές ατομικές διοικητικές πράξεις δεν αναπτύσσουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή τα έννομα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής τους (ή της κοινοποίησής τους, όπου αυτή απαιτείται) και τούτο προεχόντως διότι η διοικητική ενέργεια προκαλείται και προσδιορίζεται με βάση την επικαιρότητα, τόσο από πλευράς τυπικής νομιμότητας (αρμοδιότητα οργάνου, τύπος, διαδικασία), όσο και από πλευράς ουσιαστικής νομιμότητας, με την έννοια ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της ενέργειας της διοίκησης. Κατ’ εξαίρεση της αρχής αυτής (του επίκαιρου της διοικητικής δράσης), η αναδρομική ισχύς των διοικητικών πράξεων αναγνωρίζεται μόνον στις περιπτώσεις που: α) τούτο ρητώς επιτρέπεται από τις σχετικές διατάξεις ή σαφώς προκύπτει από αυτές, β) οι διοικητικές πράξεις εκδίδονται σε συμμόρφωση με αποφάσεις δικαστηρίων και γ) ανακαλείται με αυτές παράνομη πράξη (βλ. Πράξεις IV Τμ. 184/2003, 40/2006, 99/2007, 171/2008). Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω, συνάγεται ότι η έκδοση της πράξης ανάληψης δαπάνης Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που αφορά σε εκτέλεση εργασιών, πρέπει να προηγείται της υπογραφής της οικείας σύμβασης και της εκτέλεσης των σχετικών εργασιών, ήτοι της πραγματοποίησης της δαπάνης, ενώ τυχόν έκδοσή της μετά την εκτέλεση των εργασιών δεν δύναται να «νομιμοποιήσει» τη δαπάνη, καθότι στερείται, κατ’ αρχήν, αναδρομικότητας (βλ. Πράξεις IV Τμ. 99/2007, VII Τμ. 90/2010, 256/2009).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.7/100/2011

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της νομιμότητας, οι συστατικές ατομικές διοικητικές πράξεις δεν αναπτύσσουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή τα έννομα αποτελέσματά τους δεν δύνανται να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής τους (ή της κοινοποίησης τους, όπου αυτή απαιτείται) και τούτο προεχόντως διότι η διοικητική ενέργεια προκαλείται και προσδιορίζεται με βάση την επικαιρότητα, τόσο από πλευράς τυπικής νομιμότητας (αρμοδιότητα οργάνου, τύπος, διαδικασία), όσο και από πλευράς ουσιαστικής νομιμότητας, με την έννοια ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της ενέργειας. Κατ’ εξαίρεση της αρχής αυτής, η αναδρομική ισχύς τους αναγνωρίζεται μόνον στις περιπτώσεις που α) ρητώς επιτρέπεται από τις σχετικές διατάξεις ή σαφώς προκύπτει από αυτές, β) πρόκειται για πράξεις που εκδίδονται σε συμμόρφωση με αποφάσεις δικαστηρίων και γ) ανακαλείται παράνομη πράξη. Κατά τα παγίως δε γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο τούτο, η συμβατική δράση της Δημόσιας Διοίκησης αλλά και των Ν.Π.Δ.Δ, στα οποία συγκαταλέγονται και οι Ο.Τ.Α., διέπεται από την αρχή της νομιμότητας και όχι από τον κανόνα της συμβατικής ελευθερίας που θεσπίζει το άρθρο 361 Α.Κ. και επομένως στην ίδια, κατ’ αρχήν, προμνησθείσα απαγόρευση αναδρομικής ισχύος υπόκεινται και οι συμβάσεις που συνάπτουν οι Ο.Τ.Α., ιδίως στην περίπτωση που μέσω αυτών επιχειρείται η επικύρωση και η εκ των υστέρων νομιμοποίηση υποχρεώσεων, οι οποίες έχουν αναληφθεί παράνομα (βλ. Πράξεις VII Τμήματος 434, 394, 271/2010).


ΕλΣυν/Τμ.6/1470/2009

Εξ άλλου, ο προβαλλόμενος από την παρεμβαίνουσα εταιρεία «….» ισχυρισμός ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει δικαιοδοσία να ελέγξει τη νομιμότητα της ως άνω βεβαίωσης, καθ’ όσον αυτή δεν προσεβλήθη στα αρμόδια δικαστήρια και συνεπώς καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 98 παρ.1 εδ. β΄ του Συντάγματος έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτείνεται επί του συνόλου των πράξεων που συνθέτουν τις επί μέρους φάσεις της διαδικασίας, η οποία προηγείται της σύναψης της σχετικής σύμβασης, χωρίς να εξαρτάται από το αν υπήρξαν ή όχι αμφισβητήσεις κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού ή να περιορίζεται αποκλειστικά στα ζητήματα εκείνα που τίθενται από την πλευρά του φορέα του ελεγχόμενου έργου, ενώ, περαιτέρω, ως έλεγχος καθολικός, εκτεινόμενος και στα αμέσως συναπτόμενα με την εν λόγω διαδικασία παρεμπιπτόντως αναφυόμενα ζητήματα, υπό την προϋπόθεση ότι τα τελευταία δεν έχουν κριθεί τελεσίδικα με απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 17 παρ. 3 του π.δ. 774/1980), δεν εμποδίζεται ούτε από το γενικώς ισχύον για τις ατομικές διοικητικές πράξεις τεκμήριο νομιμότητας, άλλως θα καθίστατο αλυσιτελής, εάν η ελεγχόμενη σύμβαση μπορούσε να συναφθεί και συνεπώς το δημόσιο χρήμα να εκταμιευθεί ελεύθερα με βάση παράνομες ατομικές διοικητικές πράξεις (πρβλ. Πρακτικά 14ης Γ.Σ./20.05.1992 της Ολομ. του Ελ. Συν., Πράξεις IV Τμ. 48/2001, 72/1997, VI Τμήμα 245, 177/2007 και 232, 236/2006).


ΕΣ/Τμ.4/99/2014

Ανάληψη υποχρέωσης.Πριν από κάθε ενέργεια για την εκτέλεση οποιασδήποτε δαπάνης του Δημοσίου και των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης απαιτείται σχετική απόφαση ανάληψης υποχρέωσης του αρμόδιου διατάκτη ή του κατά νόμο εξουσιοδοτημένου οργάνου, με την οποία εγκρίνεται η πραγματοποίηση της δαπάνης και δεσμεύεται η αναγκαία πίστωση (δημοσιονομική δέσμευση - άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 2362/1995)». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η μετά την εκτέλεση της δαπάνης έγκριση αυτής από το Διατάκτη δεν επιτρέπεται (βλ. Πραξ. Κλ. Πρ. Ελ. IV Τμ. ΕΣ 94, 62, 46, 38/2013, 8/2014).Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι στην απόφαση ανάληψης υποχρέωσης του αρμόδιου διατάκτη ή στην έγκριση της ανάληψης υποχρέωσης του εποπτεύοντος Υπουργού στην περίπτωση που η αναλαμβανόμενη υποχρέωση υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000 €) ευρώ, αναγράφεται το συνολικό ποσό με το οποίο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός, στην περίπτωση, όμως, που η επιβάρυνση αυτή εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη η αναγραφόμενη στις ανωτέρω αποφάσεις συνολική δαπάνη πρέπει επιπλέον να κατανέμεται κατ’ έτος και να αναφέρονται τα επιμέρους ποσά που θα βαρύνουν τους προϋπολογισμούς των περισσοτέρων οικονομικών ετών, στον προϋπολογισμό δε κάθε έτους αποτυπώνεται μόνο το ποσό της επιβάρυνσης που αφορά το συγκεκριμένο έτος, με εγγραφή ισόποσης πίστωσης στον οικείο κωδικό αριθμό εξόδου (Κ.Α.Ε.) του προϋπολογισμού (βλ. Πράξ. Κλ. Προλ.Ελ. IV Τμ. Ελ. Συν. 33/2014 και πρβλ. Απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 23/2012, Πράξεις Ζ Κλ. Ελ. Συν. 38/2013, 5/2014).


ΝΣΚ/377/2012

Οι εκδιδόμενες κατά το N.2685/1999 εντολές μετακίνησης των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του δεν περιλαμβάνονται στις αναρτητέες κατά το Ν . 3861/2010 στα «Πρόγραμμα Διαύγεια» διοικητικές πράξεις 

ΕλΣυν/Κλ.1/203/2013

Πρόσληψη προσωπικού-Δημοσιότητα στο ΦΕΚ.(...)Η δημοσίευση δε της διοικητικής πράξης, όταν επιβάλλεται από το νόμο, αποτελεί αναγκαίο τύπο της δήλωσης της βούλησης του διοικητικού οργάνου και συστατικό στοιχείο της πράξης (ΣτΕ 4082/1987, 2999/1988, 3378/1995). Στην περίπτωση αυτή, χωρίς και έως τη δημοσίευση δεν υπάρχει διοικητική πράξη, αλλά ανύπαρκτη ή ανυπόστατη πράξη (ΣτΕ 4957/1987, 494, 3411/1995), η οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (πβλ. Ε.Σ. πράξ. Ι Τμ. 274-5/2011, 99/2012, 65/2012). Περαιτέρω, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι συστατικές ατομικές διοικητικές πράξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ, ήτοι τα έννομα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να ανατρέξουν σε χρόνο προγενέστερο από την έκδοσή τους -η οποία, όταν πρόκειται για δημοσιευτέες πράξεις, συμπίπτει με τη δημοσίευσή τους-  εκτός εάν αυτό ρητά προβλέπεται από σχετική με την έκδοσή τους διάταξη νόμου ή σαφώς προκύπτει από αυτή, εάν εκδίδονται σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου ή σε περίπτωση ανάκλησης παράνομης ατομικής διοικητικής πράξης (πβλ. Ε.Σ. πράξ. Ι Τμ. 274-5, 99/2012, 65/2012). Ως εκ τούτου ατομική διοικητική πράξη, η δημοσίευση της οποίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, παράγει τα έννομα αποτελέσματά της από τη δημοσίευσή της και δεν δύναται καταρχήν να έχει αναδρομική ισχύ.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι μη νομίμως οι φερόμενοι ως δικαιούχοι του υπό κρίση χρηματικού εντάλματος παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο Νομικό Πρόσωπο Δήμου ........ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (15 έως 30.3.2013), δεδομένου ότι κατά το χρόνο αυτό η απόφαση του Προέδρου του νομικού προσώπου, με την οποία διορίστηκαν σ' αυτό, δεν είχε αποκτήσει ακόμη νόμιμη υπόσταση, αφού δεν είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ τ' αποτελέσματα της εν συνεχεία δημοσιευθείσας αυτής απόφασης (στις 10.5.2013) δεν μπορούν ν' ανατρέξουν, εφόσον αυτό δεν προβλέπεται από τις σχετικές με την έκδοσή της διατάξεις, σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσής της.


ΕΣ/Τμ.4/124/2014

Ανάληψη-υποχρέωσης.Μη νόμιμες οι δαπάνες Νοσοκομείου  που αφορούν στην καταβολή αμοιβής σε εταιρίες για την προμήθεια τροφίμων και φαρμάκων, καθόσον η αρμόδια Διοίκηση δεν προέβη, ως όφειλε, στη δέσμευση της συνολικής απαιτούμενης πίστωσης, πριν από τη διενέργεια εκάστου από τους διαγωνισμούς, όπως προβλέπεται από τις  διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2362/1995 και του π.δ. 113/2010. (Σχετ., Πρ. Κλιμ. IV Τμ. 35/2014).  

ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)42/2015

Οδοιπορικά έξοδα. Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι εντελλόμενες δαπάνες είναι μη κανονικές, καθόσον, σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, οι προαναφερόμενες αποφάσεις ανάληψης υποχρέωσης, εκδόθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της πραγματοποίησης των δαπανών μετακίνησης του προσωπικού του ……., ενώ έπρεπε να προηγούνται χρονικά οποιασδήποτε διοικητικής πράξης ή υλικής ενέργειας που αφορά στην πραγματοποίηση των δαπανών, δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο σκοπός του νόμου που συνίσταται στην εκ των προτέρων δέσμευση των αναγκαίων δαπανών και στην αποτροπή της διενέργειας δαπανών καθ’ υπέρβαση αυτών (βλ. ΕΣ. Αποφ. VI Τμ. 1545/2013, Πρ. Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο I Τμ. 166, 172, 179/2013, Κλιμ.Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Τμ. 44/2013, Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο VII Τμ. 78/2012).


ΕΣ/Τμ.6/23/2012

Ανάληψη υποχρέωσης.Το άρθρο 3 του π.δ.113/2010 ορίζει στο εδάφιο γ΄ ότι: «η απόφαση ανάληψης υποχρέωσης πρέπει να περιλαμβάνει τη συνολική επιβάρυνση του προϋπολογισμού, καθώς και την κατανομή αυτής κατ’ έτος σε περίπτωση τμηματικής πραγματοποίησης που εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι στην απόφαση ανάληψης υποχρέωσης αναγράφεται το συνολικό ποσό με το οποίο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός, στην περίπτωση, όμως, που η επιβάρυνση αυτή εκτείνεται σε περισσότερα του ενός οικονομικά έτη η αναγραφόμενη στην απόφαση ανάληψης υποχρέωσης συνολική δαπάνη πρέπει επιπλέον να κατανέμεται κατ’ έτος και να αναφέρονται τα επιμέρους ποσά που θα βαρύνουν τους προϋπολογισμούς των περισσοτέρων οικονομικών ετών, στον προϋπολογισμό δε κάθε έτους αποτυπώνεται μόνο το ποσό της επιβάρυνσης που αφορά το συγκεκριμένο έτος, με εγγραφή ισόποσης πίστωσης στον οικείο κωδικό αριθμό εξόδου (ΚΑΕ) του προϋπολογισμού. Εργασίες συντήρησης.O κατ΄ αποκοπή επιμερισμός του συνόλου των εργασιών της ελεγχόμενης υπηρεσίας σε τεμάχια χρονικής διάρκειας συντήρησης, χωρίς οι εργασίες αυτές να ομαδοποιούνται με βάση το αντικείμενό τους και χωρίς να καθορίζεται ούτε η ποσότητα, έστω κατά προσέγγιση, ούτε η συνολική δαπάνη ή η τιμή μονάδας κάθε επιμέρους ομάδας εργασιών στη σχετική διακήρυξη (163/2011), στην κατακυρωτική απόφαση και στο σχέδιο συμβάσεως, συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια της ελεγχόμενης διαδικασίας και του σχεδίου συμβάσεως. Και τούτο διότι ο μη προσδιορισμός των προαναφερόμενων ουσιωδών στοιχείων στη διακήρυξη, στην κατακυρωτική απόφαση και στη σύμβαση καθιστά αυτές ασαφείς και ως εκ τούτου μη νόμιμες, ενώ περαιτέρω η οφειλόμενη στους ως άνω λόγους ασάφεια της διακήρυξης καθιστά επιπλέον αδύνατο τον έλεγχο του υπολογισμού της προϋπολογιζόμενης δαπάνης. Ενόψει δε της δυνατότητας μη απορρόφησης της συνολικής ποσότητας των εργασιών (άρθρο 3 του σχεδίου συμβάσεως), η ομαδοποίηση των εργασιών με βάση το αντικείμενό τους και ο καθορισμός της ποσότητας, έστω κατά προσέγγιση, καθώς και της συνολικής δαπάνης ή της τιμής μονάδας των εργασιών κάθε επιμέρους κατηγορίας και υποκατηγορίας κρίνονται απαραίτητα επιπροσθέτως προκειμένου να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός του ακριβούς ύψους της αμοιβής του αναδόχου για τις εκτελεσθείσες από αυτόν εργασίες και κατ’ επέκταση και ο έλεγχος της νομιμότητας της διάθεσης του δημόσιου χρήματος, ο οποίος καθίσταται αδύνατος με τη ακολουθηθείσα πρακτική του κατ΄ αποκοπή επιμερισμού του συνόλου των εργασιών της ελεγχόμενης υπηρεσίας σε τεμάχια μηνιαίας ή ετήσιας συντήρησης.

ΕΣ/Τμ.4(ΚΠΕ)11/2015

Ανάθεση εργασιών σε ιδιώτη.H προετοιμασία και ολοκλήρωση της διαδικασίας μισθοδοσίας του προσωπικού καθώς και η εκτέλεση εργασιών σχετικά με τη συνταξιοδότηση των υπαλλήλων αποτελούν πάγιες και συνήθεις διοικητικές αρμοδιότητες των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και εμπίπτουν στα καθήκοντα του προσωπικού της Διοικητικής – Οικονομικής Υπηρεσίας του Νοσοκομείου και ειδικότερα του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού και του Τμήματος Οικονομικού αυτού. Ειδικότερα, κατά την κρίση του Κλιμακίου δεν προκύπτει ούτε η ειδική φύση των ανατεθεισών εργασιών ούτε όμως και έλλειψη υπαλλήλων του Νοσοκομείου των αντίστοιχων κλάδων και μάλιστα σε τέτοια έκταση που να μην είναι δυνατή η εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης λειτουργικής δραστηριότητας, επιπροσθέτως δεν προκύπτει ότι τα αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου είχαν προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την κάλυψη των επικαλούμενων αναγκών τους. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο έκρινε ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και διότι κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 21 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α΄ 247) και στο π.δ. 113/2010 (ΦΕΚ Α΄ 194) η απόφαση ανάληψης αυτής εκδόθηκε μετά την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών. Το Τμήμα, μετά την επανεξέταση της υπόθεσης, στις ίδιες άγεται κρίσεις, στις οποίες ήχθη και το Κλιμάκιο με την ήδη προσβαλλόμενη πράξη του, στις ορθές σκέψεις και λεπτομερείς αιτιολογίες της οποίας παραπέμπει προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων. Περαιτέρω, όμως, κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου ενήργησαν χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των οικείων διατάξεων, αλλά επειδή συγγνωστώς υπέλαβαν ότι μπορούσαν να ενεργήσουν όπως ενήργησαν.


ΕΣ/Τ7/61/2007

Tο Ελεγκτικό Συνέδριο έχει τη δυνατότητα να διενεργεί παρεμπίπτοντα έλεγχο ζητημάτων που άπτονται της νομιμότητας και κανονικότητας της ελεγχόμενης δαπάνης, δεσμευόμενο μόνο από το δεδικασμένο που απορρέει από δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικώς στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης (Πρ VII Τμ. 418/2006). Το Ελεγκτικό Συνέδριο διενεργώντας παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες αποτελούν έρεισμα της ελεγχόμενης δαπάνης, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί και επομένως καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεν προβαίνει στην ακύρωση των πράξεων αυτών, αλλά στην αποδυνάμωση τους από τις δημοσιονομικές συνέπειες που αυτές μπορούν να επιφέρουν. Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου για τη διενέργεια κλειστού διαγωνισμού με πρόσκληση περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, ως διοικητική πράξη αιτιολογητέα από τη φύση της, αφού εκδίδεται κατ' εφαρμογή εξαιρετικών διατάξεων, πρέπει, σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, υπό την έννοια ότι οι ειδικές εκείνες περιστάσεις που δικαιολογούν την εφαρμογή της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας επιλογής αναδόχου, αρκεί να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος νομιμότητας της από το Δικαστήριο (βλ Πρ VII Τμ 264, 196/2006, V Τμ 4/2004, IV Τμ. 54/2002,33,64/1997).