Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.7/100/2011

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2690/1999

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της νομιμότητας, οι συστατικές ατομικές διοικητικές πράξεις δεν αναπτύσσουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή τα έννομα αποτελέσματά τους δεν δύνανται να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής τους (ή της κοινοποίησης τους, όπου αυτή απαιτείται) και τούτο προεχόντως διότι η διοικητική ενέργεια προκαλείται και προσδιορίζεται με βάση την επικαιρότητα, τόσο από πλευράς τυπικής νομιμότητας (αρμοδιότητα οργάνου, τύπος, διαδικασία), όσο και από πλευράς ουσιαστικής νομιμότητας, με την έννοια ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της ενέργειας. Κατ’ εξαίρεση της αρχής αυτής, η αναδρομική ισχύς τους αναγνωρίζεται μόνον στις περιπτώσεις που α) ρητώς επιτρέπεται από τις σχετικές διατάξεις ή σαφώς προκύπτει από αυτές, β) πρόκειται για πράξεις που εκδίδονται σε συμμόρφωση με αποφάσεις δικαστηρίων και γ) ανακαλείται παράνομη πράξη. Κατά τα παγίως δε γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο τούτο, η συμβατική δράση της Δημόσιας Διοίκησης αλλά και των Ν.Π.Δ.Δ, στα οποία συγκαταλέγονται και οι Ο.Τ.Α., διέπεται από την αρχή της νομιμότητας και όχι από τον κανόνα της συμβατικής ελευθερίας που θεσπίζει το άρθρο 361 Α.Κ. και επομένως στην ίδια, κατ’ αρχήν, προμνησθείσα απαγόρευση αναδρομικής ισχύος υπόκεινται και οι συμβάσεις που συνάπτουν οι Ο.Τ.Α., ιδίως στην περίπτωση που μέσω αυτών επιχειρείται η επικύρωση και η εκ των υστέρων νομιμοποίηση υποχρεώσεων, οι οποίες έχουν αναληφθεί παράνομα (βλ. Πράξεις VII Τμήματος 434, 394, 271/2010).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ελ.Συν/Τμ.7/209/2010

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της νομιμότητας, οι συστατικές ατομικές διοικητικές πράξεις δεν αναπτύσσουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή τα έννομα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής τους (ή της κοινοποίησής τους, όπου αυτή απαιτείται) και τούτο προεχόντως διότι η διοικητική ενέργεια προκαλείται και προσδιορίζεται με βάση την επικαιρότητα, τόσο από πλευράς τυπικής νομιμότητας (αρμοδιότητα οργάνου, τύπος, διαδικασία), όσο και από πλευράς ουσιαστικής νομιμότητας, με την έννοια ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της ενέργειας της διοίκησης. Κατ’ εξαίρεση της αρχής αυτής (του επίκαιρου της διοικητικής δράσης), η αναδρομική ισχύς των διοικητικών πράξεων αναγνωρίζεται μόνον στις περιπτώσεις που: α) τούτο ρητώς επιτρέπεται από τις σχετικές διατάξεις ή σαφώς προκύπτει από αυτές, β) οι διοικητικές πράξεις εκδίδονται σε συμμόρφωση με αποφάσεις δικαστηρίων και γ) ανακαλείται με αυτές παράνομη πράξη (βλ. Πράξεις IV Τμ. 184/2003, 40/2006, 99/2007, 171/2008). Εκ του συνδυασμού των ανωτέρω, συνάγεται ότι η έκδοση της πράξης ανάληψης δαπάνης Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που αφορά σε εκτέλεση εργασιών, πρέπει να προηγείται της υπογραφής της οικείας σύμβασης και της εκτέλεσης των σχετικών εργασιών, ήτοι της πραγματοποίησης της δαπάνης, ενώ τυχόν έκδοσή της μετά την εκτέλεση των εργασιών δεν δύναται να «νομιμοποιήσει» τη δαπάνη, καθότι στερείται, κατ’ αρχήν, αναδρομικότητας (βλ. Πράξεις IV Τμ. 99/2007, VII Τμ. 90/2010, 256/2009).


ΕΣ/Τ1/217/2007

Σε περίπτωση που προσληφθέντες σε ΟΤΑ α΄ βαθμού αποχωρήσουν από την υπηρεσία μετά τη λήξη της σχετικής σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που έχουν συνάψει και στη συνέχεια, σε εκτέλεση προσωρινής διαταγής του άρθρου 691 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επανέλθουν στην υπηρεσία τους και εξακολουθήσουν να απασχολούνται σ’ αυτή, η κατά τον τρόπο αυτό παρεχόμενη εργασία τους δεν είναι νόμιμη - ζήτημα που ελέγχεται παρεμπιπτόντως από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των σχετικών δαπανών - αφού οι συναφθείσες μεταξύ αυτών και του οικείου Ο.Τ.Α. συμβάσεις έχουν λήξει, η δε εκδοθείσα, μη εκτελεστή, κατά τα προεκτεθέντα, προσωρινή διαταγή δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα της, μετά τη λήξη της οικείας σύμβασης, απασχόλησής τους (βλ. Πράξεις Ι Τμ. 51, 130/2005).


ΕλΣυν/ΟΛΟΜ/8η/2013

(...) Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις για όλες τις πράξεις ανάληψης πολυετών υποχρεώσεων που εκδίδονται από τους διατάκτες και αφορούν σε δαπάνες των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης και των Ο.Τ.Α., οι οποίες υπερβαίνουν ετησίως ορισμένο ποσό, απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Οικονομικών ή ειδικά για τις δαπάνες των Ο.Τ.Α. του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Δοθέντος δε ότι ως έγκριση νοείται η διοικητική πράξη δια της οποίας προσδίδεται εκτελεστός χαρακτήρας (εκτελεστότητα) στην εγκρινόμενη πράξη ενός άλλου οργάνου, η οποία χωρίς την εγκριτική πράξη (έγκριση) δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα, καθίσταται πρόδηλο ότι η εξάρτηση της διαθέσεως των σχετικών πιστώσεων των προϋπολογισμών των Ο.Τ.Α. από την προηγούμενη έγκριση οργάνου της Κεντρικής Διοίκησης (άρθρο 1 Β παρ. 4 ν.2362/1995), που αποτελεί και ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και η κατά τούτο ενιαία αντιμετώπιση των Ο.Τ.Α. με τους λοιπούς φορείς της Κεντρικής Διοίκησης, που εντάσσονται στο κράτος εν στενή εννοία, θίγει τις θεσμικές εγγυήσεις, που τάσσονται υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης με το άρθρο 102 του Συντάγματος. Και τούτο διότι με την ανωτέρω ρύθμιση η αποφασιστική αρμοδιότητα για τη διάθεση των πιστώσεων των προϋπολογισμών των Ο.Τ.Α. και συνακόλουθα η εξουσία διαχείρισης των προϋπολογισμών τους, που ανήκει στα θεσμικά τους όργανα (διατάκτες), ουσιαστικά εκχωρείται σε όργανο της Κεντρικής Διοικήσεως ήτοι σε όργανο του κράτους εν στενή εννοία, αφού χωρίς τη χορήγηση σχετικής εγκρίσεως δεν μπορεί να συντελεστεί η δημοσιονομική δέσμευση. Έτσι όμως πλήττεται η διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α., που κατοχυρώνεται στο άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος. Πέραν τούτου η ως άνω προηγούμενη έγκριση δεν μπορεί να νοηθεί ότι απαιτείται στο πλαίσιο της επιτρεπόμενης από το Σύνταγμα κρατικής εποπτείας, αφού εν προκειμένω δεν θεσπίζεται έλεγχος νομιμότητας το περιεχόμενο του οποίου προσδιορίζεται ως ανωτέρω αναφέρεται στη σκέψη Α2, αλλά συνταγματικά ανεπίτρεπτος έλεγχος σκοπιμότητας της γενεσιουργού της δαπάνης διοικητικής πράξης, δεδομένου ότι αντικείμενο ελέγχου για τη χορήγηση της εν λόγω έγκρισης αποτελούν ουσιαστικά οι αξιολογήσεις, επιλογές και προτεραιότητες που θέτει ο Ο.Τ.Α. για την εξυπηρέτηση των τοπικών του υποθέσεων, ως προς τις οποίες το Σύνταγμα επιφυλάσσει υπέρ αυτού το τεκμήριο αρμοδιότητας, αποκλείοντας την παρέμβαση της κεντρικής κρατικής εξουσίας.(…) Η Ολομέλεια, ύστερα από συζήτηση των μελών της, κατά πλειοψηφία, που αποτελέστηκε από δεκαεννέα (19) μέλη, ήτοι τους :…………., αποδέχθηκε την ανωτέρω εισήγηση της Συμβούλου Ασημίνας Σαντοριναίου.


ΕΣ/ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ/8Η/2013

Πράξεις ανάληψης πολυετών υποχρεώσεων των Ο.Τ.Α που υπερβαίνουν τα 50.000 (...)Με τα δεδομένα αυτά, κατά την ορθή έννοια  της προεκτεθείσας διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 21 του Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού, ερμηνευμένης σύμφωνα με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, η προηγούμενη έγκριση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης για την ανάληψη υποχρεώσεων από τους ο.τ.α. άνω των 50.000 ευρώ, που εκτείνονται σε περισσότερα οικονομικά έτη, αποτελεί έλεγχο νομιμότητας, ο οποίος συνίσταται σε έλεγχο των άκρων ορίων της παρεχόμενης στους ο.τ.α., στο πλαίσιο της οικονομικής τους αυτοτέλειας, δημοσιονομικής ευχέρειας. Και τούτο, διότι οι εν λόγω Οργανισμοί έχουν μεν την ευχέρεια να διαθέτουν τους πόρους τους σύμφωνα με τις αξιολογήσεις και τις προτεραιότητές τους, πλην όμως εντός των ορίων που καθορίζονται από τις αρχές τις χρηστής οικονομικής διαχείρισης και της οικονομικότητας, προς αποφυγή υπέρμετρης δημοσιονομικής επιβάρυνσής τους σε βάρος της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της αειφορίας των οικονομικών της Γενικής Κυβέρνησης. Με το περιεχόμενο δε αυτό η εν λόγω έγκριση αποτελεί εκδήλωση της ασκούμενης από το Κράτος εποπτείας των ο.τ.α., κατ’ εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 102 του Συντάγματος. Εξάλλου, η θέσπιση διαδικασίας ελέγχου τήρησης εκ μέρους των Ο.Τ.Α. των άκρων ορίων της δημοσιονομικής τους ευχέρειας, πριν από την ανάληψη πολυετών υποχρεώσεων άνω των 50.000 ευρώ, επιβάλλεται και προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος ανατροπής του οικονομικού σχεδιασμού της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία θα έχει άμεσες συνέπειες στη λειτουργία του κράτους. Επομένως, η προεκτεθείσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 2362/1995, κατά την οποία απαιτείται  προηγούμενη έγκριση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης για τις άνω των 50.000 ευρώ πολυετείς υποχρεώσεις των ο.τ.α., ερμηνευόμενη σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αντίκειται στο άρθρο 102  παρ. 2 του Συντάγματος. 


ΝΣΚ/141/2012

Α.Ε.Ι. – Κατάργηση εξουσιοδοτικής διάταξης – Ισχύς Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Ε.Μ.Π. – Τύπος τίτλων σπουδών – Γλώσσα χορηγούμενων τίτλων. Η κατάργηση των εξουσιοδοτικών διατάξεων ισχύει για το μέλλον, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί κατ’ επίκληση καταργημένης εξουσιοδοτικής διάταξης να εκδοθεί πλέον διοικητική πράξη, πλην όμως οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατά την διάρκεια της ισχύος της εξουσιοδοτικής διάταξης διατηρούνται σε ισχύ, εφόσον από τις νεότερες διατάξεις δεν απαγγέλλεται ρητά η κατάργησή τους και οι ρυθμίσεις τους είναι συμβατές και δεν συγκρούονται με το νέο νομοθετικό καθεστώς. Μέχρις ότου εκδοθούν οι νέες κανονιστικές διοικητικές πράξεις με έρεισμα τη νέα εξουσιοδοτική διάταξη, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι παλαιές και δεν υφίσταται νομοθετικό κενό ως προς το ρυθμιστέο ζήτημα. Ο υπό την ισχύ του Ν.1268/1982 εκδοθείς Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας (Ε.Κ.Λ.) του Ε.Μ.Π. ρυθμίζει και τα ζητήματα του τύπου των τίτλων σπουδών των απόφοιτων του Ιδρύματος. Στο ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο του τύπου εντάσσεται και η γλώσσα στην οποία εκδίδεται ο τίτλος σπουδών και ορίζεται ειδικότερα ότι ο τίτλος εκδίδεται στην Ελληνική γλώσσα. Η Γραμματεία της Σχολής Χημικών Μηχανικών θα εκδώσει τον τίτλο σπουδών (δίπλωμα) του Π.Ντ., σύμφωνα με τον τύπο και στη γλώσσα που θα καθορίσει η απόφαση των αρμοδίων προς τούτο οργάνων του Ε.Μ.Π. και σε περίπτωση μη συγκρότησής τους μέχρι την έκδοση του ανωτέρω διπλώματος, με τον τύπο και στη γλώσσα που θα καθορίσει η απόφαση του Πρύτανη Ε.Μ.Π.


ΔΕΕΦ Α 1025807 ΕΞ 2018

Παροχή πληροφοριών περί του φορολογικού χειρισμού, από πλευράς ΦΠΑ, των μέτρων δέουσας επιμέλειας του ν.3691/2008, που εφαρμόζουν οι ΑΕΠΕΥ προς τους πελάτες τους.(ΑΔΑ:ΩΖΟΨ46ΜΠ3Ζ-Ρ44)


ΕλΣυν/Τμ1(ΚΠΕ)/200/2013

Μετακίνηση στο εξωτερικό.Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων(2685/1999) συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Από 11.4.2012, χρόνος ισχύος της παρ. 15 του άρθρου 18 του ν. 4071/2012, οι μετακινούμενοι αιρετοί και υπάλληλοι των Δήμων σε χώρες εκτός ευρωπαϊκής ένωσης κατ’ εντολή των Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, για υπηρεσιακούς λόγους, δικαιούνται των προβλεπόμενων, αναλόγως της ιδιότητάς τους, δαπανών μετακίνησης και ημερήσιας αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λάβει σχετική έγκριση από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης. Η ως άνω έγκριση μετακίνησης αιρετών και υπαλλήλων των Ο.Τ.Α., εκδίδεται πριν την ημερομηνία αναχώρησης τους, δεδομένου ότι με την παρ. 15 του άρθρου 18 τροποποιήθηκε αφενός μεν το όργανο που ασκεί την εν λόγω αρμοδιότητα, αφετέρου δε οι περιπτώσεις στις οποίες αυτή απαιτείται, και όχι ο χρόνος χορήγησης αυτής (βλ. οικεία αιτιολογική έκθεση του ν.4071/2012). (...)Δεδομένου όμως ότι, κατά παράβαση της διάταξης της παρ. 15 του άρθρου 18 του ν. 4071/2012, δεν εκδόθηκε για τη μετακίνηση του Δημάρχου, πριν από την αναχώρησή του, η σχετική εγκριτική απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ...., η ως άνω μετακίνηση δεν είναι νόμιμη και, συνακόλουθα, δεν είναι νόμιμη η καταβολή σε αυτόν δαπανών μετακίνησης. Η δε προσκομιζόμενη με αριθμ. πρωτ. 5164/29.3.2013 οικεία απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ...., με την οποία εγκρίνεται εκ των υστέρων η ανωτέρω μετακίνηση, δεν μπορεί να αναπληρώσει την κατά τα ανωτέρω ελλείπουσα νόμιμη προϋπόθεση, λαμβανομένου υπόψη, επίσης, ότι κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι διοικητικές πράξεις, ατομικές ή κανονιστικές, δεν έχουν αναδρομική ισχύ, εκτεινόμενη πέρα από την ημέρα έκδοσής τους (ή από την ημέρα δημοσίευσής τους, αν είναι δημοσιευτέες), εφόσον τούτο δεν προβλέπεται ή δεν συνάγεται από το νόμο.

ΔΕΚ/C-50/2000

Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας - Καθιέρωση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών Ευρωπαϊκές Κοινότητες - Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων - πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα - Ανάγκη τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ακολουθήσουν τη νομική οδό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ή της προδικαστικής παραπομπής περί εκτιμήσεως του κύρους - Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα - Άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή σε περίπτωση που οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δημιουργούν ανυπέρβλητο εμπόδιο - Δεν επιτρέπεται 

ΝΣΚ/81/2022

Δυνατότητα ανάκλησης ή μη εκθέσεων ελέγχου Σ.Δ.Ο.Ε.(...)Οι, κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, εκθέσεις ελέγχου της Επιχειρησιακής Διεύθυνσης Σ.Δ.Ο.Ε. Αττικής, που συνετάγησαν, μεταξύ των ετών 2010 και 2013 και αποτέλεσαν, αφενός, τη βάση για την κίνηση σχετικής ποινικής διαδικασίας, αφετέρου την αιτιολογία πράξεων επιβολής προστίμου του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.), δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ούτε επιτρέπεται η κατ’ επίκληση και εφαρμογή του άρθρου 21 ν. 2690/1999 (ΚΔΔ), ανάκλησή τους (ομόφωνα).


ΕΣ/ΤΜ.4/37/2014

Αμοιβή για μίσθωση και παροχή υπηρεσιών χημικών τουαλετών στους χώρους των λαϊκών αγορών:...ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 51/2014 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο IV Τμήμα​..Με τις κρινόμενες αιτήσεις προβάλλεται, καταρχήν, ότι σύμφωνα με την αρχή νομιμότητας της διοικητικής δράσης, οι ατομικές διοικητικές πράξεις καλύπτονται από το τεκμήριο της νομιμότητας και δεν δύνανται να ελεγχθούν παρεμπιπτόντως από το Ελεγκτικό Συνέδριο και ότι υπήρχε υποχρέωση του Οργανισμού .... να προβεί στην πληρωμή της εντελλόμενης δαπάνης προς την αιτούσα ένωση, που εκπλήρωσε προσηκόντως τις συμβατικές τις υποχρεώσεις, χωρίς να δύναται να επικαλείται δική της παρανομία έναντι τρίτων προκειμένου να αντλήσει ίδιο όφελος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ως προς το πρώτο σκέλος απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η επικαλούμενη γενική αρχή υποχωρεί προ της ειδικής διάταξης του άρθρου 28 παρ. 3 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο ν.4129/2013 (ΦΕΚ 52 Α’ ) και ορίζει ότι: «Κατά τον έλεγχο που ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο επιτρέπεται η εξέταση και των ζητημάτων που αναφύονται παρεμπιπτόντως, με την επιφύλαξη των διατάξεων για το δεδικασμένο». Ως προς το δεύτερο σκέλος, επίσης, απορριπτέος, διότι λόγω της μη νόμιμης κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού από την αναθέτουσα αρχή, καθίσταται παράνομη και η επακολουθήσασα σύμβαση, από την οποία δεν δύναται συνεπώς να απορρέουν νόμιμες αξιώσεις προς λήψη της συμβατικής αμοιβής. Περαιτέρω, με την αίτηση του Οργανισμού .... προβάλλεται ότι μη νομίμως προέβη το Κλιμάκιο σε ουσιαστική εξέταση της απόφασης του Δ.Σ. περί κατακύρωσης του διαγωνισμού καθ’ υποκατάσταση των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης, σε κάθε περίπτωση η απόφαση αυτή παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη. Ο ισχυρισμός αυτός, ως προς το πρώτο σκέλος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στον προληπτικό έλεγχο των εντελλομένων δαπανών εμπίπτει και η νομιμότητα της δημιουργικής επίμαχης δαπάνης απόφασης του οικείου διοικητικού οργάνου, εν προκειμένω δηλαδή της κατακυρωτικής απόφασης του Δ.Σ. και συνεπώς το Κλιμάκιο προέβη παραδεκτώς σε έλεγχο νομιμότητας της διαλαμβανόμενης στην κατακυρωτική απόφαση αιτιολογίας, ως προς δε το δεύτερο σκέλος ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι στην 19/15.5.2013 απόφαση του Δ.Σ. δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία, που καλύπτουν την αρχικώς κριθείσα, κατ’ αποδοχή της σχετικής γνώμης της επιτροπής διαγωνισμού, έλλειψη του πιστοποιητικού του ..., που μάλιστα συνιστούσε απαράβατο όρο και δικαιολογούν, την ανάκληση της 9/6.3.2013 προγενέστερης απόφασης του Δ.Σ. ως κατ’ ουσία εσφαλμένης. Ούτε συνιστά επαρκή αιτιολογία, ότι με την 11/29.3.2013 απόφαση του Δ.Σ. απορρίφθηκαν προδικαστικές προσφυγές των διαγωνιζομένων χωρίς να εξετασθούν οι προβαλλόμενοι με αυτές ισχυρισμοί, καθόσον στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να αναπεμφθεί η υπόθεση στην αρμόδια επιτροπή αξιολόγησης ενστάσεων για νέα ουσιαστική κρίση. Αλλά και ο συναφής ισχυρισμός της φερομένης ως δικαιούχου ενώσεως, ότι η 19/15.5.2013 απόφαση του Δ.Σ. με νόμιμη αιτιολογία ανακάλεσε την αρχική απόφαση αποκλεισμού αμφότερων των διαγωνιζομένων, υιοθετώντας κατά τούτο τους διαλαμβανόμενους στις ασκηθείσες προδικαστικές προσφυγές ισχυρισμούς, ουδόλως προκύπτει από το περιεχόμενο της συγκεκριμένης απόφασης του Δ.Σ.. Τέλος, ισχυρισμοί, περί συγγνωστής πλάνης του Διατάκτη προβάλλονται απαραδέκτως από τον δικαιούχο της εντελλόμενης δαπάνης. Ενόψει των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη για την δεύτερη πλημμέλεια που έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη Πράξη, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ανάκλησης που αναφέρονται στις λοιπές δύο, αυτοτελείς, πλημμέλειες της διαδικασίας.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι ένδικες αιτήσεις ανάκλησης πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.