ΕΣ/Β΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1495/2024
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με την κρινόμενη αίτηση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται στο από 30.1.2023 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η αναίρεση της 632/2021 απόφασης του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθ’ ο μέρος, με αυτήν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, έγινε εν μέρει δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου …κατά της 552/10.4.2017 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης και περιορίσθηκε το σε βάρος του, συνεπεία ανακλήσεως του διορισμού του λόγω πλαστογραφίας του βαθμού πτυχίου του, καταλογισθέν ποσό των 224.622,87 ευρώ, στο ύψος των 10.000,00 ευρώ, επί τω τέλει της εν όλω απόρριψης της έφεσής του. Επί του βασίμου της προβολής του ίδιου λόγου το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικάσαν Τμήμα, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, θεμελίωσε την κρίση του, κατά την επιμέτρηση του καταλογισθέντος ποσού, εκτός από την οικονομική κατάσταση του αναιρεσιβλήτου και στο σύνολο των πραγματικών δεδομένων που αναγράφονται στο ιστορικό της πληττόμενης απόφασης, εφαρμόζοντας τα κριτήρια που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, το τρωθέν κύρος της υπηρεσίας συναρτάται άμεσα με την παραβίαση της αρχής της αξιοκρατίας, την οποία το δικάσαν Τμήμα συνεκτίμησε, ενώ η υποχρέωση αυτοενοχοποίησης που δεν είναι νοητή στο ποινικό δίκαιο [βλ. άρθρο 104 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96 και διόρθωση σφαλμάτων σε Α΄ 122/16.7.2019), άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ/μα 53/1974 (Α΄ 256) και έχει αυξημένη τυπική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και άρθρο 14 παρ. 3 περ. ζ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25), βάσει των οποίων ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου της αθωότητας, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να συμμετάσχει ενεργώς στην αυτοενοχοποίησή του και τα αρμόδια όργανα δεν μπορούν να τον εξαναγκάσουν στην κατάθεση τέτοιων στοιχείων, πρβλ. ΑΠ 681/2023], δεν ισχύει ούτε στο υπαλληλικό ή δημοσιονομικό δίκαιο ούτε μπορεί, κατά συνέπεια, να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Τούτων δοθέντων, και με δεδομένο ότι η προσβολή της αρχής της αξιοκρατίας και της ισότητας στην κατάληψη δημόσιων θέσεων δεν είναι το μοναδικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, το δικάσαν Τμήμα ορθώς εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας, προβαίνοντας στις αναγκαίες σταθμίσεις βάσει των τεθέντων από το Δικαστήριο κριτηρίων και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, ώστε το αποκαταστατικό της νομιμότητας μέτρο του καταλογισμού σε βάρος του αναιρεσιβλήτου σε συνδυασμό με την ανάκληση του διορισμού του που επάγεται απώλεια της εργασίας του, να μην μετατρέπεται σε κύρωση, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι στο σύνολό τους απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/914/2013
Αναδρομικός διορισμός.(,,,) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την 1776/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ακυρώθηκε η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου Δήμου να περιλάβει τον αναιρεσείοντα στον πίνακα διοριστέων και, στη συνέχεια, σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή ο αναιρεσείων περιελήφθη τελικώς στον πίνακα αυτόν και διορίσθηκε στην υπηρεσία του αναιρεσιβλήτου Δήμου. Ο τελευταίος δε όφειλε..., ως αρμόδιος κατά το νόμο φορέας, να διορίσει τον αναιρεσείοντα αναδρομικώς από το χρόνο του διορισμού του στη θέση από την οποία απολύθηκε, ώστε να αρθούν οι συνέπειες της ακυρωθείσης παραλείψεώς του. Η υποχρέωση αυτή, εξάλλου, απορρέει, κατά το Σύνταγμα, ευθέως από την ακυρωτική απόφαση, χωρίς να απαιτείται ρητή μνεία της υποχρεώσεως αυτής στην ακυρωτική απόφαση. Κατόπιν τούτου, η παράλειψη του αναιρεσιβλήτου Δήμου να προσδώσει αναδρομικότητα στην πράξη διορισμού του αναιρεσείοντος, ώστε αυτή να ανατρέξει στον χρόνο της αρχικής προσλήψεώς του και, περαιτέρω, η μη καταβολή των αποδοχών του χρονικού διαστήματος της αναδρομής αποτελεί, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ., παράνομη παράλειψη του Δήμου . Εξάλλου, υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως έχει ο αναιρεσίβλητος Δήμος, εφόσον πρόκειται για αποζημίωση αποδοχών υπαλλήλου του, ανεξαρτήτως αν στη διαδικασία επιλογής μετέσχε, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, και το Α.Σ.Ε.Π... Τα αντίθετα κρίνοντας το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, έσφαλε και για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση..
ΣΤΕ/1877/2004
Επειδή, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η 955/379/12.6.1991 πράξη της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου Ταμείου αποτελεί πράξη εκτελέσεως της 21/3/4.6.1991 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και συνεπώς δεν προσβάλλεται με προσφυγή αλλά με ανακοπή κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., δέχθηκε δε περαιτέρω ότι η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου αποτελεί την πράξη καταλογισμού των ενδίκων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού του αναιρεσιβλήτου Ταμείου (Α.Υ.Ε. 34333/1935, ΦΕΚ 145, τ. Παράρτημα), η οποία είναι εκτελεστή πράξη και προσβάλλεται με προσφυγή. Εξάλλου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βεβαιώνει ότι η ως άνω καταλογιστική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα εταιρία. Κατόπιν αυτών, το Διοικητικό Εφετείο έπρεπε να θεωρήσει ότι η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρίας στρέφεται κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του π.δ. 341/1978, δεδομένου ότι με την ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ κατά της πράξεως της Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ενόψει του ότι προβλέπεται προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν ήταν δυνατή η προβολή λόγων που αναφέρονται στο κατ' ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 186/1998, 2282/2000 Ολ., 1776/2002). Για το λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Περαιτέρω, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/541/2023
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:επιδιώκεται η αναίρεση της 585/2016 απόφασης του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψεις 17 έως 25 της παρούσας, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως εφάρμοσε το άρθρο 25 παρ. 1δ του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο, διότι, όπως προεκτέθηκε, όφειλε στο πλαίσιο εξέτασης του σχετικού προβαλλομένου λόγου έφεσης, να ερευνήσει με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας, αν με τον επιβληθέντα καταλογισμό, ο οποίος συνιστά επέμβαση σε περιουσιακό δικαίωμα του αναιρεσείοντος (σκέψη 25), επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπηρετούμενου δημοσίου σκοπού και της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευόμενων περιουσιακών δικαιωμάτων του καταλογιζομένου υπαλλήλου που εθίγησαν από αυτόν και είτε να διαλάβει ειδική κρίση περί τον σεβασμό της αρχής αυτής, κατά την επιβολή του επίδικου καταλογισμού, είτε, στην αντίθετη περίπτωση, να προβεί σε επιμέτρηση του καταλογισθέντος ποσού στο αναγκαίο κατά την κρίση του μέτρο, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στη σκέψη 26 της παρούσας. Επομένως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 δ Συντάγματος) και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατ’ αποδοχή του οικείου λόγου αναίρεσης .Αναιρεί την 585/2016 απόφαση του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΣΤΕ/914/2016
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- Αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, στην προκειμένη περίπτωση, αφού με την 4065/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε, για τυπικό λόγο (για μη νόμιμη σύνθεση του ειδικού εκλεκτορικού σώματος) η 208/28.7.1993 πράξη του Πρύτανη του ... Πανεπιστημίου, με την οποία ο αναιρεσίβλητος είχε διορισθεί, αρχικά, σε μόνιμη θέση Δ.Ε.Π. της βαθμίδας του Αναπληρωτή Καθηγητή, ο εκ νέου διορισμός του ανωτέρω, με την 318/29.11.1999 πράξη του Αντιπρύτανη, σε συμμόρφωση προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση, έπρεπε, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 3, να ανατρέξει στο χρόνο του αρχικού διορισμού, ως προς όλες τις συνέπειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η λήψη αναδρομικών αποδοχών. Ως εκ τούτου, η παράλειψη των οργάνων του Πανεπιστημίου να προσδώσουν αναδρομικότητα στον εκ νέου διορισμό του αναιρεσιβλήτου και η μη καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών, για το χρονικό διάστημα από της διακοπής της μισθοδοσίας του (1.3.1999) μέχρι την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του (18.2.2000), αποτελούσαν παράνομες παραλείψεις, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ, οι οποίες γέννησαν ευθύνη του ως άνω νομικού προσώπου προς αποκατάσταση της ζημίας του αναιρεσιβλήτου από τη μη καταβολή των αποδοχών αυτών. Εφόσον δε η επίδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου θεμελιωνόταν στο παράνομο των εν λόγω παραλείψεων, το δικάσαν δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), προέβη παρεμπιπτόντως σε κρίση για τη νομιμότητα των παραλείψεων αυτών. Η ως άνω δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την παρούσα αίτηση α) περί ελλείψεως της προϋποθέσεως του παρανόμου του νέου διορισμού, λόγω μη προσβολής του, β) περί ελλείψεως προσφόρου αιτιώδους συναφείας μεταξύ της από 17.12.1992 ακυρωθείσας συνεδριάσεως του εκλεκτορικού σώματος και της από 14.5.1999 εκ νέου συνεδριάσεως αυτού και γ) περί ελλείψεως υπαιτιότητας των οργάνων του Πανεπιστημίου, ως προς την καθυστέρηση ολοκληρώσεως της διαδικασίας του διορισμού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΔΕΚ/C‑210/2020
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:«Προδικαστική παραπομπή – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Διεξαγωγή της διαδικασίας – Επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων – Άρθρο 63 – Προσφέρων στηριζόμενος στις δυνατότητες άλλου φορέα για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της αναθέτουσας αρχής – Άρθρο 57, παράγραφοι 4, 6 και 7 – Ψευδείς δηλώσεις υποβληθείσες από τον φορέα αυτόν – Αποκλεισμός του εν λόγω προσφέροντος χωρίς να του επιβάλλεται ή να του επιτρέπεται να προβεί σε αντικατάσταση του φορέα αυτού – Αρχή της αναλογικότητας»:(....)Το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ηʹ, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει άνευ ετέρου να αποκλείσει έναν προσφέροντα από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης στην περίπτωση που η βοηθητική επιχείρηση στης οποίας τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ο προσφέρων έχει υποβάλει ψευδή δήλωση ως προς την ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, χωρίς η αρχή αυτή να δύναται, σε μια τέτοια περίπτωση, να επιβάλει ή τουλάχιστον να επιτρέψει στον προσφέροντα να προβεί στην αντικατάσταση της εν λόγω επιχείρησης.
ΣΤΕ/1666/2009
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΠΟΣΟΣΤΩΣΗ ΦΥΛΩΝ-ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ:Περαιτέρω, ορθώς το δικάσαν δικαστήριο ακύρωσε στο σύνολό τους τις εκλογές στο Δήμο ..., εφόσον, στην περίπτωση που συνδυασμός ανακηρύσσεται, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 35 παρ. 6 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων περιλαμβάνοντας μικρότερο από τον απαιτούμενο αριθμό υποψηφίων δημοτικών ή τοπικών συμβούλων από το γυναικείο φύλο, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η πλημμέλεια αυτή είναι δυνατόν να άσκησε επιρροή στο εκλογικό αποτέλεσμα. Πλην όμως, κατά την γνώμη του Προεδρεύοντος Αντιπροέδρου Σωτ. Ρίζου μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο διέταξε την διεξαγωγή επαναληπτικής ψηφοφορίας με τη συμμετοχή του συνδυασμού των αναιρεσιβλήτων «...»,όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι ο συνδυασμός αυτός αν και είχε δυνατότητα να προβεί σε αντικατάσταση της παραιτηθείσης υποψήφιας τοπικής συμβούλου, με δήλωση του επικεφαλής του συνδυασμού, δεν το έπραξε, δήλωση στην οποία, όμως, μπορεί να προβεί και μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.(...)Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος
ΣΤΕ/406/2019
ΚΦΣ. Η έκδοση, η λήψη και εικονικών τιμολογίων και η νόθευση αυτών θεωρούνται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο. 14 Οι επίμαχες πωλήσεις πετρελαίου κίνησης προς την αναιρεσείουσα ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια ήσαν εικονικά. Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem προϋποθέτει ταυτότητα υποκειμένου ποινικής και διοικητικής διαδικασίας. Η φορολογική αρχή οφείλει να καλέσει τον επιτηδευματία να εκθέσεις τις απόψεις του, επιδίδοντάς του σημείωμα φορολογικού ελέγχου. Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας. Απαράδεκτος ο σχετικός ισχυρισμός αν προβληθεί με το υπόμνημα ή την έφεση. Η φορολογική αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της εικονικότητας, ενώ ο λήπτης του τιμολογίου βαρύνεται να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη. Το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού του προστίμου κατά το άρθρο 5 του Ν. 2523/1997 δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 980/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Όμοια με την αρ.407/2019 ΣτΕ.
ΣΤΕ/286/2012
Επειδή, προβάλλεται εν πρώτοις, ότι κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως συνέτρεξε παράβαση του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως του αιτούντος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε προηγουμένη σκέψη, διότι η ανάκληση εχώρησε κατά δεσμίαν αρμοδιότητα, με μόνη την συνδρομή της αντικειμενικής προϋποθέσεως του νόμου, να έχει παραμείνει, ως εν προκειμένω, κλειστό το φαρμακείο για χρόνο μείζονα του τριμήνου άνευ αδείας της Αρχής. Είναι, ομοίως, απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως ότι συνέτρεξε παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας υπό την έννοια ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν οι ισχυρισμοί του αιτούντος για έλλειψη υπαιτιότητάς του όσον αφορά την μη λειτουργία του φαρμακείου υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις. Τούτο δε, διότι στηρίζονται σ’ εσφαλμένη εκδοχή για την έννοια του νόμου, που προβλέπει ότι οι σχετικές διοικητικές πράξεις εκδίδονται μετά από άσκηση δεσμίας αρμοδιότητος και όχι διακριτικής ευχερείας.
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1501/2024
Με την πληττόμενη 537/2022 απόφαση του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση του πρώτου αναιρεσίβλητου Νικολάου Μπίρη κατά της 12/19.2.2019 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., με την οποία αυτός καταλογίστηκε με το ποσό των 548.245,92 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές που έλαβε αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 21.9.1994 έως 30.4.2018 που εργαζόταν στον ως άνω Οργανισμό, λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού του, καθόσον διαπιστώθηκε ότι η βεβαίωση του Διεπιστημονικού Κέντρου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Αλλοδαπής (ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.) περί αναγνώρισης της ισοτιμίας του τίτλου σπουδών του που είχε προσκομιστεί κατά τον διορισμό του ήταν πλαστή και περιορίστηκε κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας το σε βάρος του ποσό του καταλογισμού σε 3.000,00 ευρώ. (...)Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης κρίνεται βάσιμος, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο πρώτος αναιρεσίβλητος, και πρέπει να γίνει δεκτός, τούτο διότι η πληττόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, καθώς περιέχει ελλιπείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες στον χαρακτηρισμό των περιστατικών που δέχθηκε για την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Το Τμήμα, κατά την εξέταση αν με τον επίδικο καταλογισμό τηρήθηκαν οι απαιτήσεις αναλογικότητας και δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του επιδιωχθέντος με αυτόν θεμιτού σκοπού και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταλογισθέντος που εθίγησαν από αυτόν, δεν στάθμισε όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ως κρίσιμα στην μείζονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού, παραλείποντας ορισμένα εξ αυτών, όπως βάσιμα προβάλλει το αναιρεσείον. Μετά δε την αποδοχή του ως άνω λόγου, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου αναίρεσης ως αλυσιτελούς, δοθέντος ότι αυτός αφορά στη στάθμιση των δεδομένων που το Τμήμα έλαβε εν τέλει υπόψη του.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η 537/2022 απόφαση του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το μέρος αυτής με το οποίο αποφάνθηκε επί του λόγου περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, της δίκαιης ισορροπίας και του κοινωνικού κράτους δικαίου. Ακολούθως, πρέπει, κατά την κρατήσασα γνώμη, να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ως άνω Τμήμα, προκειμένου αυτό, υπό διαφορετική σύνθεση, να την εξετάσει εκ νέου, κατά το σκέλος που αναιρέθηκε η πληττόμενη απόφαση. Τούτο διότι η υπόθεση χρήζει διερεύνησης ως προς το πραγματικό της μέρος και περαιτέρω προκειμένου να ληφθούν υπόψη επίκαιρα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης του εκκαλούντος.
ΣτΕ/3575/2013
ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.