ΣΤΕ/406/2019
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΚΦΣ. Η έκδοση, η λήψη και εικονικών τιμολογίων και η νόθευση αυτών θεωρούνται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο. 14 Οι επίμαχες πωλήσεις πετρελαίου κίνησης προς την αναιρεσείουσα ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια ήσαν εικονικά. Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem προϋποθέτει ταυτότητα υποκειμένου ποινικής και διοικητικής διαδικασίας. Η φορολογική αρχή οφείλει να καλέσει τον επιτηδευματία να εκθέσεις τις απόψεις του, επιδίδοντάς του σημείωμα φορολογικού ελέγχου. Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας. Απαράδεκτος ο σχετικός ισχυρισμός αν προβληθεί με το υπόμνημα ή την έφεση. Η φορολογική αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της εικονικότητας, ενώ ο λήπτης του τιμολογίου βαρύνεται να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη. Το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού του προστίμου κατά το άρθρο 5 του Ν. 2523/1997 δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 980/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Όμοια με την αρ.407/2019 ΣτΕ.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΠΟΛ 1091/2013
Θέμα : Κοινοποίηση της 525/2012 γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. σχετικά με την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων και κυρώσεων, σε περίπτωση έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, που φέρονται ότι εκδόθηκαν από εικονική επιχείρηση, τόσο σε βάρος του πραγματικού υποχρέου που υποκρύπτεται όσο και σε βάρος εκείνου που εικονικά φέρεται ότι ασκεί την επιχείρηση .
ΣτΕ/352/2016
Πρόστιμο για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. ζητείται η αναίρεση της 5167/2003 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η 3711/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσθηκε προσφυγή του ιδίου και ακυρώθηκε η 125/1999 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΒ΄ Αθηνών. Με την τελευταία αυτή πράξη επιβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο πρόστιμο 2.016.751.880 δρχ., για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (..) Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της έκδοσης τιμολογίου εικονικού, υπό την έννοια είτε ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, στην οποία αυτό αναφέρεται, είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως, όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ’ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Περαιτέρω, σε περίπτωση που τιμολόγια παροχής υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από την φορολογική αρχή ως εικονικά επί τη βάσει ορισμένων στοιχείων, το διοικητικό δικαστήριο της ουσίας ενώπιον του οποίου αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός υποχρεούται, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 144επ. του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που διέπουν τα ζητήματα της απόδειξης κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, προκειμένου να εκφέρει την κρίση του, να σχηματίσει πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση, κάνοντας χρήση των επιτρεπόμενων από τον εν λόγω Κώδικα αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και τα δικαστικά τεκμήρια περί της συνδρομής των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, αφού εκτιμήσει συνολικά τα υφιστάμενα στον φάκελο της υπόθεσης στοιχεία, και όχι μεμονωμένα το καθένα από αυτά (..)Επειδή, οι ανωτέρω κρίσεις του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένες..Και τούτο διότι το δικάσαν δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε, στο σύνολό τους, τόσο τα στοιχεία που προέκυψαν από τον φορολογικό έλεγχο όσο και τα στοιχεία που, ήδη πρωτοδίκως, είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ο αναιρεσίβλητος, κατέληξε στην κρίση ότι η φορολογική αρχή, η οποία έφερε το σχετικό βάρος, δεν απέδειξε, όπως όφειλε, το εν προκειμένω κρίσιμο για τον καταλογισμό του ένδικου προστίμου σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, ότι δηλαδή πραγματικός φορέας άσκησης της επίμαχης επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν ο τελευταίος ...Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
ΝΣΚ/291/2017
Πρόστιμα. Εικονικά φορολογικά στοιχεία . Εφαρμογή επιεικέστερης διάταξης. Μπορούν να τύχουν εφαρμογής, και μετά την κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 55 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), για τις παραβάσεις έκδοσης εικονικών στοιχείων, που διαπράχθηκαν μέχρι τις 26.7.2013 και εφόσον μέχρι την κατάθεση του ν. 4337/2015 (12.10.2015) δεν είχαν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, όταν η εικονικότητα του στοιχείου αφορά τον χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής, οι μηδέποτε καταργηθείσες μεταβατικές διατάξεις της παρ. 35 του άρθρου 72 (πρώην 66) του Κ.Φ.Δ., υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, δηλαδή εφόσον το νέο καθεστώς επιλεγεί ως ευνοϊκότερο από τον ίδιο τον φορολογούμενο, για το σύνολο των παραβάσεων που περιέχονται στην ίδια πράξη ή απόφαση επιβολής προστίμου (ομόφ.).
ΠΟΛ 1210/2013
Θέμα: Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 55 και 66 του ν. 4174/26.7.2013 (ΦΕΚ 170/Α), «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» σχετικά με την επιβολή προστίμων για τη μη έκδοση, την έκδοση ανακριβών, πλαστών, εικονικών και τη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων.
C-315/1999
Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2001. Ismeri Europa Srl κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αίτηση αναιρέσεως - Προγράμματα MED - Ειδική έκθεση 1/96 του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Αρχή της προηγουμένης ακροάσεως - Κατονομασία τρίτων - Αναγκαιότητα και αναλογικότητα.
ΝΣΚ/99/2018
Δεσμευτικότητα αποφάσεων Ελεγκτικού Συνεδρίου στην περίπτωση που η Φορολογική Διοίκηση δεν παρίσταται ως διάδικος – Φορολογική αντιμετώπιση παροχών που προβλέπονται σε σύμβαση για σκοπούς Φ.Π.Α., όταν η σύμβαση έχει χαρακτηρισθεί ως προγραμματική.(...)Η Διοίκηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις πράξεις όλων των δικαστικών σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σχετικά με τη νομιμότητα ή μη της εντελλόμενης δαπάνης. Αν η φορολογική αρχή διαπιστώσει αιτιολογημένα, κατόπιν διενέργειας ελέγχου ότι υπάρχουν επιμέρους πράξεις που υπόκεινται σε ΦΠΑ, μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της και να επιβάλει το σχετικό φόρο (ομόφ.). Ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως «προγραμματικής» συνιστά στοιχείο το οποίο από μόνο του ασκεί επιρροή στη φορολογική αντιμετώπιση όσον αφορά την υπαγωγή της ή μη στον ΦΠΑ, χωρίς, πάντως, να δεσμεύει τη φορολογική αρχή, αν αιτιολογημένα και κατόπιν ελέγχου διαπιστωθεί ότι το καταβαλλόμενο σε εκτέλεση της σύμβασης χρηματικό ποσό συνιστά αντιπαροχή για παρεχόμενες υπηρεσίες και όχι καταβολή δαπανών για την εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου (ομόφ.)
ΣΤΕ/171/2020
Εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία...Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβολλαμένη απόφαση, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς την στοιχειοθέτηση εκ μέρους της αναιρεσείουσας της παραβάσεως της λήψεως και καταχωρίσεως 108 εικονικών ως προς την ανυπαρξία συναλλαγής στοιχείων, χωρίς να διατυπώσει ερμηνευτική κρίση σχετικά με την επίρριψη στην αναιρεσείουσα του βάρους αποδείξεως ως προς το ως άνω ζήτημα, αλλά ούτε να προβεί, συναφώς, σε κατανομή του βάρους αποδείξεως μεταξύ των διαδίκων. Επιπροσθέτως, όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως πλήττουν κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξενεχθείσες κατ’ εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης, κατά την υπαγωγή του πραγματικού αυτής στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, όπως δε αναπτύσσονται, αναφέρονται μόνον σε ζητήματα εκτιμήσεως των αποδείξεων και αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εξ άλλου, όλες οι αποφάσεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα, “προς ενίσχυση” των λόγων της, αφορούν είτε σε διαφορετικά νομικά ζητήματα (όπως στις ΣτΕ 1773/2010 που αφορά ειδικό φόρο κατανάλωσης σε μπανάνες, 2091/2008 που αφορά σε φόρο μεταβιβάσεως ονομαστικών μετοχών α.ε. μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, 3518/2006, 2842/2007 που αφορούν σε έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και 496/2009 που αφορά σε συμπληρωματική πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ), είτε σε ζητήματα νομιμότητος της αιτιολογίας των αναιρεσιβαλλομένων στις ως άνω υποθέσεις αποφάσεων, σε σχέση με την εικονικότητα ή μη των ενδίκων σε κάθε περίπτωση τιμολογίων και των σχετικών με αυτά συναλλαγών. Κατόπιν των ανωτέρω, οι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.
ΠΟΛ 1072/2007
Κοινοποίηση της υπ' αριθμ. 537/2006 Γνωμοδότησης του ΝΣΚ σχετικά με την αρμοδιότητα ελέγχου πολιτικού κόμματος από τη φορολογική αρχή.
ΣτΕ/2470/2007
Σε περίπτωση διενέργειας φορολογικού ελέγχου και διαπιστώσεως παραβάσεως των διατάξεων του Κ.Β.Σ., πριν από την έκδοση πράξεως επιβολής προστίμου, η φορολογική αρχή έχει από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος την υποχρέωση να διασφαλίζει στο φερόμενο ως παραβάτη την ευχέρεια να εκθέτει σχετικά τις απόψεις του.
ΔΕΚ/C-450/2006
Περίληψη της αποφάσεως.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Συγκερασμός με την αρχή της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων – Αρμόδια για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 93/36, άρθρο 15 § 2) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αρμόδια για τις προσφυγές του εν λόγω άρθρου αρχή οφείλει να εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και το δικαίωμα για σεβασμό των επιχειρηματικών απορρήτων όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους τους οποίους της διαβιβάζουν οι διάδικοι και, ιδίως, η αναθέτουσα αρχή, χωρίς η ίδια να εμποδίζεται να λαμβάνει γνώση αυτών των πληροφοριών και να τις συνεκτιμά. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται κατά αποφάσεως ληφθείσας από αναθέτουσα αρχή σχετικά με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν σημαίνει ότι οι διάδικοι έχουν απόλυτο και απεριόριστο δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο των σχετικών με την εν λόγω διαδικασία συνάψεως στοιχείων που κατατέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας για την προσφυγή αρχής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα άλλων επιχειρηματιών για προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων τους. Εναπόκειται στην εν λόγω αρχή να αποφασίσει κατά πόσον και με ποιο τρόπο πρέπει να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας και το απόρρητο των στοιχείων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και, σε περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να μη θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. (βλ. σκέψεις 51, 55 και διατακτ.)