Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/2470/2007

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Σε περίπτωση διενέργειας φορολογικού ελέγχου και διαπιστώσεως παραβάσεως των διατάξεων του Κ.Β.Σ., πριν από την έκδοση πράξεως επιβολής προστίμου, η φορολογική αρχή έχει από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος την υποχρέωση να διασφαλίζει στο φερόμενο ως παραβάτη την ευχέρεια να εκθέτει σχετικά τις απόψεις του.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/111/2006

Εργασίες κυκλοφοριακών διαμορφώσεων...Επειδή, εξ άλλου, για την επιβολή της κυρώσεως του αποκλεισμού από δημοπρασίες σε εργοληπτική επιχείρηση, απαιτείται, κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του π.δ/τος 278/1999, η τήρηση ορισμένης διαδικασίας. Ειδικότερα, απαιτείται η υποβολή προτάσεως για πειθαρχική δίωξη από τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας του έργου, κατά την δημοπράτηση του οποίου προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έγινε η αποδιδόμενη στην επιχείρηση παράβαση. Η ως άνω πρόταση παραπομπής, στην οποία πρέπει να αναφέρονται συνοπτικά τα σχετικά με την παράβαση στοιχεία, κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εργοληπτική επιχείρηση (άρθρο 8 π.δ. 278/1999). Εν συνεχεία δε, κατά το άρθρο 9 του ιδίου π.δ/τος, ο αρμόδιος Προϊστάμενος της Προϊσταμένης του έργου Αρχής, εάν κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, απευθύνει σχετικό έγγραφο προς τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., το οποίο κοινοποιείται, επίσης, στην ενδιαφερόμενη εργοληπτική επιχείρηση. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία της παραβάσεως πρέπει να έχουν τεθεί προηγουμένως σε γνώση της εργοληπτικής επιχειρήσεως για την υποβολή τυχόν αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 εδ. τελ. προθεσμίας. Εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως τηρήθηκαν οι ως άνω τασσόμενοι από τις διατάξεις του π. δ/τος 278/1999 τύποι. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκαν στην αιτούσα τα στοιχεία της αποδιδομένης σε αυτήν παραβάσεως, ούτε ότι κλήθηκε για να υποβάλει τις αντιρρήσεις της και να εκθέσει τις απόψεις της. Επομένως, οι επίδικες κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί χωρίς να προηγηθεί κλήση της αιτούσης προς παροχή εξηγήσεων ενώπιον του αρμοδίου για την επιβολή των κυρώσεων οργάνου [άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 - 3 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΦΕΚ Α' 45), καθώς και άρθρα 8 παρ.5 και 9 παρ.2 του Π.Δ.278/1999 - πρβλ. και ΣτΕ 1013/1999 7μ, 2273-4/05], είναι μη νόμιμες, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση. Και ναι μεν η Διοίκηση με το από 20.12.2004 έγγραφο των απόψεών της προς το Δικαστήριο, προβάλλει ότι μόνη η κοινοποίηση στην αιτούσα της υπ’ αριθμ. Δ1β/0/3/44/17.6.2004 αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία είχε, προηγουμένως, ακυρωθεί ο διαγωνισμός, στο πλαίσιο του οποίου διαπιστώθηκε η τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτήν παραβάσεως, ήταν, κατά την έννοια του νόμου αρκετή, προκειμένου αυτή να υποβάλει τις αντιρρήσεις της πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί της Διοικήσεως είναι απορριπτέοι, και τούτο διότι η απόφαση περί ακυρώσεως του διαγωνισμού είναι ξεχωριστή διοικητική πράξη, η οποία δεν εντάσσεται στην διαγραφόμενη από το π.δ. 278/1999 διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου των εργοληπτικών επιχειρήσεων.


ΣΤΕ/406/2019

ΚΦΣ. Η έκδοση, η λήψη και εικονικών τιμολογίων και η νόθευση αυτών θεωρούνται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο. 14 Οι επίμαχες πωλήσεις πετρελαίου κίνησης προς την αναιρεσείουσα ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια ήσαν εικονικά. Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem προϋποθέτει ταυτότητα υποκειμένου ποινικής και διοικητικής διαδικασίας. Η φορολογική αρχή οφείλει να καλέσει τον επιτηδευματία να εκθέσεις τις απόψεις του, επιδίδοντάς του σημείωμα φορολογικού ελέγχου. Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας. Απαράδεκτος ο σχετικός ισχυρισμός αν προβληθεί με το υπόμνημα ή την έφεση. Η φορολογική αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της εικονικότητας, ενώ ο λήπτης του τιμολογίου βαρύνεται να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη. Το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού του προστίμου κατά το άρθρο 5 του Ν. 2523/1997 δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 980/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Όμοια με την αρ.407/2019 ΣτΕ.


ΣΤΕ 2560/2015

Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας απέρριψε τον λόγο της προσφυγής ότι, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων, η αναιρεσείουσα δεν είχε κληθεί εγγράφως να εκθέσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση της προσβληθείσης με την προσφυγή πράξεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι η αναιρεσείουσα δεν ανέφερε με το δικόγραφο της προσφυγής τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα είχε προβάλει ενώπιον του αναιρεσιβλήτου Δήμου αν είχε κληθεί και οι οποίοι θα κλόνιζαν τις διαπιστώσεις του αναιρεσιβλήτου Δήμου ως προς την εκ μέρους της παράβαση των όρων της συμβάσεως και θα μπορούσαν, ενδεχομένως, εάν ετίθεντο υπόψη του Δήμου, να επηρεάσουν την απόφαση του αρμοδίου οργάνου του ως προς την λύση της επίδικης συμβάσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4447/2012 Ολομ.). Συνεπώς, ορθώς απερρίφθη από το Διοικητικό Εφετείο, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ο σχετικός με την παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως λόγος της προσφυγής ....εν όψει των ανωτέρω, καθώς και εν όψει του ότι όλοι οι λοιποί προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση λόγοι έχουν ήδη απορριφθεί με την υπ’ αριθ. 2381/2009 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.


ΣΤΕ 3226/2011

ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ:Υπό τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως του εκκαλούντος από το Νομάρχη .....  ....., τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (ΣτΕ 4235/2005) 12. Επειδή, ενόψει του ότι παρέχεται στο νομοθέτη η ευχέρεια (βλ. ΣτΕ 2934/1993, 1715/1983 Ολομ.), κατ εκτίμηση του προσφορότερου τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης για την καλύτερη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, να καταργεί οργανικές θέσεις και σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως να τον απολύει ή να τον τοποθετεί σε άλλη υπηρεσία, η επιλογή του μέτρου των αυτοδικαίων μετατάξεων, που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη του οργανωτικού επανασχεδιασμού των Υπουργείων και των Ν.Α. και την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που δημιουργούσε το ιδιόρρυθμο καθεστώς της διαρκούς αποσπάσεως των ως άνω υπαλλήλων, δεν παρίσταται καταδήλως αυθαίρετη και απολύτως απρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού (ΣτΕ 4237/2005 και πρβλ. ΣτΕ 1512, 4230/2002, 866/2001). Επομένως, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, η περαιτέρω δε αμφισβήτηση ενώπιον των δικαστηρίων, των ουσιαστικών επιλογών του νομοθέτη ως προς το προκριτέο μέσο επιτεύξεως του νομοθετικού σκοπού είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ενόψει δε και του ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι επίδικες ρυθμίσεις του άρθρου 77 του ν. 2910/2001 δεν θίγουν το περιεχόμενο της συνταγματικής προστασίας της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η αυτοδίκαιη μετάταξη του εκκαλούντος δεν παρίστανται αντίθετες προς την αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης (ΣτΕ 4237/2005), αλλά ούτε και προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 4 του Συντάγματος, όπως αβασίμως προβάλλεται με τον αντίστοιχο λόγο εφέσεως.13. Επειδή, με την από 25.9.2001 αίτηση ακυρώσεως ο ήδη εκκαλών ούτε είχε προσδιορίσει συγκεκριμένα την οικογενειακή του κατάσταση ούτε ανέφερε τον τόπο εγκαταστάσεως της οικογένειάς του, και ως εκ τούτου δε δεν προσδιόρισε τη βλάβη που αυτή θα υποστεί από την εφαρμογή της προσβληθείσης υπ΄ αριθμ. 6222/2.8.2001 πράξεως του Νομάρχη ..... ...... Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που είχε προβάλει, ότι η κατ΄ άρθρον 77 του Ν. 2910/2001 μετάταξή του αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τις οποίες προστατεύεται ο θεσμός της οικογένειας, ήταν απορριπτέος ως αόριστος και άρα ορθώς απορρίφθηκε σιωπηρώς από το δικάσαν δικαστήριο. Άλλωστε, η προστασία της οικογένειας δεν έχει συγκεκριμένο πάντα περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότεροι τρόποι προστασίας της και η έκταση της προστασίας αυτής καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη εντός των ορίων που διαγράφουν άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές (ΣτΕ 4237/2005). Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.


ΣΤΕ/1890/2019

Συντάξεις- αντισυνταγματικότητα:..Επειδή, στο άρθρο 95 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 εδ. α΄) και ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Ειδικώς δε ως προς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως, η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, ακολουθώντας προηγούμενες όμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις [βλ. ταυτάριθμα άρθρα του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄ 273)και του ν.δ. 170/1973 (Α΄ 229)], ορίζει στην παρ. 1 ότι: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την ανωτέρω διάταξη, την οποία (όπως και τις προγενέστερες) το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφάρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...». Με τη νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. (ΣτΕ 851/2018 Ολομ., 481/2018 Ολομ., 2287-2288/2015 Ολομ. κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τους λόγους για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων επικουρικών συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατʼ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως (άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989), τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως. Τούτο δε, κατʼ εξάντληση του απώτατου χρονικού ορίου περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος που επιτρέπει ο νόμος (χρόνος προγενέστερος εκείνου της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως), πέραν του οποίου τίθεται ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι, ορίζοντας το εν λόγω άρθρο ότι: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», απαγορεύει την - σε συμμόρφωση μάλιστα με δικαστική απόφαση - εφαρμογή νόμου μετά την κρίση αυτού ως αντίθετου προς το Σύνταγμα..Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλη, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή και Αγ. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4003/2014, σκέψη 14), oι ρυθμίσεις των διατάξεων των παρ. 3 α, β και γ του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατʼ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει, αφενός, τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον, να καθορίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως μεταγενέστερο και από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, κατʼ απόκλιση των οριζομένων στην περίπτωση 3 β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989. Στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος να υφίσταται νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη, αφού λάβει γνώση του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος που αφορούν οι κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις.


ΣΤΕ/2362/1991

Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ..., ως καθορίζουσα όρους για τη χρήση πεζοδρομίου έχει κανονιστικό χαρακτήρα και υπέκειτο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26, παρ. 1 και 2 του ν. 1065/80 στην έγκριση του νομάρχη. Ο Νομάρχης όμως του Διαμερίσματος ... με την 2437/31.1.1985 απόφασή του δεν άσκησε την από το νόμο παρεχόμενη σ' αυτόν αρμοδιότητα, αφού μ' αυτήν απλώς "θεώρησε νόμιμη" την πιο πάνω απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, ενώ εξάλλου η πράξη του αυτή δεν δημοσιεύτηκε και μάλιστα μέσα στη νόμιμη προθεσμία των τριάντα ημερών. Για τους λόγους αυτούς η νομαρχιακή απόφαση δεν παρήγαγε νομικές συνέπειες και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη και δη παραδεκτώς, με την κρινόμενη αίτηση. Η παράλειψη αυτή της άσκησης από τον νομάρχη της αρμοδιότητας ουσιαστικού ελέγχου κατέστησε αυτοτελώς εκτελεστή την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία ναι μεν δεν δημοσιεύτηκε για την νόμιμη τελείωσή της μετά την πάροδο της τασσομένης στον νομάρχη προθεσμίας ως ξεχωριστή πράξη κανονιστικού χαρακτήρα κατά τους όρους του άρθρου 26 παρ. 2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, πλην όμως ο ουσιώδης αυτός τύπος για την νόμιμη τελείωση της αποφάσεως καλύφθηκε από την προηγηθείσα της ασκήσεως της νομαρχιακής αρμοδιότητας δημοσίευση της ίδιας αποφάσεως, η οποία, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό δημοσιεύσεως που βρίσκεται στο φάκελο, τοιχοκολλήθηκε την 15.1.1985 στον πίνακα ανακοινώσεων που βρίσκεται στην είσοδο του Δημαρχείου του Δήμου της ... και παρέμεινε συνεχώς εκτεθειμένη σ' αυτό τον προσιτό στο κοινό χώρο του δημοτικού καταστήματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του πιο πάνω άρθρου 26.Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου δεν εκλήθη ο αιτών να εκθέσει τις απόψεις του προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, είναι νόμω αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί, διότι ούτε ο νόμος καθιερώνει τον τύπο αυτό ούτε η τήρησή του επιβάλλεται από το άρθρο 20 παράγραφος 2 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα ακροάσεως, δεδομένου ότι η σχετική συνταγματική δεν έχει εφαρμογή επί κανονιστικών πράξεων (ΣτΕ 1427-1430/1981 Ολ.)...Επειδή, τέλος προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα, γιατί στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ο αιτών χρησιμοποιεί ως κατάστημα το πεζοδρόμιο της οδού ..., ενώ πράγματι διατηρεί κατάστημα στην οδό αυτή δυνάμει εμπορικής μισθώσεως, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι με την προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση καθορίστηκαν γενικά οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, αδειών χρήσεως των κοινόχρηστων για όλο το πλάτος του πεζοδρομίου της οδού ... και δεν κρίθηκε με την απόφαση αυτή αν ο αιτών πληροί αυτές τις προϋποθέσεις.


ΣΤΕ/1217/2014

ΣΤΕ.Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.Δημόσια έργα:Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 52 και 50 παρ. 4 και 5 του Κωδ. ΠΔ 18/1989 (Α’ 8), 20 παρ. 1 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος απορρέει η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης με τις αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες εκδίδονται επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, όταν γίνεται δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσεται η αναστολή εκτελέσεως πράξης εκδοθείσας κατά τη διενέργεια διαγωνισμού δημοσίων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, ή ορισμένο άλλο μέτρο, η διοίκηση οφείλει, εφόσον εξακολουθεί να ισχύει η διαταχθείσα αναστολή εκτελέσεως ή το διαταχθέν μέτρο, να απέχει από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς τα διαταχθέντα με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, περαιτέρω δε, αναφορικά με τα ανακύψαντα διοικητικής φύσεως ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν στο στάδιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεσμεύεται, μέχρι την οριστική τους επίλυση στο στάδιο της εκδίκασης της ακυρωτικής διαφοράς, από τα γενόμενα δεκτά, έστω και ως σοβαρώς πιθανολογούμενα, με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (πρβλ. ΣτΕ 3312/2009, 2059/2007, 2593/1999, ΕΑ 726, 217/2003). Ωστόσο, η υποχρέωση συμμόρφωσής της με απόφαση της Επιτροπής Αναστολών επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν κωλύει την αναθέτουσα αρχή να προβεί στην ανάκληση ή στη κατάλληλη τροποποίηση της πράξης, της οποίας η παρανομία έχει πιθανολογηθεί σοβαρώς (πρβλ. ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133-2/2006, 39/2005, 880, 84/2003). Η ευχέρεια της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση της, κατά τα ανωτέρω, ανακλητικής ή τροποποιητικής πράξης, ενόψει αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, δεν αναιρεί το δικαίωμα των διαγωνιζομένων για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, προεχόντως διότι οι τελευταίοι δεν αποστερούνται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, του δικαιώματός τους να προσβάλουν την πράξη αυτή αυτοτελώς με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων καθώς και με αίτηση ακυρώσεως, η τυχόν ευδοκίμηση της οποίας θα έχει ως αποτέλεσμα την αναβίωση των ευμενών για αυτούς πράξεων της αναθετούσης αρχής (ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133/2006, 39/2005, 94/2003). Εξάλλου, η προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 ευχέρεια οικειοθελούς συμμορφώσεως με απόφαση που δέχεται αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπεί στην ταχύτερη δυνατή διεξαγωγή και ολοκλήρωση των διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων και στην αποτροπή σχετικών δικαστικών διενέξεων, χωρίς να παραβλέπεται η τήρηση της νομιμότητας, η οποία εξασφαλίζεται με την πρόβλεψη της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η άσκηση της ευχέρειας αυτής από τη Διοίκηση δεν εξαρτάται από την εκπλήρωση ή μη από το διάδικο που επέτυχε τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου της κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 υποχρεώσεώς του να ασκήσει, εντός της οριζομένης προθεσμίας, το κύριο ένδικο βοήθημα, προκειμένου να μην αρθεί αυτοδικαίως η ισχύς του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου. Και τούτο, διότι η άσκηση της ως άνω ευχέρειας οικειοθελούς συμμορφώσεως, η οποία απορρέει πρωτογενώς από τις γενικές αρχές του δικαίου για την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων και για την ακυρότητα των παρανόμων δικαιοπραξιών, οδηγεί στην έκδοση πράξεως οριστικού χαρακτήρα, με την οποία επέρχεται πλήρης ικανοποίηση του ενδιαφερομένου, και επομένως δεν εμπίπτει, από τη φύση της, στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 233/2014). Αντίθετα, η διατήρηση της ισχύος του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου εντάσσεται στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής προστασίας, ως όρος δε της συνεχίσεως της προστασίας αυτής και μόνο, με τη διατήρηση της ισχύος του μέτρου, τίθεται από το νόμο η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του νικήσαντος διαδίκου για την άσκηση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 (βλ. ΣτΕ 3404/2012).(..)Επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Οικονομική Επιτροπή της Περιφέρειας .......-...... εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέκλεισε την αιτούσα από τη συνέχεια του διαγωνισμού, σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας, σύμφωνα με το οποίο έγινε δεκτή η αίτηση της εταιρείας «... Α.Β.Ε.Τ.Ε.» και διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως της 26/1085/13.9.2013 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας .......-......, κατά το μέρος κατά το οποίο είχε γίνει δεκτή η συμμετοχή στο διαγωνισμό της αιτούσας ενώσεως «... Α.Ε. – Χρ. Δ. ... Α.Ε.». Η πράξη όμως, αυτή δεν αποτελεί απλή συμμόρφωση προς την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, για την οποία θα αρκούσε η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας του διαγωνισμού, αλλά συνιστά οριστική εν μέρει ανάκληση της 19/760/5.7.2013 αποφάσεως της ίδιας ως άνω Οικονομικής Επιτροπής, ήτοι ανάκληση αυτής μόνο κατά το μέρος που αφορά τη συμμετοχή της αιτούσας ένωσης προσώπων ... ΑΕ –... ΑΕ (πρβλ. ΣτΕ 733/2005, 20/2009, 2628/2009, 3932/2011, πρβλ. και 959/2007), και, επομένως, συνεπάγεται αποκλεισμό της εν λόγω ενώσεως από το διαγωνισμό (βλ. ΣτΕ 233/2014). Η πράξη αυτή εκδόθηκε κατ’ ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, εφόσον η αναθέτουσα αρχή άσκησε, εν προκειμένω, νομίμως την απονεμόμενη από τη διάταξη αυτή διακριτική ευχέρεια εκδόσεως πράξεως αποκλεισμού της αιτούσας, για την άρση της παρανομίας που πιθανολογήθηκε με την παραπάνω απόφαση της Επιτροπής Αναστολών σε σχέση με τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό. Αβασίμως δε προβάλλεται ότι, σε συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση, η αναθέτουσα αρχή όφειλε να προβεί σε κατ’ ουσίαν επανεξέταση του δικαιολογητικού, διότι τέτοια υποχρέωση δεν συνάγεται ούτε από το διατακτικό ούτε από το αιτιολογικό της απόφασης αυτής.(…)Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, είναι δυνατή η έκδοση πράξεως, με την οποία, σε συμμόρφωση με το διατακτικό αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, ανακαλείται ή τροποποιείται καταλλήλως η πράξη της αναθέτουσας αρχής, της οποίας διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως, καίτοι, κατά το χρόνο εκδόσεώς της, δεν έχει δημοσιοποιηθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης, από την οποία προκύπτει η αιτιολογία της. Στην περίπτωση αυτή δεν παραβλάπτεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του θιγομένου από την πράξη αυτή, εφόσον η προθεσμία για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως ή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων άρχεται από τη κοινοποίηση σ’ αυτόν της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία λαμβάνει πλήρη γνώση της αιτιολογίας αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν φέρει αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η πράξη αυτή υιοθετεί την αιτιολογία της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών.(…)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολό της και να γίνουν δεκτές οι αναφερόμενες στη σκέψη 2 παρεμβάσεις.