Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ 837/2012

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1418/1984

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, προκειμένου να απορρίψει τον λόγο προσφυγής του αναδόχου, σύμφωνα με τον οποίο η καθυστέρηση εκδόσεως της άδειας του Λιμεναρχείου οφείλετο στην έλλειψη γνωμοδοτήσεων που αφορούσαν την καταρχήν έγκριση του έργου και όχι την εκτέλεση αυτού, όφειλε να βεβαιώσει την ύπαρξη των εν λόγω γνωμοδοτήσεων με ρητή μνεία του αριθμού πρωτοκόλλου και του χρόνου εκδόσεως αυτών, και όχι να αρκεσθεί στην αόριστη μνεία περί υπάρξεως αυτών, η οποία περιέχεται σε έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. Η ανάγκη ειδικής αιτιολογήσεως της κρίσεως του δικαστηρίου παρίστατο επιβεβλημένη και εν όψει του γεγονότος ότι, όπως αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι αρμόδιες Υπηρεσίες προέβησαν σε νέα έκδοση των επίμαχων γνωμοδοτήσεων, η οποία δεν διευκρινίζεται αν ήταν επανάληψη ή το πρώτον χορήγηση των απαιτούμενων εγκρίσεων. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται ελλιπής ως προς τη νόμιμη βάση της και για το λόγο τούτο, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο προς νέα κρίση.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/1814/2010

Δημόσια έργα:..Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, το τεκμαιρόμενο όφελος του αναδόχου προσδιορίζεται σε ποσοστό του αρχικού συμβατικού ποσού, μειωμένου κατά το ένα τέταρτο και μετά την αφαίρεση της θετικής ζημίας αυτού, όπως αυτή έχει καθοριστεί από την Υπηρεσία ή το δικαστήριο της ουσίας κατά περίπτωση. Κατά συνέπεια, εν όψει της αλληλεξαρτήσεως του ύψους ζημίας και τεκμαιρομένου οφέλους, έσφαλε εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριο, διότι ενώ απέρριψε το αίτημα της προσφυγής περί καθορισμού της θετικής ζημίας της αναδόχου στο ποσό των δρχ. 216.149.797 (δρχ. 196.716.150 για δαπάνη αργούντων μηχανημάτων και δρχ. 19.433.647 για μισθοδοσία προσωπικού), προσδιόρισε περαιτέρω το ποσό του τεκμαιρομένου οφέλους αυτής στο ποσό των δρχ. 20.212.582, το οποίο προέκυπτε μετά την αφαίρεση της μη αναγνωρισθείσης, κατά τα προεκτεθέντα ζημίας από το αρχικό συμβατικό ποσό. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλομένη απόφαση είναι, κατά το μέρος τούτο, μη νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου προς νέα κρίση.


ΣΤΕ/1150/2006

Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η δαπάνη για διατήρηση σε ετοιμότητα των πλωτών μέσων της αναιρεσίβλητης, (ενός πλωτού γερανού – εκσκαφέα, ενός ρυμουλκού και δύο φορτηγίδων), κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.6 έως 3.7.1994 και από 10.8 έως 31.8.1994 και για αμοιβές των μηχανικών της ..., κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα και . ... κατά το χρονικό διάστημα από 8.6 έως 31.8.1994, δεν αποτελούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών που προσκομίσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο της παραγωγής ή προμήθειας ή αναπόσβεστου μέρους εγκαταστάσεων, η οποία και μόνο αποζημιώνεται επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 3 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985 και συνεπώς, είναι εσφαλμένη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος διότι οι παραπάνω δαπάνες προφανώς δεν συνιστούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών ή εγκαταστάσεων και συνεπώς, δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπεται αποζημίωση του αναδόχου δημοσίου έργου επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, διάφορο δε είναι το ζήτημα αν η αναιρεσίβλητη θα εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές με βάση τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, δεδομένου ότι δεν εξετάσθηκε από το δικάσαν δικαστήριο η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης αυτής. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.


ΣΤΕ/4179/2011

Εκτέλεση έργου.:Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το ζήτημα της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως της αναδόχου περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως ετέθη το πρώτον κατά τη σύνταξη του προμνησθέντος συγκριτικού πίνακος, στον οποίο δεν περιελήφθη ειδική πρόβλεψη περί αποδόσεως στην ανάδοχο της ήδη καταβληθείσης υπ’ αυτής κρατήσεως. Η τελευταία αυτή κράτηση, επιβληθείσα επί του εργολαβικού ανταλλάγματος, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, επέφερε, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων μεταβολή του ύψους του, μεταβολή, δηλαδή, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αποτελεί περιεχόμενο του συγκριτικού πίνακος. Με την παράλειψη δε αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε διά της εκδόσεως της απορριπτικής της ενστάσεως της αναδόχου αποφάσεως, με την οποία ενεκρίθη ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το συνοδεύον αυτόν πρωτόκολλο, εξεδηλώθη για πρώτη φορά η βούληση της Διοικήσεως περί επιβολής της κρατήσεως του άρθρου 27 παρ. 34 του ν. 2166/1993. Αντιθέτως, με τους προγενεστέρους του συγκριτικού πίνακος λογαριασμούς, στους οποίους δεν περιελήφθη πρόβλεψη περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως, ουδόλως εξεδηλώθη ρητή βούληση της Διοικήσεως περί επιβαρύνσεως της αναδόχου με την ως άνω κράτηση και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν ηδύνατο να στραφεί κατά των εγκριτικών των λογαριασμών της πράξεων, οι οποίοι, κατά το μέρος αυτό, ουδεμία πλημμέλεια είχαν. Εξάλλου, η ανάδοχος ούτε επ’ ευκαιρία της εξοφλήσεως των λογαριασμών αυτών ηδύνατο να θέσει ζήτημα αποδόσεως των ποσών, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εν λόγω κράτηση, δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεώς τους, δεν εξεδόθη πράξη, της αρμοδίας υπηρεσίας περί επιβολής της επιδίκου κρατήσεως εις βάρος της, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι εκ μέρους του αναιρεσείοντος Δημοσίου λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι πλήσσουν την αναιρετικώς ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεδομένου ότι ερείδονται επί πραγματικού, το οποίο δεν εδέχθη το δικάσαν δικαστήριο. Εκ μόνης δε της καταβολής της κρατήσεως αυτής εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου δεν δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία απεδέχθη ότι εβαρύνετο, τελικώς, με την εν λόγω κράτηση. Επομένως, ορθώς η αναιρεσίβλητος εστράφη κατά του συγκριτικού πίνακος, ο οποίος, κατά το μέρος, το οποίο δεν προέβλεψε την απόδοση σε αυτήν της ήδη καταβληθείσης κρατήσεως, απετέλεσε την μόνη βλαπτική των εννόμων συμφερόντων της αναδόχου πράξη, παραδεκτώς δε, εν συνεχεία, προσέφυγε η τελευταία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά την τήρηση της προβλεπομένης εκ του νόμου διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως της συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν ετελεσφόρησε.(..)η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.


ΣτΕ/3106/2013

Αποζημίωση βλαβών από ανωτέρα βία. (..) ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 70/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, αναδόχου του έργου «Αρδευτικά έργα πεδιάδας ...», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου τούτου(..)Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση αμφισβητείται η νομιμότητα της ανωτέρω κρίσεως του δικάσαντος δικαστηρίου. Και τούτο διότι, κατά την αναιρεσείουσα, είχε προβληθεί από αυτήν ισχυρισμός ότι στον μεν όρο 38.4.1.3 της Ε.Σ.Υ. προβλέπεται ότι ο ανάδοχος εκχωρεί στην αρμόδια Υπηρεσία του Δημοσίου τις απαιτήσεις της από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στη δε παρ. 5 του ιδίου όρου της Ε.Σ.Υ., προβλέπεται ότι το Δημόσιο είναι συνασφαλιζόμενος και, άρα, υποχρεούται να αποζημιώσει τον ανάδοχο κατά το νόμο σε περίπτωση βλάβης από ανωτέρα βία και, στη συνέχεια να στραφεί κατά της ασφαλιστικής εταιρείας είτε ως συνασφαλιζόμενος είτε ως εκδοχέας της σχετικής απαίτησης, ο ισχυρισμός δε αυτός κατελείφθη αναπάντητος. Ο λόγος προβάλλεται βασίμως και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, κατά τούτο, αναιτιολόγητη, δεδομένου ότι το δικάσαν Εφετείο δεν εξέτασε, όπως όφειλε, εν όψει του ως άνω σχετικού ισχυρισμού της προσφυγής, αν κατά τους σχετικούς όρους της σύμβασης μεταξύ της αναδόχου και της ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία υποχρεούτο να καταβάλει την αποζημίωση αναγωγικώς στο Δημόσιο ή ευθέως στην εργολήπτρια εταιρεία.(..)Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 70/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση σύμφωνα με το αιτιολογικό.


ΣΤΕ 2885/2013

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση,κατόπιν διενεργηθείσας στις 10.11.1997 δημοπρασίας, υπεγράφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου και εν συνεχεία, στις 8.10.2003, η 1η συμπληρωματική σύμβαση, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων Δήμος ανέθεσε στην αναιρεσίβλητη την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών έναντι πρόσθετης αμοιβής, πλέον Φ.Π.Α. Κ... Εξάλλου, στις 8.9.2005 εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της προαναφερθείσας Υπηρεσίας ο τελικός λογαριασμός της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Τέλος, στις 15.12.2004 η αναιρεσίβλητη υπέβαλε τον 1ο λογαριασμό – πιστοποίηση της συμπληρωματικής σύμβασης που εγκρίθηκε από τον ανωτέρω Προϊστάμενο στις 19.5.2006. Οι λογαριασμοί, όμως αυτοί δεν εξοφλήθηκαν, Τελικώς, το έργο περαιώθηκε εμπροθέσμως στις 31.12.2003 και οι μεν εργασίες της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικά από τον αναιρεσείοντα Δήμο στις 19.9.2005, οι δε εργασίες της συμπληρωματικής στις 23.2.2006, χωρίς όμως να εξοφληθούν τα οφειλόμενα ποσά στην αναιρεσείουσα παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων Δήμος παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο. Κατόπιν τούτου η αναιρεσίβλητη άσκησε αγωγή με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 286.136,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα Δήμο να καταβάλει σε αυτήν, νομιμοτόκως, το ποσό των 286.136,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στους ανωτέρω μη εξοφληθέντες λογαριασμούς. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Δήμου ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε προσκομίσει τιμολόγιο, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση χρηματικού εντάλματος, με την αιτιολογία ότι, πέραν του ότι για τον πρώτο λογαριασμό που παρέμεινε ανεξόφλητος, είχε εκδοθεί από την αναιρεσίβλητη σχετικό τιμολόγιο, η προηγούμενη έκδοση τιμολογίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εξόφληση των εγκριθέντων λογαριασμών μετά την πάροδο μηνός από την έγκριση αυτών. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό, δεν προέκυψε, ούτε ο Δήμος προέβαλε σχετικό ισχυρισμό ότι η αναιρεσίβλητη αρνήθηκε να εκδώσει τιμολόγια ενόψει της καταβολής των εγκριθέντων λογαριασμών. Περαιτέρω, απερρίφθη ως αόριστος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου σχετικά με την παραγραφή των απαιτήσεων που αφορούσαν στον 6ο και 7ο λογαριασμό, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της.. Απορρίπτει την αίτηση


ΕΣ/ΤΜ.7/186/2010

Έργο....Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι είναι μη νόμιμη η χρήση του κονδυλίου των απροβλέπτων δαπανών για την εκτέλεση των ως άνω εργασιών και της προμήθειας, καθόσον αυτές δεν κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων. Ειδικότερα, είναι μη νόμιμη η χρήση του κονδυλίου των απροβλέπτων για την πληρωμή των εργασιών προετοιμασίας επιχρισμένων επιφανειών τοίχων για χρωματισμούς, οι οποίες αποδίδονται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Δήμου, στη μερική καθαίρεση των κατεστραμμένων μόνο επιχρισμάτων και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανομοιομορφία και την ποιοτική διαφορά μεταξύ του νέου και του υπάρχοντος επιχρίσματος, καθόσον η ανάγκη εκτέλεσής τους μπορούσε κατά την κοινή πείρα και λογική να είχε προβλεφθεί κατά την εκπόνηση της αρχικής μελέτης ενώ, περαιτέρω, η προμήθεια και τοποθέτηση των προβολέων θεατρικού φωτισμού συνιστά νέα εργασία, η οποία είναι προφανές ότι δεν οφείλεται σε απρόβλεπτα περιστατικά, οι δε επικαλούμενοι λόγοι λειτουργικότητας ανάγονται σε ζητήματα που ήταν κατά χρόνον ήδη γνωστά στην αναθέτουσα αρχή και, σε κάθε περίπτωση, μπορούσαν ευχερώς να προβλεφθούν και να ενταχθούν στην αρχική σύμβαση του έργου. Τέλος και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός του Δήμου ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δικαιούται να προβαίνει σε παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων, που αποτελούν το έρεισμα της ελεγχόμενης δαπάνης, για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο νομιμότητας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και ως εκ τούτου αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΣΤΕ/111/2006

Εργασίες κυκλοφοριακών διαμορφώσεων...Επειδή, εξ άλλου, για την επιβολή της κυρώσεως του αποκλεισμού από δημοπρασίες σε εργοληπτική επιχείρηση, απαιτείται, κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του π.δ/τος 278/1999, η τήρηση ορισμένης διαδικασίας. Ειδικότερα, απαιτείται η υποβολή προτάσεως για πειθαρχική δίωξη από τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας του έργου, κατά την δημοπράτηση του οποίου προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι έγινε η αποδιδόμενη στην επιχείρηση παράβαση. Η ως άνω πρόταση παραπομπής, στην οποία πρέπει να αναφέρονται συνοπτικά τα σχετικά με την παράβαση στοιχεία, κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη εργοληπτική επιχείρηση (άρθρο 8 π.δ. 278/1999). Εν συνεχεία δε, κατά το άρθρο 9 του ιδίου π.δ/τος, ο αρμόδιος Προϊστάμενος της Προϊσταμένης του έργου Αρχής, εάν κρίνει ότι πρέπει να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, απευθύνει σχετικό έγγραφο προς τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., το οποίο κοινοποιείται, επίσης, στην ενδιαφερόμενη εργοληπτική επιχείρηση. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία της παραβάσεως πρέπει να έχουν τεθεί προηγουμένως σε γνώση της εργοληπτικής επιχειρήσεως για την υποβολή τυχόν αντιρρήσεων εντός της προβλεπομένης κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 εδ. τελ. προθεσμίας. Εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως τηρήθηκαν οι ως άνω τασσόμενοι από τις διατάξεις του π. δ/τος 278/1999 τύποι. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκαν στην αιτούσα τα στοιχεία της αποδιδομένης σε αυτήν παραβάσεως, ούτε ότι κλήθηκε για να υποβάλει τις αντιρρήσεις της και να εκθέσει τις απόψεις της. Επομένως, οι επίδικες κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί χωρίς να προηγηθεί κλήση της αιτούσης προς παροχή εξηγήσεων ενώπιον του αρμοδίου για την επιβολή των κυρώσεων οργάνου [άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 - 3 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΦΕΚ Α' 45), καθώς και άρθρα 8 παρ.5 και 9 παρ.2 του Π.Δ.278/1999 - πρβλ. και ΣτΕ 1013/1999 7μ, 2273-4/05], είναι μη νόμιμες, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση. Και ναι μεν η Διοίκηση με το από 20.12.2004 έγγραφο των απόψεών της προς το Δικαστήριο, προβάλλει ότι μόνη η κοινοποίηση στην αιτούσα της υπ’ αριθμ. Δ1β/0/3/44/17.6.2004 αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία είχε, προηγουμένως, ακυρωθεί ο διαγωνισμός, στο πλαίσιο του οποίου διαπιστώθηκε η τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτήν παραβάσεως, ήταν, κατά την έννοια του νόμου αρκετή, προκειμένου αυτή να υποβάλει τις αντιρρήσεις της πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί της Διοικήσεως είναι απορριπτέοι, και τούτο διότι η απόφαση περί ακυρώσεως του διαγωνισμού είναι ξεχωριστή διοικητική πράξη, η οποία δεν εντάσσεται στην διαγραφόμενη από το π.δ. 278/1999 διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου των εργοληπτικών επιχειρήσεων.


ΣτΕ/4676/2012

Αποζημίωση ζημιών από ανωτέρα βία(..) ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 85/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία, έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αναδόχου του έργου «Αξιοποίηση Κάμπου Ρίζιανης-Κορύτιανης Ν. ...», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου αυτού, και ειδικότερα, από την απόρριψη ενστάσεως κι αιτήσεως θεραπείας κατά του πρωτοκόλλου διαπίστωσης ζημιών από ανωτέρα βία(..) Το Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, έκανε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 11 του ν. 1418/1984, ανεξαρτήτως του αν καταλαμβάνει και την περίπτωση της ασφάλειας του έργου λόγω βλαβών αυτού από ανωτέρα βία, πάντως, δεν έχει καταστεί ακόμα ενεργή, εξ αυτού δε συνάγεται ότι, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 1418/1984 και του π.δ. 609/1985, σε περίπτωση κατά την οποία προκληθούν στο έργο ή τις εγκαταστάσεις αυτού βλάβες από ανωτέρα βία, υπόχρεος για την αποζημίωση είναι ο κύριος του έργου και συνεπώς, όρος της εργολαβικής συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίο, ο ανάδοχος υποχρεούται να προβεί σε κατάρτιση συμβάσεως με ασφαλιστική εταιρία για την κάλυψη του ως άνω κινδύνου καθώς και η κατάρτιση τέτοιας συμβάσεως, κατ’ αποδοχή του όρου αυτού, δεν μπορούν ν΄αντιταχθούν και να κατισχύσουν έναντι της ως άνω θεσπιζόμενης από τις διατάξεις του νόμου υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς αποζημίωση του αναδόχου σε περίπτωση επελεύσεως ζημιών στο έργο ή τις εγκαταστάσεις αυτού από την ως άνω αιτία. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, έκανε δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.

5. Επειδή, κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ορθή, διότι ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 11 του Ν. 1418/89 δεν έχει εισέτι ενεργοποιηθεί λόγω της μη εκδόσεως του προβλεπομένου προεδρικού διατάγματος, η συμβατικώς αναληφθείσα υποχρέωση του αναδόχου να καταρτίσει ασφαλιστική σύμβαση για να καλυφθεί η περίπτωση ζημιών του έργου λόγω ανωτέρας βίας, είναι ισχυρή με αποτέλεσμα να δύναται να του αντιταχθεί σε περίπτωση ζημίας του έργου που προήλθε από γεγονός συνιστών ανωτέρα βία (ΣτΕ 3287/2003, 1368/2007), δεδομένου ότι δεν είναι πάντως επιτρεπτή η, εκ μέρους του, αμφισβήτηση της νομιμότητας όρου της συναφθείσης συμβάσεως (ΣτΕ 1667/2011 Ολομ.). Συνεπώς, πρέπει, για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο εκδόν αυτήν δικαστήριο προς περαιτέρω κρίση.(..)Διά ταύτα..(..) Δέχεται την υπό κρίση αίτηση..(..)Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 85/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων στο οποίο και αναπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό


ΣΤΕ/4364/2014

Εκτέλεση έργου:..Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, διότι ο ισχυρισμός που προέβαλε το αναιρεσείον με το από 19.6.2006 υπόμνημά του ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, κατά τον οποίο ο υποβληθείς από την αναιρεσίβλητη 6ος λογαριασμός του έργου δεν συνοδευόταν από τις απαραίτητες, κατά το νόμο, για την πληρωμή του βεβαιώσεις περί ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας αυτής, δεν ήταν αλυσιτελής, όπως βασίμως προβάλλεται. Τούτο δε διότι σε περίπτωση που η αναιρεσίβλητη δεν είχε υποβάλει μαζί με τον 6ο λογαριασμό και τις ανωτέρω βεβαιώσεις, δεν θα υφίστατο υπαιτιότητα του Δημοσίου ως κυρίου του έργου για τη μη πληρωμή του και συνεπώς, δεν θα ήταν νόμιμη η από 21.6.2004 δήλωση της αναιρεσίβλητης περί διακοπής των εργασιών του έργου, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 4.Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.


ΣτΕ/920/2010

Ακύρωση απόφασης με την οποία ανακλήθηκε κατακυρωτική απόφαση επειδή η προσφερόμενη έκπτωση κρίθηκε ως μη ικανοποιητική..ζητείται η ακύρωση της …. αποφάσεως της Ανωτάτης Στρατιωτικής ...(....), με την οποία ανακαλείται προηγούμενη απόφασή της (….) αυτής υπηρεσίας περί κατακυρώσεως του αποτελέσματος διαγωνισμού στην αιτούσα και εντέλλεται η … να επαναδημοπρατήσει το έργο.(..)Επειδή, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρ. 2 παρ. 2β του ν. 3263/04, που ορίζει ότι το αποτέλεσμα της δημοπρασίας μπορεί να ακυρωθεί όταν η οικονομική προσφορά του τελικού μειοδότη κρίνεται μη ικανοποιητική για τον κύριο του έργου. Ούτε, όμως, από την ίδια την προσβαλλομένη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας εξετέθη σε προηγούμενη σκέψη, ούτε από την προηγηθείσα αυτής γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Έργων (πρακτικό του … της 31.1.06), ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτουν συγκεκριμένα και πρόσφορα στοιχεία (όπως π.χ. τα αποτελέσματα άλλων, συγκρίσιμων με τον επίμαχο, διαγωνισμών, κατά τους οποίους, υπό παρόμοιες συνθήκες και υπό την ισχύ του ν. 3263/04 επετεύχθησαν υψηλότερες εκπτώσεις), στα οποία θα έπρεπε κατά νόμον να βασίζεται η κρίση του αρμοδίου οργάνου περί του ότι η προσφορά της αιτούσης εταιρείας, .., δεν είναι ικανοποιητική και συμφέρουσα για τον κύριο του έργο