ΣΤΕ/1814/2010
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Δημόσια έργα:..Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, το τεκμαιρόμενο όφελος του αναδόχου προσδιορίζεται σε ποσοστό του αρχικού συμβατικού ποσού, μειωμένου κατά το ένα τέταρτο και μετά την αφαίρεση της θετικής ζημίας αυτού, όπως αυτή έχει καθοριστεί από την Υπηρεσία ή το δικαστήριο της ουσίας κατά περίπτωση. Κατά συνέπεια, εν όψει της αλληλεξαρτήσεως του ύψους ζημίας και τεκμαιρομένου οφέλους, έσφαλε εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριο, διότι ενώ απέρριψε το αίτημα της προσφυγής περί καθορισμού της θετικής ζημίας της αναδόχου στο ποσό των δρχ. 216.149.797 (δρχ. 196.716.150 για δαπάνη αργούντων μηχανημάτων και δρχ. 19.433.647 για μισθοδοσία προσωπικού), προσδιόρισε περαιτέρω το ποσό του τεκμαιρομένου οφέλους αυτής στο ποσό των δρχ. 20.212.582, το οποίο προέκυπτε μετά την αφαίρεση της μη αναγνωρισθείσης, κατά τα προεκτεθέντα ζημίας από το αρχικό συμβατικό ποσό. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλομένη απόφαση είναι, κατά το μέρος τούτο, μη νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου προς νέα κρίση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/1150/2006
Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η δαπάνη για διατήρηση σε ετοιμότητα των πλωτών μέσων της αναιρεσίβλητης, (ενός πλωτού γερανού – εκσκαφέα, ενός ρυμουλκού και δύο φορτηγίδων), κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.6 έως 3.7.1994 και από 10.8 έως 31.8.1994 και για αμοιβές των μηχανικών της ..., κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα και . ... κατά το χρονικό διάστημα από 8.6 έως 31.8.1994, δεν αποτελούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών που προσκομίσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο της παραγωγής ή προμήθειας ή αναπόσβεστου μέρους εγκαταστάσεων, η οποία και μόνο αποζημιώνεται επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 3 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985 και συνεπώς, είναι εσφαλμένη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου, κατά την οποία η αναιρεσίβλητη εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος διότι οι παραπάνω δαπάνες προφανώς δεν συνιστούν αξία εκτελεσθεισών εργασιών ή υλικών ή εγκαταστάσεων και συνεπώς, δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που προβλέπεται αποζημίωση του αναδόχου δημοσίου έργου επί διαλύσεως της συμβάσεως με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, διάφορο δε είναι το ζήτημα αν η αναιρεσίβλητη θα εδικαιούτο αποζημίωση για τις δαπάνες αυτές με βάση τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, δεδομένου ότι δεν εξετάσθηκε από το δικάσαν δικαστήριο η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης αυτής. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
ΣΤΕ/351/2014
Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΣΤΕ 4149/2014
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα Κοινοπραξία με το ασκηθέν, στις 30.12.2002, ένδικο βοήθημα, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.795.490 δραχμών, εκ των οποίων (α) ποσό 8.374.272 δραχμών αφορά τόκους οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, έπρεπε να της καταβληθούν λόγω της μεταγενέστερης εξόφλησης της ιδίας συμμετοχής του Δήμου, συμπεριλαμβανομένου του εργολαβικού οφέλους ποσοστού 15% και του ΦΠΑ ποσοστού 18% και (β) ποσό 5.000.000 δραχμών για πρόσθετες εργασίες καθώς και ποσό 4.421.218 δραχμών για τόκους επί του ποσού των προσθέτων εργασιών. Ενόψει των ως άνω αξιώσεων της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, η ικανοποίηση των οποίων προϋποθέτουν την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετικών όρων της συμβάσεως, όφειλε αυτή να ασκήσει, μετά την τήρηση της προσήκουσας ενδικοφανούς διαδικασίας, προσφυγή διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η δικαστική επίλυση όλων εν γένει των διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων ή δημοτικών έργων, και αυτών ακόμη που έχουν ως αντικείμενο την ανόρθωση ζημίας που προκλήθηκε από ενέργειες ή παραλείψεις των δημοσίων ή δημοτικών αρχών κατά την εκτέλεση δημοσίου ή δημοτικού έργου, επιδιώκεται με άσκηση προσφυγής, μετά τήρηση της διαγραφομένης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας. Με αυτά τα δεδομένα, ορθώς το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα είχε το χαρακτήρα προσφυγής, όπως άλλωστε επιγράφετο, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της αναιρεσείουσας δεν ήταν βέβαιες και εκκαθαρισμένες αλλά, αντιθέτως, υπήρχε στάδιο ουσιαστικής κρίσεως τόσο ως προς την καταρχήν ύπαρξη των απαιτήσεων όσο και το ύψος αυτών, ο δε προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος...κατόπιν αυτών η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
ΕΣ/ΤΜ.6/489/2017
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ.Απαραδέκτως ζητείται «ο περιορισμός του καταλογισθέντος ποσού κατά 2.500.000 δρχ. που φέρεται ότι αποτελούν τις νόμιμες κρατήσεις και το φόρο που αναλογεί στο ποσό των 4.419.000 δρχ., καθόσον η αναζήτηση εκ μέρους του εκκαλούντος-ανακόπτοντος των φερομένων ως αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και κρατήσεων αφενός υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αφετέρου δεν μπορεί να στραφεί κατά του εφεσίβλητου - καθ’ού Οργανισμού». Η ως άνω κρίση έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, καθόσον όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης, το κεφάλαιο αυτό δεν επλήγη από τον εκκαλούντα και συνεπώς δεν ανετράπη από την 2497/2015 απόφαση της Ολομέλειας. Συνεπώς, δεν μπορεί να επανεξετασθεί από το δικαστήριο τούτο και ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
ΣΤΕ/2598/2014
Δημόσια έργα:..Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για την καταβολή αποζημιώσεως στον ανάδοχο λόγω διαλύσεως της εργολαβίας χωρίς δική του υπαιτιότητα πρέπει προηγουμένως να έχει χωρήσει η τήρηση της διαδικασίας παραλαβής του έργου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, είναι ορθή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως αν στην προκειμένη περίπτωση, λόγω μη εκτελέσεως εργασιών και λόγω ελλείψεως υλικών και εγκαταστάσεων του αναδόχου, ήταν αναγκαία ή όχι η σύνταξη τελικής επιμετρήσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται πριν αρχίσει η εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του έργου, η διαδικασία παραλαβής παραλείπεται ως άνευ αντικειμένου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως του αναδόχου διενεργείται απ’ ευθείας από την προϊσταμένη αρχή, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 50 του π.δ/τος 609/1985 είναι εφαρμοστέο μόνον στην περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως οφείλεται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής του και όχι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται με πρωτοβουλία απλώς του φορέα κατασκευής του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 50 του π.δ/τος 609/1985, ερμηνευόμενη ως έχουσα την έννοια ότι προς καθορισμό της καταβλητέας στον ανάδοχο αποζημιώσεως απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας παραλαβής και στην περίπτωση που η διάλυση συντελέσθηκε πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες εκτελέσεως του έργου, είναι ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσης με τον ν. 1418/1984 σχετικής εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου προσδιορίζει αναλυτικώς το περιεχόμενο και τον τρόπο υπολογισμού της ως άνω αποζημιώσεως, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω εξειδικεύσεως της θεσπιζομένης με την λόγω διάταξη ρυθμίσεως με κανονιστική πράξη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984 θεσπίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της αποζημιώσεως του αναδόχου σε περίπτωση διαλύσεως της συμβάσεως χωρίς δική του υπαιτιότητα και δεν αποκλείει την θέσπιση της διαδικασίας για τον καθορισμό αυτής με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
ΣΤΕ 496/2000
Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΕΣ/ΤΜ.7/172/2010
Επισκευή Η/Μ εξοπλισμού της εγκατάστασης βιολογικού καθαρισμού Λίμνης:Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι δεν πρόκειται για δημόσιο τεχνικό έργο, αλλά για προμήθεια και εγκατάσταση υλικών πραγμάτων, τα οποία δεν προκύπτει από την άνω μελέτη – τεχνική περιγραφή ότι συνδέονται με το έδαφος κατά τρόπο που να μην μπορούν να αποχωρισθούν από αυτό χωρίς ουσιαστική βλάβη και αλλοίωσή τους, ούτε ότι οι σχετικές εργασίες τοποθέτησής τους απαιτούν ειδικές τεχνικές γνώσεις και εξειδικευμένο τεχνικό προσωπικό και, ως εκ τούτου, ο ανάδοχος δεν δικαιούται δαπάνη γενικών εξόδων και εργολαβικού οφέλους, που προβλέπονται και καταβάλλονται μόνο κατά την εξόφληση λογαριασμών που αφορούν στην εκτέλεση δημοσίων έργων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα, με τα οποία εντέλλεται η καταβολή, μεταξύ άλλων, ποσών 11.378,07 και 21.519,01 ευρώ, αντίστοιχα, για την πληρωμή γενικών εξόδων και εργολαβικού οφέλους, περιέχουν μη νόμιμη δαπάνη και δεν πρέπει να θεωρηθούν.
ΣΤΕ/3195/2000
Δημοσίευση κανονιστικής απόφασης:..Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, τα επίδικα τέλη καθαριότητος και φωτισμού εις βάρος της αναιρεσειούσης, για το έτος 1987, ποσού 1.784.000 δρχ., επεβλήθησαν κατ' εφαρμογή της υπ' αριθμ. 26/1985 κανονιστικής αποφάσεως του κοινοτικού συμβουλίου της Κοινότητας ... (νυν Δήμου ...). Όπως προκύπτει, εξ άλλου, από τον πίνακα των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της κρισίμου συνεδριάσεως του κοινοτικού συμβουλίου, κατά την οποίαν ελήφθη η ήδη αναφερθείσα υπ' αριθμ. 26/1985 κανονιστική απόφαση, αυτή αναρτήθηκε εν περιλήψει στο κοινοτικό κατάστημα, τούτο δε επιβεβαιώνεται και από το υπ' αριθμ. 449/28.4.1998 έγγραφο της αναιρεσιβλήτου προς το Συμβούλιον της Επικρατείας. Υπό τα δεδομένα όμως αυτά, η κρίσιμος κανονιστική απόφασις δεν έλαβε νόμιμον υπόστασιν και για τον λόγον αυτόν-ο οποίος, ως αναγόμενος στο συνταγματικό κύρος του εφαρμοσθέντος από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κανόνος δικαίου, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και το πρώτον κατ' αναίρεση, όπως ήδη ελέχθη-η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατέστη αναιρετέα, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η δε υπόθεση μη χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικόν, κρατείται προς εκδίκαση από το Δικαστήριο, το οποίο δικάζον την έφεση της ήδη αναιρεσειούσης, δέχεται αυτήν εξαφανίζον την υπ' αριθμ. 337/1989 απόφαση του Διοικητ. Πρωτοδικείου .... Ακολούθως, το Δικαστήριο δικάζον την προσφυγή της αναιρεσειούσης κατά της πράξεως εγγραφής της στον βεβαιωτικό κατάλογο τελών καθαριότητος και φωτισμού έτους 1987, δέχεται αυτήν, εξαφανίζον την ως άνω εγγραφήν.
ΕλΣυν.Κλ.Β/334/2010
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, δεν είναι νόμιμη η επιχορήγηση, καθ’ όσον, ανεξαρτήτως του ότι για ορισμένους συλλόγους συντρέχουν οι τιθέμενες από τη διάταξη του άρθρου 262 του Δ.Κ.Κ. προϋποθέσεις, δεν είναι επιτρεπτή η καταβολή οικονομικής ενίσχυσης για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των εν λόγω συλλόγων. Επιπλέον, η δαπάνη αυτή δεν νομιμοποιείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, καθ’ όσον δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες από αυτές προϋποθέσεις (βλ. ανωτέρω, σκέψη V). Επομένως, πρέπει να καταλογιστούν με το ως άνω έλλειμμα που δημιουργήθηκε στη διαχείριση του Δήμου Αγίου ...., κατά το οικονομικό έτος 1997, οι παρακάτω, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, μέχρι το ποσό που ορίζεται για τον καθένα, ως υπόλογοι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, ως εξής : α) η Τμηματάρχης Οικονομικών Υπηρεσιών, …., με το ποσό των 3.500.000 δρχ., διότι, υπό την ιδιότητά της αυτή, υπέγραψε όλα τα ως άνω χρηματικά εντάλματα με τα οποία πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω κριθείσες μη νόμιμες δαπάνες, β) η Διευθύντρια Οικονομικών Υπηρεσιών, ...., με το ποσό των 3.500.000 δρχ., διότι, υπό την ιδιότητά της αυτή, υπέγραψε όλα τα ως άνω χρηματικά εντάλματα με τα οποία πραγματο-ποιήθηκαν οι ανωτέρω κριθείσες μη νόμιμες δαπάνες, γ) ο ελεγκτής εσόδων – εξόδων Ο.Τ.Α., ...., με το ποσό των 3.500.000 δρχ. διότι, υπό την ιδιότητά του αυτή, υπέγραψε όλα τα ως άνω χρηματικά εντάλματα με τα οποία πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω κριθείσες μη νόμιμες δαπάνες, δ) οι κατωτέρω δημοτικοί σύμβουλοι που συμμετείχαν στις 288/1997 και 345/1997 αποφάσεις έγκρισης των επιμέρους κριθεισών ως μη νόμιμων δαπανών: 1. …., μετά τον επισυμβάντα θάνατο του οποίου μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του είναι η χήρα αυτού…, το γένος … και οι θυγατέρες του ...., … και ….., οι οποίες ευθύνονται κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, 2. ...., 3…., 4…., 5. ...., 6…., 7. …, 8. …., 9. ….., 10. …., 11. …, 12. … και 13. …., μετά τον επισυμβάντα θάνατο του οποίου μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του είναι η χήρα αυτού …. και τα τέκνα του …ς και…., οι οποίοι ευθύνονται κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, με το ποσό των 3.500.000 δρχ., ε) οι δημοτικοί σύμβουλοι ….και…., μέχρι το ποσό των 3.000.000 δρχ., λόγω της συμμετοχής τους στην 13η/31.7.1997 συνεδρίαση κατά την οποία ελήφθη ομόφωνα η προμνησθείσα 288/1997 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και στ) οι δημοτικοί σύμβουλοι 1. …., 2…., 3. …., 4….., 5. …., 6. …., 7. …. και 8. ….. μέχρι το ποσό των 500.000 δρχ., λόγω της συμμετοχής τους στη 15η/30.9.1997 συνεδρίαση κατά την οποία ελήφθη ομόφωνα η προμνησθείσα 345/1997 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
ΕΣ/Τ4/26/2002
Ανάθεση από ν.π.δ.δ. σε εταιρία εφαρμογής νέου λογιστικού σχεδίου. Απευθείας ενώ το ύψος της προϋπολογιζόμενης δαπάνης υπερέβαινε το ποσό των 200.000 Ε.Ν.Μ. (61.414.542 δρχ.). Απαιτείται η διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού (αρ. 9 κεφ. Β π.δ. 346/98). Έννοια «αποκλειστικότητας».