ΣΤΕ/11/2007
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Xορήγηση σύνταξης γήρατος:Επειδή, νομίμως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν. 1276/1982 δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στην πέμπτη σκέψη, και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων του εν λόγω Ταμείου σε σχέση με εκείνους του ..., η νομοθεσία του οποίου δεν έχει αντίστοιχους περιορισμούς ως προς την αντιστοιχία αποδοχών και συντάξεως, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η τήρηση της αρχής της ισότητας μεταξύ ασφαλισμένων σε διαφορετικούς ασφαλιστικούς φορείς ελέγχεται, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο ως προς την εξασφάλιση του ελαχίστου ορίου ασφαλιστικής προστασίας, πέραν του οποίου είναι ανεκτή η διαφοροποίηση του ύψους των χορηγούμενων παροχών. Στην προκειμένη δε περίπτωση, η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 1276/1982 προβλέπει ρητώς ότι η χορηγούμενη στους ασφαλισμένους του πιο πάνω Ταμείου σύνταξη δεν μπορεί να είναι κατώτερη από την κατώτατη σύνταξη του
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/2598/2014
Δημόσια έργα:..Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για την καταβολή αποζημιώσεως στον ανάδοχο λόγω διαλύσεως της εργολαβίας χωρίς δική του υπαιτιότητα πρέπει προηγουμένως να έχει χωρήσει η τήρηση της διαδικασίας παραλαβής του έργου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, είναι ορθή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως αν στην προκειμένη περίπτωση, λόγω μη εκτελέσεως εργασιών και λόγω ελλείψεως υλικών και εγκαταστάσεων του αναδόχου, ήταν αναγκαία ή όχι η σύνταξη τελικής επιμετρήσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται πριν αρχίσει η εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του έργου, η διαδικασία παραλαβής παραλείπεται ως άνευ αντικειμένου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως του αναδόχου διενεργείται απ’ ευθείας από την προϊσταμένη αρχή, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 50 του π.δ/τος 609/1985 είναι εφαρμοστέο μόνον στην περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως οφείλεται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής του και όχι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται με πρωτοβουλία απλώς του φορέα κατασκευής του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 50 του π.δ/τος 609/1985, ερμηνευόμενη ως έχουσα την έννοια ότι προς καθορισμό της καταβλητέας στον ανάδοχο αποζημιώσεως απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας παραλαβής και στην περίπτωση που η διάλυση συντελέσθηκε πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες εκτελέσεως του έργου, είναι ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσης με τον ν. 1418/1984 σχετικής εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου προσδιορίζει αναλυτικώς το περιεχόμενο και τον τρόπο υπολογισμού της ως άνω αποζημιώσεως, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω εξειδικεύσεως της θεσπιζομένης με την λόγω διάταξη ρυθμίσεως με κανονιστική πράξη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984 θεσπίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της αποζημιώσεως του αναδόχου σε περίπτωση διαλύσεως της συμβάσεως χωρίς δική του υπαιτιότητα και δεν αποκλείει την θέσπιση της διαδικασίας για τον καθορισμό αυτής με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1828/2021
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:1η συμπληρωματική σύμβαση του έργου «Ανάπλαση Λεωφόρου Φυλής στο Δήμο Φυλής», με συνολική συμβατική δαπάνη 471.528,21 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ(...)Ακολούθως, ο ισχυρισμός ότι για λόγους τεχνικούς και οικονομικούς η επίμαχη δαπάνη για τη διαχείριση των ΑΕΚΚ συνέχεται αναγκαστικά με τις εργασίες της αρχικής σύμβασης αλλά και με τις εργασίες τις συμπληρωματικής είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθόσον και δεκτού γενομένου αυτού δεν αγόμεθα στην παραδοχή ότι η δαπάνη αυτή πρέπει να συνυπολογιστεί στις απολογιστικές δαπάνες της υπό κρίση συμπληρωματικής σύμβασης, καθόσον κατά τα ως άνω δεκτά γενόμενα αφενός μεν δε συντρέχει το στοιχείο του απρόβλεπτου, αφετέρου δε πρόκειται για δαπάνη για την καταβολή της οποίας υπόχρεη είναι η προσφεύγουσα όπως άλλωστε και η ίδια συνομολογεί στο υπόμνημά της. Εξάλλου, ο ισχυρισμός ότι ο μη συνυπολογισμός της επίμαχης δαπάνης στις απολογιστικές δαπάνες της συμπληρωματικής σύμβασης επηρεάζει την κατασκευή του έργου με συνέπεια να το καθιστά μη άρτιο και μη λειτουργικό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η προσφεύγουσα έχει αναλάβει τον επιχειρηματικό κίνδυνο καταβολής αυτής. Ως εκ τούτου δεν απαιτείται νέα δημοπράτηση του έργου, η οποία ενδεχομένως κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας θα κοστίσει περισσότερο.Απορρίπτει την προσφυγή αναθεώρησης της 1276/2021 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΣτΕ/1762/2003
Επειδή, προβάλλεται με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως ότι η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο συμβατική υποχρέωση του Δημοσίου για προμήθεια των επιστημονικών οργάνων τα οποία θα ετοποθετούντο στους δοκιμαστικούς πασσάλους του έργου, ενώ κατά ρητή διατύπωση όρου της συμβάσεως τούτο αποτελούσε υποχρέωση της αναδόχου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος διότι ανάγεται σε ερμηνεία συμβατικού όρου μη ελεγκτέου αναιρετικώς και συνεπώς και η αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της
ΕΣ/ΟΛΟΜ/210/2011
Μελέτη - Κατασκευή Τμημάτων Σχολής...Κατόπιν τούτων, το Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του διέλαβε πλήρη, ειδική, εμπεριστατωμένη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία σχετικά με τη νομιμότητα του επίδικου καταλογισμού και έλαβε υπόψη και απάντησε όλους τους προβληθέντες από το αναιρεσείον νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου λόγου αναιρέσεως. Ειδικά δε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το Τμήμα υπέπεσε σε αντιφατικές αιτιολογίες, επειδή δέχτηκε ότι η μελέτη που υλοποιήθηκε δεν είχε σχέση με το έργο που είχε ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα και ταυτόχρονα ότι η ίδια μελέτη αποτελεί εν μέρει τμήμα της απαιτούμενης αρχικής μελέτης του έργου και επομένως ότι έχει σχέση με αυτό, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον για να είναι μια δαπάνη επιλέξιμη δεν αρκεί ο με οποιοδήποτε τρόπο συσχετισμός της με το χρηματοδοτούμενο έργο, αλλά απαιτείται αυτή να προβλέπεται ρητά στο τεχνικό δελτίο του έργου και στις αποφάσεις ένταξης του έργου στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, όπου καθορίζονται οι χρηματοδοτούμενες ενέργειες και οι όροι χρηματοδότησής τους. Συνεπώς το Τμήμα δεν υπέπεσε σε αντιφατικές αιτιολογίες, δεχόμενο ότι η κρίσιμη δαπάνη δεν ήταν επιλέξιμη, παρά το συσχετισμό της με το κατασκευαζόμενο έργο, εφόσον δεν προβλεπόταν από τις προαναφερόμενες αποφάσεις ένταξης του έργου ως μέρος του φυσικού αντικειμένου του.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.
ΣΤΕ/3349/2012
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, ΦΕΚ Α΄97) «Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς στο δεύτερο βαθμό. Επιτρέπεται όμως να προβληθεί, το πρώτο, αίτημα για παρεπόμενες απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση ύστερα από την οποία και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση». Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο το αίτημα των αναιρεσειόντων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου οφειλόμενης σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας, που συνίστατο στη μη ανάρτηση της επίμαχης υπουργικής αποφάσεως από το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η παρανομία, κατ’ επίκληση της οποίας ζητείτο αποζημίωση, είχε προταθεί το πρώτον με το δικόγραφο της εφέσεως, κατά παράβαση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (βλ. ΣτΕ 782-3/2011, 11/2011, 1021/2009 και 1515/2007). Συγκεκριμένα, με την αγωγή γινόταν μεν επίκληση των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, αλλά για το λόγο της μη εκδόσεως διαπιστωτικής πράξεως περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω εφημεριών και μάλιστα, επί άλλης βάσεως και συγκεκριμένα, σχετικά με την αδικαιολόγητη εξαίρεση των ιατρών ΕΣΥ από την ευνοϊκή ρύθμιση της επίμαχης υπουργικής αποφάσεως και τη μη επέκταση εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής και στους ιατρούς, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας.
11. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο μη λαμβάνοντας υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό των αιτούντων ότι, εν πάση περιπτώσει, η από 14.6.1991 υπουργική απόφαση ίσχυσε de facto και παρήγαγε έννομες συνέπειες για όλους τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, ανεξάρτητα από την ταξινόμησή της στις ανυπόστατες διοικητικές πράξεις, οπότε, με βάση την αρχή της ισότητας, έπρεπε να εφαρμοστεί και για τους αιτούντες η γενική ρύθμιση που ίσχυε για τον υπολογισμό της ωριαίας αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία, κατά το διάστημα αυτό, για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι εφόσον κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, η επίμαχη υπουργική απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος των αιτούντων, ακόμη και αν αυτή είχε, μη νομίμως, τύχει εφαρμογής, σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων (βλ. ΣτΕ 11/2011, 1021/2009 και 3322/2005).Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.
ΕΣ/ΚΛ.ΤΜ.1/106/2017
Καταβολή εξόδων παράστασης (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η εκλογή του φερόμενου ως δικαιούχου στη θέση του Προέδρου του Δ.Σ. του Ο.Π.Α.Ν.Δ.Α. δεν συνιστά δεύτερη θέση που εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1256/1982, όπως ισχύει, καθόσον ο ανωτέρω που κατείχε ήδη θέση διευθύνοντος συμβούλου σε δημοτική ανώνυμη εταιρεία, ήτοι θέση που δεν καταλήφθηκε με διορισμό ή πρόσληψη, ορίσθηκε μέλος του Δ.Σ. του εν λόγω δημοτικού ν.π.δ.δ. και, στη συνέχεια, εξελέγη Πρόεδρος αυτού από το Δημοτικό Συμβούλιο ......., χωρίς διορισμό ή πρόσληψη και χωρίς να συνδέεται με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με το εν λόγω νομικό πρόσωπο, η οποία να φέρει τυπικά και ποιοτικά τα χαρακτηριστικά της σχέσης υπαλληλίας, ήτοι της άσκησης καθηκόντων με σχέση εξάρτησης. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος
ΣτΕ/3039/2003
ΣτΕ/3039/2003.Από τις διατάξεις αυτές(άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1418/84 , άρθρο 34 παρ. 2 του Π.Δ. 609/85 ) συνάγεται ότι , σε περίπτωση που ο ανάδοχος εκτελέσει εργασίες μη προβλεπόμενες από τη σύμβαση , κατά ποσότητα ή είδος , η δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το 50% του συνολικού συμβατικού ποσού , δεν δικαιούται αμοιβής ή αποζημιώσεως για τις εργασίες αυτές (ΣΕ 619/02). Εξαίρεση , όμως , από τον κανόμα αυτό αποτελεί η περίπτωση που ανάδοχος εκτέλεσε τις ως άνω εργασίες κατόπιν έγγραφης εντολής της Υπηρεσίας ή , σε επείγουσες περιπτώσεις , κατόπιν προφορικής εντολής της Υπηρεσίας , στον τόπο εκτέλεσης του έργου , καταχωρηθείσης στο ημερολόγιο αυτού (ΣΕ 1170/03 , 3219/02) . Εν όψει δε των βεβαιουμένων στην προσβαλλόμενη απόφαση και ότι οι ένδικες εργασίες συντηρήσεως του πρασίνου έγιναν κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου (δηλαδή μετά την υποβολή της τελικήε επιμέτρησης) ο λόγος αναιρέσεως περί αναιτιολογήτου της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το οψιγενές των ένδικων εργασιών , είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΣτΕ/1283/2020
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ-ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΕΝΔΙΚΟΥ ΒΟΗΘΗΜΑΤΟΣ: σύμβαση με την οποία ανέλαβε την υποχρέωση, με τους όρους που αναφέρονται σε αυτή, να προβεί με δικά της τεχνικά μέσα και εργατοτεχνικό προσωπικό στην πλήρη καταστροφή αυτοκινήτων παλαιάς τεχνολογίας (...) Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 και του άρθρου 41 του ν. 3659/2008 δεχόμενη ότι για να αρχίσει η προβλεπόμενη στις διατάξεις αυτές δίμηνη προθεσμία για την άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμόδιου κατά δικαιοδοσία διοικητικού δικαστηρίου, σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί η τελεσίδικη απορριπτική, λόγω δικαιοδοσίας απόφαση, αρκεί η γνώση του ασκούντος το ένδικο βοήθημα. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, εν όψει της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι ως προς το νομικό ζήτημα εάν η προθεσμία των δύο μηνών για την εκ νέου άσκηση αγωγής ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου αρχίζει από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής αποφάσεως ή από τη γνώση αυτής, δεν υπάρχει νομολογία, ενώ η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης έρχεται σε αντίθεση με την 788/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το μέρος που προβάλλεται αντίθεση με την 788/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά δεν είναι βάσιμος διότι η απόφαση αυτή δεν προσκομίζεται στο Δικαστήριο, ως θα έδει ... Ο ισχυρισμός, όμως, ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του τιθέμενου με τον λόγο αναιρέσεως νομικού ζητήματος προβάλλεται βασίμως, κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς και είναι περαιτέρω εξεταστέος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, η γνώση του περιεχομένου τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται ένδικο βοήθημα λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, αρκεί για την εκκίνηση της δίμηνης προθεσμίας για την εκ νέου άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.
ΣΤΕ/1329/2018
Επειδή, περαιτέρω, εφ’ όσον η επίδικη ανάκληση στηρίχθηκε στο αντικειμενικό γεγονός της ελλείψεως νομίμου προϋποθέσεως για την έκδοση της ανακαλουμένης διαπιστωτικής πράξης, δεν υπήρχε υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, να καλέσει προηγουμένως τον αιτούντα σε ακρόαση και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3350/2011 7μ., 2261/2011, 960/2011 κ.ά.). Στην προκειμένη δε περίπτωση δεν αφαιρέθηκε η ιθαγένεια του αιτούντος κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά ανακλήθηκε η διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος πράξη σύμφωνα με τους κανόνες περί ανακλήσεως των παράνομων διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλει ο αιτών παράβαση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως. Τέλος, δεδομένου ότι η ιθαγένεια είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό για το δημόσιο συμφέρον, καθ’ όσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της συνθέσεως του Λαού ως στοιχείου και αμέσου οργάνου του ελληνικού Κράτους, η ανάκληση ως παράνομης της διαπιστωτικής της ιθαγενείας πράξης εντός ευλόγου χρόνου (εξαετίας) από την έκδοσή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2621/2012).
ΕΣ/Β΄ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/0550/2023
Προσαύξηση χορηγίας.(...) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 4 έως 6, ορθά το Τμήμα ερμήνευσε την κρίσιμη εν προκειμένω διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 3075/2002 (άρθρο 15 παρ.10 περ. β του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων) ως προς την έννοια της «υπηρεσίας» που δύναται να ληφθεί υπόψη για την προσαύξηση της χορηγίας των αιρετών Νομαρχών, δεχόμενο ότι μόνο προγενέστερη της θητείας υπηρεσία μπορεί να αξιοποιηθεί συνταξιοδοτικά από τους χορηγιούχους Νομάρχες, εφόσον το αντίθετο δεν προβλέπεται ρητώς από συνταξιοδοτική διάταξη. Επομένως, ο περί αντιθέτου λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής από το Τμήμα της διέπουσας την ένδικη υπόθεση διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 3075/2002 είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, παρά τα αντιθέτως προβαλλόμενα από τον αναιρεσείοντα, ορθώς απορρίφθηκαν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι ισχυρισμοί του ότι πρέπει να εφαρμοστούν αναλόγως στην περίπτωσή του συνταξιοδοτικές διατάξεις που προβλέπουν τη δυνατότητα προσμέτρησης στον συντάξιμο χρόνο και προσαύξησης της σύνταξης υπηρεσίας που παρασχέθηκε μετά τη συνταξιοδότηση, καθόσον, όπως δέχθηκε και το Τμήμα, οι συνταξιοδοτικές διατάξεις αφορούν άλλες περιπτώσεις, είναι στενά ερμηνευτέες και δεν επιτρέπεται διασταλτική ερμηνεία ή ανάλογη εφαρμογή τους (ΕλΣυν Ολ. 1701/2022, 3409/2014). Κατόπιν των ανωτέρω η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ( άρθρο 310 παρ. 1 του ν. 4700/2020).Για τους λόγους αυτούς.Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως