Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/312/2016

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3833/2010

Έννοια του όρου «σύνολο εκκαθαρισμένων πραγματικών αποδοχών», που ορίζεται ως βάση υπολογισμού της αποζημίωσης, που πρέπει να καταβάλουν τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, εάν αποχωρήσουν από το στράτευμα πριν την πάροδο του προβλεπόμενου ελάχιστου χρόνου παραμονής τους.(...)Ως «σύνολο εκκαθαρισμένων πραγματικών αποδοχών», κατά τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 3883/2010, με την οποία ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης, που οφείλουν να καταβάλουν στο Δημόσιο, όσοι αποχωρούν πρόωρα από το στράτευμα, νοούνται οι συνολικές πραγματικές αποδοχές που λαμβάνουν οι αξιωματικοί, αποτελούμενες από τον βασικό μισθό πλέον των επιδομάτων, μετά την εκκαθάρισή τους, δηλαδή την αφαίρεση των κάθε είδους πάγιων κρατήσεων, όχι όμως και του φόρου εισοδήματος (πλειοψ.).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019

Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η  αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη  προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί  δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων  συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε  προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της    Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με  το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1  του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με  την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/132/2019

Καταβολή αποδοχών...Ο .... εργαζόταν στη Δ.Ε.Υ.Α. ... από τις 19.10.1992 ως υπάλληλος, Κλάδου ΔΕ Τεχνικών - Μηχανοτεχνίτης Βιολογικού με μηνιαίες αποδοχές στις 31.10.2011 ποσού 2.018,14 ευρώ. Οι ως άνω αποδοχές του μειώθηκαν την 1.11.2011 στο συνολικό ποσό των 1.938 ευρώ, που αναλύεται ως εξής: Βασικός μισθός 1.688 ευρώ, επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας 150 ευρώ και επίδομα παραμεθόριων περιοχών 100 ευρώ. Δηλαδή για τον υπολογισμό των αποδοχών του ανωτέρω υπαλλήλου ελήφθη υπόψη εσφαλμένα, ως βασικός μισθός, ο ανώτερος του Κλάδου ΔΕ, (Βαθμός Β΄, ΜΚ 6), ενώ ο βασικός του μισθός θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τον Βαθμό και το Μισθολογικό Κλιμάκιο στο οποίο ανήκε, σύμφωνα με όσα προβλέπονταν στα άρθρα 13 και 31 του ν. 4024/2011. Ο μη νόμιμος τρόπος υπολογισμού των αποδοχών του ως άνω υπαλλήλου προκύπτει σαφώς και από το Ατομικό Δελτίο Κατάταξης του ως άνω Υπαλλήλου, στο οποίο αναφέρεται ρητά ως βασικός μισθός την 1.1.2013 το ποσό των 1.325 ευρώ (Βαθμός Γ΄ ΜΚ 3) και ως σύνολο αποδοχών βάσει του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 (συμπεριλαμβανομένων των ως άνω επιδομάτων, συνολικού ποσού 170 ευρώ) το ποσό των 1.495 ευρώ. Αποτέλεσμα δε του εσφαλμένου υπολογισμού των αποδοχών του ως άνω υπαλλήλου στις 1.11.2011 στο ποσό των 1.938 ευρώ, αντί του ορθού των 1.495 ευρώ ήταν να διατηρηθεί το επιπλέον ποσό των 443 ευρώ από 1.1.2013 ως υπερβάλλουσα μείωση και μετά τον ν. 4354/2015 ως προσωπική διαφορά, ενώ στον ως άνω μισθό του θα έπρεπε να διατηρηθεί ως υπερβάλλουσα μείωση και τελικά ως προσωπική διαφορά μόνο το ποσό των 18,61 ευρώ, ώστε η μείωση των αποδοχών του την 1.11.2011 σε σχέση με αυτές που ελάμβανε στις 31.10.2011 να μην υπερβαίνει το 25% (2.018,14 – 25% = 1513,61 ευρώ, 1513,61 – 1495 = 18,61). Με το 96 χρηματικό ένταλμα εντέλλεται η καταβολή ποσού 15.000 στον ως άνω υπάλληλο, στο οποίο περιορίζεται η αποζημίωσή του, λόγω του υποχρεωτικού ανώτατου ορίου, που επιβάλλεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις. Όπως προκύπτει από το από 10.9.2018 Δελτίο Υπολογισμού Αποζημίωσης, για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης του ως άνω υπαλλήλου ελήφθησαν ως βάση οι τακτικές αποδοχές μηνός Αυγούστου 2018, που αυτός ελάμβανε σύμφωνα με το ν. 4354/2016, ποσού 1.947,75 ευρώ, αποδοχές, όμως, που μη νομίμως του καταβάλλονταν, ενόψει της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4024/2011. Η αποζημίωση δε που προκύπτει αν για τον υπολογισμό της ληφθούν υπόψη οι ορθές αποδοχές του ως άνω υπαλλήλου, ποσού, μετά το ν. 4354/2015, ποσού 1.513,61 ευρώ, ανέρχεται στο ποσό των 15.136,10 ευρώ (12 μήνες Χ 1.513,61 = 18.163,32 + 8 Χ 1.513,61 = 12.108,88 ΣΥΝΟΛΟ: 30.272,20 ευρώ Χ 50% = 15.136,10 ευρώ) και συνεπώς η εντελλόμενη δαπάνη, η οποία ανέρχεται υποχρεωτικά στο ποσό των 15.000 ευρώ, είναι νόμιμη καθόσον δεν υπερβαίνει την ως άνω αποζημίωση των 15.136,10 ευρώ και ως εκ τούτου το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω α) η εντελλόμενη με το 24 χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι εν μέρει μη νόμιμη, κατά το μέρος αυτής κατά το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 14.310 ευρώ και συνεπώς αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί και β) οι εντελλόμενες με τα 84 και 96 χρηματικά εντάλματα δαπάνες είναι νόμιμες, αυτά όμως δεν πρέπει να θεωρηθούν λόγω λήξης του οικονομικού έτους 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνουν.


ΑΕΠΠ/280/2020

Υπηρεσίες καθαριότητας...Συνεπώς, ο υπολογισμός των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, επιδόματος αδείας και αντικαταστάτη αδείας πρέπει να γίνονται επί τη βάσει της μερικής απασχόλησης των εργαζόμενων και αμειβόμενων με ωρομίσθιο καθαριστριών και όχι επί της βάσει της εκ περιτροπής εργασίας. Όπως δε προκύπτει από την ισχύουσα εργατική νομοθεσία, οι εργαζόμενοι με το σύστημα της μερικής απασχόλησης λαμβάνουν ως δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα όσα ημερομίσθια λαμβάνει και ο εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, ήτοι 25 ημερομίσθια ως δώρο Χριστουγέννων και 15 ημερομίσθια ως δώρο Πάσχα, έχοντας όμως ως βάση υπολογισμού τις μειωμένες αποδοχές. Επίσης, οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2  του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει, όπου το επίδομα αδείας ορίζεται κατ’ελάχιστον στα 13 ημερομίσθια. Τέλος, με το ίδιο σύστημα της μερικής απασχόλησης υπολογίζονται και οι αποδοχές του αντικαταστάτη εργαζομένου. Παρόλα αυτά, στην κριθείσα περίπτωση από την ανάλυση της οικονομικής προσφοράς της πρώτης προσφεύγουσας προκύπτει ότι αυτή υπολόγισε τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, επιδόματος αδείας και αποδοχών αντικαταστάτη αδείας λαμβάνοντας εσφαλμένως υπόψιν της τα ισχύοντα για την απασχόληση με τη μορφή της εκ περιτροπής εργασίας, και όχι τα ισχύοντα για την μερική απασχόληση. Ενόψει των ανωτέρω, ορθώς η αναθέτουσα αρχή απέρριψε την οικονομική της προσφορά, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των σχετικών ισχυρισμών της πρώτης προσφεύγουσας. Εξάλλου, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε διαγωνιστικής διαδικασίας ως αβάσιμοι απορρίπτονται και ισχυρισμοί της πρώτης προσφεύγουσας σε σχέση με την αποδοχή των ισχυρισμών αυτών από άλλη αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο παρόμοιας διαγωνιστικής διαδικασίας. Δοθέντων των ανωτέρω, ουδεμία ασάφεια ανακύπτει σε σχέση με την οικονομική προσφορά της πρώτης προσφεύγουσας για την οποία η αναθέτουσα αρχή όφειλε, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 102 του ν. 4412/2016, να ζητήσει από την πρώτη προσφεύγουσα να διευκρινίσει την οικονομική προσφορά της πριν προβεί στην προσβαλλόμενη κρίση της. 


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/2020/2020

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ-ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Για να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν στην αντίθεση των άρθρων 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 4, 7, 8, 13, 14 και 15 του ν. 4387/2016 περί υπαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και υπολογισμού των συνταξιοδοτικών αποδοχών τους, σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις(...)Η Ολομέλεια θεωρεί ότι, υπό την επιφύλαξη των αναφερόμενων στη σκέψη 91, η συνταγματικότητα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που καθορίζεται στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να κριθεί χωρίς σύγκριση με το καθεστώς ετέρων συνταξιοδοτουμένων. Αν το νέο αυτό καθεστώς, αυτοτελώς εξεταζόμενο, ανταποκρίνεται στις ειδικές απαιτήσεις του Συντάγματος όπως προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, ήτοι οικοδομείται επί της ιδέας της θεσμικής εγγύησης, διαρρυθμίζοντας τη σύνταξη των ανωτέρω ως συνέχεια του μισθού τους με τήρηση της εύλογης αναλογίας, με το Δημόσιο συγχρόνως, ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε τεχνικής φύσεως ρυθμίσεων, να παραμένει βαρυνόμενο με την υποχρέωση καταβολής  της σύνταξης αυτής, τότε το εν λόγω καθεστώς, ακόμη και αν καταλήγει να παρέχει ομοίου επιπέδου συντάξεις με αυτές άλλων καθεστώτων, δεν εγείρει προβλήματα συνταγματικότητας.(...)το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 4670/2020 που αναφέρονται στις σκέψεις αυτές, στις οποίες, ως εκ των επεξηγήσεων που τις συνοδεύουν, πρέπει να αποδοθεί γνησίως ερμηνευτικός χαρακτήρας προσδίδων σε αυτές αναδρομικότητα, ο νομοθέτης επιχείρησε να ευθυγραμμίσει τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 στις εκ του Συντάγματος ιδιαίτερες απαιτήσεις, ως αυτές αποτυπώνονται ιδίως στη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ιδιαίτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (σκέψεις 42, 43, 52, 72, 75, 78, 82 της παρούσας). Εν όψει τούτων και υπό την επιφύλαξη όσων εκτίθενται στη συνέχεια, η Ολομέλεια θεωρεί δεδομένο ότι και στην ισχύουσα πλέον νομοθεσία αναγνωρίζεται η ύπαρξη ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος της ανωτέρω κατηγορίας συνταξιούχων, ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος και λογιστικής διαχείρισης και ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους ανωτέρω είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας.(...)Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Ολομέλεια, έχοντας ανωτέρω εκθέσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν τα επίδικα ζητήματα, κρίνει, ότι δεν πρέπει αυτή να δώσει τη συγκεκριμένη λύση στην έφεση που παραπέμφθηκε ενώπιόν της, αλλά πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Τμήμα προκειμένου αυτό προς οριστική εκδίκαση της εφέσεως, αφού διαπιστώσει, πρώτον, το ύψος των αποδοχών ενέργειας της εκκαλούσας κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησής της, δεύτερον, τη σύνταξη που κανονίσθηκε σε αυτήν, και, τρίτον, το εύρος της απόστασης μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης ως αριθμητικό ποσοστό, να κρίνει στη συνέχεια, σεβόμενο την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, ήτοι ασκώντας οριακό έλεγχο, αν καταδήλως, εν όψει του συνόλου των αντικειμενικών δεδομένων που επιτρέπεται να σταθμισθούν σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά, η αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης δεν κρίνεται εύλογη.(...)Το Δικαστήριο αποφαίνεται: (i) Επί του ερωτήματος αν η ίδρυση Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και η ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε, της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παραβιάζει το Σύνταγμα, η κρίση του Δικαστηρίου είναι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 138 έως 141 της παρούσας, ότι δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων. (ii)  Επί του ερωτήματος αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως ορίσθηκαν στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας όπως προσδιορίσθηκε στις σκέψεις 145 έως 152 της παρούσας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των οικείων νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες.


ΕΣ/Ζ ΚΛΙΜΑΚΙΟ/737/2019

Υπογραφή σχεδίων συμβάσεων για εκτέλεση υπηρεσίας:Με δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο σημειώνει ότι το αντικείμενο των ελεγχόμενων υπηρεσιών περιλαμβάνει, βάσει και του τίτλου του προς ανάθεση Έργου, την εκτέλεση εργασιών συντήρησης, επίβλεψης και λειτουργίας των ηλεκτρολογικών, υδραυλικών, οικοδομικών εγκαταστάσεων και στοιχείων, συντήρησης των εγκαταστάσεων του κλιματισμού και αερισμού, καθώς και συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης των ανελκυστήρων στα δικαστικά κτήρια της Αθήνας για χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών (δύο ετών), με δικαίωμα προαίρεσης εκ μέρους της αναθέτουσας Αρχής για παράταση της διάρκειάς τους έως δώδεκα (12) μήνες. Πλην, παρότι η αξία του ως άνω προβλεπόμενου δικαιώματος προαίρεσης έχει ληφθεί υπόψη από την αναθέτουσα Αρχή κατά τον υπολογισμό της συνολικής προϋπολογισθείσας δαπάνης της διακήρυξης (άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 4412/2016), ωστόσο, η ενεργοποίησή της συνιστά, απλώς, διαπλαστικό δικαίωμα της αναθέτουσας αρχής περί χρονικής παράταση της σύμβασης και όχι αναπόσπαστο και σε κάθε περίπτωση βέβαιο να υλοποιηθεί τμήμα του φυσικού και οικονομικού της αντικειμένου. Για το λόγο αυτό, η μνεία των ως άνω όρων της διακήρυξης στο σύνολο του δημοπρατούμενου αντικειμένου κάθε Κατηγορίας αφορά, κατά λογική αναγκαιότητα, στο σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών ανά Κατηγορία Δημοπράτησης και όχι στη συνολική (συμπεριλαμβανομένης της προαίρεσης) διάρκεια παροχής τους, παρά τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα στο ΙΙ/10.7.2019 Πρακτικό της Επιτροπής Διαγωνισμού. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει σαφώς από το κείμενο της διακήρυξης. Αντιθέτως, στα προμνησθέντα οικεία άρθρα ορίζεται διάρκεια ισχύος 24 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής κάθε επιμέρους σύμβασης με δικαίωμα προαίρεσης εκ μέρους της Αρχής για παράταση έως 12 επιπλέον μήνες, ενώ η προϋπολογισθείσα δαπάνη για κάθε Κατηγορία Δημοπράτησης, επί της οποίας οι διαγωνιζόμενοι κλήθηκαν να συντάξουν και υποβάλουν τις οικονομικές τους προσφορές, καθορίζεται ως εκτιμώμενη αξία παροχής υπηρεσιών κάθε Κατηγορίας συνολικά για 36 μήνες. Η ασάφεια αυτή της διακήρυξης σχετικά με τον αναλογικό συνυπολογισμό ή μη του δικαιώματος προαίρεσης δεν επέτρεψε, όπως ως άνω διαπιστώνεται, τη σύνταξη προσφορών από τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς κατά ενιαίο τρόπο διαμόρφωσης αυτών, ήτοι με παραπομπή σε 24μηνη ή 36μηνη διάρκεια σύμβασης. Ακολούθως, η Επιτροπή Διαγωνισμού δεν αξιολόγησε τις προσφορές με αναγωγή, ρητώς διατυπούμενη, σε κοινή βάση για το σύνολο των διαγωνιζομένων, όπως λ.χ. στο προσφερόμενο ανά έτος ποσό κάθε οικονομικού φορέα με ταυτόχρονο υπολογισμό του ενιαίου ποσοστού έκπτωσής του, δεδομένης της κατά τα ανωτέρω αδυναμίας της ειδικής ηλεκτρονικής φόρμας του συστήματος να δεχθεί ποσοστά, κάτι που θα μπορούσε εξάλλου ευχερώς να πράξει, βάσει της ετήσιας εκτιμώμενης αξίας των υπηρεσιών για κάθε Κατηγορία Δημοπράτησης, όπως αναλύεται επαρκώς στον προϋπολογισμό μελέτης της Υπηρεσίας. Αντιθέτως, προέβη στη διαμόρφωση, το πρώτον, του ποσοστού έκπτωσής τους, χωρίς περαιτέρω ανάλυση της εφαρμοζόμενης από αυτήν μεθόδου υπολογισμού, με αποτέλεσμα τα προσφερόμενα ενιαία ποσοστά έκπτωσης για κάθε Κατηγορία Δημοπράτησης των εταιρειών που αποκλείσθηκαν «…..» και «…...», τα οποία μνημονεύονται στο Πρακτικό, να μη βρίσκονται σε συμφωνία με τα αντίστοιχα που καταγράφονται στις δεσμευτικές προσφορές τους. Συνέπεια δε των ανωτέρω είναι να μην προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας από το εν λόγω Πρακτικό ότι τα αποτελέσματα του διαγωνισμού κατακυρώθηκαν πράγματι στην προσφορά με τη χαμηλότερη τιμή για κάθε Κατηγορία Δημοπράτησης, κατά παράβαση του προβλεπόμενου στη διακήρυξη κριτηρίου ανάθεσης (υψηλότερου ενιαίου ποσοστού έκπτωσης επί των τιμών του προϋπολογισμού) και, επομένως, της διάταξης του άρθρου 86 του ν. 4412/2016.

ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/124/2020

 

ΕΣ/ΤΜ.1/1412/2017

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Ζητείται η ακύρωση της 26495/30.5.2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων (..) Σε κάθε περίπτωση, από τον από 30.9.2011 Πίνακα Προσωπικού προκύπτει ότι οι τέσσερις (4) από τους έξι (6) συνολικά εργαζόμενους απασχολήθηκαν με 4ωρη απασχόληση, ενώ από τους από 14.9.2012 και 30.10.2013 όμοιους, εκ των οποίων ο τελευταίος είναι ετήσιος, προκύπτει ότι οι εκεί αναφερόμενοι πέντε (5) εργαζόμενοι ήταν μερικής (4ωρης) απασχόλησης και μάλιστα τέσσερις (4) από αυτούς εργάζονταν τρεις (3) μόνο ημέρες την εβδομάδα (……), με συνέπεια να μην προκύπτει συμμόρφωση του εκκαλούντος ως προς την υποχρέωση διατήρησης των 5 ΕΜΕ (βλ. και τις από 19.3.2014 βεβαιώσεις αποδοχών των μισθωτών ……., που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, από τις οποίες προκύπτει, έμμεσα, ως εκ του ύψους των αποδοχών, ότι απασχολήθηκαν με σύμβαση μερικής απασχόλησης). Περαιτέρω, η πτώση του κύκλου εργασιών και η αύξηση των χρεών της επιχείρησης του εκκαλούντος, ως απόρροια των εν γένει οικονομικών συνθηκών, πέραν του ό,τι δεν εξειδικεύονται με την έφεση και το υπόμνημα, τα οποία αρκούνται σε μια γενικόλογη επίκληση, σε κάθε περίπτωση ανάγονται στη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα και συναλλακτικό κίνδυνο μιας επιχείρησης και δεν στοιχειοθετούν λόγο ανωτέρας βίας, ικανό να δικαιολογήσει την αναστολή των υποχρεώσεών του (Ε.Σ. Ι Τμ. 3096, 1218/2014, 2222/2012, 2445/2011, Σ.τ.Ε. 1960/2009, 3560/2005). Άλλωστε, κατά το χρόνο σύναψης της επίμαχης σύμβασης (1.7.2010) είχε ήδη ξεκινήσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα (είχαν ήδη ψηφιστεί οι νόμοι 3833 και 3845/2010), με συνέπεια τέτοια γεγονότα να είναι προβλέψιμα για το μέσο συνετό επιχειρηματία, ενώ ο εκκαλών είχε πλήρη γνώση και του υφιστάμενου κατά τον χρόνο αυτό τραπεζικού του δανεισμού (είχαν ήδη συναφθεί οι δανειακές συμβάσεις 1643504/12.6.2008, 1535504/11.12.2007, 1536504/11.12.2007, 2501004305015/30.4.2010 και 1765504/10.5.2010). Πέραν αυτών, από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2010 έως 2014, που αφορούν τις χρήσεις 2009-2013, προκύπτει ότι τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησής του ανήλθαν σε 328.880,50, 303.326,90, 327.022,15, 312.212,47 και 253.079,39 ευρώ, αντίστοιχα, πράγμα που σημαίνει ότι ουδόλως τεκμηριώνεται η επικαλούμενη δραματική πτώση του κύκλου εργασιών της επιχείρησής του κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (5.4.2011 έως 4.4.2013). Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 της συναφθείσας σύμβασης, η επίκληση τέτοιων περιστατικών έπρεπε να γνωστοποιηθεί άμεσα και εγγράφως στο αντισυμβαλλόμενο μέρος (Ε.Φ.Δ.), με διαβίβαση και των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου ο εκκαλών να επιτύχει την αναστολή των υποχρεώσεών του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα επεκτεινόταν πέραν της 30ης Ιουνίου 2012. Ωστόσο, ο εκκαλών ουδόλως τήρησε τη διαδικασία αυτή, αν και γνώριζε την υποχρέωσή του σε σχέση με τις θέσεις εργασίας. Τέλος, οι εν λόγω δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και η επακόλουθη σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων ελήφθησαν υπόψη από το νομοθέτη, ο οποίος θέσπισε ειδικό και ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις αυτές τρόπο υπολογισμού της μείωσης της δημόσιας επιχορήγησης, όπως προκύπτει από το προοίμιο των 54321/ΕΣΥ5835/13.12.2011 και 33971/ΕΥΣ4335/1.8.2013 κοινών υπουργικών αποφάσεων, η ρύθμιση δε αυτή οδήγησε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε περιορισμό του ύψους της ανακτώμενης ενίσχυσης, η οποία, επιπλέον, δεν αφορά στο σύνολο της ληφθείσας χρηματοδότησης (121.521,40 ευρώ), αλλά είναι αναλογική, συναρτώμενη μόνο με τη μη τήρηση της συγκεκριμένης υποχρέωσης. Απορρίπτει την έφεση.


ΕλΣυν/Κλ7/103/2015

Παροχή υπηρεσιών συμβούλου για την τεχνική υποστήριξη και τη διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων έργων.Στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης της σύμβασης, το Ελεγκτικό Συνέδριο (δια του Κλιμακίου ή του αρμοδίου Επιτρόπου) υποχρεούται να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας κάθε διοικητικής πράξης της σύνθετης διοικητικής ενέργειας του διαγωνισμού, χωρίς να δεσμεύεται από το τεκμήριο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων, παρά μόνον από την ύπαρξη αποφάσεων των αρμοδίων Δικαστηρίων που δημιουργούν δεδικαμένο επί των κριθέντων ζητημάτων. Τούτο δε καθόσον, η διάταξη είναι γενική καλύπτουσα το σύνολο του ελέγχου που πραγματοποιεί το Δικαστήριο και οι ατομικές διοικητικές πράξεις που συνθέτουν τη διαδικασία ανάθεσης διαγωνισμού, αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της δαπάνης, ενώ περαιτέρω, αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα ματαίωνε κατ’ ουσίαν τον έλεγχο και δεν θα επέτρεπε την εκταμίευση δημοσίου χρήματος για την πληρωμή μη νομίμων δαπανών (πρβλ. απόφαση Ολομ. Ελ. Συν. 3035/2012, Πράξη VII Τμήματος 964/2009). Τέλος, σύμφωνα με τα κρατούντα στο χώρο του διοικητικού και δημοσιονομικού δικαίου, διοικητική πράξη είναι αυτή που, κατά το λειτουργικό κριτήριο, εκδίδεται από διοικητικό όργανο (αποτυπώνοντας τη βούλησή του), η οποία  θεσπίζει μονομερώς μία νομική ρύθμιση, μεταβάλλοντας την υφιστάμενη νομική ή πραγματική κατάσταση. (...)Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ως μελέτη, υπαγόμενη στο ρυθμιστικό πεδίο του Ν. 3316/2005, ορίζεται το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών, κατά τρόπον ώστε να μην εξαντλείται στην καταγραφή των δεδομένων, αλλά μέσω της επεξεργασίας και της επιστημονικής ανάλυσης, να προχωρά στη διατύπωση συμπερασμάτων ή την υποβολή προτάσεων. Η αναλυτική επιστημονική και τεχνική εργασία και έρευνα δύναται να αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην παραγωγή τεχνικού έργου ή να αφορά σε γνωστικό αντικείμενο που συνδέεται με τεχνικό έργο ή με την επέμβαση σε τεχνικό έργο ή με το σχεδιασμό ή την απεικόνιση αυτού (Πράξεις VII Τμήματος 211/2010, 199/2010, 185/2009, 102/2009, Πράξεις Κλιμ. Προλ. Ελέγχου  VII Τμήματος 34/2013, 27/2013, Πράξεις IV Τμήματος 216/2009, 179/2008, 178/2008). Στις μελέτες οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας  καθ’ εαυτής ιδιαίτερα με την προσφορά γνώσεων και ικανοτήτων από συγκεκριμένο επιστημονικό προσωπικό για ορισμένο χρόνο (Πράξεις VII Τμήματος 211/2010, 157/2010, 185/2009, 102/2009, Πράξη Κλιμ. Προλ. Ελέγχου VII Τμήματος 34/2013). Στη σύμβαση παροχής υπηρεσιών, η οποία, ομοίως, ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 3316/2005, η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην αποτύπωση των δεδομένων συγκεκριμένης πραγματικής κατάστασης με τη διάθεση των γνώσεων και ικανοτήτων και άλλων μέσων, τα οποία αυτός διαθέτει ως επιστήμονας συγκεκριμένης ειδικότητας (Πράξεις Κλιμ. Προλ. Ελέγχου VII Τμήματος 177/2014, 159/2012). Ως συμβάσεις παροχής υπηρεσιών νοούνται, ιδίως, οι συμβάσεις που αφορούν : α) στη σύνταξη των τευχών δημοπράτησης δημόσιου διαγωνισμού ανάθεσης μελέτης ή υπηρεσίας, β) στον έλεγχο και την επίβλεψη έργου ή μελέτης, όπου εντάσσεται, μεταξύ άλλων, η διαρκής παρακολούθηση και ο έλεγχος του αντικειμένου μίας σύμβασης έργου, η τήρηση φακέλου για την πορεία και την εξέλιξή της, η τήρηση εκθέσεων προόδου και η επικαιροποίηση του φακέλου του έργου, και γ) στην υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας. Οι περιπτώσεις των ως άνω υπηρεσιών διαφέρουν εννοιολογικά από τις υπηρεσίες του άρθρου 209 παρ.2 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, κατά το ότι οι τελευταίες αποτελούν το αποτέλεσμα της δραστηριότητας του αναδόχου και των μέσων που αυτός διαθέτει χωρίς να είναι αναγκαία για την επίτευξη του αποτελέσματος στο οποίο κατατείνουν τα συμβαλλόμενα μέρη, η προσφορά εξειδικευμένων επιστημονικών γνώσεων και ικανοτήτων (Πράξη Κλιμ. Προλ. Ελέγχου VII Τμήματος 177/2014, Πράξεις ΙV Τμήματος 187/2011, 16/2010). Ο νομικός χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και συναρτάται με την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών καταστάσεων (ιδία του αντικειμένου της συμβάσεως, του σκοπού, τον οποίο επιδιώκουν τα συμβαλλόμενα μέρη και του καθεαυτού έργου ή της εργασίας που παρείχε ο ανάδοχος) στις ως άνω έννοιες της μελέτης και της παροχής απλών ή εξειδικευμένων υπηρεσιών, το τυχόν δε σφάλμα κατά την υπαγωγή συνιστά παράβαση νόμου.  Περαιτέρω, η ανάθεση παροχής υπηρεσιών για τις οποίες απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις, από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α΄ βαθμού, διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3316/2005, με τις οποίες θεσπίζεται, ως κύρια διαδικασία ανάθεσης αυτή της διενέργειας ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων τους, με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας προσφοράς. (...) Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη διότι ανατέθηκαν εξειδικευμένες υπηρεσίες του άρθρου 1 παρ.2 περ.β) του Ν. 3316/2005 με πρόχειρο διαγωνισμό, (κατ’ επίκληση των διατάξεων του Π.Δ/τος 28/1980, που εφαρμόζεται επί απλών υπηρεσιών), χωρίς τούτο να προβλέπεται από το εφαρμοστέο νομοθετικό πλαίσιο ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/42/2015