Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4238/2014, 4093/2012, 3833/2010, 3986/2011, 496/1974

Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η  αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη  προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί  δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων  συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε  προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της    Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με  το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1  του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με  την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΑΠ/3/2006

Η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν ποσοστό τόκου υπερημερίας (6%) μικρότερο από εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση και διάκριση υπέρ των προσώπων αυτών και κρίνεται συνταγματική. Αντίθετη η μειοψηφία. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αρ. 248/2005 απόφαση Β1 τμήματος και αναιρεί την υπ΄ αρ. 2515/2003 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.


ΝΣΚ/60/2022

Ερωτάται εάν κατά την εκτέλεση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε επί καταψηφιστικής αγωγής για την καταβολή αποζημίωσης από απαλλοτρίωση που δεν συντελέστηκε, υποχρεούται η Υπηρεσία στην καταβολή των επιδικασθέντων τόκων με επιτόκιο 6% ετησίως, σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης, αντί 3%, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 1-3 του ν. 4607/2019 για το χρονικό διάστημα από την θέση σε ισχύ του νόμου αυτού την 1-5-2019 έως την ημερομηνία έκδοσης των σχετικών γραμματίων σύστασης χρηματικής παρακατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.(...)Η υπηρεσία ΥΠΑ έχει υποχρέωση να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της αμετάκλητης εφετειακής απόφασης και να εκτελέσει αυτήν σύμφωνα με το διατακτικό της και συγκεκριμένα να καταβάλει στους αντιδίκους τα καθορισθέντα με την απόφαση αυτήν ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας με επιτόκιο 6% από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και όχι με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 του ν. 4607/2019 (ομόφωνα).


Μ.Π.ΑΘΗΝ/ΑΠΟΦΑΣΗ/359/2019

ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ:Παρά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της προμηθεύτριας εταιρίας και την παράδοση του εμπορεύματος, το πρώτο καθ’ ου η παρέμβαση δεν προέβη σε κάποια καταβολή ως προς τα επίδικα παραστατικά. Έτσι, η κυρίως παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρία, ως εκδοχέας, που ανήγγειλε νόμιμα τις εκχωρήσεις των απαιτήσεων των ανωτέρω τιμολογίων στο πρώτο καθ’ ου η παρέμβαση νοσοκομείο, συνολικού ύψους 14.970,63 ευρώ, κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος των εκχωρηθεισών αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος έφεσης, με το οποίο το εκκαλούν νοσοκομείο προβάλλει την ένσταση της ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, ισχυριζόμενο ότι η κυρίως παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρία δεν τήρησε τα όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 95 Ν 2362/1995 για την αναγγελία της εκχώρησης, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η προηγούμενη διάταξη εφαρμόζεται μόνο για εκχωρήσεις απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και όχι κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως είναι το εκκαλούν, όπου εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 53 ΝΔ 496/1974. Συνεπώς, πρέπει, η κύρια παρέμβαση να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί το πρώτο καθ’ ου η παρέμβαση νοσοκομείο και ήδη εκκαλούν να καταβάλει στην κυρίως παρεμβαίνουσα και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 14.970,63 ευρώ, με το νόμιμο τόκο 


ΣΤΕ/1553/2017

Εκτέλεση δημοσίου έργου- τόκος υπερημερίας:..Επειδή, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι για τον υπολογισμό του οφειλόμενου στην αναιρεσίβλητη τόκου εφαρμόζεται το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 8 και 10, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, με την επιφύλαξη, πάντως, της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του εν λόγω διατάγματος, δηλαδή με την επιφύλαξη ότι οι κοινές διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση των συμβάσεων δημοσίων έργων δεν προβλέπουν ευνοϊκότερο για τον ανάδοχο επιτόκιο, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκο με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος που με αυτήν ορίσθηκε ότι ο καταβλητέος στην αναιρεσίβλητη τόκος για τα οφειλόμενα σε αυτήν ποσά πρέπει να υπολογισθεί με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, η υπόθεση δε, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος στο εκδόν την εν λόγω απόφαση δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει, ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του π.δ. 166/2003, ποιά διάταξη προβλέπει το ευνοϊκότερο για την αναιρεσίβλητη επιτόκιο.


ΣτΕ/1663/2009/ΟΛΟΜ

H διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΕλΣυνΚλ.Τμ.7/43/2018

ΠΑΡΟΧΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Με δεδομένα τα ανωτέρω μη νομίμως η ως άνω Κοινωφελής Επιχείρηση προέβη στην ανάθεση της παροχής όλων των προαναφερόμενων υπηρεσιών στη φερόμενη ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, καθόσον με τη συναφθείσα σύμβαση σκοπείται η κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών λειτουργίας της που ανήκουν στην αρμοδιότητα των υπαλλήλων της και δεν δύνανται να ανατεθούν σε τρίτους. Ειδικότερα, η Επιχείρηση μπορούσε να αναθέσει σε τρίτους - λογιστές μόνο τις λογιστικές υπηρεσίες που συνδέονται με την τήρηση του Διπλογραφικού Συστήματος, καθόσον η ίδια δε διέθετε προσωπικό με τα απαραίτητα τυπικά προσόντα και όχι το σύνολο των αρμοδιοτήτων του Τομέα Οικονομικών της, το οποίο εμπίπτει στα καθήκοντα των υπαλλήλων της, ορισμένες δε από αυτές, όπως  η εκκαθάριση των δαπανών και η έκδοση των χρηματικών ενταλμάτων, συναρτώνται άμεσα με την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και δεν δύνανται να ανατίθενται σε τρίτους. Περαιτέρω, ενώ η Επιχείρηση προβάλλει την έλλειψη Λογιστή Α΄ Τάξεως και Πτυχιούχου ΠΕ Λογιστικού / Οικονομικού, που συνδέονται με την παροχή των λογιστικών υπηρεσιών, και επικαλείται την αναστολή των προσλήψεων, ουδέν αναφέρει ως προς το λοιπό προσωπικό που προβλέπεται στον Εσωτερικό Κανονισμό Υπηρεσιών της (βοηθό Λογιστηρίου, Ταμία και Υπεύθυνο Προμηθειών) και δύναται να στελεχώνει τον ως άνω Τομέα, ούτε προκύπτει ότι υπέβαλε αίτημα πρόσληψης του ελλείποντος προσωπικού της. Αντίθετα προέβη στη σύναψη της ως άνω σύμβασης, η οποία υποκρύπτει κατ’ ουσία προσλήψεις προσωπικού κατά καταστρατήγηση των σχετικών περιορισμών, δοθέντος ότι προβλέπει ρητά την καθημερινή φυσική παρουσία δύο υπαλλήλων της αναδόχου οκτώ ώρες ημερησίως (Δευτέρα - Παρασκευή 8:00 π.μ. - 16:00) με άδεια Β΄ ή Γ΄ Τάξεως, για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της, ενώ η παρουσία του Λογιστή - Φοροτέχνη Α΄ Τάξης, που απαιτείται για την τήρηση του διπλογραφικού συστήματος, προβλέπεται μία με δύο φορές εβδομαδιαίως, χωρίς ωράριο.(...)Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη ότι η παροχή των ίδιων υπηρεσιών είχε ανατεθεί κατά το προηγούμενο έτος από την ανωτέρω Επιχείρηση και πάλι σε τρίτο, δυνάμει διακήρυξης που περιείχε τους ίδιους ακριβώς όρους και απαιτούσε τα ίδια δικαιολογητικά, τα σχετικά δε εντάλματα θεωρήθηκαν από την Υπηρεσία Επιτρόπου, κρίνεται ότι τα όργανα της Επιχείρησης δεν ενήργησαν εν προκειμένω με πρόθεση καταστρατήγησης των προαναφερθεισών διατάξεων, αλλά με την πεποίθηση ότι μπορούσαν νομίμως να προβούν στην ελεγχόμενη ανάθεση.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2017, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.


Δ.εφ.Αθ/2422/2012

9..) Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003,  πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009  Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών.

ΕΣ/ΤΜ.1/54/2014

Χορήγηση επιδόματος:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 237/2014 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο I Τμήμα (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ Β της παρούσας, με νόμιμη αιτιολογία το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη Πράξη του, έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η καταβολή της επίμαχης διαφοράς χρονοεπιδόματος στον ανωτέρω καθηγητή, καθόσον πράγματι η αξίωσή του παραγράφηκε εντός του έτους 2010, όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αιτούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αιτούντος νομικού προσώπου ότι, για την καταβολή της διαφοράς του επίμαχου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας ήταν αναγκαία η έκδοση σχετικής διοικητική πράξης και ότι, συνεπώς, εν προκειμένω, πρόκειται για αξίωση της παρ. 1 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974, που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία διεκόπη με την έκδοση των 9323 και 9327/22.4.2013 πράξεων του Πρύτανη, με τις οποίες ανακλήθηκαν παλαιότερες πράξεις του ίδιου και ότι έκτοτε τρέχει νέα πενταετής παραγραφή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, διότι όπως ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, η επίμαχη αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου υπόκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974, αφού για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, η οποία ήταν απόρροια των κριθέντων με την απόφαση Ε.Σ. 1079/2006, δεν απαιτείτο η έκδοση διοικητικής πράξης από τα αρμόδια όργανα του αιτούντος και ο ίδιος είχε ευθεία αγωγή για την καταβολή της διαφοράς επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, για το χρονικό διάστημα από 28.12.1995 έως 5.10.2007, θεμελιούμενη ευθέως στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 του ν. 1517/1985 και 13 παρ. 2 του ν. 2530/1997. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου δε ότι στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 292, 2403/2013, 461, 1819/2012), είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός κατά το μέρος που αναφέρεται σε παράβαση της εν λόγω Σύμβασης. Περαιτέρω, το αιτούν ισχυρίζεται ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος παρεμποδίστηκε και αποθαρρύνθηκε να προβεί στη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεών του από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, το αιτούν ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, τελούσαν σε συγγνωστή νομική πλάνη ως προς το ποιες διατάξεις ήταν εφαρμοστέες και ποιες ήταν οι δέουσες ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβούν, για τον καθορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, με προσμέτρηση της επίμαχης προϋπηρεσίας του φερόμενου ως δικαιούχου καθηγητή, αλλά και σε πλάνη περί τα πράγματα ως προς τον ορθό υπολογισμό των δικαιούμενων ποσών, με συνέπεια ο ανωτέρω να μην είναι σε θέση να προσφύγει δικαστικώς για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσής του, ύψους 15.010,95 ευρώ. Τα ανωτέρω, όμως, επικαλούμενα γεγονότα δεν συνιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, λόγους ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν.δ/τος 496/1974, δηλαδή γεγονότα απρόβλεπτα και αδύνατο να αποτραπούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, συνεπώς δεν επέφεραν την αναστολή της παραγραφής, αφού ο φερόμενος ως δικαιούχος μπορούσε, επιμελώς φερόμενος, να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας εμπροθέσμως την ικανοποίηση της αξίωσής του.Απορρίπτει την αίτηση.        


ΝΣΚ/333/2013

Ανάκληση κατασχετηρίου εγγράφου Δ.Ο.Υ. εις βάρος εταιρείας τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση του άρθρου 22 του Ν. 3606/2007.α) Η διοίκηση μπορεί να προβεί σε ανάκληση του κατασχετηρίου εγγράφου με το οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας τραπεζικού ιδρύματος και επί απαιτήσεων εταιρείας που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, διότι η κατάσχεση επιβλήθηκε παρά τις διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 3606/2007, που απαγορεύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση την αναγκαστική εκτέλεση, ενώ δεν υφίσταται υποχρέωση συμμόρφωσης προς την υπ’ αριθ. 14846/2012 απόφαση του Μ.Δ.Π. Αθηνών, η οποία δεν καταλαμβάνει την εν λόγω κατάσχεση. β) Εφόσον η διοίκηση αποφασίσει την ανάκληση αυτή, θα έχει αναδρομικές συνέπειες και πρέπει να επιστραφούν στην Τράπεζα ως αχρεωστήτως καταβληθέντα τα ήδη καταβληθέντα από την Τράπεζα χρηματικά ποσά, τα οποία στην περίπτωση αυτή δεν προσαυξάνονται με τόκο υπερημερίας. (ομοφ.) Παραπέμφθηκε στην Α΄Τακτική Ολομέλεια Ν.Σ.Κ., η οποία εξέδωσε την υπ'αριθμ. 191/2014 Γνωμοδότηση