Δ.ΕΦ.Π/Α395/2024
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΜΕΛΕΤΕΣ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ: οι ενάγοντες επιδιώκουν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλλει στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 6.011,60 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 1.382,67 ευρώ (19%), ήτοι συνολικά 7.394,27 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 6.610,50 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 1.520,41 ευρώ (23%), ήτοι συνολικά 8.130,91 ευρώ, ως συμβατική αμοιβή για την εκτέλεση της πρώτης και της δεύτερης ενότητας, αντιστοίχως, της από 7.12.2010 σύμβασης που καταρτίσθηκε με τον Δήμο Ζακυνθίων και είχε ως αντικείμενο την εκπόνηση της μελέτης «Προμελέτη Χωροθέτησης Τουριστικού Αγκυροβολίου Τ.Δ. Βασιλικού»(...)Τα ανωτέρω ποσά οι ενάγοντες ζητούν να τους καταβληθούν με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας του άρθρου 4 του π.δ/τος 166/2003, από την επομένη της ημέρας αυτά κατέστησαν απαιτητά κατά τις διατάξεις του νομοθετήματος αυτού, άλλως από την επομένη της επίδοσης στο εναγόμενη της με αριθ. 7/2016 Διαταγής Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Ζακύνθου, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής τους και έως την εξόφληση.(...)Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των ένδικων αμοιβών, διότι η επίμαχη μελέτη είχε ενταχθεί και ήταν επιδοτούμενη από το αναπτυξιακό πρόγραμμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης ‘'ΘΗΣΕΑΣ’', πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο Δήμος Ζακύνθου, ως καθολικός διάδοχος του ήδη καταργηθέντος Δήμου Ζακυνθίων, με τον οποίο υπογράφηκε η ένδικη σύμβαση και για λογαριασμό του οποίου εκπονήθηκε η οικεία μελέτη, είναι υπόχρεος για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων των εναγόντων κατ΄ άρθρο 72 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.Επειδή, περαιτέρω, ως προς την τοκοφορία των ένδικων απαιτήσεων, κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, από τον συνδυασμό των διατάξεων που εκτέθηκαν στις 5η και 6η σκέψεις της παρούσας, συνάγεται ότι δεν γεννάται υποχρέωση του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης για λογαριασμό του οποίου εκπονήθηκε η ένδικη μελέτη προς καταβολή τόκων υπερημερίας, όταν ο λογαριασμός δεν συνοδεύεται από όλα τα κατά τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενα έγγραφα και στοιχεία, όπως σχετικό τιμολόγιο, βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας του αναδόχου, βεβαίωση περί καταβολής των οφειλόμενων από τον ανάδοχο ασφαλιστικών εισφορών κλπ, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται υπαιτιότητα του κυρίου του έργου από τη μη πληρωμή του εν λόγω λογαριασμού για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τα κατά τα ανωτέρω δικαιολογητικά. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες, παρότι φέρουν το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξαν ότι προσκόμισαν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά (αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, τιμολόγιο κλπ) που συνιστούν νόμιμη υποχρέωση για την εκκαθάριση και την πληρωμή της απαίτησής του. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος Δήμος κατέστη υπερήμερος από υπαιτιότητά του, με αποτέλεσμα να μην οφείλει τόκους υπερημερίας επί της ένδικης οφειλής καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η παράλειψη των εναγόντων να υποβάλουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την πληρωμή της. Κατόπιν τούτου, το αίτημα των εναγόντων για καταβολή των ανωτέρω ποσών νομιμοτόκως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Μ.Π.ΒΟΛΟΥ/8/2024
ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟΔΟΤΗ.(...)Ενόψει δε του ότι η συνταξιοδότηση των εναγόντων δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη μετάπτωση στον μισθό του πρωτοδιοριζόμενου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα προειρημένα στην υπό στοιχ. II μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι αυτοί εξακολουθούν να εργάζονται στον ίδιο εργοδότη, στην ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα και μετά τη συνταξιοδότησή τους, η υπαγωγή τους από την εναγόμενη στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο ήταν μη νόμιμη και, επομένως, η τελευταία οφείλει σε αυτούς την προκύπτουσα μισθολογική διαφορά για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο 2023,
Περαιτέρω, ενόψει της μη αποδοχής της εργασίας των εναγόντων από πλευράς της εναγομένης από την ημέρα απόλυσής τους (1η.7.2023) έως τον χρόνο συζήτησης της αγωγής (12.1.2024), η τελευταία, όσον αφορά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατέστη υπερήμερη και, ως εκ τούτου, εφόσον ως προς τους ενάγοντες δεν αποδείχθηκε, ούτε η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι μεσολάβησε γεγονός διακοπτικό της υπερημερίας της, η τελευταία υποχρεούται να τους απασχολεί, υπό τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες, όπως και πριν την από 1.7.2023 καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκάστου εξ αυτών και οφείλει σε αυτούς μισθούς υπερημερίας και γ) στον τρίτο εξ αυτών συνολικό το ποσό των...ευρώ ].
ΣτΕ/1081/2020
Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 7ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση
ΣτΕ/1082/2020
Παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου-Τόκοι υπερημερίας (...)Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 19ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση
ΣτΕ/1083/2020
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ-ΤΟΚΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ: Εργασίες επιθεώρησης για τη συντήρηση και παρακολούθηση της δομοστατικής υγείας των στεγάστρων του ... και του ... στο ... Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (...) Επειδή, σύμφωνα με τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Διοίκηση διατηρεί την εξουσία, ακόμη και μετά τη ρητή έγκριση λογαριασμού, να προβεί σε νέο έλεγχο αυτού και στη συνέχεια, να αρνηθεί, ρητά ή σιωπηρά, να καταβάλει πιστοποιηθέντα ποσά ή να αναζητήσει, ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντα, ποσά λογαριασμού, αν, μετά από επανέλεγχο αυτού, διαπιστωθεί ότι τα ποσά αυτά δεν οφείλονται για οποιονδήποτε λόγο στον ανάδοχο. Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Διοίκηση, μετά τη ρητή έγκριση των επίδικων πιστοποιήσεων τόκων υπερημερίας εντός μηνός από την υποβολή τους και την ταυτόχρονη έκδοση των αντίστοιχων εντολών πληρωμής, δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των ως άνω πιστοποιήσεων ούτε αμφισβήτησε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη νομιμότητά τους (σχετικά με την υπαιτιότητα της αναδόχου, ως προς τη μη προσκόμιση τιμολογίων και αποδεικτικών εξόφλησης κρατήσεων υπέρ ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΕ και ΕΜΠ και την κατά νόμο υπαγωγή ή μη σε Φ.Π.Α. των τόκων υπερημερίας). Στην παρούσα περίπτωση, το Δημόσιο, με την έκθεση απόψεών του και μόνο, επ' ευκαιρία της ασκηθείσας από την αναιρεσιβλητη εταιρεία αγωγής, προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι δεν όφειλε τόκους υπερημερίας, λόγω υπαιτιότητας της αναδόχου, καθώς και ότι, κατά νόμο, δεν οφειλόταν Φ.Π.Α. για τους τόκους υπερημερίας της 13ης πιστοποίησης. Η δια του τρόπου αυτού, όμως, εκδηλωθείσα εκ μέρους του Δημοσίου άρνηση καταβολής των ποσών των ρητά εγκριθέντων επίδικων λογαριασμών, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε έλεγχός τους, δεν ισοδυναμεί με ανάκληση της ρητής εγκρίσεως αυτών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ251/2017 απόφαση, προϋποθέσεις δυνατότητας άρνησης εξόφλησής τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς πληρωμή των ποσών των επιδίκων πιστοποιήσεων, αν και στηρίχθηκε σε διαφορετική αιτιολογία, είναι, κατ' αποτέλεσμα, ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019
Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.
Δ.ΕΦ.ΑΘ/2706/2020
Παροχή υπηρεσιών φύλαξης.... Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του ότι: 1) η άρνηση θεώρησης του σχετικώς εκδοθέντος χρηματικού εντάλματος πληρωμής από το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν συνιστά νόμιμο λόγο μη εξόφλησης της ένδικης οφειλής, αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά στην τρίτη και τέταρτη σκέψη της παρούσας, ο εν λόγω προληπτικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν υποκαθιστά τον προκείμενο δικαστικό έλεγχο, 2) ο εναγόμενος Οργανισμός δεν προβάλλει ένσταση ακυρότητας της επίμαχης σύμβασης παρά μόνο παράβαση των συγκεκριμένων συμβατικών όρων, χωρίς όμως να προβάλλει ότι επηρεάστηκε εξαιτίας αυτών και η καταλληλότητα των παρασχεθεισών υπηρεσιών φύλαξης, για τις παραβάσεις δε αυτές δεν προβλέπεται η μη εξόφληση της αναδόχου παρά μόνο η καταγγελία της σύμβασης και η κήρυξη αυτής ως έκπτωτης καθώς και η επιβολή των προβλεπομένων εκ των διατάξεων του άρθρου 203 ν.4412/2016 κυρώσεων, κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης και όχι μετά την υλοποίηση της και την παραλαβή ήδη των σχετικών υπηρεσιών, γεγονός άλλωστε που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω, και 3) ότι ο εναγόμενος Οργανισμός ουδέποτε αμφισβήτησε την οικονομική προσφορά της ενάγουσας, σε προγενέστερο της υπογραφής της ένδικης σύμβασης στάδιο όπως δικαιούτο, ούτε άλλωστε κάλεσε την ενάγουσα, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 88 του ν. 4412/2016, για την παροχή διευκρινήσεων ως προς το ύψος αυτής και τα δηλωθέντα περί χαμηλού κόστους ακόμη και κατά το χρονικό διάστημα που επακολούθησε της απόρριψης θεώρησης του σχετικού εντάλματος από το Ε.Σ έως τη λήξη του συμβατικού χρόνου αποδεχόμενος τη νομιμότητα αυτής στο σύνολό της και 4) ότι η ενάγουσα εκτέλεσε έστω και κατά παράβαση, όπως προεκτέθηκε, των συμβατικών της υποχρεώσεων, καθόλη τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης τις παρασχεθείσες υπηρεσίες φύλαξης, τις οποίες και παρέλαβε ο εναγόμενος Οργανισμός, κρίνει ότι, μη νομίμως αυτός (εναγόμενος) και κατά παράβαση των σχετικών συμβατικών υποχρεώσεών του αρνείται να καταβάλει στην ενάγουσα την αξία των εν λόγω υπηρεσιών, συνολικού ποσού 122.254,56 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου φ.π.α, το ύψος εξάλλου των οποίων δεν αμφισβητείται ειδικώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή. Το ποσό δε αυτό πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλει να το καταβάλλει ο εναγόμενος Οργανισμός νομιμοτόκως, ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας ή μη αυτού, με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου Ζ΄ του ν.4152/2013 (φεκ Α 107), που ισχύουν εν προκειμένω, λόγω του χρόνου κατάρτισης της σύμβασης, ήτοι διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζεται το ζήτημα της έντοκης καταβολής στις περιπτώσεις καθυστερήσεων πληρωμών στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και ν.π.δ.δ, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ανωτέρω σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, χωρίς να απαιτείται ρητή σχετική πρόβλεψη στη σύμβαση αυτή, στην οποία, εξάλλου (όπως και στα σχετικά με την κατάρτιση αυτής έγγραφα που προσκομίστηκαν), δεν έχουν περιληφθεί συναφείς με το ζήτημα αυτό όροι ούτε, άλλωστε, ο εναγόμενος Οργανισμός επικαλείται την ύπαρξη τέτοιων όρων (ΣτΕ 3446/2013, 5112/2012, A.Π. 766/2014 κ.ά.). Όμως, το αίτημα έναρξης της τοκογονίας σε προγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής χρόνο και κατά τα ειδικότερα, οριζόμενα στην 1η σκέψη της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Και τούτο διότι, από την προαναφερόμενη σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και του ως άνω ν.π.δ.δ δεν προκύπτει ότι συμφωνήθηκε συγκεκριμένη ημερομηνία πληρωμής της αμοιβής της ώστε να οφείλεται τόκος υπερημερίας από την ημερομηνία που ακολουθεί αυτή (ημερομηνία πληρωμής) παρά μόνο η πληρωμή με την έκδοση χρηματικού εντάλματος, μετά την ποιοτική παραλαβή της υπηρεσίας τμηματικά ανά μήνα, βάσει νομίμων δικαιολογητικών, ήτοι στοιχεία που δεν προκύπτουν εν προκειμένω ώστε να χωρήσει η έντοκη καταβολή της αμοιβής της από την πάροδο 30 ημερών από την 5η ημέρα που ακολουθεί το μήνα της έκδοσης του σχετικού τιμολογίου, όπως αβασίμως προβάλλεται με την ένδικη αγωγή .
Μον.Εφ.Αθ/1816/2021
ΟΤΑ-Έξοδα Κίνησης:(....)Ότι από τις 19-1-1984 είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και από την 30η Ιουνίου 1983 διορίστηκε στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα Δήμο, σε κενή οργανική θέση, ως δικηγόρος, συνδεόμενος με αυτόν με έμμισθη εντολή παροχής νομικών υπηρεσιών, αμειβόμενος με πάγια αντιμισθία. Ότι από την ημερομηνία προσλήψεώς του στον εναγόμενο Δήμο παρείχε τις υπηρεσίες του συνεχώς και αδιαλείπτως . Ότι μέχρι την έκδοση του ν. 4024/2011 λάμβανε κάθε μήνα κατ’ αποκοπή έξοδα κίνησης ύψους 365 ευρώ, ενώ από 1-11-2011 ο εναγόμενος Δήμος επικαλούμενος τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 4024/2011 περιέκοψε παρανόμως το ανωτέρω ποσό που του καταβάλλονταν μηνιαίως ως έξοδα κίνησης. Ζητούσε δε, α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλει για την ανωτέρω αιτία, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού , το συνολικό ποσό των 23.360 ευρώ για τα έξοδα κίνησης που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2014 μέχρι και 30-4- 2019 (365 ευρώ X 64 μήνες)(....)Εξάλλου τα έξοδα κίνησης καταβάλλονται στους ανωτέρω σύμφωνα με την υπ' αριθ. 9508/0022/2008 (ΦΕΚ Β 2684/2008) με την οποία τροποποιήθηκε η 2/50025/0022/3.10.2006 ΚΥΑ των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Επομένως τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 32 παρ 1 εδ 3 ν.4024/2011, όπως συμβαίνει και με το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα και με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας.(....)ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 15-11-2019 έφεση του εναγομένου Δήμου. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1667/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (διαφορές από αμοιβές). ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 26-3-2019 αγωγής. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ως άνω αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο Δήμο να καταβάλει στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 30-4-2019 το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εννιακοσίων δώδεκα ( 18.912) ευρώ με το νόμιμο τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος Δήμος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 μέχρι 13-5-2019, το ποσό των εκατόν πενήντα τριών ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (153,66 ευρώ) .
ΣΤΕ/1505/2015
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με την από 4.8.2005 σύμβαση, η οποία συνήφθη κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, η αναιρεσείουσα τεχνική εταιρεία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Οδοσήμανση Οδικού Επαρχιακού Δικτύου», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και του π.δ/τος 609/1985. Στις 30.6.2006 υπεγράφη η 1η συμπληρωματική σύμβαση, λόγω υπερβάσεως του συμβατικού αντικειμένου του έργου. Στα πλαίσια των ανωτέρω συμβάσεων, στις 29.9.2006 υποβλήθηκε ο 4ος λογαριασμός του έργου, ποσού 204.049,91 ευρώ. Στις 6.10.2006 εγκρίθηκε από τη διευθύνουσα υπηρεσία το ένα μόνον αντίγραφο του εν λόγω λογαριασμού, προς διευκόλυνση της αναιρεσειούσης, ώστε να προβεί σε ενεχυρίαση – εκχώρηση της απαιτήσεώς της από τον ως άνω λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.». Για την εν λόγω εκχώρηση συνήφθη η από 19.10.2006 σύμβαση μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ως άνω Τραπέζης προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Κατά τον ίδιο τρόπο, στις 17.1.2007 υποβλήθηκε ο 5ος λογαριασμός του έργου, ποσού 142.704,92 ευρώ, εγκρίθηκε στις 19.1.2007 το ένα μόνον αντίγραφο αυτού από τη διευθύνουσα υπηρεσία και με την από 2.2.2007 σύμβαση εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου, μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ίδιας Τραπέζης, ενεχυριάσθηκε η ως άνω απαίτηση του 5ου λογαριασμού, προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό προς την αναιρεσείουσα. Με την αγωγή της η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναγνώριση της καταβολής των ως άνω ποσών, προσαυξημένων με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η απαίτησή της για την εξόφληση των δύο ανωτέρω λογαριασμών, συνολικού ποσού 346.754,83 ευρώ, είναι, μετά τη θεώρηση – έγκριση αυτών από τη διευθύνουσα υπηρεσία, βεβαία και εκκαθαρισμένη και, επομένως, έπρεπε οι εν λόγω λογαριασμοί να εξοφληθούν εντός διμήνου από την υποβολή τους ή εντός μηνός από την έγκριση και θεώρησή τους, ήτοι από τις 7.11.2006 και 20.2.2007, αντιστοίχως. Με τα ως άνω δεδομένα, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: «Επειδή σε περίπτωση ενεχυριάσεως απαιτήσεως (προς εξασφάλιση απαιτήσεως ανωνύμου εταιρίας με αιτία αλληλόχρεο λογαριασμό), μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως της απαιτήσεως στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου με τον εκχωρητή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 5η σκέψη. Όταν όμως υφίστανται οφειλές του εκχωρητή προς το ΙΚΑ, εκχώρηση της απαιτήσεως που συναρτάται με τις οφειλές αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39 του ν. 2065/1992. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, εκχώρησε τις απαιτήσεις της από τον 4ο και 5ο λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.», χωρίς να καταβάλει τις οφειλές της προς το ΙΚΑ, ή τουλάχιστον χωρίς να αποδεικνύει ότι δεν έχει σχετικές οφειλές, αφού δεν προσκομίζει αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας. Περαιτέρω, η καταβολή του ανωτέρω ποσού και πριν από την ενεχυρίαση της σχετικής απαιτήσεως και μετά, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας. Επομένως, εφόσον δεν καθίσταται γνωστό στο δικαστήριο, εάν εχώρησε νόμιμη ή όχι εκχώρηση των ανωτέρω απαιτήσεων για καταβολή των ανωτέρω ποσών των δύο λογαριασμών (4ου και 5ου) και μόνο υπό την εκδοχή ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση αγωγής, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί και ως προς την κύρια απαίτησή της, για καταβολή των ποσών των δύο πιο πάνω λογαριασμών, αφού πληρωμή λογαριασμών δεν χωρεί, χωρίς την εξόφληση των αντιστοιχουσών εισφορών και επιβαρύνσεων προς το Ίδρυμα, η δε ενάγουσα δεν απέδειξε ότι δεν υφίστανται οι παραπάνω οφειλές αυτής προς το Ίδρυμα. Τέλος, εφόσον η τελευταία δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν υφίσταται υπαιτιότητα του κυρίου του έργου –Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ροδόπης– για τη μη πληρωμή του 4ου και 5ου λογαριασμού του παραπάνω έργου και κατά συνέπεια, δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς καταβολή τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη της ενάγουσας αναδόχου να υποβάλλει την κατά τα ανωτέρω απόδειξη για καταβολή των υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών». Επειδή, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ειδικότερα, ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αναιρετέα, διότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η μη υποβολή εξαρχής από την ανάδοχο της ασφαλιστικής και φορολογικής της ενημερότητας δεν δύναται να θεμελιώσει υπαιτιότητά της για τη μη πληρωμή, αφού δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η ανάδοχος είναι υποχρεωμένη να συνυποβάλει τις ως άνω ενημερότητες με τις σχετικές πιστοποιήσεις προς πληρωμή, αλλά τουναντίον η ανάδοχος έχει την ευχέρεια να τις υποβάλει μεταγενεστέρως και μάλιστα μετά την οριστικοποίηση των πληρωτέων ποσών, οπότε και θα γνωρίζει το ύψος των σχετικών ποσών που πρέπει να αποδοθούν στους τρίτους. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά στην όγδοη σκέψη, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι επίδικοι λογαριασμοί δεν συνοδεύονταν από τις, απαραίτητες κατά το νόμο για την πληρωμή τους, βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, δεν γεννήθηκε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς πληρωμή τους. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο ως άνω λόγος ως αβάσιμος.
ΝΣΚ/124/2020
Εάν η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα ΑΕ (ΕΑΤ) στο πλαίσιο της λειτουργίας της, τόσο ως ΕΤΕΑΝ ΑΕ, όσο και με τη σημερινή νομική μορφή της, δύναται να διαγράψει την πρόβλεψη δυνητικής επιβάρυνσης του ποσού των 31.000.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας (ήτοι καθυστερημένη καταβολή της εγγυοδοτικής υποχρέωσης αυτής στα πιστωτικά ιδρύματα), στο πλαίσιο της επί τούτου ρυθμίσεως δυνάμει του άρθρου 7 του ν. 4613/2019.(...)Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) δεν είναι αρμόδιο για την έκδοση γνωμοδότησης επί ερωτήματος, που αφορά το ζήτημα της διαγραφής ή μη από τα βιβλία της ΕΑΤ ΑΕ οφειλής, ύψους 31.000.000 ευρώ, από τόκους υπερημερίας λόγω καθυστέρησης καταβολής της εγγυοδοτικής της υποχρέωσης προς τα πιστωτικά ιδρύματα, καθόσον το ΝΣΚ δεν έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί ερωτημάτων που προέρχονται από αυτοτελή νομικά πρόσωπα και δη ιδιωτικού δικαίου, των οποίων η νομική υπηρεσία δεν διεξάγεται από αυτό, ανεξάρτητα αν η λειτουργία τους αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού. Εξάλλου, το ως άνω τιθέμενο ζήτημα αποτελεί αποκλειστικά εσωτερικό θέμα της ως άνω εταιρείας, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ενδεχόμενη πρόθεση της ερωτώσης Διοίκησης να αξιοποιήσει τη γνωμοδότηση για ανάληψη ιδίας πρωτοβουλίας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της (ομόφωνα).
ΝΣΚ/102/2009
Συμμόρφωση Διοικήσεως – Καταβολή των αναφερομένων, στο διατακτικό δικαστικής απόφασης ποσών, σε ενάγοντες υπαλλήλους του ΥΠ.ΠΟ.Εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα εκτέλεσης της υπ' αριθμ. 4193/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ' όσον αυτή είναι αναγνωριστική. Αλλά και αν ακόμη αυτή ήταν καταψηφιστική, το γεγονός ότι αυτή δημοσιεύθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Ν 3659/2008 και κατ' αυτής έχει ασκηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Σ.τ.Ε., το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα υποχρεούτο να την εκτελέσει.