Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/1663/2009/ΟΛΟΜ

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974

H διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΑΕΔ/25/2012

Η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου που προβλέπει προνομιακό ποσοστό τόκου υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση 

Δ.εφ.Αθ/2422/2012

9..) Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003,  πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009  Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών.

ΣτΕ/802/2006

Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του δημοσίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα νόμων περί δικών του δημοσίου, που ορίζεται σε 6% ετησίως, αντίκειται στο σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Παραπέμπει στην  Ολομέλεια.

ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1384/2012

Γενικό Λογιστήριο του Κράτους-Αγωγή καταβολής αποζημίωσης για διαφορές σύνταξης εξαιτίας μη καταταγής σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια:Με την αίτηση επιδιώκεται η αναίρεση της 298/2008 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος.(....)Ήδη με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το ποσό της εισπραχθείσας από την αναιρεσείουσα συντάξεως κατά το έτος 1991, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από αυτό που έπρεπε να είχε εισπράξει, προκειμένου να υπολογισθεί ορθά η ζημία της, ανέρχεται σε 1.448.744,50 δραχμές, είναι δηλαδή μικρότερο του ποσού του 1.552.251 δραχμών που υπολογίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα το ποσό της ζημίας της για την περίοδο αυτή να είναι κατά 103.506,50 δραχμές (1.552.251 – 1.448.744,50) ή 303,80 ευρώ μεγαλύτερο από εκείνο που της επιδικάσθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.(....)Και ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη. Και τούτο διότι ναι μεν, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας η διάταξη αυτή, κατά το μέρος που καθορίζει το νόμιμο και το της υπερημερίας επιτόκιο σε 6% ετησίως είναι ανίσχυρη, ως αντικείμενη στις αναφερόμενες στη σκέψη αυτή συνταγματικές και άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καθ’ ερμηνεία του αιτήματος της αγωγής «… να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να … καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 732.933 δραχμών», επιχειρούμενη υπό το φως της κατά την άσκηση της αγωγής (10.5.1995) κρατούσας νομολογίας για υπολογισμό επί χρηματικών οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου επιτοκίου 6% κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 του άνω Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου - αφού το ανίσχυρο του επίμαχου μέρους της διάταξης αυτής και η συνακόλουθη εφαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος για τους ιδιώτες επιτοκίου, απαγγέλθηκε για πρώτη φορά μεταγενέστερα με την 513/2009 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου - αυτή (ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα) ζήτησε την επιδίκαση του ανωτέρω ποσού αποζημίωσης με επιτόκιο 6% ετησίως.Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.


ΣΤΕ/1553/2017

Εκτέλεση δημοσίου έργου- τόκος υπερημερίας:..Επειδή, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι για τον υπολογισμό του οφειλόμενου στην αναιρεσίβλητη τόκου εφαρμόζεται το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 8 και 10, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, με την επιφύλαξη, πάντως, της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του εν λόγω διατάγματος, δηλαδή με την επιφύλαξη ότι οι κοινές διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση των συμβάσεων δημοσίων έργων δεν προβλέπουν ευνοϊκότερο για τον ανάδοχο επιτόκιο, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκο με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος που με αυτήν ορίσθηκε ότι ο καταβλητέος στην αναιρεσίβλητη τόκος για τα οφειλόμενα σε αυτήν ποσά πρέπει να υπολογισθεί με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, η υπόθεση δε, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος στο εκδόν την εν λόγω απόφαση δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει, ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του π.δ. 166/2003, ποιά διάταξη προβλέπει το ευνοϊκότερο για την αναιρεσίβλητη επιτόκιο.


ΜΠρΗρ/3878/2005

Απορρίπτεται ο λόγος αναστολής εκτέλεσης του αιτούντος Δήμου, βασιζόμενος στο άρ. 20 Ν. 3301/2004 - περί εκτελεστών τίτλων - τον οποίο νόμο κρίνει ότι αντίκειται στο άρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Δέχεται το β` λόγο αναστολής περί υποχρέωσης του Δήμου για καταβολή τόκων με ποσοστό 6% κατ` αρ. 7 παρ. 2 ΝΔ 496/74 και όχι με το επιτόκιο που ισχύει για τις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις.


ΑΠ/3/2006

Η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν ποσοστό τόκου υπερημερίας (6%) μικρότερο από εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση και διάκριση υπέρ των προσώπων αυτών και κρίνεται συνταγματική. Αντίθετη η μειοψηφία. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αρ. 248/2005 απόφαση Β1 τμήματος και αναιρεί την υπ΄ αρ. 2515/2003 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.


2/72028/0026/2015

Κοινοποίηση της αριθ.101/2015 γνωμοδότησης του Α τμήματος του Ν.Σ.Κ (Επιτόκιο επιδικίας)


ΝΣΚ/670/1995

Δημόσια έργα. Συμβάσεις. Επιτόκιο προκαταβολών. Προεδρεύων: Μ.Βεκρής, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Θ.Ρεντζεπέρης, Νομικός Σύμβουλος Το, δια της υπ αριθμ.248/3-7-95 ΠΥΣ, καθοριζόμενο επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνονται οι χορηγούμενες από το Δημόσιο προκαταβολές, στους εργολήπτες δημοσίων έργων, εφαρμόζεται και στις εργολαβίες που βρισκόντουσαν σε εξέλιξη, κατά τη δημοσίευση της ΠΥΣ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοπρατήσεως ή αναθέσεώς τους και καλύπτει, το, μη αποσβεσθέν, τμήμα της προκαταβολής. Το επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνονται, οι χορηγούμενες από το Δημόσιο προκαταβολές, σε εργολήπτες δημοσίων έργων, δεν είναι σταθερό, αλλά ακολουθεί τη διακύμανση του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας, ως προς όλες τις συνέπειες διότι, άλλως, θα έπρεπε να αναφέρεται στην ΠΥΣ, ότι ισχύει το ανωτέρω επιτόκιο, όπως είχε διαμορφωθεί, κατά την ημέρα δημοσιεύσεως της ΠΥΣ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ή σε άλλη συγκεκριμένη ημερομηνία.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019

Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η  αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη  προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί  δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων  συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε  προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της    Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με  το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1  του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με  την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.