ΝΣΚ/670/1995
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Δημόσια έργα. Συμβάσεις. Επιτόκιο προκαταβολών. Προεδρεύων: Μ.Βεκρής, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Θ.Ρεντζεπέρης, Νομικός Σύμβουλος Το, δια της υπ αριθμ.248/3-7-95 ΠΥΣ, καθοριζόμενο επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνονται οι χορηγούμενες από το Δημόσιο προκαταβολές, στους εργολήπτες δημοσίων έργων, εφαρμόζεται και στις εργολαβίες που βρισκόντουσαν σε εξέλιξη, κατά τη δημοσίευση της ΠΥΣ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοπρατήσεως ή αναθέσεώς τους και καλύπτει, το, μη αποσβεσθέν, τμήμα της προκαταβολής. Το επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνονται, οι χορηγούμενες από το Δημόσιο προκαταβολές, σε εργολήπτες δημοσίων έργων, δεν είναι σταθερό, αλλά ακολουθεί τη διακύμανση του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας, ως προς όλες τις συνέπειες διότι, άλλως, θα έπρεπε να αναφέρεται στην ΠΥΣ, ότι ισχύει το ανωτέρω επιτόκιο, όπως είχε διαμορφωθεί, κατά την ημέρα δημοσιεύσεως της ΠΥΣ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ή σε άλλη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/137/2006
Το ύψος του επιτοκίου για τις χορηγούμενες στους αναδόχους κατασκευής δημοσίων έργων προκαταβολές, εξακολουθεί να ρυθμίζεται με την 248/3-7-95 Π.Υ.Σ. και ακολουθεί τη διακύμανση του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου δωδεκάμηνης διάρκειας και μετά την έκδοση της 2/51557/0026/1Ο-9-01 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών.
ΣΤΕ/1553/2017
Εκτέλεση δημοσίου έργου- τόκος υπερημερίας:..Επειδή, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι για τον υπολογισμό του οφειλόμενου στην αναιρεσίβλητη τόκου εφαρμόζεται το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 8 και 10, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, με την επιφύλαξη, πάντως, της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του εν λόγω διατάγματος, δηλαδή με την επιφύλαξη ότι οι κοινές διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση των συμβάσεων δημοσίων έργων δεν προβλέπουν ευνοϊκότερο για τον ανάδοχο επιτόκιο, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκο με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος που με αυτήν ορίσθηκε ότι ο καταβλητέος στην αναιρεσίβλητη τόκος για τα οφειλόμενα σε αυτήν ποσά πρέπει να υπολογισθεί με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, η υπόθεση δε, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος στο εκδόν την εν λόγω απόφαση δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει, ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του π.δ. 166/2003, ποιά διάταξη προβλέπει το ευνοϊκότερο για την αναιρεσίβλητη επιτόκιο.
Γ.Δ.Τ.Υ/οικ.3460/2016
Δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Κανονισμού Τεχνολογίας Σκυροδέματος 2016 (ΚΤΣ-2016). (ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 15) (ΑΔΑ:ΩΖΒΙ4653ΟΞ-1ΥΕ)
ΕΤ/Γ/2019
Θέμα: Εκσυγχρονισμός διατάξεων σχετικά με το Εθνικό Τυπογραφείο και την «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Γ/92342/2006
Ρυθμίσεις τον ν. 3469/2006 για το Εθνικό Τυπογραφείο και την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
ΕΣ/ΤΜ.1/96/2008
ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ. (..) καταβολή ποσού ... στη φερόμενη ως δικαιούχο αυτού δημοτική υπάλληλο … , ως διαφορά αποδοχών, κατά το χρονικό διάστημα από 30.4.2008 μέχρι 31.5.2008 λόγω μετάταξής της από τον κλάδο ΔΕ1 στον κλάδο ΠΕ1, με την αιτιολογία ότι η μετάταξη της ανωτέρω τελειούται διά της δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και συνεπώς η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, που αφορά καταβολή, στην ανωτέρω, διαφοράς αποδοχών για το προ της δημοσιεύσεως της μετάταξής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως χρονικό διάστημα, δεν είναι νόμιμη.
ΣΤΕ/2647/2008
Εκπρόθεσμο αίτησης ακυρώσεως:..Επειδή, η κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8) εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας περί συγκροτήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ανωτέρω Ταμείου, η οποία, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, ήταν δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, άρχιζε για τον αιτούντα, ως τρίτο, από τη δημοσίευση της υπουργικής αυτής αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2733/1994, 602/1987 κ.α.). Η προσβαλλόμενη υπουργική δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14.2.2005 (ΦΕΚ 30, τ. Ν.Π.Δ.Δ.). Επομένως, η υπουργική αυτή απόφαση προσβάλλεται εκπροθέσμως, αφού η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 20.6.2007, δηλαδή μετά την πάροδό της ως άνω εξηκονθήμερης προθεσμίας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
ΣΤΕ 27/2015
Συμβάσεις δημοσίων έργων.Παραδεκτό αναίρεσης.Για το παραδεκτό των αιτήσεων αναίρεσης που ασκήθηκαν μετά την 01.01.11, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των προϋποθέσεων και του ελάχιστου ποσού της διαφοράς και της μη ύπαρξης νομολογίας ή της αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή ανέκκλητης απόφασης τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ επί του κρίσιμου, εν προκειμένω, ζητήματος, εάν δηλαδή, απαιτείται υποβολή έγγραφης όχλησης για την έναρξη της τοκοφορίας ρητώς εγκεκριμένου λογαριασμού δημοσίου έργου, του οποίου καθυστερεί η πληρωμή και το αν εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ και του π.δ. 166/03 στις συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων για τον υπολογισμό του οφειλόμενου στην αναιρεσείουσα τόκου, λόγω της καθυστέρησης εξόφλησης του λογαριασμού. Κατά το Τμήμα δεν απαιτείται έγγραφη όχληση αφ’ ενός, και δεν εφαρμόζεται το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/03 αφ’ ετέρου. Παραπέμπει στην 7μ σύνθεση του ΣΤ΄ Τμήματος.
ΕΣ/ΤΜ.1/19/2009
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η 190569/13.7.2006 απόφαση συγκρότησης της ως άνω Επιτροπής, εφόσον εκδόθηκε στις 13.7.2006, χρόνος κατά τον οποίο ίσχυε ο ν. 301/1976, δεν απαιτείτο να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 εδαφ. ε΄ του νόμου αυτού. Αντίθετα, η ως άνω 190798/13.7.2007 τροποποιητική απόφαση έπρεπε να δημοσιευτεί στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αφού κατά το χρόνο έκδοσής της (13.7.2007), ίσχυε πλέον ο ν. 3469/2006, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου (άρθρο 5 παρ.2 περ. ιβ΄) δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οι αποφάσεις συγκρότησης των αμειβόμενων επιτροπών, καθώς και οι τροποποιητικές αυτών, και συνεπώς είναι ανυπόστατη μη παράγουσα έννομες συνέπειες. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι νόμιμη, τα δε λοιπά προβαλλόμενα από τον Επίτροπο ότι συμμετείχε στις συνεδριάσεις της επιτροπής, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2008 έως 8.10.2008, ως αναπληρώτρια της εισηγήτριας, άλλο πρόσωπο από εκείνο που οριζόταν στην απόφαση συγκρότησης, καθώς και ότι η σχετική 6264/4.5.2007 απόφαση ορισμού αναπληρώτριας της Προϊσταμένης του Τμήματος Ασφάλισης που μετείχε ως εισηγήτρια στην ως άνω επιτροπή δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθίστανται πλέον ως άνευ αντικειμένου. Συνακόλουθα, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΣΤΕ/3055/2000
Εκπρόθεσμο αίτησης ακυρώσεως:...Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που καθορίζει πολεοδομικούς όρους, κατά παρέκκλιση πάσης αντιθέτου διατάξεως, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, ενώ κατά το μέρος που επέχει θέση οικοδομικής αδείας έχει ατομικό χαρακτήρα. Είναι όμως, κατά τα ανωτέρω, δημοσιευτέα εκ του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, η 60νθήμερη προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, για το σύνολο της προσβαλλομένης πράξεως, άρχισε για τους αιτούντες, τρίτους, την επομένη της 12/11/98, όταν η προσβαλλομένη πράξη δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είχε δε λήξει πριν ασκηθή η κρινομένη αίτηση την 26/2/1999. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να απορριφθή ως εκπρόθεσμη και εκ τούτου απαράδεκτη.