Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΑΕΔ/25/2012

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974
Η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου που προβλέπει προνομιακό ποσοστό τόκου υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/1663/2009/ΟΛΟΜ

H διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.


ΑΠ/3/2006

Η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν ποσοστό τόκου υπερημερίας (6%) μικρότερο από εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση και διάκριση υπέρ των προσώπων αυτών και κρίνεται συνταγματική. Αντίθετη η μειοψηφία. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αρ. 248/2005 απόφαση Β1 τμήματος και αναιρεί την υπ΄ αρ. 2515/2003 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.


1002409/0016/2007

«Ποσοστό τόκου υπερημερίας»


1053161/0016/2003

ΘΕΜΑ : «Ποσοστό τόκου υπερημερίας»


ΣτΕ/802/2006

Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του δημοσίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα νόμων περί δικών του δημοσίου, που ορίζεται σε 6% ετησίως, αντίκειται στο σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Παραπέμπει στην  Ολομέλεια.

ΤρΔΠρΘεσ/820/2007

Εκπαιδευτικοί - Αρχή ισότητας - Επίδομα 176 Ευρώ - Τόκοι υπερημερίας - Τόκος υπερημερίας ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 21 Δ/τος 26.6/10.7.1944 (Κώδικας Δικών Δημοσίου) - Παραγραφή αξίωσης αποδοχών - Παραγραφή διετής - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 90 Ν. 2362/95 - Παραγραφή πενταετής -.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019

Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η  αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη  προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί  δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων  συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε  προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της    Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με  το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1  του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με  την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.


ΝΣΚ/484/2000

Δημόσια έργα. Καταβολή τόκου υπερημερίας για καθυστέρηση πληρωμής αμοιβής. Υπολογισμός. Για τον υπολογισμό του καταβλητέου τόκου επί του οφειλομένου ποσού για διαφορά αμοιβής μελέτης δημοσίου έργου από το Ελληνικό Δημόσιο στον ανάδοχο μελετητή (τεχνικό γραφείο), ενόψει των αιτιολογιών της υπ αρ. 440/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και της υπ αρ. 780/1999 Γνωμοδοτήσεως του Γ Τμήματος Ν.Σ.Κ., εφαρμοστέα τυγχάνουν τα επιτόκια του τόκου υπερημερίας από της επιδόσεως της προσφυγής μέχρις εξοφλήσεως κλιμακωτά, όπως προκύπτουν από την Κατάσταση Εξωτραπεζικών Επιτοκίων της Τραπέζης Ελλάδος.


ΝΣΚ/780/1999

Καθυστέρηση πληρωμής εγκεκριμένων πιστοποιήσεων σε ανάδοχο, χωρίς υπαιτιότητά του. Καταβολή τόκου υπερημερίας. Υπολογισμός αυτού. Επί καθυστερήσεως πληρωμής στον ανάδοχο δημοσίου έργου, άνευ υπαιτιότητος αυτού, των εγκεκριμένων πιστοποιήσεων εκτελεσθεισών εργασιών οφείλεται τόκος υπερημερίας. Ο τόκος αυτός καθορίζεται: α) Με το άρθρο 7 του ΝΔ 1266/72 σε ποσοστό 6% ετησίως, β) Με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.889/1979, (το οποίο ετροποποίησε το άρθρο 7 ΝΔ 1266/1972, ήτοι από 17.4.1979 στο ποσοστό του εκάστοτε ισχύοντος τόκου υπερημερίας, όπως αυτός καθορίζεται με Π.Υ.Σ. ή με Π.Δ./Τ.Ε. ή με Π.Σ.Ν.Π., γ) Με το άρθρο 5 παρ.8 του Ν.1418/1984 στο ποσοστό του ισχύοντος για τις οφειλές γενικά του δημοσίου τόκου υπερημερίας (δηλ.6%), δ) Με το άρθρο 18 του Ν.1947/1991, το οποίο ετροποποίησε το άρθρο 5 παρ.8 του Ν.1418/1984, ήτοι από 14.5.1991, σε ποσοστό 85% των εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου ή, σε περίπτωση παύσεως της εκδόσεως τέτοιων εντόκων γραμματίων, όπως καθορίζεται με Π.Υ.Σ. Το άρθρο 5 παρ.8 του Ν.1418/1984, όμως, όπως ορίζεται στο άρθρο 27 παρ.2 του ιδίου νόμου, σε συνδυασμό προς το άρθρο 15 παρ.4 και 5 του Ν.1561/1985, εφαρμόζεται επί συμβάσεων, οι οποίες καταρτίσθηκαν με βάση προσφορές υποβληθείσες μετά την 31.12.1985, ενώ επί των προγενεστέρων συμβάσεων εξακολουθούν να ισχύουν οι προϊσχύσασες διατάξεις μέχρι την αποπεράτωση και εκκαθάρισή τους. Και το άρθρο 18 του Ν.1947/1991, αφού αντικατέστησε εν μέρει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.8 του Ν.1418/1984, διέπεται από την ίδια ειδική μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 27 παρ.2 του Ν.1418/1984, ήτοι εφαρμόζεται μόνο επί συμβάσεων, που καταρτίσθηκαν με βάση προσφορές υποβληθείσες μετά την 31.12.1985. Για το συγκεκριμένο έργο: "Αποπεράτωση Νέας Κεντρικής Λαχαναγοράς Πατρών", η περί του οποίου σύμβαση καταρτίσθηκε τον Δεκέμβριο του 1982, με βάση προσφορά υποβληθείσα τον Οκτώβριο του 1982, (ήτοι προ της 31.12.1985), ο υπολογισμός θα γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ.1 του Ν.889/1979. Για τον υπολογισμό θα ληφθούν υπόψη τα επιτόκια, όπως αναφέρονται στην Κατάσταση Εξωτραπεζικών Επιτοκίων της Τραπέζης Ελλάδος. 

ΣτΕ/1620/2011

Για τους εκτεθέντες στις προηγούμενες σκέψεις (6 και 8) δύο λόγους, αυτοτελώς λαμβανόμενους υπόψη, οι οποίοι δεν είχαν εκτιμηθεί από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και για τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος και της εν τω μεταξύ, αντίθετης προς την απόφαση 1663/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας νομολογίας επ' αυτού του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 1127,1128/2010) πρέπει το εν λόγω ζήτημα, της συμφωνίας του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ.18/1989.