Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/1620/2011

Τύπος: Έγγραφα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974

Για τους εκτεθέντες στις προηγούμενες σκέψεις (6 και 8) δύο λόγους, αυτοτελώς λαμβανόμενους υπόψη, οι οποίοι δεν είχαν εκτιμηθεί από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΕΔΔΑ, η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας αντιθέτως, έσφαλε και για τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του θα ήταν αναιρετέα. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος και της εν τω μεταξύ, αντίθετης προς την απόφαση 1663/2009 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας νομολογίας επ' αυτού του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 1127,1128/2010) πρέπει το εν λόγω ζήτημα, της συμφωνίας του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ.18/1989.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/1663/2009/ΟΛΟΜ

H διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, με την οποία θεσπίζεται, για τις οφειλές του Δημοσίου, επιτόκιο νόμιμο και υπερημερίας σε ποσοστό 6%, που είναι μικρότερο από το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος αντίστοιχου επιτοκίου, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.


ΑρΠ/1/2011

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ αξιώσεων υπαλλήλων ν.πδ.δ. Η διάταξη του άρθ. 48 § 3 ν.δ. 496/1974, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, ούτε στο άρθ. 6 § 1 ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία.


ΣτΕ/802/2006

Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του δημοσίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα νόμων περί δικών του δημοσίου, που ορίζεται σε 6% ετησίως, αντίκειται στο σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Παραπέμπει στην  Ολομέλεια.

ΑΕΔ/25/2012

Η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου που προβλέπει προνομιακό ποσοστό τόκου υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών αντιδίκων του, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση 

ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019

Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η  αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη  προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί  δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων  συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε  προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της    Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με  το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1  του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με  την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.


Π.Δ.76/2022

Μεταγλώττιση-απόδοση στη δημοτική γλώσσα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του Πρώτου (Πρόσθετου) Πρωτοκόλλου της.


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1975/2021

ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ:(....)Εξετάζει τα παραπεμφθέντα από το Τμήμα ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου προδικαστικά ερωτήματα. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, η Ολομέλεια αποφαίνεται ότι, σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά στις σκέψεις 36 έως 48, το θέμα της συμβατότητας των διατάξεων της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 4051/2012 με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έχει ήδη απαντηθεί με τα πρακτικά της 10ης Γενικής Συνεδριάσεως της 3.6.2015 και της 5ης Γενικής Συνεδριάσεως της 29.3.2017 της διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντίστοιχα, με τα οποία κρίθηκε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν εγείρουν θέματα συμβατότητας με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επί του δευτέρου ερωτήματος, η Ολομέλεια αποφαίνεται, ότι ως βάση υπολογισμού των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων κατά την 31.12.2014 νοούνται οι συντάξεις στο ύψος που ανέρχονταν κατά την ως άνω ημερομηνία, ανεξάρτητα από τη συνταγματικότητα των περικοπών που είχαν υποστεί οι συντάξεις, υπό την ισχύ δε του ν. 4387/2016, το ύψος των συντάξεων, με τον συνυπολογισμό των εν λόγω περικοπών, είναι συμβατό με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, ανταποκρινόμενο και στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, η Ολομέλεια αποφαίνεται ότι (α) οι αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου από την περικοπή που υπέστησαν οι πληρωτέες σε αυτούς συντάξεις, κατ’ εφαρμογή της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παραγράφου 5 του άρθρου 140 του ν. 4270/2020, (β) οι αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου από την ίδια αιτία που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016 αποσβένονται με την αναγνώριση, με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020, της υποχρεώσεως επιστροφής σε αυτούς των αντίστοιχων ποσών, ακόμη και αν αξιώσεις αυτές εκκρεμούσαν σε δίκη, κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, και (γ) ωσαύτως, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33 του ν. 4734/2020, συναποσβένονται και οι αξιώσεις για τους αναλογούντες επί του επιστρεπτέου ποσού, έως την καταβολή του στους συνταξιούχους του Δημοσίου, τόκους επιδικίας. Αναπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή στο Τέταρτο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΝΣΚ/152/2017

Συμβατότητα των άρθρων 1 του Κεφαλαίου Α΄ και 2 του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4472/2017, με το ισχύον Σύνταγμα, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε..(...)Συμβατότητα των άρθρων 1 του Κεφαλαίου Α΄ και 2 του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4472/2017, με το ισχύον Σύνταγμα, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε..(...)Α. Ελλείψει των αναγκαίων στοιχείων, είναι αντικειμενικά αδύνατη η διατύπωση γνωμοδότησης ως προς την αντίθεση ή μη προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, των διατάξεων των άρθρων 1 του Κεφαλαίου Α΄ και 2 του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4472/2017, οι οποίες α) θεσπίζουν περικοπές, από 1-1-2019, στην οικογενειακή παροχή των συντάξεων του Δημοσίου, καθώς και στο επίδομα συζύγου των συντάξεων του ιδιωτικού τομέα, και επίσης στην προσωπική διαφορά (κατά 18%) των ήδη καταβαλλομένων κατά την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 κυρίων και επικουρικών συντάξεων, καθώς και στην προσωπική διαφορά των συνταξιούχων που κατέθεσαν ή θα καταθέσουν αιτήσεις συνταξιοδότησης εντός των ετών 2016, 2017 και 2018 και β) μεταθέτουν για την 1-1-2022 (και ήδη, δυνάμει του άρθρου τρίτου του ισχύοντος από 12-6-2017 ν. 4475/2017, για την 1-1-2023), την αύξηση των συντάξεων με την έκδοση ΚΥΑ, επί τη βάσει συντελεστή που διαμορφώνεται από τη διακύμανση του ΑΕΠ και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (πλειοψ.). Β. Ενόψει του δημοσιονομικού χαρακτήρα των θεσπιζόμενων μέτρων, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των κρίσιμων διατάξεων προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, εξαιτίας της έλλειψης σχετικής μελέτης, υποστηρικτικής της αναγκαιότητας και προσφορότητας των προαναφερόμενων περικοπών (πλειοψ.). Γ. Δεν τίθεται θέμα αντίθεσης, με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., της διάταξης που προβλέπει τη μετάθεση των αυξήσεων επί των απονεμόμενων συντάξεων από το έτος 2017 στο έτος 2023 (ομοφ.) Δ. Δεν υφίσταται αντίθεση των κρίσιμων διατάξεων του ν. 4472/2017 προς τις διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπ. Ένωσης (ομοφ.).


Δ.εφ.Αθ/2422/2012

9..) Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003,  πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009  Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών.

ΣΤΕ ΟΛΟΜ/2307/2014

Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι, κατά τους αιτούντες, «τα δικαιώματα που συνδέονται με τη σχέση εξαρτημένης εργασίας (προσδιορισμός μισθού, ρύθμιση όρων εργασία με συλλογικές συμβάσεις ...)» θίγονται με την πράξη αυτή «στο βαθμό που αυτές [οι ρυθμίσεις] ισοδυναμούν με απαλλοτρίωση δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σχέση εργασίας». Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος. Τούτο, διότι ναι μεν, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 668/2012 Ολομ), η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από την νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους αποδοχών αποτελεί περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις, όμως με το τελευταίο αυτό άρθρο δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε μισθό ορισμένου ύψους. Δεν αποκλείεται, επομένως, κατ’ αρχήν, η διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Κάθε δε επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση με αυτόν ... Συνεπώς, εν προκειμένω, εφ’ όσον, όπως κρίθηκε ανωτέρω στην σκέψη 23, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012, θεωρούμενες στο σύνολό τους, δεν θίγουν τον πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων, που απορρέουν ιδίως από τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, οι ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζουν ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, άρα, είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να γίνουν δεκτές, κατά το μέρος που πλήττουν τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1, 2 και 4 της προσβαλλόμενης ΠΥΣ 6/2012 και να απορριφθούν κατά τα λοιπά. Αντιστοίχως, πρέπει η παρέμβαση του ... να απορριφθεί, κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις αυτές της προσβαλλόμενης ΠΥΣ, και να γίνει δεκτή κατά τα λοιπά.